- Η παρ. 6 του άρθρου 21 του ν. 5026/2023 (Α΄ 45), περί του τρόπου υποβολής της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης, αντικαθίσταται ως εξής:
«6. α) Ο υπόχρεος, μετά από την αυθεντικοποίηση της παρ. 2, μεταφέρει στη Δ.Π.Κ. με αυτόματο τρόπο μέσω της διαλειτουργικότητας της εφαρμογής της παρ. 1, τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία:
αα) Τα δεδομένα της τελευταίας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (Ε1) του έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., η οποία υποβλήθηκε ηλεκτρονικά,
αβ) τα στοιχεία των ακινήτων που περιλαμβάνονται στην περιουσιακή του κατάσταση κατά την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους από αυτό στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., αν η Δ.Π.Κ. είναι ετήσια, ή του τρέχοντος έτους, αν η Δ.Π.Κ. είναι αρχική, όπως αυτά τηρούνται ηλεκτρονικά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.),
αγ) το ύψος των υπολοίπων των καταθετικών λογαριασμών, των λογαριασμών πληρωμών, των επενδυτικών προϊόντων, καθώς και των λογαριασμών φύλαξης ή αγοραπωλησίας πολύτιμων μετάλλων και νομισμάτων.
αδ) στοιχεία θυρίδων, των οποίων είναι δικαιούχος,
αε) στοιχεία για οχήματα κάθε χρήσης, πλωτά ή εναέρια μεταφορικά μέσα, όπως αυτά τηρούνται ηλεκτρονικά στην Α.Α.Δ.Ε και στο Μητρώο Οχημάτων του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών,
αστ) συμμετοχές σε κάθε είδους εταιρείες ή επιχειρήσεις, όπως αυτά τηρούνται ηλεκτρονικά στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), εκτός από αυτά που αφορούν σε ανώνυμες εταιρείες,
αζ) στοιχεία για κάθε είδους δανειακές υποχρεώσεις των υπόχρεων του άρθρου 4, της περ. α) του άρθρου 6 και της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 8 κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, εφόσον κάθε μία από αυτές υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.
β) Ο υπόχρεος, μετά από τη μεταφορά των δεδομένων της περ. α), ελέγχει την ορθότητα των στοιχείων και, πριν από την οριστικοποίηση και υποβολή της Δ.Π.Κ., δύναται να τροποποιεί τη Δ.Π.Κ. διαγράφοντας και προσθέτοντας εγγραφές στα πεδία των οικείων πινάκων, συμπληρώνοντας δεδομένα, πληροφορίες, παρατηρήσεις ή διευκρινήσεις στα κενά πεδία για τις υφιστάμενες εγγραφές. Δύναται, επίσης, να αναρτά δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία σχετικά με τα πεδία της Δ.Π.Κ..
γ) Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων και αλλοδαπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ενεργούς πελάτες φυσικά πρόσωπα, υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην εφαρμογή όλα τα δεδομένα τα οποία διαθέτουν και τα οποία αφορούν τις υποπερ. αγ), αδ) και αζ) της περ. α), σύμφωνα με τις διακρίσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 19, για την υποβολή αρχικής ή ετήσιας Δ.Π.Κ., αντίστοιχα, μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γ.Γ.Π.Σ.Ψ.Δ., σύμφωνα με το άρθρο 47 του ν. 4623/2019 (Α’ 134) και το άρθρο 84 του ν. 4727/2020. Η ίδια υποχρέωση ισχύει και για το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) ως προς τα δεδομένα που αφορούν τα στοιχεία της υποπερ. αστ) της περ. α), εκτός από αυτά που αφορούν σε ανώνυμες εταιρείες. Τα ανωτέρω δεδομένα διαβιβάζονται στην εφαρμογή της παρ. 1 ως εξής: α) Αυτά τα οποία αφορούν την υποβολή των ετήσιων δηλώσεων, το αργότερο μέχρι τις 31 Μαΐου κάθε έτους, β) αυτά τα οποία αφορούν την υποβολή των αρχικών δηλώσεων του στοιχείου i) της υποπερ. βγ) της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 17, εντός προθεσμίας ενός (1) μήνα από την ενημέρωση του φορέα, σύμφωνα με την υποπερ. βε) της περ. β) της παρ. 1 του ίδιου άρθρου. Μετά από τη διαβίβαση των περιουσιακών στοιχείων των υπόχρεων στην εφαρμογή της παρ. 1, σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια, οι διαλειτουργούντες φορείς διαγράφουν αμελλητί από τα αρχεία τους τα στοιχεία των προσώπων για τα οποία δεν τηρούν δεδομένα περιουσιακών στοιχείων.
