- ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΣΚΟΠΟΣ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
- Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος Μέρους είναι η υποβοήθηση του έργου των δικαστικών αρχών, η συμβολή στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες, ιδίως με την αποφυγή της καθυστέρησης έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων, μέσω της εναρμόνισης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον ν. 5108/2024 (Α’ 65), περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης.
- Άρθρο 2
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος Μέρους αποτελεί η τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), και συγκεκριμένα η τροποποίηση:
α) του Πρώτου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί των γενικών διατάξεων αυτού,
β) του Δεύτερου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί της διαδικασίας στα πρωτοβάθμια δικαστήρια,
γ) του Τρίτου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί ενδίκων μέσων και ανακοπών,
δ) του Τέταρτου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί ειδικών διαδικασιών,
ε) του Πέμπτου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί ασφαλιστικών μέτρων,
στ) του Έκτου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, και
ζ) του Όγδοου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί αναγκαστικής εκτέλεσης.
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΩΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
- Άρθρο 3
Καθ’ ύλη αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων – Αντικατάσταση άρθρου 14 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Το άρθρο 14 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της αρμοδιότητας των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων λόγω ποσού, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 14
Καθ’ ύλη αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων
- Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ.».
- Άρθρο 4
Αποκλειστική αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων – Τροποποίηση άρθρου 16 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 16 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της αρμοδιότητας των μονομελών πρωτοδικείων ανεξαρτήτως ποσού, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) προστίθεται τίτλος,
β) στο εισαγωγικό εδάφιο, οι λέξεις «, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ» αντικαθίστανται από τη λέξη «πάντοτε»,
γ) στην περ. 1, οι λέξεις «ή από επίμορτη αγροληψία που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων» διαγράφονται,
δ) στην περ. 7, οι λέξεις «, εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 15 αρ. 11» διαγράφονται,
ε) προστίθενται περ. 13) έως 24) και το άρθρο 16 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 16
Αποκλειστική αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων
Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται πάντοτε:
- 1) οι διαφορές από μίσθωση πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου,
- 2) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία, με αφορμή την εργασία αυτή, ανάμεσα στους εργαζομένους ή τους διαδόχους τους ή εκείνους στους οποίους ο νόμος δίνει δικαιώματα από την παροχή της εργασίας των πρώτων και στους εργοδότες ή τους διαδόχους τους,
- 3) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία, με αφορμή την εργασία αυτή, ανάμεσα σε εκείνους που εργάζονται από κοινού στον ίδιο εργοδότη,
- 4) οι διαφορές ανάμεσα στους επαγγελματίες ή τους βιοτέχνες, είτε μεταξύ τους είτε με τους πελάτες τους, από την παροχή εργασίας ή ειδών που κατασκεύασαν αυτοί,
- 5) οι διαφορές από συλλογική σύμβαση εργασίας ή από διατάξεις που εξομοιώνονται με διατάξεις συλλογικής σύμβασης, είτε ανάμεσα σε αυτούς που δεσμεύονται από αυτές είτε ανάμεσα σε αυτούς και τρίτους,
- 6) οι διαφορές ανάμεσα σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και στους ασφαλισμένους σε αυτούς ή τους διαδόχους τους ή εκείνους που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από τη σχέση ασφάλισης,
- 7) οι διαφορές που αφορούν τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων, συμβολαιογράφων, άμισθων δικαστικών επιμελητών, γιατρών, οδοντογιατρών, διπλωματούχων μαιών, κτηνιάτρων, μηχανικών και χημικών διπλωματούχων ανώτατων και ανώτερων σχολών, μεσιτών που έχουν διοριστεί νόμιμα ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών, όπως και αν χαρακτηρίζεται η σχέση από την οποία προκύπτουν και ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής ή για τον τρόπο της πληρωμής της,
- 8) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις διαιτητών, εκτελεστών διαθηκών, διαχειριστών σε ιδιοκτησία κατά ορόφους ή διαχειριστών που διορίστηκαν από δικαστική αρχή, εκκαθαριστών εταιριών ή νομικών προσώπων ή κληρονομιών ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών για τις αμοιβές και τα έξοδά τους, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής ή για τον τρόπο της πληρωμής της,
- 9) οι διαφορές που αφορούν το ποσοστό ή την πληρωμή του ασφαλίστρου,
- 10) οι διαφορές που αφορούν τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα των πραγματογνωμόνων, των διαιτητών πραγματογνωμόνων και των εκτιμητών, με οποιονδήποτε τρόπο και αν διορίστηκαν, ή των καθολικών διαδόχων τους,
- 11) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες από αυτοκίνητο, ανάμεσα στους δικαιούχους ή τους διαδόχους τους και εκείνους που έχουν υποχρέωση για αποζημίωση ή τους διαδόχους τους, όπως και οι απαιτήσεις από σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου, ανάμεσα στις ασφαλιστικές εταιρίες και τους ασφαλισμένους ή τους διαδόχους τους,
- 12) οι διαφορές από προσβολή της νομής ή κατοχής κινητών ή ακινήτων,
- 13) οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας, καθώς και οι διαφορές ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων και διαμερισμάτων,
- 14) οι διαφορές από επίμορτη αγροληψία,
- 15) οι διαφορές που αφορούν ζημίες σε δέντρα, κλήματα, καρπούς, σπαρτά, ρίζες, και γενικά φυτά, που έγιναν με παράνομη βοσκή ζώων ή με οποιοδήποτε άλλον τρόπο,
- 16) οι διαφορές που αφορούν τον καθορισμό των αποστάσεων που επιβάλλουν οι νόμοι και οι κανονισμοί ή οι επιτόπιες συνήθειες για το φύτεμα δέντρων ή φυτειών ή για την ανέγερση φραχτών ή για τη διάνοιξη τάφρων,
- 17) οι διαφορές που αφορούν την παρεμπόδιση της ελεύθερης χρήσης δρόμων και μονοπατιών, καθώς και τις ζημίες που προκαλούνται από την παρεμπόδιση αυτής,
- 18) οι διαφορές που αφορούν τη χρήση του τρεχούμενου νερού ή την παρεμπόδιση της χρήσης του,
- 19) οι διαφορές που προκύπτουν από πώληση ζώων, εξαιτίας πραγματικών ελαττωμάτων ή έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων,
- 20) οι διαφορές που προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 1003 έως 1009, 1018 έως 1020 και 1023 έως 1031 του Αστικού Κώδικα, καθώς και εκείνες που αναφέρονται σε ζημίες που προκλήθηκαν από την παράβασή τους,
- 21) οι διαφορές που προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 834 έως 839 του Αστικού Κώδικα,
- 22) οι διαφορές από σύμβαση μεταφοράς προσώπων με οποιοδήποτε μέσο για τις απαιτήσεις που έχουν από αυτήν οι μεταφορείς ή οι καθολικοί διάδοχοί τους,
- 23) οι διαφορές που αφορούν δικαιώματα ή αποζημιώσεις ή έξοδα των μαρτύρων που εξετάστηκαν σε οποιοδήποτε δικαστήριο ή σε διαιτητές, καθώς και εκείνες που αφορούν τα δικαιώματα ή αποζημιώσεις ή έξοδα των διερμηνέων, των μεσεγγυούχων, και των φυλάκων, με οποιοδήποτε τρόπο και αν διορίστηκαν, και των καθολικών διαδόχων όλων αυτών και
- 24) οι διαφορές που αφορούν τις απαιτήσεις των σωματείων και των συνεταιρισμών εναντίον των μελών τους ή των καθολικών διαδόχων τους, για την εισφορά που τους οφείλουν, καθώς και οι διαφορές που αφορούν τις απαιτήσεις που έχουν εναντίον των σωματείων και των συνεταιρισμών τα μέλη ή οι καθολικοί διάδοχοί τους για χρηματική ή άλλη παροχή.».
- Άρθρο 5
Εξαιρετική αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων – Τροποποίηση άρθρου 17 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 17 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της αρμοδιότητας των μονομελών πρωτοδικείων ανεξαρτήτως ποσού, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) μετά από τη λέξη «πάντοτε», προστίθεται η λέξη «και», γ) η περ. 3 καταργείται και το άρθρο 17, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 17
Εξαιρετική αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων
Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται πάντοτε και: 1) οι διαφορές που αφορούν το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου, την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του γάμου, τις σχέσεις των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, οι οποίες πηγάζουν από αυτόν, καθώς και εκείνες της περ. 2 του άρθρου 592, 2) οι διαφορές που αναφέρονται στην περ. 3 του άρθρου 592, καθώς και εκείνες που αφορούν τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης και την κατανομή των κινητών μεταξύ των συζύγων σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, 3) [Καταργείται], 4) οι διαφορές που αφορούν την ακύρωση αποφάσεων της γενικής συνέλευσης σωματείων ή συνεταιρισμών.».
- Άρθρο 6
Αρμοδιότητα πολυμελών πρωτοδικείων – Αντικατάσταση άρθρου 18 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
To άρθρο 18 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της αρμοδιότητας των πολυμελών πρωτοδικείων, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 18
Αρμοδιότητα πολυμελών πρωτοδικείων στον πρώτο και δεύτερο βαθμό
- Στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται σε πρώτο βαθμό όλες οι διαφορές για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα μονομελή πρωτοδικεία.
- Στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους:
α) όταν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ,
β) της περ. 1) του άρθρου 16, εφόσον το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα οκτακόσια (800) ευρώ,
γ) των περ. 2) έως 13) του άρθρου 16, εφόσον η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ,
- δ) των περ. 14) έως 24) του άρθρου 16, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς.».
- Άρθρο 7
Αρμοδιότητα εφετείων – Αντικατάσταση άρθρου 19 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Το άρθρο 19 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της αρμοδιότητας των εφετείων, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 19
Αρμοδιότητα εφετείων
Στην αρμοδιότητα των μονομελών εφετείων υπάγονται οι εφέσεις: α) κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα πολυμελή πρωτοδικεία κατά την παρ. 2 του άρθρου 18 και β) κατά των αποφάσεων του άρθρου 17. Στην αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους.».
- Άρθρο 8
Δωσιδικία πολυμελών πρωτοδικείων για παρεπόμενες υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελών πρωτοδικείων – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 31 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 2 του άρθρου 31 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της δωσιδικίας επί παρεπόμενων διαφορών, οι λέξεις «του μονομελούς και του ειρηνοδικείου, και στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του μονομελούς πρωτοδικείου» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου.».
- Άρθρο 9
Αδυναμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου λόγω αρμοδιότητας μονομελούς πρωτοδικείου – Τροποποίηση άρθρου 47 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 47 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της μη άσκησης ενδίκου μέσου κατά απόφασης ανώτερου δικαστηρίου και κατά απόφασης που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο δικαστήριο, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, βα) οι λέξεις «ή μονομελούς» διαγράφονται και ββ) οι λέξεις «κατώτερου δικαστηρίου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μονομελούς πρωτοδικείου» και το άρθρο 47 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 47
Αδυναμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου λόγω αρμοδιότητας μονομελούς πρωτοδικείου και κατά απόφασης κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει σε ανώτερο
Απόφαση πολυμελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου. Το ίδιο εφαρμόζεται αναλόγως και για την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο.».
- Άρθρο 10
Αρμόδιο δικαστήριο για τη λήψη απόφασης παραπομπής σε δικαστήριο – Τροποποίηση άρθρου 50 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 50 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της παραπομπής από δικαστήριο σε δικαστήριο, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) η περ. 1) του πρώτου εδαφίου καταργείται και το άρθρο 50, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 50
Αρμόδιο δικαστήριο για τη λήψη απόφασης παραπομπής σε δικαστήριο
Για την παραπομπή, στις περ. 1 και 2 του άρθρου 48, έχει αρμοδιότητα:
1) [Καταργείται]
2) το εφετείο, αν πρόκειται για παραπομπή από μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείο σε μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείο,
3) ο Άρειος Πάγος, σε κάθε άλλη περίπτωση. Για την παραπομπή στην περ. 3 του άρθρου 48, έχει αρμοδιότητα πάντοτε ο Άρειος Πάγος.».