δ) Για τους σκοπούς του παρόντος αίρονται για το Γ.Ε.ΜΗ., τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, και τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και για τα εντεταλμένα προς τούτο φυσικά πρόσωπα αυτών, οι διατάξεις περί επαγγελματικού τραπεζικού και χρηματιστηριακού απορρήτου, συμπεριλαμβανομένου του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του άρθρου 1 του ν.δ. 1059/1971 (Α’ 270), τηρουμένων σε κάθε περίπτωση των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 (ΕΕ L 119) [Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (Γ.Κ.Π.Δ.)] και του ν. 4624/2019 (Α΄ 137) για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Μετά από τη διαβίβαση των δεδομένων στην εφαρμογή της παρ. 1, τόσο τα ως άνω νομικά πρόσωπα, όσο και τα φυσικά πρόσωπα αυτών ουδεμία ευθύνη φέρουν για οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίηση της Δ.Π.Κ. εκ μέρους του υπόχρεου.
ε) Η Γ.Γ.Π.Σ.Ψ.Δ. μεριμνά για την ανάρτηση στην ιστοσελίδα της εφαρμογής της παρ. 1, επικαιροποιημένου καταλόγου των φορέων που διαλειτουργούν πλήρως με την εφαρμογή, σύμφωνα με την απόφαση της παρ. 9 του άρθρου 45. Μεριμνά, επίσης, μέσω ανάρτησης στην ανωτέρω ιστοσελίδα, για την πλήρη ενημέρωση των υπόχρεων προσώπων σχετικά με τα ατομικά στοιχεία αυτών που διαβιβάζονται στους διαλειτουργούντες φορείς προς τον σκοπό της αυτόματης συμπλήρωσης της Δ.Π.Κ. μέσω διαλειτουγικότητας, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 6, καθώς και ως προς το χρονικό διάστημα διατήρησης των στοιχείων αυτών στην εφαρμογή της παρ. 1.».
- Στην παρ. 7 του άρθρου 21 του ν. 5026/2023 επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. β) του πρώτου εδαφίου, αα) η λέξη «αρχική» αντικαθίσταται από τη λέξη «ετήσια» και αβ) η λέξη «ετήσια» αντικαθίσταται από τη λέξη «αρχική», β) στην περ. γ) του πρώτου εδαφίου, βα) οι λέξεις «τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί» διαγράφονται και ββ) προστίθενται οι λέξεις «οι φορείς που διαλειτουργούν», γ) προστίθενται νέα εδάφια, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έβδομο και όγδοο και η παρ. 7 διαμορφώνεται ως εξής:
«7. Όλα α) τα δεδομένα των ανωτέρω δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία οριστικής υποβολής της Δ.Π.Κ. από την υποβολή τροποποιητικών και συμπληρωματικών δηλώσεων εισοδήματος για το έτος που αφορά η Δ.Π.Κ., β) τα στοιχεία της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου κατά την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι ετήσια, ή του τρέχοντος έτους, εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι αρχική, και γ) τα δεδομένα που διαβιβάζουν κατά τη συμπλήρωση της Δ.Π.Κ. οι φορείς που διαλειτουργούν, σύμφωνα με την παρ. 6, επισυνάπτονται αυτόματα ηλεκτρονικά στην υποβαλλόμενη Δ.Π.Κ..