- Άρθρο 11
Αρμόδιο δικαστήριο για την εξαίρεση δικαστή ή υπαλλήλου γραμματείας μονομελούς πρωτοδικείου – Τροποποίηση άρθρου 54 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 54 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να αποφανθεί για την αίτηση εξαίρεσης δικαστών και υπαλλήλων της γραμματείας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο δεύτερο εδάφιο, βα) οι λέξεις «ή ειρηνοδίκη» διαγράφονται και ββ) οι λέξεις «στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια αυτά» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το μονομελές πρωτοδικείο» και το άρθρο 54 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 54
Αρμόδιο δικαστήριο για την εξαίρεση δικαστή ή υπαλλήλου γραμματείας μονομελούς πρωτοδικείου
Αρμόδιο να αποφανθεί για την εξαίρεση είναι το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος. Σε περίπτωση εξαίρεσης δικαστή μονομελούς πρωτοδικείου, είναι αρμόδιο το πολυμελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το μονομελές πρωτοδικείο. Σε περίπτωση εξαίρεσης υπαλλήλου γραμματείας, είναι αρμόδιος ο προϊστάμενος του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος.».
- Άρθρο 12
Χρόνος μη επιτρεπόμενης επίδοσης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 125 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 125 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του χρόνου της επίδοσης, η λέξη «ειρηνοδίκη» αντικαθίσταται από τις λέξεις «πρόεδρο, ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, του δικαστηρίου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η επίδοση δεν επιτρέπεται να γίνει νύχτα, Σάββατο ή Κυριακή ή άλλη εορτή που ορίζεται από το νόμο ως αργία, χωρίς να συναινεί ο παραλήπτης ή χωρίς άδεια του αρμόδιου δικαστή στον οποίο εκκρεμεί η υπόθεση και, αν πρόκειται για πολυμελή δικαστήρια, του προέδρου τους. Αν δεν εκκρεμεί δίκη, η άδεια δίνεται από τον πρόεδρο, ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου πρόκειται να γίνει η επίδοση.».
- Άρθρο 13
Επίδοση στους διαμένοντες στην αλλοδαπή – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 134 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 134 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί των επιδόσεων σε πρόσωπα που διαμένουν ή έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό, διαγράφονται οι λέξεις «και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση. Για έγγραφα που αφορούν την εκτέλεση, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών, στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η εκτέλεση, και για εξώδικες πράξεις στον εισαγγελέα της τελευταίας στο εσωτερικό κατοικίας ή γνωστής διαμονής του παραλήπτη της επίδοσης και αν δεν υπάρχει κατοικία ή γνωστή διαμονή στο εσωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών της πρωτεύουσας.».
- Άρθρο 14
Αρμοδιότητα μονομελούς πρωτοδικείου για παράταση προθεσμίας κατάθεσης δικαιολογητικών εγγυοδοσίας – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 165 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 165 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της εγγυοδοσίας και της κατάθεσης τίτλων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, οι λέξεις «ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό διέταξε την εγγυοδοσία,» διαγράφονται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Το γραμμάτιο που βεβαιώνει την κατάθεση των τίτλων, η εγγυητική επιστολή της αξιόχρεης τράπεζας και το πιστοποιητικό εγγραφής της υποθήκης πρέπει να κατατεθούν, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 162, στη γραμματεία του δικαστηρίου που διέταξε την εγγυοδοσία. Το μονομελές πρωτοδικείο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία αυτή για δεκαπέντε ημέρες, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.».
- Άρθρο 15
Συμπλήρωση ή αντικατάσταση εγγύησης – Τροποποίηση άρθρου 167 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 167 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της συμπλήρωσης ή αντικατάστασης της εγγύησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό είχε διατάξει την εγγυοδοσία» διαγράφονται και το άρθρο 167 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 167
Συμπλήρωση ή αντικατάσταση εγγύησης
Αν μετά τη χορήγηση της εγγύησης γίνει φανερό ότι είναι ανεπαρκής ή αν μεσολαβήσουν νέα γεγονότα που δικαιολογούν την αντικατάστασή της, μπορεί να ζητηθεί συμπλήρωση ή αντικατάσταση από το μονομελές πρωτοδικείο, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Η σχετική αίτηση δεν αναστέλλει την πρόοδο της κύριας δίκης.».
- Άρθρο 16
Διαδικασία άρσης ή κατάπτωσης εγγύησης – Τροποποίηση άρθρου 168 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 168 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της άρσης ή κατάπτωσης της εγγύησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό είχε διατάξει την εγγύηση» διαγράφονται και το άρθρο 168 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 168
Διαδικασία άρσης ή κατάπτωσης εγγύησης
Αν πάψει η αιτία για την οποία δόθηκε η εγγύηση, αυτή αίρεται και αν πραγματοποιηθεί ο λόγος για τον οποίο δόθηκε, επέρχεται κατάπτωση της εγγύησης υπέρ εκείνου, για τον οποίο είχε δοθεί. Σχετικά αποφασίζει το μονομελές πρωτοδικείο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.».
- Άρθρο 17
Αρμόδιος δικαστής για την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση του ευεργετήματος της πενίας – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 196 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 1 του άρθρου 196 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του ευεργετήματος της πενίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι λέξεις «από τον ειρηνοδίκη, το δικαστή» αντικαθίστανται από τις λέξεις «από τον δικαστή», β) οι λέξεις «από τον ειρηνοδίκη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «από τον πρόεδρο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, του δικαστηρίου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται ύστερα από αίτηση από τον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη και, αν πρόκειται για πράξεις που είναι άσχετες με δίκη, από τον πρόεδρο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, του δικαστηρίου της κατοικίας του αιτούντος.».
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 18
Εγγραφή και εξάλειψη συναινετικής προσημείωσης υποθήκης με πράξη δικηγόρου – Τροποποίηση άρθρου 208 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 208 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί εγγραφής και εξάλειψης συναινετικής προσημείωσης υποθήκης με πράξη δικηγόρου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδικείο» αντικαθίσταται από τη λέξη «πρωτοδικείο», αβ) στο τρίτο εδάφιο, η λέξη «αμοιβής» αντικαθίσταται από τη λέξη «αποζημίωσης», αγ) στο πέμπτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «, είτε ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του συναινούντος από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή», αδ) στο ένατο εδάφιο, η λέξη «παραλαμβάνει» αντικαθίσταται από τις λέξεις «ειδοποιείται από τη γραμματεία του δικαστηρίου να παραλάβει», αε) στο δέκατο τρίτο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τη λέξη «πρωτοδικείου» και αστ) προστίθεται δέκατο τέταρτο εδάφιο, β) στην παρ. 2 προστίθενται οι λέξεις «ή μεταρρυθμίζεται» και το άρθρο 208 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 208
Εγγραφή και εξάλειψη συναινετικής προσημείωσης υποθήκης με πράξη δικηγόρου
«1. Τίτλο για την εγγραφή συναινετικής προσημείωσης υποθήκης και τίτλο για την εξάλειψη συναινετικής προσημείωσης υποθήκης αποτελεί πράξη η οποία εκδίδεται από δικηγόρο, μέλος του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει το πρωτοδικείο, στο οποίο κατατίθεται η αίτηση. Η αίτηση μπορεί να κατατεθεί και τα δικαιολογητικά έγγραφα να υποβληθούν ηλεκτρονικά. Η αίτηση της εγγραφής ή της εξάλειψης συναινετικής προσημείωσης υποθήκης: α) υπογράφεται από πληρεξούσιο δικηγόρο, και β) συνοδεύεται βα) από το σχετικό γραμμάτιο προείσπραξης των πληρεξουσίων δικηγόρων του αιτούντος και του καθ’ ου η αίτηση, ββ) την έγγραφη συναίνεση του καθ’ ου η αίτηση, η οποία υπογράφεται υποχρεωτικά από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, βγ) από ειδικό γραμμάτιο προκαταβολής αποζημίωσης του δικηγόρου του πρώτου εδαφίου του παρόντος που εκδίδει ο δικηγορικός σύλλογος του οποίου μέλος είναι ο ανωτέρω δικηγόρος. Όταν το Δημόσιο, Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης ή λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποβάλλουν την αίτηση του πρώτου εδαφίου καταβάλλουν το ήμισυ της προβλεπόμενης αποζημίωσης για τον δικηγόρο του πρώτου εδαφίου που εκδίδει την πράξη. Για την έγγραφη συναίνεση απαιτείται είτε συμβολαιογραφικό είτε ψηφιακά υπογεγραμμένο έγγραφο, είτε ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του συναινούντος από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή. Στην έγγραφη συναίνεση αποτυπώνεται η συμφωνία του καθ’ ου η αίτηση για την εγγραφή της προσημείωσης υποθήκης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του, με ειδική μνεία της αιτίας και του ύψους της οφειλής, καθώς και του ποσού της προσημείωσης υποθήκης και περιγραφή του ακινήτου ή των ακινήτων που θα προσημειωθούν. Ο δικηγόρος ορίζεται από κατάλογο, που καταρτίζει και διαβιβάζει πριν από την έναρξη κάθε δικαστικού έτους στη γραμματεία του δικαστηρίου ο δικηγορικός σύλλογος, και ορίζεται, τηρουμένης της σειράς του καταλόγου, από τον γραμματέα του δικαστηρίου στην πράξη κατάθεσης της σχετικής αίτησης. Ο δικηγόρος ενημερώνεται από τη γραμματεία του δικαστηρίου με μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, παραλαμβάνει, έγχαρτα ή ηλεκτρονικά, την αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα, επί των οποίων δύναται να ζητεί διευκρινίσεις και συμπληρώσεις και εκδίδει την πράξη αμελλητί. Αν ο δικηγόρος που ορίστηκε αρνείται ή κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να αναλάβει την έκδοση της πράξης ή αν αποβιώσει ή αν δεν εκδώσει την πράξη εντός δέκα (10) ημερών από την επομένη της ημέρας που ειδοποιείται από τη γραμματεία του δικαστηρίου να παραλάβει την αίτηση και τα έγγραφα, αντικαθίσταται και καταλαμβάνει τη θέση του ο επόμενος κατά σειρά στον κατάλογο δικηγόρος. O δικηγόρος οφείλει να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208). Αν καθ’ υποτροπήν δεν εκδίδει εμπροθέσμως την πράξη, υποβάλλεται από τη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου στο πειθαρχικό όργανο του οικείου δικηγορικού συλλόγου ενημέρωση για τη μη άσκηση των καθηκόντων του και εφαρμόζονται τα άρθρα 146 έως 159 του Κώδικα Δικηγόρων. Στην περίπτωση του δέκατου εδαφίου, ο δικηγόρος δύναται να αποκλείεται έως και ένα (1) έτος από την εγγραφή στον κατάλογο του έκτου εδαφίου.
Ο δικηγόρος εκδίδει την πράξη, την υπογράφει και την προσκομίζει στη γραμματεία του πρωτοδικείου, όπου η πράξη λαμβάνει αριθμό πρωτοκόλλου και στη συνέχεια αρχειοθετείται με τα αναγκαία έγγραφα στο αρχείο του δικαστηρίου, από όπου οι έχοντες έννομο συμφέρον λαμβάνουν αντίγραφα. Τα άρθρα 315 έως 320, περί της διαδικασίας διόρθωσης και ερμηνείας αποφάσεων, εφαρμόζονται αναλόγως.
- Με πράξη δικηγόρου, σύμφωνα με την παρ. 1, εξαλείφεται ή μεταρρυθμίζεται προσημείωση υποθήκης, ανεξαρτήτως του τίτλου εγγραφής της, εφόσον από την πράξη προκύπτει ρητά η συναίνεση όλων των μερών που είχαν εμπλακεί στην εγγραφή της.».
- Άρθρο 19
Κατάθεση δικογράφου σε περίπτωση αγωγής που απευθύνεται σε περιφερειακή έδρα πρωτοδικείου κατά την έννοια του ν. 5108/2024 – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 215 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 1 του άρθρου 215 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της άσκησης της αγωγής, προστίθεται νέο, δεύτερο, εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Αποκλειστικά σε περίπτωση αγωγής που απευθύνεται σε περιφερειακή έδρα πρωτοδικείου, κατά την έννοια του ν. 5108/2024 (Α’ 65), η κατάθεση του δικογράφου μπορεί να γίνεται είτε στη γραμματεία της έδρας του πρωτοδικείου είτε στη γραμματεία της περιφερειακής έδρας αυτού. Η κατάθεση του δικογράφου μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 119. Κάτω από το δικόγραφο που κατατέθηκε συντάσσεται έκθεση στην οποία αναφέρεται η ημέρα, ο μήνας και το έτος της κατάθεσης, καθώς και το ονοματεπώνυμο του καταθέτη. Η έκθεση μπορεί να συντάσσεται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 117. Αναφορά του δικογράφου της αγωγής που κατατέθηκε γίνεται χωρίς καθυστέρηση σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο. Στο βιβλίο αυτό αναγράφονται με αύξοντα αριθμό και χρονολογική σειρά οι αγωγές που κατατίθενται και αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων, η χρονολογία της κατάθεσης και το αντικείμενο της διαφοράς. Στη γραμματεία κάθε δικαστηρίου τηρείται και ηλεκτρονικό αρχείο αγωγών.».
- Άρθρο 20
Διαδικασία ως προς τις μικροδιαφορές – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 466 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 1 του άρθρου 466 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της διαδικασίας ως προς τις μικροδιαφορές, οι λέξεις «Αν το αντικείμενο της διαφοράς υπάγεται στο ειρηνοδικείο και» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Εξαιρουμένων των διαφορών του άρθρου 17, αν το αντικείμενο της διαφοράς» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Εξαιρουμένων των διαφορών του άρθρου 17, αν το αντικείμενο της διαφοράς αφορά απαιτήσεις, καθώς και δικαιώματα επάνω σε κινητά πράγματα ή τη νομή τους και η αξία του δεν είναι μεγαλύτερη από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, εφαρμόζονται τα άρθρα 467 έως 471.».
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΡΙΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
- Άρθρο 21
Παράβολο στα ένδικα μέσα της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 495 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 495 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της υποχρέωσης καταβολής παραβόλου στα ένδικα μέσα της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. Α, η υποπερ. α) καταργείται, β) στην περ. Β, η υποπερ. α) καταργείται, γ) στην υποπερ. α) της περ. Γ, οι λέξεις «ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων» αντικαθίστανται από τη λέξη «πρωτοδικείων» και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, ως εξής:
Α. Για το ένδικο μέσο της έφεσης:
α) [Καταργείται]
β) κατά απόφασης μονομελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ,
γ) κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
Β. Για το ένδικο μέσο της αναίρεσης:
α) [καταργείται]
β) κατά απόφασης μονομελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού τριακοσίων (300) ευρώ,
γ) κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ,
δ) κατά απόφασης εφετείου παράβολο ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
Γ. Για το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης:
α) κατά αποφάσεων πρωτοδικείων παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ,
β) κατά αποφάσεων εφετείου και του Αρείου Πάγου παράβολο ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ. Σε περίπτωση που ασκήθηκε ένα ένδικο μέσο από ή κατά περισσότερων διαδίκων κατατίθεται ένα παράβολο από τους εκκαλούντες, αναιρεσείοντες ή αιτούντες. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των περ. 3 και 5 του άρθρου 614 και των περ. 1 και 3 του άρθρου 592.».
- Άρθρο 22
Προσδιορισμός δικασίμου σε εφέσεις κατά αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδικάζονται στις μεταβατικές έδρες των εφετείων της περιφερείας τους – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 498 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 498 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί προσδιορισμού δικασίμου σε εφέσεις κατά αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδικάζονται στις μεταβατικές έδρες των εφετείων της περιφέρειάς τους, οι λέξεις «των πολυμελών και μονομελών πρωτοδικείων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των πρωτοδικείων» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Κάθε διάδικος μπορεί μετά την άσκηση του ένδικου μέσου, φέρνοντας αντίγραφο του ένδικου μέσου και της απόφασης που προσβάλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο το ένδικο μέσο απευθύνεται, να ζητήσει να προσδιοριστεί δικάσιμος και να φέρει για συζήτηση την υπόθεση με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί ή και αυτοτελώς, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο.
Ο προσδιορισμός δικασίμου, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, προκειμένου για εφέσεις κατά αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδικάζονται στις μεταβατικές έδρες των εφετείων της περιφερείας τους, γίνεται κατ’ εντολήν του οικείου προέδρου εφετών από τον προϊστάμενο του πρωτοδικείου τούτου.».
- Άρθρο 23
Προκαταβολή παραβόλου στην ανακοπή ερημοδικίας – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 505 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Η περ. α) του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 505 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), καταργείται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Ο ανακόπτων οφείλει να προκαταβάλει στη γραμματεία του δικαστηρίου κατά την κατάθεση της ανακοπής το παράβολο που όρισε η ερήμην απόφαση και ανέρχεται για κάθε ανακόπτοντα:
α) [Καταργείται]
β) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατόν πενήντα (150) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, αν αυτή εκδίδεται από το μονομελές πρωτοδικείο, ή
γ) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από διακόσια (200) ευρώ και μεγαλύτερο από τριακόσια (300) ευρώ, όταν εκδίδεται από το πολυμελές πρωτοδικείο ή το εφετείο.
Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο.».
- Άρθρο 24
Αποφάσεις που μπορούν να προσβληθούν με έφεση – Τροποποίηση άρθρου 511 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 511 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί των αποφάσεων που μπορούν να προσβληθούν με έφεση, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) οι λέξεις «των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των πρωτοδικείων» και το άρθρο 511 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 511
Αποφάσεις που μπορούν να προσβληθούν με έφεση
Με έφεση μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των πρωτοδικείων.».
- Άρθρο 25
Περιπτώσεις επιτρεπόμενης αναίρεσης – Τροποποίηση άρθρου 560 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί των περιπτώσεων επιτρεπόμενης αναίρεσης, οι λέξεις «Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων,» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων, που υπάγονται στην παρ. 2 του άρθρου 18, καθώς και κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων της παρ. 2 του άρθρου 18,» και το άρθρο 560 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 560
Περιπτώσεις επιτρεπόμενης αναίρεσης
Κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων, που υπάγονται στην παρ. 2 του άρθρου 18, καθώς και κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων της παρ. 2 του άρθρου 18, επιτρέπεται αναίρεση μόνο:
1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές,
2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε, όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε δικαστής του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση,
3) αν το δικαστήριο δέχτηκε ή δεν δέχτηκε τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα,
4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας,
5) αν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,
6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.».
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
- Άρθρο 26
Αρμόδιο δικαστήριο για τις διαφορές από πιστωτικούς τίτλους – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 622Β Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 1 του άρθρου 622Β του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του αρμόδιου δικαστηρίου για τις διαφορές από πιστωτικούς τίτλους, οι λέξεις «στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου εφόσον η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου αν υπερβαίνει το ποσό αυτό» αντικαθίστανται από τις λέξεις «πάντοτε στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Οι διαφορές της περ. 8 του άρθρου 614 υπάγονται πάντοτε στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου.».
- Άρθρο 27
Αρμόδιος δικαστής για την έκδοση διαταγής πληρωμής – Τροποποίηση άρθρου 625 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 625 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του αρμόδιου δικαστή για την έκδοση διαταγής πληρωμής, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «για απαίτηση της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου ο ειρηνοδίκης και για κάθε άλλη απαίτηση ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου» και το άρθρο 625 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 625
Αρμόδιος δικαστής για την έκδοση διαταγής πληρωμής
Αρμόδιος να εκδώσει διαταγή πληρωμής είναι ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου. Για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν γίνεται συζήτηση στο ακροατήριο.».
- Άρθρο 28
Αρμόδιος δικαστής για την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου – Τροποποίηση άρθρου 638 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 638 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του αρμόδιου δικαστή για την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «ο ειρηνοδίκης στις περιπτώσεις που αυτός έχει αρμοδιότητα κατά το άρθρο 14 παράγραφος 1 περίπτωση β’ και ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου σε κάθε άλλη περίπτωση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου» και το άρθρο 638 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 638
Αρμόδιος δικαστής για την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου
Αρμόδιος για την έκδοση της διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου είναι ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου. Η αίτηση υποβάλλεται στο κατά το άρθρο 29 κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο.»
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΠΕΜΠΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
- Άρθρο 29
Αρμόδιο δικαστήριο για τις διαφορές που αφορούν την εκτέλεση απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλεί απόφαση γι’ αυτά – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 702 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 2 του άρθρου 702 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του αρμόδιου δικαστηρίου για τις διαφορές που αφορούν την εκτέλεση απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλεί ολικά ή εν μέρει απόφαση γι’ αυτά, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «και, όπου δεν υπάρχει μονομελές πρωτοδικείο, το ειρηνοδικείο» διαγράφονται, β) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «ή του ειρηνοδικείου» διαγράφονται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Σε πολύ επείγουσες περιπτώσεις τις διαφορές που αναφέρονται στην παρ. 1 τις δικάζει το μονομελές πρωτοδικείο του τόπου όπου γίνεται η εκτέλεση της απόφασης, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 686 έως 688, 690 έως 692, 695 και 699. Ανάκληση της απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου μπορεί να ζητηθεί για οποιοδήποτε λόγο από το αρμόδιο κατά την παρ. 1 δικαστήριο.».
- Άρθρο 30
Προσωρινή ρύθμιση νομής ή κατοχής – Τροποποίηση άρθρου 734 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 734 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί των ασφαλιστικών μέτρων σε κάθε είδους υποθέσεις νομής ή κατοχής, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) προστίθεται τίτλος,
β) στην παρ. 1, βα) οι λέξεις «Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου επιδίδεται πάντοτε αντίγραφο της αίτησης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Σε κάθε είδους υποθέσεις νομής ή κατοχής, αντίγραφο της αίτησης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων» και ββ) προστίθενται οι λέξεις «επιδίδεται πάντοτε»,
γ) στην παρ. 2, η λέξη «ειρηνοδικείο» αντικαθίσταται από τη λέξη «δικαστήριο»,
δ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, δα) η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μονομελούς πρωτοδικείου» και δβ) προστίθενται οι λέξεις «ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου»,
ε) στην παρ. 4, η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μονομελούς πρωτοδικείου»,
στ) στην παρ. 5, η λέξη «ειρηνοδίκης» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου» και το άρθρο 734 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 734
Προσωρινή ρύθμιση νομής ή κατοχής
- Σε κάθε είδους υποθέσεις νομής ή κατοχής, αντίγραφο της αίτησης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με επισημείωση της πράξης που ορίζει τόπο και χρόνο για τη συζήτηση επιδίδεται πάντοτε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση.
- Το δικαστήριο για την προσωρινή ρύθμιση της νομής ή της κατοχής δικαιούται να διατάξει οποιοδήποτε ασφαλιστικό μέτρο κρίνει πρόσφορο και ιδίως να επιτρέψει ή να απαγορεύσει πράξεις νομής ή κατοχής ή να επιδικάσει τη νομή ή την κατοχή σε κάποιον από τους διαδίκους, είτε με παροχή είτε χωρίς παροχή εγγύησης.
- Κατά της απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου επιτρέπεται έφεση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της. Η έφεση δικάζεται κατά την ίδια διαδικασία, εφαρμόζεται όμως και το άρθρο 226.
- Η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου, εκτός αν η αναστολή διαταχθεί κατά το άρθρο 912.
- Στα ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 696 παρ. 3 και 697 και ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου δικάζει με τη σύμπραξη γραμματέα που τηρεί πρακτικά.».
- Άρθρο 31
Ευρωπαϊκή Διαταγή Δέσμευσης Λογαριασμού – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 738Α Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 1 του άρθρου 738Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της Ευρωπαϊκής Διαταγής Δέσμευσης Λογαριασμού, οι λέξεις «για απαίτηση της αρμοδιότητας ειρηνοδικείου ο ειρηνοδίκης και για κάθε άλλη απαίτηση ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «για κάθε απαίτηση ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Αρμόδιος να εκδώσει Ευρωπαϊκή Διαταγή Δέσμευσης Λογαριασμού σύμφωνα με τον Κανονισμό 655/2014 είναι για κάθε απαίτηση ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου.».
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
- Άρθρο 32
Αρμοδιότητα – Αντικατάσταση άρθρου 740 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Το άρθρο 740 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του αρμόδιου δικαστηρίου στην εκούσια δικαιοδοσία, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 740
Αρμοδιότητα
- Στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και του δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου, όπου αυτός ορίζεται, υπάγονται οι υποθέσεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 739. Εξαιρούνται οι υποθέσεις που αφορούν την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων.
- Στις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739 δεν επιτρέπεται παρέκταση της αρμοδιότητας.
- Στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους των άρθρων 782, 789, 790, 792 έως 794, 797, 798, 811, 813 έως 818, 819 παρ. 3, 831 έως 833, 835 παρ. 3, 838, 847, 848, 857, 861, 864 και 1023 του παρόντος, καθώς και κατά αποφάσεων των ν. 3869/2010 (Α΄ 130), 4072/2012 (Α΄ 86) και 4738/2020 (Α΄ 207).
- Στην αρμοδιότητα των μονομελών εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα πολυμελή πρωτοδικεία κατά την παρ. 3, καθώς και κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων, σε υποθέσεις που εκδικάζονται από αυτά με διάταξη νόμου. Στην αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους.».