Η για οποιονδήποτε λόγο αδυναμία α) άντλησης και μεταφοράς των απαιτούμενων δεδομένων της περ. α) της παρ. 6 για τη συμπλήρωση της δήλωσης με αυτόματο τρόπο μέσω της διαλειτουργικότητας της εφαρμογής της παρ. 1 ή β) αυτόματης ηλεκτρονικής επισύναψης των παραστατικών στην υποβαλλόμενη Δ.Π.Κ., δεν απαλλάσσει τα πρόσωπα του Κεφαλαίου Β΄ από την υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ. σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή, τα αναγκαία στοιχεία και δεδομένα συμπληρώνονται και επισυνάπτονται με αποκλειστική ευθύνη του υπόχρεου, οι δε χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι λοιποί φορείς υποχρεούνται να χορηγούν στον υπόχρεο, χωρίς επιβάρυνση, εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος, βεβαιώσεις για τα δεδομένα της περ. α) της παρ. 6, για την υποβολή αρχικών ή ετήσιων δηλώσεων. Ομοίως, με αποκλειστική ευθύνη του υπόχρεου δηλώνονται τα στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στη Δ.Π.Κ., σύμφωνα με το άρθρο 20, και τα οποία τηρούνται σε οποιονδήποτε φορέα ή νομικό πρόσωπο ή οντότητα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, και δεν μεταφέρονται με αυτόματο τρόπο μέσω διαλειτουργικότητας στη Δ.Π.Κ., σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Τα οικεία παραστατικά για τα στοιχεία του προηγουμένου εδαφίου επισυνάπτονται στη δήλωση με ευθύνη του υπόχρεου, εφόσον τούτο απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Ειδικώς για πιστωτικά ιδρύματα και χρηματιστοπιστωτικούς οργανισμούς της αλλοδαπής τα απαιτούμενα στοιχεία δηλώνονται με κάθε πρόσφορο τρόπο. Τα υπόχρεα πρόσωπα που για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν καταχωριστεί από τους αρμόδιους φορείς στην κατάσταση υπόχρεων της παρ. 1 του άρθρου 17, δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, οφείλουν δε να συμπληρώσουν τις εν λόγω δηλώσεις με δική τους ευθύνη, επισυνάπτοντας τα παραστατικά της παρ. 10, εφόσον τούτο απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Για την υποστήριξη της συμπλήρωσης της δήλωσης από τα υπόχρεα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, δύναται κατόπιν ενημέρωσής τους να πραγματοποιείται άντληση των απαιτούμενων δεδομένων από τους φορείς που διαλειτουργούν εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την έναρξη συμπλήρωσης της δήλωσης.».
- Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 5026/2023 επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α), διαγράφονται οι λέξεις «, όταν πρόκειται για ακίνητα που είτε δεν περιλαμβάνονται στη μεταφορά κατά την παρ. 6 είτε δεν επιλέχθηκε να μεταφερθούν κατά την παρ. 6», β) στην περ. η), βα) προστίθενται οι λέξεις «ημεδαπών ή», ββ) η λέξη «καταθέσεων» αντικαθίσταται από τις λέξεις «καταθετικών λογαριασμών, λογαριασμών πληρωμών, λογαριασμών φύλαξης ή/και αγοραπωλησίας πολύτιμων μετάλλων και νομισμάτων,» και βγ) προστίθενται οι λέξεις «στην ημεδαπή ή», γ) προστίθεται περ. θ) και η παρ. 10, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«10. Στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, οι οποίες ελέγχονται υποχρεωτικά και κατά προτεραιότητα, επισυνάπτονται ηλεκτρονικά τα αναγκαία έγγραφα, εφόσον αυτά δεν έχουν επισυναφθεί αυτόματα, σύμφωνα με την παρ. 7. Η επισύναψη γίνεται άπαξ κατά την υποβολή της αρχικής δήλωσης και όποτε υπάρχουν μεταβολές κατά την υποβολή κάθε ετήσιας δήλωσης, από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση και ειδικότερα:
α) Συμβόλαια των ακινήτων.
β) Βεβαιώσεις επενδυτικών προϊόντων και χαρτοφυλακίων χρηματοοικονομικών προϊόντων, όπως αυτά περιγράφονται στην περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 20, που κατ’ ελάχιστον περιλαμβάνουν το όνομα του χειριστή της μερίδας, το όνομα των προϊόντων, το κόστος κτήσης και την αποτίμηση αυτών.
γ) Βεβαιώσεις ή παραστατικά για κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστευμάτων (trusts),
δ) Παραστατικά των ημεδαπών ή αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων ή εταιρειών μίσθωσης θυρίδων από τα οποία αποδεικνύεται η μίσθωση θυρίδων.
ε) Άδειες κυκλοφορίας οχημάτων οποιασδήποτε χρήσης, καθώς και πλωτών και εναέριων μεταφορικών μέσων, και, σε περίπτωση απόκτησης ή εκποίησης των πιο πάνω μέσων κατά τη διάρκεια του χρόνου που αφορά η δήλωση, επιπλέον παραστατικά αγοράς ή πώλησης.
στ) Παραστατικά για συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση.
ζ) Παραστατικά από τα οποία προκύπτουν οι δανειακές υποχρεώσεις της παρ. 2 του άρθρου 20, μόνο για τις δηλώσεις των υπόχρεων του άρθρου 4, της περ. α) του άρθρου 6 και της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 8,
η) Παραστατικά ημεδαπών ή αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών από τα οποία προκύπτουν τα υπόλοιπα κάθε είδους καταθετικών λογαριασμών, λογαριασμών πληρωμών, λογαριασμών φύλαξης ή/και αγοραπωλησίας πολύτιμων μετάλλων και νομισμάτων, που τηρούνται στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή.
Θεωρούμε ότι οι εταιρείες Factoring εσφαλμένα δεν έχουν ρητά εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του ν.5026/2023.
Ειδικότερα:
Oι εταιρείες Factoring δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα, δεν τηρούν καταθετικούς ή χορηγητικούς λογαριασμούς ή θυρίδες, και η πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων δεν αποτελεί επενδυτικό προϊόν.
Oι εταιρείες Factoring λειτουργούν ως Ανώνυμες Εταιρείες Πρακτορείας Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1905/1990, όπως ισχύει, οι οποίες συμφωνούν την παροχή προς «Αντισυμβαλλόμενους/Προμηθευτές» υπηρεσιών πρακτορείας «επιχειρηματικών απαιτήσεων» (εφεξής, «Απαιτήσεις»).
Οι ως άνω Απαιτήσεις που διαχειρίζονται οι εταιρείες Factoring είναι μη ληξιπρόθεσμες επιχειρηματικές απαιτήσεις Προμηθευτών κατά τρίτων οφειλετών τους κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 1905/1990, όπως ισχύει, ιδίως από την πώληση προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών, τις οποίες οι Προμηθευτές εκχωρούν, στις εταιρείες Factoring.
Ειδικότερα, οι υπηρεσίες factoring συνίστανται στην παροχή υπηρεσιών προεξόφλησης, διαχείρισης, λογιστικής παρακολούθησης και ανάληψης πιστωτικού κινδύνου των Προμηθευτών έναντι των πελατών τους. Μεταξύ των υπηρεσιών factoring περιλαμβάνεται και η δυνατότητα προεξόφλησης των εκχωρημένων επί πιστώσει επιχειρηματικών απαιτήσεων των επιχειρήσεων έναντι πελατών των Προμηθευτών. Η προεξόφληση επιχειρηματικών απαιτήσεων δεν αποτελεί συμβατική μορφή δανεισμού, αλλά μορφή χρηματοδότησης μέσω προεξόφλησης Λογαριασμού «Απαιτήσεων» της επιχείρησης. Τυχόν δε χρεωστικό υπόλοιπο που ενδεχομένως προκύπτει, απορρέει, κατά το σύνηθες, λόγω μη ωρίμανσης της ημερομηνίας πληρωμής των προεξοφλούμενων απαιτήσεων από τους Οφειλέτες, ή καθυστέρησης εξόφλησης από αυτούς. Η δε υποχρέωση στο πρόσωπο του Προμηθευτή (υπόχρεου σε Δ.Π.Κ.) γεννάται μόνον εφόσον η σύμβαση πρακτόρευσης απαιτήσεων προβλέπει αναγωγικό δικαίωμα του πράκτορα κατά του Προμηθευτή και μόνον εφόσον παρέλθει η συμφωνημένη περίοδος για την άσκηση του αναγωγικού δικαιώματος. Με δεδομένο δε ότι οι εκχωρημένες με σύμβαση factoring απαιτήσεις εγγράφονται σε Λογαριασμούς Πελατών ως απαίτηση και όχι ως υποχρέωση οι οφειλές από την παραπάνω αιτία δεν εντάσσονται στην κατηγορία των δανειακών υποχρεώσεων του υπόχρεου προσώπου και του παθητικού της περιουσίας του, ούτε συνιστούν τραπεζικό δανεισμό.