- Άρθρο 33
Σωματεία – Τροποποίηση άρθρου 787 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 787 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί σωματείων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στην παρ. 1, βα) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «Ειρηνοδίκης» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου», ββ) στο δεύτερο εδάφιο, η λέξη «Ειρηνοδίκης» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου», βγ) στο τρίτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «ειδοποίηση της γραμματείας του Δικαστηρίου για την», βδ) στο πέμπτο εδάφιο, η λέξη «Ειρηνοδίκη» αντικαθίσταται από τη λέξη «δικαστή», βε) στο έβδομο εδάφιο, η λέξη «αμοιβή» αντικαθίσταται από τη λέξη «αποζημίωση», βστ) στο δέκατο εδάφιο, η λέξη «παραλαμβάνει» αντικαθίσταται από τις λέξεις «ειδοποιείται από τη γραμματεία του δικαστηρίου να παραλάβει» και το άρθρο 787 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 787
Σωματεία
- Όταν ζητείται κατά τον νόμο να διαταχθεί η εγγραφή σωματείου στο βιβλίο που τηρείται για αυτόν τον σκοπό, ή η τροποποίηση του καταστατικού ή η εξουσιοδότηση για τη σύγκληση της συνέλευσης σωματείου και τη ρύθμιση της προεδρίας της ή η διάλυση σωματείου, αρμόδιος είναι ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας που έχει έδρα το σωματείο. Ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου στις υποθέσεις του πρώτου εδαφίου επικουρείται από δικηγόρο ο οποίος διενεργεί προέλεγχο της αίτησης ως προς τα απαιτούμενα κατά νόμον τυπικά στοιχεία της και τα συνοδευτικά έγγραφά της. Ο δικηγόρος του δεύτερου εδαφίου, εντός πέντε (5) ημερών από την ειδοποίηση της γραμματείας του Δικαστηρίου για την παραλαβή της αίτησης του πρώτου εδαφίου, μπορεί να ζητήσει από εκείνον που υποβάλλει την αίτηση να προσκομίσει συμπληρωματικά έγγραφα ή στοιχεία. Στην περίπτωση του τρίτου εδαφίου, αν ζητηθούν συμπληρωματικά έγγραφα ή στοιχεία, προσκομίζονται από εκείνον που υποβάλλει την αίτηση εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών. Μετά από την ολοκλήρωση του προελέγχου παραδίδει στη γραμματεία τον φάκελο με όλα τα έγγραφα και ο φάκελος διαβιβάζεται στον αρμόδιο δικαστή για να εκδώσει κατά την κρίση του τη σχετική διαταγή. Ο δικηγόρος ορίζεται με την πράξη κατάθεσης του γραμματέα του δικαστηρίου στο οποίο κατατίθεται η αίτηση, από κατάλογο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και αποστέλλεται στη γραμματεία από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο προ της έναρξης κάθε δικαστικού έτους, τηρουμένης της σειράς που αναγράφεται στον κατάλογο. Η αίτηση με την οποία ζητείται κατά τον νόμο να διαταχθεί η εγγραφή σωματείου στο οικείο βιβλίο συνοδεύεται από ειδικό γραμμάτιο προκαταβολής αποζημίωσης του δικηγόρου του δεύτερου εδαφίου που εκδίδει ο δικηγορικός σύλλογος, του οποίου μέλος είναι ο ανωτέρω δικηγόρος.
Η γραμματεία ενημερώνει με ηλεκτρονικό μήνυμα τον δικηγόρο που ορίζεται, ο οποίος παραλαμβάνει την αίτηση και τα έγγραφα και μπορεί να ζητεί διευκρινίσεις και συμπληρώσεις.
Η παράδοση των εγγράφων στον δικηγόρο που ορίστηκε μπορεί να γίνει και ηλεκτρονικά.
Αν ο δικηγόρος που ορίστηκε αρνείται ή κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να αναλάβει τη διενέργεια του προελέγχου ή αν αποβιώσει ή αν δεν παραδώσει στη γραμματεία τον φάκελο εντός δεκαπέντε (15) ημερών, από την επομένη της ημέρας που ειδοποιείται από τη γραμματεία του δικαστηρίου να παραλάβει την αίτηση και τα έγγραφα, αντικαθίσταται και καταλαμβάνει τη θέση του ο επόμενος κατά σειρά στον κατάλογο δικηγόρος. O δικηγόρος οφείλει να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208). Αν καθ’ υποτροπήν δεν ολοκληρώνει τον προέλεγχο και δεν παραδίδει εμπροθέσμως τον φάκελο, υποβάλλεται από τη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου στο πειθαρχικό όργανο του οικείου δικηγορικού συλλόγου ενημέρωση για τη μη άσκηση των καθηκόντων του και εφαρμόζονται τα άρθρα 146 έως 159 του Κώδικα Δικηγόρων. Στην περίπτωση του ενδέκατου εδαφίου, ο δικηγόρος δύναται να αποκλείεται έως και ένα (1) έτος από την εγγραφή στον κατάλογο του πέμπτου εδαφίου.
- Δικαίωμα ανακοπής κατά της διαταγής που δέχεται αίτηση εγγραφής σωματείου ή τροποποίησης καταστατικού έχει ο εισαγγελέας πρωτοδικών αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης της εποπτεύουσας αρχής, καθώς και κάθε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον.».
- Άρθρο 34
Διαδικασία δημοσίευσης διαθήκης – Τροποποίηση άρθρου 808 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 808 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της διαδικασίας δημοσίευσης διαθήκης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) η παρ. 1 αντικαθίσταται, γ) στην παρ. 3, γα) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδίκη» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου», γβ) στο δεύτερο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδίκης» αντικαθίσταται από τη λέξη «δικαστής», δ) στην παρ. 4, δα) η λέξη «ειρηνοδίκη» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου», δβ) η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μονομελούς πρωτοδικείου», ε) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 6, η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μονομελούς πρωτοδικείου» και το άρθρο 808 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 808
Διαδικασία δημοσίευσης διαθήκης
- Η δημοσίευση διαθήκης γίνεται με καταχώρισή της, ολόκληρης, στο πρακτικό που υπογράφεται από τον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου, στο οποίο βεβαιώνονται όλα τα εξωτερικά ελαττώματά της.
- Η δημοσίευση διαθήκης από προξενική αρχή γίνεται από τον πρόξενο ο οποίος συντάσσει πρακτικό που υπογράφεται από αυτόν και, αν πρόκειται για ιδιόγραφη διαθήκη, και από εκείνο που την παρέδωσε.
- Η κήρυξη ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας γίνεται με πράξη του αρμόδιου για τη δημοσίευσή της δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου, εφόσον πιθανολογηθεί γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη. Όταν η διαθήκη δημοσιεύθηκε από προξενική αρχή, αρμόδιος για να την κηρύξει κύρια είναι ο δικαστής του δικαστηρίου της κληρονομιάς. Όταν με ιδιόγραφη διαθήκη ορίζεται αποκλειστικά κληρονόμος πρόσωπο που δεν είναι σύζυγος του διαθέτη ή δεν έχει με τον διαθέτη συγγενική σχέση τουλάχιστον τέταρτου βαθμού, διατάσσεται γραφολογική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να αποδειχθεί η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη. Στην περίπτωση αυτή καλείται υποχρεωτικά, εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, το Ελληνικό Δημόσιο.
- Τα αντίγραφα των δημόσιων διαθηκών που δημοσιεύονται και τα πρωτότυπα των μυστικών ή έκτακτων ή ιδιόγραφων διαθηκών, με τα περικαλύμματά τους, χρονολογούνται και υπογράφονται από τον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον πρόξενο και φυλάγονται στο αρχείο του μονομελούς πρωτοδικείου ή του προξενείου.
- Αντίγραφα των πρακτικών δημοσίευσης της διαθήκης αποστέλλονται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου ή του προξενείου, στη γραμματεία του πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και στη γραμματεία του πρωτοδικείου της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη και φυλάγονται στα αρχεία τους.
- Αντίγραφα διαθηκών και ανακλήσεων διαθηκών, που δημοσιεύθηκαν στο εξωτερικό, μπορεί να κατατεθούν σε ελληνική προξενική αρχή ή στη γραμματεία οποιουδήποτε μονομελούς πρωτοδικείου. Η προξενική αρχή ή η γραμματεία που παραλαμβάνει τα αντίγραφα συντάσσει επάνω σε αυτά πράξη κατάθεσης, όπου αναγράφει όσα κατατέθηκαν, εκείνον που τα κατέθεσε και την ημερομηνία της κατάθεσης. Τα αντίγραφα αυτά πρέπει να είναι επικυρωμένα από την αλλοδαπή αρχή που δημοσίευσε τη διαθήκη. Αν είναι διατυπωμένες ολόκληρες ή εν μέρει σε ξένη γλώσσα, πρέπει να επισυνάπτεται, κατά την κατάθεση τους, μετάφραση στην ελληνική γλώσσα του ξενόγλωσσου μέρους τους, που έχει γίνει από το Υπουργείο Εξωτερικών, ελληνική προξενική αρχή ή δικηγόρο. Αντίγραφα τους αποστέλλονται χωρίς καθυστέρηση, με επιμέλεια του προξένου που τα παρέλαβε ή της γραμματείας του δικαστηρίου, στη γραμματεία του πρωτοδικείου Αθηνών.».
- Άρθρο 35
Έκδοση του κληρονομητηρίου – Τροποποίηση άρθρου 819 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 819 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της έκδοσης κληρονομητηρίου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στην παρ. 1, βα) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τη λέξη «δικαστηρίου», ββ) στο δεύτερο εδάφιο, η λέξη «αμοιβής» αντικαθίσταται από τη λέξη «αποζημίωσης», γ) στην παρ. 2, στο τέταρτο εδάφιο, η λέξη «παραλαμβάνει» αντικαθίσταται από τις λέξεις «ειδοποιείται από τη γραμματεία να παραλάβει», δ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, οι λέξεις «ο ειρηνοδίκης προσδιορίζει δικάσιμο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «προσδιορίζεται δικάσιμος» και το άρθρο 819 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 819
Έκδοση του κληρονομητηρίου
- Το πιστοποιητικό για το κληρονομικό δικαίωμα (κληρονομητήριο) χορηγείται μετά από πράξη δικηγόρου, μέλους του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του πρωτοδικείου του δικαστηρίου της κληρονομιάς, κατόπιν αίτησης, η οποία κατατίθεται στο δικαστήριο της κληρονομίας από τον κληρονόμο ή τον καταπιστευματοδόχο ή τον κληροδόχο ή τον εκτελεστή διαθήκης και η οποία αναρτάται σε ειδικό χώρο του καταστήματος του δικαστηρίου για χρονικό διάστημα δέκα (10) ημερών. Η αίτηση του πρώτου εδαφίου υπογράφεται από πληρεξούσιο δικηγόρο και συνοδεύεται από το σχετικό γραμμάτιο προείσπραξης, καθώς και από ειδικό γραμμάτιο προκαταβολής της αποζημίωσης του δικηγόρου του πρώτου εδαφίου, που εκδίδει ο δικηγορικός σύλλογος του οποίου μέλος είναι ο ανωτέρω δικηγόρος. Όταν το Δημόσιο, Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης ή λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποβάλλουν την αίτηση του πρώτου εδαφίου καταβάλλουν το ήμισυ της προβλεπόμενης αποζημίωσης για τον δικηγόρο του πρώτου εδαφίου που εκδίδει την πράξη.
- Ο δικηγόρος ορίζεται από κατάλογο, που καταρτίζει και διαβιβάζει, πριν από την έναρξη κάθε δικαστικού έτους, στη γραμματεία του δικαστηρίου ο δικηγορικός σύλλογος, και ορίζεται, τηρουμένης της σειράς του καταλόγου, από τον γραμματέα του δικαστηρίου στην πράξη κατάθεσης της σχετικής αίτησης. Ο δικηγόρος ενημερώνεται από τη γραμματεία του δικαστηρίου με μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, παραλαμβάνει, έγχαρτα ή ηλεκτρονικά, την αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα μετά από την πάροδο του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 και με την επιφύλαξη του τέταρτου εδαφίου της παρούσας, επί των οποίων δύναται να ζητεί διευκρινίσεις και συμπληρώσεις. Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 1956 περί της έννοιας του κληρονομητηρίου, 1957 περί του περιεχομένου της αίτησης κληρονομητηρίου, 1958, 1959, 1960 περί περισσότερων κληρονόμων και 1961 περί περιεχομένου του κληρονομητηρίου του Αστικού Κώδικα ο δικηγόρος εκδίδει σχετική απορριπτική πράξη. Αν ο δικηγόρος που ορίστηκε αρνείται ή κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να αναλάβει την έκδοση της πράξης ή αν αποβιώσει ή αν δεν εκδώσει την πράξη εντός τριάντα (30) ημερών από την επομένη της ημέρας που ειδοποιείται από τη γραμματεία να παραλάβει την αίτηση και τα έγγραφα, αντικαθίσταται και καταλαμβάνει τη θέση του ο επόμενος κατά σειρά στον κατάλογο δικηγόρος.
O δικηγόρος οφείλει να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208). Αν καθ’ υποτροπήν δεν εκδίδει την πράξη εμπροθέσμως, υποβάλλεται από τη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου στο πειθαρχικό όργανο του οικείου δικηγορικού συλλόγου ενημέρωση για τη μη άσκηση των καθηκόντων του και εφαρμόζονται τα άρθρα 146 έως 159 του Κώδικα Δικηγόρων. Στην περίπτωση του πέμπτου εδαφίου, ο δικηγόρος δύναται να αποκλείεται έως και ένα (1) έτος από την εγγραφή στον κατάλογο του δευτέρου εδαφίου.
- Αν εντός του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 ασκηθεί παρέμβαση τρίτου, προσδιορίζεται δικάσιμος για τη συζήτησή της, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής. Η άσκηση της παρέμβασης του πρώτου εδαφίου αναστέλλει την ισχύ της πράξης και την έκδοση του πιστοποιητικού.
- Το πιστοποιητικό (κληρονομητήριο) εκδίδεται από τον γραμματέα του δικαστηρίου στο οποίο κατατέθηκε η αίτηση και παραδίδεται σε αυτόν που αιτήθηκε την έκδοσή του με απόδειξη παραλαβής, η οποία φυλάσσεται στο αρχείο του δικαστηρίου. Αν την έκδοση του πιστοποιητικού διατάζει το δικαστήριο που δίκασε ύστερα από έφεση, το πιστοποιητικό εκδίδεται από τον γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στον οποίο αποστέλλεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αντίγραφο της απόφασης.».
- Άρθρο 36
Εύρεση διαθήκης ή εγγράφων – Αντικατάσταση άρθρου 828 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 828 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της εύρεσης διαθήκης ή εγγράφων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) τα εδάφια δεύτερο και τρίτο αντικαθίστανται και το άρθρο 828 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 828
Εύρεση διαθήκης ή εγγράφων
Αν κάποιος από εκείνους που παρευρίσκονται κατά τη σφράγιση ισχυρίζεται ότι υπάρχει διαθήκη ή άλλο σημαντικό έγγραφο, όποιος ενεργεί τη σφράγιση οφείλει να ερευνήσει, αν υπάρχει. Αν βρεθεί η διαθήκη, ο συμβολαιογράφος που ενεργεί τη σφράγιση την παραλαμβάνει και τη στέλνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο αρμόδιο για τη δημοσίευσή της δικαστήριο. Αν βρεθεί άλλο σημαντικό έγγραφο, ο συμβολαιογράφος που ενεργεί τη σφράγιση το παραλαμβάνει και ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου διατάζει να παραδοθεί σ’ αυτόν που δικαιούται να το κατέχει, ή, ώσπου να εξακριβωθεί εκείνος που δικαιούται, να φυλάσσεται στο αρχείο της γραμματείας του δικαστηρίου.».
- Άρθρο 37
Έκθεση σφράγισης – Τροποποίηση άρθρου 830 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 830 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της έκθεσης σφράγισης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδίκη» αντικαθίσταται από τη λέξη «δικαστή» και το άρθρο 830, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 830
Έκθεση σφράγισης
Για τη σφράγιση συντάσσεται έκθεση, η οποία εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το άρθρο 117 πρέπει να αναφέρει 1) την απόφαση του δικαστή με την οποία διατάσσεται η σφράγιση, 2) περιγραφή των χώρων στους οποίους τοποθετήθηκαν οι σφραγίδες, 3) περιγραφή των εγγράφων που βρέθηκαν κατά το άρθρο 828 και αναφορά των προσώπων στα οποία παραδόθηκαν, 4) κάθε ισχυρισμό ή αμφισβήτηση εκείνων που παραβρέθηκαν κατά τη σφράγιση και κάθε τι που υπέπεσε στην αντίληψη εκείνου που έκανε τη σφράγιση και 5) βεβαίωση ότι εκείνος που έκανε τη σφράγιση παρέλαβε τα κλειδιά, ότι έκανε την έρευνα που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 829 και το αποτέλεσμά της. Αν στο διαμέρισμα, το οποίο πρόκειται να σφραγιστεί, δεν υπάρχουν κινητά πράγματα, αυτό σημειώνεται στην έκθεση.».
- Άρθρο 38
Αποσφράγιση και επανασφράγιση – Τροποποίηση άρθρου 831 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 831 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί αποσφράγισης και επανασφράγισης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1, οι λέξεις «ο ειρηνοδίκης που διέταξε τη σφράγιση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το δικαστήριο της περιφέρειας όπου διατάχθηκε η σφράγιση», γ) στην παρ. 2, γα) οι λέξεις «Ο ειρηνοδίκης κατά τη δικάσιμο που ο ίδιος ορίζει είναι υποχρεωμένος να διατάξει την κλήτευση εκείνου που ζήτησε τη σφράγιση, όπως και εκείνων που παραβρέθηκαν» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Κατά τη συζήτηση καλούνται εκείνος που ζήτησε τη σφράγιση, όπως και εκείνοι που παραβρέθηκαν», γβ) οι λέξεις «μπορεί να διατάξει κλήτευση εκείνων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μπορούν να κλητευθούν εκείνοι» και το άρθρο 831 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 831
Αποσφράγιση και επανασφράγιση
- Αν η διατήρηση της σφράγισης δεν είναι αναγκαία ή πρόκειται να γίνει απογραφή, το δικαστήριο της περιφέρειας όπου διατάχθηκε η σφράγιση, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, διατάζει την αποσφράγιση. Αποσφράγιση και επανασφράγιση μπορεί να διαταχθεί και για να αποτραπεί ο κίνδυνος ή για άλλο σπουδαίο λόγο.
- Κατά τη συζήτηση καλούνται εκείνος που ζήτησε τη σφράγιση, όπως και εκείνοι που παραβρέθηκαν κατά την ενέργειά της και, αν η σφράγιση έγινε σε περιουσιακό στοιχείο κληρονομίας, μπορούν να κλητευθούν εκείνοι που πιθανολογείται ότι είναι κληρονόμοι, καταπιστευματοδόχοι, κληροδόχοι και εκτελεστές διαθήκης.».
- Άρθρο 39
Εξέταση των σφραγίδων – Τροποποίηση άρθρου 835 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 835 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της εξέτασης των σφραγίδων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) η παρ. 2 αντικαθίσταται, γ) στην παρ. 3, οι λέξεις «Ο ειρηνοδίκης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Το δικαστήριο» και το άρθρο 835 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 835
Εξέταση των σφραγίδων
- Όποιος ενεργεί την αποσφράγιση οφείλει να εξετάσει την κατάσταση των σφραγίδων που έχουν τεθεί.
- Αν οι σφραγίδες που έχουν τεθεί δεν είναι άθικτες, ο συμβολαιογράφος που ενεργεί την αποσφράγιση διακόπτει κάθε παραπέρα ενέργεια και αυτό το αναφέρει αμέσως εγγράφως στο δικαστήριο που διέταξε την αποσφράγιση.
- Το δικαστήριο στις περιπτώσεις της παρ. 2 πηγαίνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον τόπο όπου έχουν τεθεί οι σφραγίδες, βεβαιώνει την κατάστασή τους και με απόφασή του διατάζει κάθε κατά την κρίση του πρόσφορο μέτρο.».
- Άρθρο 40
Διαφορές που ανακύπτουν κατά τη σφράγιση, αποσφράγιση ή απογραφή – Τροποποίηση άρθρου 841 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 841 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί των διαφορών που ανακύπτουν κατά τη σφράγιση, αποσφράγιση ή απογραφή, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στην παρ. 1, οι λέξεις «τον ειρηνοδίκη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το κατά περίπτωση δικαιοδοτικό όργανο», γ) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, γα) οι λέξεις «τον ειρηνοδίκη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το δικαιοδοτικό όργανο», γβ) προστίθενται οι λέξεις «τη διαταγή ή», δ) στην παρ. 3, προστίθενται οι λέξεις «διαταγές ή» και το άρθρο 841, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 841
Διαφορές που ανακύπτουν κατάτη σφράγιση, αποσφράγιση ή απογραφή
- Κάθε διαφορά ή δυσχέρεια που προκύπτει κατά τη σφράγιση, την αποσφράγιση ή την απογραφή δικάζεται από το κατά περίπτωση δικαιοδοτικό όργανο που τις διέταξε.
- Ο συμβολαιογράφος που ενεργεί τη σφράγιση, την αποσφράγιση και την απογραφή, αποφασίζει προσωρινά για τις διαφορές ή δυσχέρειες που παρουσιάζονται κατά τη διενέργειά τους και η απόφασή του καταχωρίζεται στην έκθεση και εκτελείται αμέσως. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το δικαιοδοτικό όργανο που αναφέρεται στην παρ. 1, να ανακαλέσει τη διαταγή ή την απόφαση αυτή και να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση.
- Οι διαταγές ή αποφάσεις που εκδίδονται κατά την παρ. 1 έχουν προσωρινή ισχύ, δεν επηρεάζουν την κύρια υπόθεση και το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα μπορεί να τις τροποποιήσει ή να τις ανακαλέσει.».
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΟΓΔΟΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
- Άρθρο 41
Ορισμός της αξίας αντικαταστατών πραγμάτων – Τροποποίηση άρθρου 917 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 917 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της αναγκαστικής εκτέλεσης επί αντικαταστατών πραγμάτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) το δεύτερο εδάφιο καταργείται και το άρθρο 917 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 917
Ορισμός της αξίας αντικαταστατών πραγμάτων
Όταν αντικείμενο της παροχής είναι πράγματα αντικαταστατά και πρέπει για την αναγκαστική εκτέλεση να οριστεί η αξία τους σε χρήμα, ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της παροχής γίνεται με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, που δικάζει κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ..».
- Άρθρο 42
Αμυντικά μέσα κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 933 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στo πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 933 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί άσκησης ανακοπής στην αναγκαστική εκτέλεση, οι λέξεις «ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος, έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, και στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μονομελές πρωτοδικείο» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον και αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ή την απαίτηση ασκούνται μόνο με ανακοπή, που εισάγεται στο μονομελές πρωτοδικείο. Αν ασκηθούν περισσότερες ανακοπές με χωριστά δικόγραφα, με επιμέλεια της γραμματείας προσδιορίζονται και εκδικάζονται όλες υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο. Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο, σε κάθε περίπτωση οκτώ (8) τουλάχιστον μέρες πριν τη συζήτηση. Η ανακοπή κατά του πλειστηριασμού απευθύνεται, με ποινή το απαράδεκτο, κατά του επισπεύδοντα δανειστή και του υπερθεματιστή. Επί κοινής δε πλειοδοσίας η ανακοπή ασκείται από όλους και κατά όλων των πλειοδοτών.».
Άρθρο 43
Κατάσχεση εις χείρας τρίτου – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 983 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 1 του άρθρου 983 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της επίδοσης εγγράφου για διενέργεια κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι λέξεις «στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του πρωτοδικείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην περιφέρεια του ίδιου πρωτοδικείου», β) η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τη λέξη «πρωτοδικείου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118, και α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου.».
Άρθρο 44
Συγκέντρωση στοιχείων κατασχεμένου ακινήτου από δικαστικό επιμελητή – Τροποποίηση άρθρου 995 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 4 του άρθρου 995 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985), περί της επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης, προστίθενται εδάφια, δέκατο και ενδέκατο, και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την κατάσχεση, να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τον εκτελεστό τίτλο, την έκθεση επίδοσης της επιταγής της εκτέλεσης, την κατασχετήρια έκθεση και τις εκθέσεις επίδοσής της στον οφειλέτη, τον τρίτο κύριο ή νομέα και τον υποθηκοφύλακα ή όποιον τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο, το πιστοποιητικό βαρών, καθώς και, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, την έκθεση εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή του π.δ. 59/2016. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει έκθεση για όλα αυτά. Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ` ου η εκτέλεση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών και, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, την τιμή της πρώτης προσφοράς, του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού, που θέτει ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στον δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927 και το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, εκδίδεται από τον δικαστικό επιμελητή και δημοσιεύεται με επιμέλεια αυτού μέχρι την δέκατη πέμπτη ημέρα από την κατάσχεση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ). Στο απόσπασμα περιλαμβάνεται και η βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή, σχετικά με την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της Περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης. Το απόσπασμα επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία στον τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων εδαφίων, διαφορετικά είναι άκυρος. Ο δικαστικός επιμελητής παραδίδει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε ηλεκτρονική μορφή, φωτογραφίες του κατασχεθέντος ακινήτου, τις οποίες λαμβάνει κατά την επιτόπια μετάβασή του σε αυτό. Η λήψη τους από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού αναφέρεται στην παραπάνω έκθεση. Τα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, καθώς και η έκθεση του πιστοποιημένου εκτιμητή και οι φωτογραφίες αναρτώνται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στο ηλεκτρονικό σύστημα πλειστηριασμού. Εκτός των ανωτέρω πληροφοριακών στοιχείων, ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να συγκεντρώνει και όποια άλλα πληροφοριακά στοιχεία και έγγραφα ενδεικτικά της αξίας του κατασχεμένου ακινήτου, όπως οικοδομικές άδειες, τοπογραφικά διαγράμματα και κατόψεις, και να τα παραδίδει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ο οποίος τα αναρτά στην ίδια ως άνω ιστοσελίδα το αργότερο τριάντα (30) ημέρες προ του πλειστηριασμού. Όλες οι αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες και οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να χορηγούν στον δικαστικό επιμελητή τα έγγραφα αυτά.».