Κατά συνέπεια η υποχρέωση διαβίβασης της σχετικής πληροφόρησης από εταιρείες Factoring, αντί της προσδοκώμενης διαφάνειας, μάλλον σύγχυση δημιουργεί ως προς την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου
Με βάση την προτεινόμενη νέα διάταξη του άρθρου 21 παρ. 6(γ), μεταξύ άλλων τροποποιήσεων, η ύπαρξη ενεργών πελατών φυσικών προσώπων τίθεται ως προϋπόθεση της υποχρέωσης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και των πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων και αλλοδαπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, να διαβιβάζουν στην εφαρμογή όλα τα δεδομένα τα οποία διαθέτουν και τα οποία αφορούν τις υποπερ. αγ), αδ) και αζ) της περ. α) της ίδιας παραγράφου του άρθρου 21, μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γ.Γ.Π.Σ.Ψ.Δ.
Κατ’ αντιστοιχία της ανωτέρω τροποποίησης, στο άρθρο 17 προστίθεται νέα παράγραφος (υπ’ αριθμ. 3) με βάση την οποία: «Οι φορείς του πρώτου εδαφίου της περ. γ) της παρ. 6 του άρθρου 21 εξαιρούνται από την υποχρέωση διαβίβασης στην ενιαία ηλεκτρονική εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 21 των δεδομένων που διαθέτουν, εφόσον υποβάλλουν, εντός των προθεσμιών του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του παρόντος, υπεύθυνη δήλωση προς τη Γ.Γ.Π.Σ.Ψ.Δ., την Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 25 και την αρμόδια εποπτική αρχή του άρθρου 35 περί του ότι δεν έχουν φυσικά πρόσωπα ως ενεργούς πελάτες.».
Η κατά τα ανωτέρω εξαίρεση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και των πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν έχουν ενεργούς πελάτες φυσικά πρόσωπα από την υποχρέωση διαβίβασης δεδομένων στην ενιαία ηλεκτρονική εφαρμογή http://www.pothen.gr, είναι, κατά τη γνώμη μας ορθή, δεδομένου ότι στην περίπτωση που οι εν λόγω φορείς δεν έχουν πελάτες φυσικά πρόσωπα, η διαβίβαση των σχετικών δεδομένων δεν εξυπηρετεί τη διαδικασία υποβολής της Δ.Π.Κ., αφού ο σχετικός φορέας δεν διαθέτει δεδομένα που σχετίζονται με υπόχρεους σε Δ.Π.Κ. Για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν από την υποχρέωση διαβίβασης δεδομένων και οι φορείς (χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων και αλλοδαπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών) οι οποίοι δεν προσφέρουν προϊόντα και υπηρεσίες των υποπερ. αγ), αδ) και αζ) της περ. α) της παραγράφου 6 του άρθρου 21, καθώς και στην περίπτωση αυτή οι εν λόγω φορείς δεν διαθέτουν δεδομένα που δηλώνονται στην Δ.Π.Κ. από τα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα. Ελλείψει της εξαίρεσης αυτής, φορείς οι οποίοι έχουν μεν φυσικά πρόσωπα – ενεργούς πελάτες, πλην όμως η δραστηριότητά τους δεν περιλαμβάνει τη διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών που προβλέπονται στις υποπερ. αγ), αδ) και αζ) της περ. α) της παραγράφου 6 του άρθρου 21, θα υποχρεωθούν σε διασύνδεση με το Κέντρο Διαλειτουργικότητας της Γ.Γ.Π.Σ.Ψ.Δ. (μια διαδικασία για την οποία οι φορείς θα πρέπει να δαπανήσουν πόρους), χωρίς κατ’ ουσία να έχουν οποιοδήποτε δεδομένο να διαβιβάσουν μέσω της ενιαίας ηλεκτρονικής εφαρμογής.
Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι:
(Α) Η προτεινόμενη νέα διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 6(γ) του άρθρου 21 θα πρέπει να διαμορφωθεί ως εξής: «γ) Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων και αλλοδαπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ενεργούς πελάτες φυσικά πρόσωπα στους οποίους προσφέρουν οποιοδήποτε από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των υποπερ. αγ), αδ) και αζ) της περ. α), υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην εφαρμογή όλα τα δεδομένα τα οποία διαθέτουν και τα οποία αφορούν τις υποπερ. αγ), αδ) και αζ) της περ. α), σύμφωνα με τις διακρίσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 19, για την υποβολή αρχικής ή ετήσιας Δ.Π.Κ., αντίστοιχα, μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γ.Γ.Π.Σ.Ψ.Δ., σύμφωνα με το άρθρο 47 του ν. 4623/2019 (Α’ 134) και το άρθρο 84 του ν. 4727/2020.», και
(Β) Η προτεινόμενη νέα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 17 θα πρέπει να διαμορφωθεί ως εξής: «Οι φορείς του πρώτου εδαφίου της περ. γ) της παρ. 6 του άρθρου 21 εξαιρούνται από την υποχρέωση διαβίβασης στην ενιαία ηλεκτρονική εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 21 των δεδομένων που διαθέτουν, εφόσον υποβάλλουν, εντός των προθεσμιών του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του παρόντος, υπεύθυνη δήλωση προς τη Γ.Γ.Π.Σ.Ψ.Δ., την Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 25 και την αρμόδια εποπτική αρχή του άρθρου 35 περί του ότι δεν έχουν φυσικά πρόσωπα ως ενεργούς πελάτες στους οποίους προσφέρουν οποιοδήποτε από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των υποπερ. αγ), αδ) και αζ) της περ. α) της παραγράφου 6 του άρθρου 21.».
Θεωρούμε ότι χρήζει διευκρίνισης η προϋποθέση της ύπαρξης «ενεργών πελατών φυσικών προσώπων» στην περίπτωση της παροχής υπηρεσιών θεματοφυλακής (επενδυτικών προϊόντων).
Ειδικότερα, υπάρχουν πιστωτικά ιδρύματα ή άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί με έδρα ή εγκατάσταση στην Ελλάδα (υπο-θεματοφύλακες), οι οποίοι δεν συνάπτουν συμβάσεις με τους (τελικούς) πελάτες – φυσικά πρόσωπα, αλλά με άλλα ιδρύματα ή οργανισμούς (με έδρα στην αλλοδαπή), οι οποίοι έχουν συμβατική σχέση με τους τελικούς πελάτες – φυσικά πρόσωπα (θεματοφύλακες).
Δεδομένου ότι τα ιδρύματα που λειτουργούν ως υπο-θεματοφύλακες, δεν έχουν σύμβαση απευθείας με τους τελικούς πελάτες – φυσικά πρόσωπα αλλά με τους θεματοφύλακες, παρότι έχουν πληροφορίες για τα φυσικά πρόσωπα, καταλαβαίνουμε ότι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και πρέπει να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του νομοσχεδίου (περί εξαίρεσης από τη διαλειτουργικότητα λόγω έλλειψης ενεργών πελατών – φυσικών προσώπων).
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την ενδεχόμενη επιβολή διοικητικών και ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών με τον παρόντα νόμο, καθίσταται απαραίτητη η διευκρίνιση της εν λόγω διάταξης. Προτείνουμε την παρακάτω αναδιατύπωση:
«Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων και αλλοδαπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ενεργούς πελάτες φυσικά πρόσωπα (ήτοι έχουν απευθείας συμβατική σχέση με τους εν λόγω πελάτες φυσικά πρόσωπα και όχι μέσω τρίτων ιδρυμάτων ή εταιρειών)…»
Εάν αποσταλεί σε φορέα RA και τη στιγμή αποστολής του, το σύστημα του φορέα είτε α) λόγω προγραμματισμένου update είτε β) λόγω απρόβλεπτης συνθήκης είτε γ) τέλος λόγω του ότι ο φορέας είναι χρηματιστηριακή και κάνει daily reporting όπου σημαίνει ότι για 1-2 ώρες μπορεί το σύστημα του να έχει πέσει και ως εκ τούτου ο φορέας να μην λάβει το RA, τίθεται το ερώτημα εάν θα λαμβάνει ειδοποίηση το ΚΕ.Δ. ότι το RA δεν απεστάλη και αν θα υπάρχει η δυνατότητα αυτόματης επαναποστολής.
Δεν είναι σαφές από το ΣχΝ εάν σε ένα RA που θα περιλαμβάνει αίτημα για παροχή στοιχείων παραπάνω του ενός υπόχρεου θα πρέπει να δοθεί μια συνολική απάντηση για όλους τους υπόχρεους ή εάν θα μπορεί μια απάντηση να περιλαμβάνει στοιχεία για κάποιους από τους υπόχρεους (π.χ. για όσους ήταν πελάτες του φορέα) και δεύτερη απάντηση για όσους δεν έχουν στοιχεία προς υποβολή.
Αν για ένα RA πρέπει να δοθεί μία μόνο συνολική απάντηση γίνεται αντιληπτό ότι προκαλείται πολυπλοκότητα στο server για το πως θα συλλεχθούν όλες οι απαντήσεις που αντιστοιχούν σε ένα συγκεκριμένο RA.
Δεν παρέχονται διευκρινίσεις στο ΣχΝ για το πως θα αντλούνται στοιχεία για καταθέσεις σε α) margin accounts και β) omnibus accounts (εφόσον είναι απαραίτητο) καθώς και για άλλους καταθετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς με συνδικαιούχους (εάν θα πρέπει δηλαδή να ισομερίζεται το ποσό στους συγκυρίους). Σκόπιμο είναι δε να διευκρινιστεί το υπόχρεο πρόσωπο προς διαβίβαση δεδομένων σε περίπτωση που ο τηρούμενος στον θεματοφύλακα λογαριασμός είναι σε επίπεδο omnibus account.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η υποβολή των στοιχείων γίνεται από τους φορείς που έχουν τα πρωτογενή στοιχεία των φυσικών προσώπων. Δεν είναι ωστόσο σαφές πως θα δίνεται (εάν χρειάζεται) η εξουσιοδότηση/ ανάθεση από λ.χ. τη θυγατρική στη μητρική εταιρία για να υποβάλλει τα στοιχεία η δεύτερη. Στην περίπτωση συνεπώς που το υπό διαχείριση (ατομικό) χαρτοφυλάκιο περιλαμβάνει μερίδια ΟΣΕ, τον οποίο (οργανισμό) διαχειρίζεται ΑΕΔΑΚ/ΑΕΔΟΕΕ υποκείμενη στη διαλειτουργικότητα τίθεται το ερώτημα εάν θα υποχρεούται σε διαβίβαση δεδομένων για τα εν λόγω μερίδια ΟΣΕ η ΑΕΔΑΚ/ΑΕΔΟΕΕ που τηρεί το οικείο Μητρώο Μεριδιούχων ή ο θεματοφύλακας του χαρτοφυλακίου;
Εάν την εν λόγω υποχρέωση υπέχουν και οι δύο ως άνω εμπλεκόμενοι, θα υπάρχει διπλή υποβολή στοιχείων για τον ίδιο πελάτη. Θα πρέπει συνεπώς να καταρτιστεί σύμβαση ανάθεσης μεταξύ των δύο εταιριών;
Έχει αναφερθεί σε επικοινωνίες μέσω forum με τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης («ΓΓΠΣΨΔ») και την Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής ότι διοικητικά παραμένει υπόχρεη η θυγατρική προς τη σχετική δήλωση, αλλά ότι τεχνικά μπορεί να αναληφθεί να γίνει η διαδικασία της δήλωσης από τη μητρική. Δεν είναι ωστόσο σαφές πως λειτουργεί αυτός ο επιμερισμός και ποια υποχρέωση γεννάται για τον καθένα.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί ποιο είναι το υπόχρεο προς διαβίβαση δεδομένων πρόσωπο σε περίπτωση διάθεσης μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων μέσω συλλογικού λογαριασμού (omnibus account) που τηρείται στην Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή, κατά την άποψή μας, το πρόσωπο που τηρεί τον εν λόγω συλλογικό λογαριασμό στην Ελλάδα, θα πρέπει να είναι υπόχρεο προς διαβίβαση των δεδομένων μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γ.