Άρθρο 45
Αρμοδιότητα συμβολαιογράφου για διενέργεια πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα – Τροποποίηση παρ. 1 και 4 άρθρου 998 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
- Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 998 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα του κατασχεμένου ακινήτου, προστίθενται οι λέξεις «ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου όμορης περιφέρειας,» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Το κατασχεμένο ακίνητο πλειστηριάζεται με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον του συμβολαιογράφου της εφετειακής περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο. Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατό να ορισθεί συμβολαιογράφος του τόπου εκτέλεσης (κατάσχεσης), το κατασχεμένο ακίνητο πλειστηριάζεται ενώπιον συμβολαιογράφου διορισμένου στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου όμορης περιφέρειας, ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του Κράτους. Το άρθρο 959 εφαρμόζεται και στον πλειστηριασμό ακινήτων.».
- Στην παρ. 4 του άρθρου 998 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο, αα) οι λέξεις «περισσότερων ειρηνοδικείων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «περισσότερων πρωτοδικείων» και αβ) οι λέξεις «εκ των άνω ειρηνοδικείων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εκ των άνω πρωτοδικείων», β) στο δεύτερο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τη λέξη «πρωτοδικείου» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Αν τα κατασχεμένα πράγματα βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων πρωτοδικείων, ο πλειστηριασμός διενεργείται, κατ` επιλογή του επισπεύδοντος, στην περιφέρεια οποιουδήποτε εκ των άνω πρωτοδικείων. Εάν ο πλειστηριασμός μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά σε μία μόνο από αυτές, επιλέγεται υποχρεωτικά η περιφέρεια του συγκεκριμένου πρωτοδικείου, και, αν για οποιονδήποτε λόγο, δεν μπορεί να διενεργηθεί σε καμία από αυτές, τότε επιλέγεται η περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται από τη διενέργεια του πλειστηριασμού είναι το δικαστήριο του τόπου εκτέλεσης.».
Άρθρο 46
Αναγκαστικοί δημόσιοι πλειστηριασμοί – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 1005 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 1 του άρθρου 1005 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της καταβολής του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή και περί της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, προστίθεται τρίτο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλει το πλειστηρίασμα και το τέλος χρήσης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατακύρωση, και αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. Διατάξεις που προβλέπουν ότι απαίτηση από παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, άρδευσης, ύδρευσης ή φυσικού αερίου. βαρύνει τον ειδικό διάδοχο του κυρίου κινητού ή ακινήτου, δεν εφαρμόζονται επί αναγκαστικού δημοσίου πλειστηριασμού.».
Άρθρο 47
Διαδικασία εκούσιου πλειστηριασμού – Τροποποίηση άρθρου 1021 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 1021 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί εκούσιου πλειστηριασμού, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πέμπτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, όμορης περιφέρειας,», γ) στο έκτο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μονομελούς πρωτοδικείου» και το άρθρο 1021 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 1021
Διαδικασία εκούσιου πλειστηριασμού
- Όταν σύμφωνα με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ή με συμφωνία των μερών γίνεται εκούσιος πλειστηριασμός ενώπιον συμβολαιογράφου, η διαδικασία αρχίζει με έκθεση περιγραφής, η οποία συντάσσεται από δικαστικό επιμελητή και περιέχει όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 955, αν πρόκειται για κινητό, ή του άρθρου 995, αν πρόκειται για ακίνητο. Ο εκούσιος πλειστηριασμός πραγματοποιείται με τη διαδικασία είτε του άρθρου 959, αν πρόκειται για κινητό, είτε του άρθρου 998, αν πρόκειται για ακίνητο. Περαιτέρω, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 954, της παρ. 1 του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 955, των άρθρων 965, 966 και 967, της παρ. 1 του άρθρου 969, του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 995, του άρθρου 1002, των παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 1003, του άρθρου 1004, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1005 και του άρθρου 1010. Ο εκούσιος πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κινητό ή το ακίνητο. Εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι δυνατό να οριστεί συμβολαιογράφος της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κινητό ή το ακίνητο, ο πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου διορισμένου στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, όμορης περιφέρειας, ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Σε περίπτωση διενέργειας εκούσιου πλειστηριασμού με τη διαδικασία του άρθρου 959, με συμφωνία των μερών ή με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το πράγμα ή το ακίνητο, η οποία εκδίδεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, να οριστεί άλλος τόπος πλειστηριασμού.».
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ’
ΤΕΛΙΚΕΣ – ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 48
Τελικές διατάξεις
- Στο άρθρο 13, στην παρ. 2 του άρθρου 53, περί των περιπτώσεων απαραδέκτου της αίτησης εξαίρεσης δικαστών και εισαγγελέων, στο άρθρο 61, περί της αδυναμίας συγκρότησης του δικαστηρίου μετά από αποδοχή αίτησης εξαίρεσης δικαστή, στο άρθρο 192, περί της εκκαθάρισης των δικαστικών εξόδων σε περίπτωση αποδοχής ή ανάκλησης διαδικαστικής πράξης ή παραίτησης είτε από αυτήν είτε από ολόκληρη τη δίκη, στο άρθρο 241, περί της άπαξ αναβολής της συζήτησης σε μεταγενέστερη δικάσιμο για σπουδαίο λόγο, στο άρθρο 256, περί του περιεχομένου των πρακτικών της συζήτησης, στην παρ. 1 του άρθρου 304, περί του σχεδίου της απόφασης, στο άρθρο 512, περί του ανέκκλητου των αποφάσεων που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών, στο άρθρο 538, περί της αναψηλάφησης, στο άρθρο 552, περί της αναίρεσης, στο άρθρο 618, περί της καταβολής ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων, στην παρ. 6 του άρθρου 622Α, περί των διαφορών από αμοιβές, αποζημιώσεις και έξοδα, στην παρ. 6 του άρθρου 686, περί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, και στο άρθρο 750, περί της παράστασης του εισαγγελέα κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182) καταργείται η αναφορά στο ειρηνοδικείο.
- Στην παρ. 3 του άρθρου 55, περί της εξαίρεσης δικαστών και υπαλλήλων της γραμματείας του δικαστηρίου, στο άρθρο 61, περί της αδυναμίας συγκρότησης του δικαστηρίου μετά από αποδοχή αίτησης εξαίρεσης δικαστή, στην παρ. 3 του άρθρου 122, περί των οργάνων επίδοσης, στο άρθρο 150, περί σύντμησης προθεσμιών, στο άρθρο 232, περί της εισαγωγής της αγωγής για συζήτηση, στις παρ. 5 και 8 του άρθρου 237, περί της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων και αποδεικτικών εγγράφων, αντίκρουσης και συμπλήρωσης, στο άρθρο 243, περί της αναπλήρωσης δικαστή για σπουδαίο λόγο, στην παρ. 3 του άρθρου 317, περί της αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας απόφασης, στην παρ. 2 του άρθρου 487, περί της αυτούσιας διανομής με κλήρωση, στις παρ. 2 και 4 του άρθρου 686, περί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, στην παρ. 2 του άρθρου 687, περί της συζήτησης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων χωρίς κλήτευση, και στην παρ. 2 του άρθρου 690, περί της εκδίκασης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καταργείται η αναφορά στον ειρηνοδίκη.
- Στην παρ. 1 του άρθρου 782, περί της βεβαίωσης γεγονότων με δικαστική απόφαση, στο άρθρο 789, περί της σύγκλησης συνέλευσης συνεταιρισμού, στο άρθρο 790, περί του διορισμού εκκαθαριστή συνεταιρισμού, στο άρθρο 792, περί της άδειας εκποίησης ή απόδοσης ενεχύρου, στο άρθρο 793, περί του διορισμού μεσεγγυούχου, στο άρθρο 794, περί του διορισμού πραγματογνώμονα, στο άρθρο 797, περί της άδειας για τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων, στο άρθρο 798, περί της άδειας για τη διενέργεια πράξεων εκτός από εκείνες των άρθρων 792 και 797, στην παρ. 2 του άρθρου 829, περί ορισμού μεσεγγυούχου, στην παρ. 2 του άρθρου 843, περί της άρνησης δόσεως όρκου και περί της μη εμφάνισης, στην παρ. 2 του άρθρου 851, περί της πρόσκλησης για αναγγελία δικαιώματος, στο άρθρο 861, περί του βεβαιωτικού όρκου, στην παρ. 2 του άρθρου 862, περί του ορισμού προθεσμίας για τον όρκο, στο άρθρο 864, περί της άρνησης δόσης όρκου και περί της μη εμφάνισης, και στο άρθρο 865, περί της μεταγενέστερης δόσης του όρκου, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπου γίνεται αναφορά στο ειρηνοδικείο νοείται αναφορά στο δικαστήριο.
- Στην παρ. 2 του άρθρου 94, περί της παράστασης στο δικαστήριο χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, στην παρ. 5 του άρθρου 622Α, περί των διαφορών από αμοιβές, αποζημιώσεις και έξοδα, στο άρθρο 809, περί των βιβλίων των διαθηκών, στο άρθρο 810, περί του δικαστηρίου της κληρονομιάς, στο άρθρο 888, περί της διεξαγωγής αποδείξεων, στο άρθρο 941, περί των μέσων αναγκαστικής εκτέλεσης όταν υπάρχει υποχρέωση να παραδοθεί ή να αποδοθεί ορισμένο κινητό πράγμα ή ποσότητα από ορισμένα κινητά πράγματα, στις παρ. 4 και 6 του άρθρου 956, περί της μεσεγγύησης κατασχεμένων πραγμάτων, στο άρθρο 962, περί των κατασχεμένων πραγμάτων που μπορεί να υποστούν φθορά, στην παρ. 2 του άρθρου 988, περί της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, στην παρ. 1 του άρθρου 1019, περί ανατροπής της κατάσχεσης, και στο άρθρο 1023, περί της κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όπου γίνεται αναφορά στο ειρηνοδικείο νοείται αναφορά στο μονομελές πρωτοδικείο.
- Στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 468, περί της άσκησης της αγωγής στη διαδικασία των μικροδιαφορών, στο άρθρο 711, περί της κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη, στο άρθρο 955, περί της επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης, στο άρθρο 956, περί της μεσεγγύησης, στην παρ. 7 του άρθρου 959, περί του πλειστηριασμού κινητών πραγμάτων, στο άρθρο 985, περί της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, και στην παρ. 2 του άρθρου 995, περί της επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όπου γίνεται αναφορά στο ειρηνοδικείο νοείται αναφορά στο πρωτοδικείο.
- Στην παρ. 1 του άρθρου 807, περί της δημοσίευσης διαθήκης, στο άρθρο 826, περί της σφράγισης πραγμάτων, στις παρ. 1 και 4 του άρθρου 827, περί του τρόπου διενέργειας της σφράγισης πραγμάτων, στην παρ. 1 του άρθρου 829, περί του ορισμού μεσεγγυούχου, και στο άρθρο 989, περί εκτελεστού τίτλου στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όπου γίνεται αναφορά στον ειρηνοδίκη νοείται αναφορά στον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου.
- Στην παρ. 2 του άρθρου 617, περί θανάτου του διαδίκου, στην παρ. 1 του άρθρου 717, περί αλλαγής του προσώπου του μεσεγγυούχου, στο άρθρο 837, περί της έκθεσης αποσφράγισης, στην παρ. 1 του άρθρου 838, περί της απογραφής πραγμάτων, στην παρ. 3 του άρθρου 929, περί της άδειας για τη διενέργεια πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τη νύχτα, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις κατά νόμο εξαιρετέες ημέρες, στην παρ. 3 του άρθρου 943, περί της αναγκαστικής εκτέλεσης επί ακινήτου, στο άρθρο 953, περί της κατάσχεσης κινητών, στην παρ. 1 του άρθρου 988, περί της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, και στο άρθρο 996, περί της μεσεγγύησης, όπου γίνεται αναφορά στον ειρηνοδίκη νοείται αναφορά στο μονομελές πρωτοδικείο.
- Στην παρ. 3 του άρθρου 226, περί της εισαγωγής της αγωγής για συζήτηση, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπου γίνεται αναφορά στον ειρηνοδίκη νοείται αναφορά στον πρωτοδίκη.
- Στην παρ. 2 του άρθρου 469, περί της συζήτησης της αγωγής, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπου γίνεται αναφορά στον ειρηνοδίκη νοείται αναφορά στον δικαστή.
- Στο άρθρο 832, περί του ορισμού συμβολαιογράφου για απογραφή, στο άρθρο 833, περί του ορισμού προσώπων για την παραλαβή αντικειμένων, στην παρ. 2 του άρθρου 836, περί της απογραφής και της αποσφράγισης, και στις παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 838, περί της απογραφής, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπου γίνεται αναφορά στον ειρηνοδίκη νοείται αναφορά στο δικαστήριο.
Άρθρο 49
Δικαστικό ένσημο στις εργατικές διαφορές – Τροποποίηση άρθρου 71 Εισαγωγικού Νόμου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 71 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί του δικαστικού ενσήμου στις εργατικές διαφορές, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «για το μέχρι του ποσού της εκάστοτε καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου αίτημα της αγωγής ή της αίτησης αντίστοιχα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «για αιτήματα της αγωγής ή της αίτησης μέχρι του ποσού των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ» και το άρθρο 71 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 71
Δικαστικό ένσημο στις εργατικές διαφορές
Στις εργατικές διαφορές καθώς και στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού δεν καταβάλλεται το κατά το νόμο ΓΠΟΗ/1912 (Α΄ 3) δικαστικό ένσημο, για αιτήματα της αγωγής ή της αίτησης μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ. Στις περιπτώσεις εργατικών διαφορών, καθώς και αιτήσεων για την έκδοση διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού, για τις οποίες καταβάλλεται δικαστικό ένσημο, αυτό καθορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4‰) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, της αίτησης ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις.».
Άρθρο 50
Μεταβατική διάταξη
Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων σε υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, που μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 5108/2024 (Α΄ 65) υπάγονταν με διάταξη νόμου στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, υπάγονται πλέον στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων.
Άρθρο 51
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται το άρθρο 15, περί των διαφορών που υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, το άρθρο 17Α, περί της υπαγωγής στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων και των εφέσεων κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους, το άρθρο 209, περί της αίτησης για συμβιβαστική επέμβαση του αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής ειρηνοδίκη, το άρθρο 214, περί των συνεπειών της υποβολής αίτησης για συμβιβαστική επέμβαση του αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής ειρηνοδίκη, το άρθρο 683, περί του αρμόδιου δικαστηρίου στα ασφαλιστικά μέτρα, και το άρθρο 733, περί των ασφαλιστικών μέτρων σε κάθε είδους υποθέσεις νομής και κατοχής, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182).
Προς: 1. Τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης
2. Τον κ. Υφυπουργό Δικαιοσύνης
Κοιν.: Στον Πρόεδρο της Ομάδας Εργασίας, που συστάθηκε για την τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ κ. Παναγιώτη Λυμπερόπουλο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ
ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΔΚΔΛ
Προτείνεται:
1) Να διευκρινιστεί ότι οι θέσεις των πρώην Ειρηνοδικών ανά Πρωτοδικείο συνιστούν θέσεις ειδικής επετηρίδας, απολύτως διακριτές από αυτής της γενικής επετηρίδας και ότι, μέχρι την αφυπηρέτηση του τελευταίου Δικαστή ειδικής επετηρίδας, θα καλύπτονται κατά προτεραιότητα από τους Δικαστικούς Λειτουργούς της ειδικής επετηρίδας.
2) Να προβλεφθεί η εξέλιξη των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας μέχρι τον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών σε θέσεις της ειδικής επετηρίδας, αλλά και η περαιτέρω υπηρεσιακή εξέλιξή τους σε προσωποπαγείς θέσεις, μετά τη συμπλήρωση πέντε ετών υπηρεσίας στο βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών, κατόπιν αίτησής τους και κατόπιν κρίσης και αξιολόγησης από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
Σε κάθε δε περίπτωση, προτείνεται η προαγωγή στο βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών Ειρηνοδίκη που έχει συμπληρώσει συνολικά δέκα έξι έτη υπηρεσίας.
Στην παρούσα χρονική στιγμή, η ύπαρξη δυο επετηρίδων αφορά μόνο στα Πρωτοδικεία. Ωστόσο, επειδή μελλοντικά οι νυν Πρωτοδίκες και Πρόεδροι Πρωτοδικών που προέρχονται από την ειδική επετηρίδα θα προαχθούν στον βαθμό του Εφέτη, πρέπει από τώρα να προβλεφθεί η δυνατότητα σύστασης ξεχωριστών οργανικών θέσεων και στα Εφετεία. Προς ευχέρεια σύστασης των παραπάνω οργανικών θέσεων προκρίνεται η δημιουργία με Υπουργική Απόφαση.
3) Ο πρωτοδίκης της ειδικής επετηρίδας να θεωρείται αρχαιότερος από κάθε πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας που θα διοριστεί μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 5108/2024 και τούτο διότι δεν είναι ανεκτό συνταγματικά ένας πρωτοδίκης, που θα διοριστεί μετά από 20 χρόνια, να είναι αρχαιότερος από τον έως σήμερα υπηρετούντα ως Ειρηνοδίκη και πλέον Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας.
4) Στην περίπτωση όπου, βάσει του οικείου κανονισμού του δικαστηρίου, συγκροτηθούν τμήματα, οι δικαστές της ειδικής επετηρίδας να έχουν δικαίωμα να οριστούν σε καθένα από αυτά κατά ποσοστό ίσο με τον λόγο συμμετοχής τους στο δικαστήριο και για τον ορισμό τους, κατά το ποσοστό αυτό, να λαμβάνεται υπόψη η σειρά της εσωτερικής τους (ειδικής) επετηρίδας.
Σε κάθε θερινό τμήμα που θα συγκροτηθεί να μετέχουν Δικαστές της ειδικής επετηρίδας κατά ποσοστό ίσο με τον λόγο συμμετοχής τους στο Πρωτοδικείο και για την δήλωση προτίμησής τους θα λαμβάνεται υπόψη η σειρά της εσωτερικής τους (ειδικής) επετηρίδας. Η διάταξη αυτή να εφαρμόζεται αναλόγως και για τη συγκρότηση των τμημάτων διακοπών της περιόδου των Χριστουγέννων και του Πάσχα
5) Στην περίπτωση ενοποιημένων δικαστηρίων όπου υπηρετούν δικαστές και ειδικής επετηρίδας οι υπηρεσίες εδρών των δικαστών της ειδικής επετηρίδας να εκδίδονται από τον αρχαιότερο υπηρετούντα δικαστή της ειδικής επετηρίδας.
Στην αρχή κάθε νέου δικαστικού έτους να ορίζονται με κλήρωση οι δικάσιμοι και οι υπηρεσίες που θα αντιστοιχούν σε κάθε επετηρίδα, ανάλογα με το ποσοστό σύνθεσης εκάστου τμήματος.
6) Η σύσταση Προανακριτικών Γραφείων, όπου θα υπηρετούν αρχικά οι νυν Πταισματοδίκες, οι οποίοι θα μετονομασθούν σε Προανακριτές, καθότι ο όρος Πταισματοδίκης είναι αδόκιμος πλέον, επί θητεία και με δυνατότητα ανανέωσης αυτής από την ειδική επετηρίδα, με απόφαση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου ή ορισμού ενός ή περισσοτέρων Προανακριτών, αναλόγως του αριθμού των υποθέσεων.
Τα Ειδικά Πταισματοδικεία να μετονομαστούν σε αυτοτελή Ειδικά Προανακριτικά Γραφεία, με Προϊστάμενο της Διεύθυνσης αυτών τον αρχαιότερο υπηρετούντα Προανακριτή (νυν υπηρετούντα στα Ειδικά Πταισματοδικεία αρχαιότερο Πταισματοδίκη) και τα οποία θα επιφορτίζονται με την διενέργεια προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης (άρθρα 31,43, 243, 245 ΚΠΔ) και ερευνών (άρθρο 253, 256 ΚΠΔ), όπως ο Νόμος ορίζει.
Έκαστος υπηρετών κατά την έναρξη ισχύος του Νόμου στα Ειδικά Πταισματοδικεία Πταισματοδίκης, να ενταχθεί και -μετά το πέρας της κατά άρθρο 14 παρ.2 τριετίας– να παραμείνει (άνευ θητείας) ως Προανακριτής – Πρωτοδίκης Ειδικής Επετηρίδας αποκλειστικής απασχόλησης στο Ειδικό Προανακριτικό Γραφείο, όπου ήδη υπηρετεί και να παραμείνει στον τόπο όπου υπηρετεί ασκώντας τα ίδια καθήκοντα μέχρι την αφυπηρέτησή του ή την υποβολή αίτησης μετάθεσής του.
Σε περίπτωση αύξησης των οργανικών θέσεων ή ελευθέρωσης οργανικής θέσης λόγω αφυπηρέτησης ή λόγω μετάθεσης, ή (επικουρικά) λόγω αυτοδίκαιης λήξης θητείας στην περίπτωση μη υποβολής αίτησης περί ανανέωσης αυτής, οι κενές θέσεις των «Προανακριτών» να στελεχώνονται αποκλειστικά από Πρωτόδικες της Ειδικής Επετηρίδας.
7) Ως προς το ζήτημα των προγραμμάτων επιμόρφωσης, η εξάλειψη του δεύτερου σταδίου πρακτικής άσκησης (παρακολούθηση συνεδριάσεων, συγγραφή αποφάσεων κλπ), με δεδομένο ότι οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας θα συμμετέχουν ως μέλη στις συνεδριάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ενώ ακόμη και ο νεότερος εξ αυτών έχει ήδη εκδώσει τουλάχιστον 100 δικαστικές αποφάσεις.
8) Όπου απαιτείται μετακίνηση Δικαστικού Λειτουργού για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών από την κεντρική έδρα του Πρωτοδικείου από ή προς παράλληλη ή περιφερειακή έδρα της ίδιας πρωτοδικειακής περιφέρειας, η δαπάνη μετακίνησης να προκαταβάλλεται από το Δημόσιο.
9) Επισημαίνεται ακόμα ότι στο τέλος της 3ης παραγράφου του αρ. 60 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών πρέπει να προστεθεί προς εναρμόνιση με το αρ.9 του Ν. 5108/2024 ότι οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας μπορούν να μετατεθούν κατόπιν αίτησή τους με εξαίρεση τους λόγους υποχρεωτικής μετάθεσης της επόμενης παραγράφου και όχι και αυτεπαγγέλτως για υπηρεσιακές ανάγκες, όπως προτείνεται ήδη.
9) Να αυξηθούν οι οργανικές θέσεις των Εφετών και των Εισαγγελικών Λειτουργών.