Γ.Π.Σ.Ψ.Δ.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί κατά πόσο οι φορείς που είναι θεματοφύλακες λογαριασμών θεματοφυλακής στο όνομα του πελάτη (for account) και οι φορείς που είναι θεματοφύλακες που έχουν λογαριασμούς θεματοφυλακής στο όνομα άλλου θεματοφύλακα (είθισται στο όνομα άλλης χρηματιστηριακής) είναι και οι δύο υπόχρεοι σε υποβολή στοιχείων των πελατών τους. Υφίσταται προβληματισμός για τους δεύτερους (θεματοφύλακες που έχουν λογαριασμούς θεματοφυλακής στο όνομα άλλου θεματοφύλακα) δεδομένου ότι οι φορείς αυτοί δεν έχουν πρόσβαση στα στοιχεία των πελατών, λαμβανομένου υπόψη ότι οι εν λόγω λογαριασμοί διατηρούνται στο όνομα άλλης επενδυτικής/χρηματιστηριακής εταιρίας και όχι των τελικών πελατών.
Παρ 1 περ. αγ: Δεν είναι βέβαιο ότι η συγκεκριμένη διατύπωση καλύπτει όλους τα προϊόντα που προσφέρουν οι τράπεζες (π.χ. προθεσμιακοί λογαριασμοί)
«Το παρόν σχέδιο νόμου υποχρεώνει αδιακρίτως τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς με έδρα την Ελλάδα ή τυχόν υποκαταστήματα αλλοδαπών τέτοιων οργανισμών, να παράσχουν πληροφορίες μέσω της διαλειτουργικότητας. Η υποχρέωση αυτή ισχύει ανεξαρτήτως του εάν οι εν λόγω φορείς κατέχουν πρωτογενώς τις εν λόγω πληροφορίες ή όχι.
Ωστόσο έτσι ελλοχεύει ο κίνδυνος πολλαπλής αναφοράς των ίδιων στοιχείων, ήτοι τόσο από φορείς που κατέχουν πρωτογενώς τα σχετικά στοιχεία όσο και από φορείς που απλά λαμβάνουν εικόνα των εν λόγω στοιχείων από τους πρωτογενώς κατέχοντες αυτά προκειμένου να είναι σε θέση να παράσχουν την υπηρεσία τους στους πελάτες τους. Για παράδειγμα εταιρίες που παρέχουν την υπηρεσία των επενδυτικών συμβουλών ή/και της λήψης και διαβίβασης εντολών, χωρίς ταυτόχρονα να παρέχουν την υπηρεσία της φύλαξης των χρηματοπιστωτικών μέσων των πελατών τους, δεν τηρούν επενδυτικούς λογαριασμούς και δεν κατέχουν πρωτογενώς τα σχετικά στοιχεία, απλά λαμβάνουν γνώση αυτών από τους εκάστοτε θεματοφύλακες των πελατών. Ωστόσο οι εν λόγω εταιρίες καλούνται να προβούν σε αναφορά των στοιχείων αυτών μέσω της διαλειτουργικότητας, ενώ ταυτόχρονα τα εν λόγω στοιχεία θα δηλώνονται και από τους φορείς που τα κατέχουν. Δεδομένου τούτου θα ήταν σκόπιμο, προς αποφυγή λαθών και πολλαπλών αναφορών των ίδιων δεδομένων, η υποχρέωση υποβολής αναφορών μέσω της διαλειτουργικότητας να συνδέεται όχι εν γένει και αδιακρίτως με την ιδιότητα των δηλούντων φορέων ως χρηματοπιστωτικών οργανισμών αλλά με την εκάστοτε παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία. Εναλλακτικά θα ήταν σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να ζητούν την εξαίρεσή τους από την υποχρέωση υποβολής στοιχείων μέσω της διαλειτουργικότητας ,εφόσον τεκμηριώνουν, ότι δεν κατέχουν πρωτογενώς τις δηλωτέες πληροφορίες».