Αθήνα, 1.8.2024
Τα μέλη του ΔΣ
1) Μαργαρίτα Στενιώτη, Προέδρος Εφετών
2)Κωνσταντίνος Βουλγαριδης
3) Ευσταθιος Βεργώνης, Εισαγγελέας Εφετών
4)Νικήτας Βελίας , Ειρηνοδικης
3) Νικήτας Βελίας, Ειρηνοδίκης
Ο ν. 5108/2024 ήρθε, υποτίθεται, να δώσει λύση στο »δικαστικό παράδοξο» ύπαρξης δύο τύπων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων) που δίκαζαν υποθέσεις πρώτου βαθμού με βάση την ίδια δικονομία και την ίδια τοπική αρμοδιότητα, με μόνο κριτήριο διαφοροποίησης την αξία του αντικειμένου της κάθε διαφοράς. Αναρωτιέμαι ποια θα είναι η αιτιολογική έκθεση του υπό διαβούλευση νομοθετήματος εάν διατηρηθεί η ποσοτική και μόνο διαφοροποίηση της αρμοδιότητας του δευτέρου βαθμού. Δεν δημιουργείται νέο «δικαστικό παράδοξο» από την εκδίκαση των εφέσεων από δύο διαφορετικά Δικαστήρια τα οποία δικάζουν ίδιας δικονομίας και ουσιαστικού δικαίου υποθέσεις; Δεν επιτείνεται αυτό το «δικαστικό παράδοξο» δε, όταν με μόνο κριτήριο την αξία του αντικειμένου της δίκης, το ένα Δικαστήριο είναι ιεραρχικά ανώτερο από το άλλο; Είναι, επίσης, απορίας άξιο γιατί διατηρείται η αρμοδιότητα του Εφετείου για τις περιπτώσεις του τροποποιηθέντος άρθ. 17 ΚΠολΔ (πχ για έφεση κατ’ αποφάσεως ακύρωσης ΓΣ πολυκατοικίας) και δεν διατηρείται για την έφεση κατά της αποφάσεως που αφορά τις σχέσεις μεταξύ των συνιδιοκτητών (πχ για καταβολή κοινοχρήστων). Είναι σαφής η πρόθεση του νομοθέτη να περιορίσει τη «διαρροή» υποθέσεων προς το Εφετείο. Η πρόθεση αυτή, ωστόσο, αποτέλεσμα της διαβλεπόμενης αύξησης της εφετειακής ύλης λόγω της προχειρότητας της ενοποίησης του α’ βαθμού δικαιοδοσίας, δεν μπορεί να οδηγεί ούτε σε στέρηση του β’ βαθμού δικαιοδοσίας, όπως έχει ήδη αναφερθεί εκτενώς στη διαβούλευση, ειδικά όταν η στέρηση αυτή γίνεται αποκλειστικά με ποσοτικά κριτήρια, ούτε σε άτοπα αποτελέσματα (όπως το παραπάνω παράδειγμα, ενώ πολλαπλώς άτοπα αποτελέσματα δημιουργεί η προτεινόμενη διάταξη ειδικά σε περιπτώσεις εφέσεων σε υποθέσεις νομής ή μισθώσεων). Σε περίπτωση δε, που δεν απαλειφθεί η προτεινόμενη ρύθμιση, ώστε οι εφέσεις να εκδικάζονται από το Εφετείο (Μονομελές ή Πολυμελές) και μόνο, αναρωτιέται κανείς ποιος, άραγε, ήταν ο δικαιολογητικός λόγος που δεν έλαβε χώρα μια αύξηση της αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων έως τις 30.000,00 ευρώ…
Όχι απλώς συμφωνώ με κάθε λέξη, αλλά και προσυπογράφω το σχόλιο του συναδέλφου κ. Γεώργιου Αναγνωστόπουλου, ο οποίος μεταφέρει αφενός μεν την πολύχρονη εμπειρία του από τον χειρισμό τέτοιων υποθέσεων, αφετέρου δε την πείρα του εκ της διδασκαλίας του στην Σχολή Δικαστών αναφορικά με γενικά ζητήματα εκούσιας δικαιοδοσίας, αλλά και ειδικότερα σφράγισης, αποσφράγισης και απογραφής.
Είναι λυπηρό στο Υπουργείο Δικαιοσύνης να μην βρίσκονται άνθρωποι με αντίστοιχη εμπειρία από Δικαστήρια, βαθιά γνώση της καθημερινής δικαστηριακής πρακτικής και όραμα, ώστε να αντιμετωπίσουν τέτοια προβλήματα που χωρίς κανέναν λόγο επιβραδύνουν την Δικαιοσύνη. Εν προκειμένω, μια αναχρονιστική και εντελώς περιττή ρύθμιση, αντί να καταργηθεί, γίνεται ακόμη πιο αναχρονιστική.
Άρθρο 6.
Στην αρμοδιότητα των Πολυμελών Πρωτοδικείων θα πρέπει να προστεθεί και η έφεση η οποία πρέπει να προβλεφθεί κατά των αποφάσεων ειδικών διατάξεων μικροδιαφορών ώστε αφενός ο διάδικος να μην στερείται έναν βαθμό δικαιοδοσίας αφετέρου επειδή υπάρχουν υποθέσεις με πολύ μικρότερη χρηματική διαφορά (των ειδικών διαδικασιών) στις οποίες η δυνατότητα έφεσης είναι δεδομένη.
1)Στο άρθρο 18 του νομοσχεδίου ορίζεται ότι «Για την έγγραφη συναίνεση απαιτείται είτε συμβολαιογραφικό, είτε ψηφιακά υπογεγραμμένο έγγραφο, είτε ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του συναινούντος από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή.». Με την εν λόγω διάταξη εξομοιώνεται η εξουσιοδότηση, που χορηγείται με το ιδιωτικό έγγραφο, είτε ψηφιακά υπογεγραμμένο, είτε με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από Δημόσια Υπηρεσία, με το δημόσιο συμβολαιογραφικό έγγραφο. Ωστόσο αισθάνομαι την ανάγκη να επισημάνω ότι το δημόσιο συμβολαιογραφικό έγγραφο διασφαλίζει την ταυτοπροσωπία του δηλούντος, την επιβεβαίωση της δικαιοπρακτικής του ικανότητας και την σύμπτωση της δήλωσης με την βούλησή του. Όλα αυτά δεν μπορούν να διασφαλιστούν συγχρόνως ούτε με την βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τα ΚΕΠ (που διασφαλίζει μόνο την ταυτοπροσωπία), ούτε πολύ περισσότερο με την ψηφιακή υπογραφή του ιδιωτικού εγγράφου (που δεν διασφαλίζει ούτε καν την ταυτοπροσωπία, δεδομένου ότι οι κωδικοί taxis μπορεί να είναι γνωστοί σε πολλούς άλλους πέραν του κατόχου τους). Συγχρόνως θέλω να αναφέρω ότι οι συμβολαιογράφοι ήταν πάντα παρόντες και έχουν συνδράμει πολλαπλώς την Πολιτεία για την επίτευξη των στόχων της και είναι άδικο στην παρούσα συγκυρία, όχι μόνο να μην αξιοποιούνται, αλλά ουσιαστικά να τους αφαιρούνται αρμοδιότητες. Άλλωστε τα πληρεξούσια είναι από τις πράξεις, που έχουν πάγια και εξαιρετικά χαμηλή χρέωση, η οποία σχεδόν δεν καλύπτει ούτε το κόστος της παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας εκ μέρους των συμβολαιογράφων, ενώ η παρουσία συμβολαιογράφων σε κάθε απομακρυσμένη περιοχή της Χώρας διασφαλίζει την εξυπηρέτηση των συμπολιτών μας.
2)Προκειμένου να μην υπάρξουν παρερμηνείες και δυσχέρεια εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 45 του νομοσχεδίου πρέπει με σαφήνεια να ορισθούν οι συμβολαιογραφικοί σύλλογοι ομόρων περιφερειών εκάστου εκ των συμβολαιογραφικών συλλόγων.
3)Επίσης πρέπει ίσως να οριστεί με ακρίβεια υπό ποίες προϋποθέσεις θα βεβαιώνει ο δικαστικός επιμελητής την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της Περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης, όπως ορίζει το άρθρο 44 του νομοσχεδίου.
Χρήστος Τερζίδης
Πρόεδρος Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θράκης
Πώς ακριβώς θα επιτευχθεί η πολυπόθητη επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, όταν σε ήδη επιβαρυμένα Πρωτοδικεία – τέως Ειρηνοδικεία (τα οποία πρόκειται να συνενωθούν) οι οργανικές θέσεις των δικαστών παρέμειναν ακριβώς οι ίδιες, παρά τα συνεχή αιτήματα για αύξηση οργανικών θέσεων εκ μέρους των προϊσταμένων αυτών? Και αν η αύξηση των οργανικών θέσεων είναι δυσχερής, για ποιό λόγο δεν έγινε ανακατανομή των οργανικών θέσεων των Πρωτοδικείων – Ειρηνοδικείων που υπάγονται στο ίδιο Εφετείο ή σε διαφορετικά Εφετεία, ούτως ώστε να υπάρχει δίκαιη χρέωση των Πρωτοδικών – Ειρηνοδικών και κατ’επέκταση ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης??Είναι ορθό και κυρίως δίκαιο, δικαστές Ειρηνοδικείων – Πρωτοδικείων, να χρεώνονται κατ’έτος 150 με 200 υποθέσεις (χωρίς την ύπαρξη κενών λόγω αδειών συναδέλφων) και συνάδελφοί τους που υπηρετούν σε γειτονικά Ειρηνοδικεία – Πρωτοδικεία του ίδιου Εφετείου να χρεώνονται τις μισές ή και λιγότερες υποθέσεις ανά έτος?
Πώς ακριβώς θα αλλάξει αυτό, χωρίς ανακατανομή οργανικών?
Είναι σκόπιμο να ενταχθεί στον ΚΠολΔ ή έστω στον ΕισνΑΚ (πχ μετά το άρθρ. 121) η διάταξη του άρθρ. 47 ν. 2447/1996 που προβλέπει το ανέκκλητο ορισμένων αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου. Κυριολεκτικά κρυμμένη στις ρυθμίσεις ενός νόμου που τροποποίησε πριν δεκαετίες τον ΑΚ δεν είναι ευχερώς προσβάσιμη.
Το 99.9% των σφραγίσεων γίνεται κατόπιν ενημερωτικού σημειώματος του οικείου Α.Τ., το οποίο επιλαμβάνεται σε περιπτώσεις θανάτων προσώπων που έλαβαν χώρα όχι σε νοσοκομείο αλλά εντός οικίας και προκύπτει κίνδυνος για την εξαφάνιση-αρπαγή των πραγμάτων που βρίσκονται εντός της οικίας.
Η σφράγιση αποτελεί απλά μια υλική ενέργεια που συνίσταται σε επίθεση σφραγίδων σε χώρο ώστε να μην είναι δυνατή η είσοδος χωρίς την διάρρηξη των σφραγίδων.
Λόγω της καθαρά διαδικαστικής φύσης της διαδικασίας οι σχετικές διατάξεις για την σφράγιση χρήζουν ριζικής αναθεώρησης καθώς είναι αμφίβολο κατά πόσον απαιτείται συμμετοχή Δικαστικού Λειτουργού για τέτοιες ενέργειες ενώ γενικότερα η όλη διαδικασία είναι χρονοβόρα και επιπλέον συνεπάγεται δικαστικά έξοδα για τον πολίτη.
Θα ήταν απλούστερο η σφράγιση να διενεργείται από το αστυνομικό όργανο που συντρέχει άμεσα στην οικία. Αλλωστε κάποιες φορές πριν την επίσημη σφράγιση (για την οποία πρέπει να μεσολαβήσει συνεδρίαση δικαστηρίου) γίνεται από τα αστυνομικά όργανα μια προσωρινή σφράγιση συντασσόμενης και της σχετικής έκθεσης. Θα πρέπει να αναθεωρηθεί συνεπώς η διαδικασία προς το απλούστερο και η σφράγιση να πραγματοποιείται από το αστυνομικό όργανο που επιλαμβάνεται του συμβάντος και ούτως ή άλλως μεταβαίνει στην προς σφράγιση οικία αφού πρώτα ληφθούν και οι σχετικές φωτογραφίες από τον χώρο.
Μέχρι τώρα σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 835 ΚΠολΔ ο Συμβολαιογράφος που ενεργούσε την αποσφράγιση σε περίπτωση που διαπίστωνε ότι οι σφραγίδες είχαν παραβιαστεί ειδοποιούσε τον Ειρηνοδίκη, ο οποίος χωρίς υπαίτια καθυστέρηση όφειλε να μεταβεί στον τόπο ώστε να διαπιστώσει……αυτό που είχε διαπιστώσει ο συμβολαιογράφος δηλαδή την κατάσταση των σφραγίδων.
Η παραπάνω διάταξη είχε ορθώς επικριθεί καθώς από την στιγμή που η διαπίστωση της διάρρηξης των σφραγίδων λαμβάνει χώρα από ένα Δημόσιο Λειτουργό αυξημένου κύρους και προσόντων όπως είναι ο Συμβολαιογράφος δεν υπάρχει κανένας λόγος να διαπιστωθεί εκ νέου και από Δικαστικό Λειτουργό!
Ωστόσο με την προτεινόμενη νέα διάταξη η διαδικασία αντί να απλοποιείται δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο καθώς πλέον μετά την διαπίστωση της διάρρηξης των σφραγίδων από τον Συμβολαιογράφο χρειάζεται να μεταβεί όχι απλά ο Δικαστικός Λειτουργός αλλά το Δικαστήριο δηλαδή ο Δικαστής μαζί με τον Γραμματέα! Το πρόβλημα μάλιστα γίνεται οξύτερο καθώς μετά την κατάργηση των ειρηνοδικείων η απόσταση του τόπου της σφράγισης-αποσφράγισης από αυτόν του Δικαστηρίου μπορεί να είναι πολύ μεγάλη.
Παράδειγμα εφαρμογής της νέας διάταξης: Έστω ότι με απόφαση του Πρωτοδικείου Πειραιά διατάσσεται σφράγιση οικίας κείμενης στα Κύθηρα και ακολούθως εκδίδεται και η απόφαση αποσφράγισης. Κατά την διενέργεια της αποσφράγισης ο συμβολαιογράφος Κυθήρων που την εκτελεί διαπιστώνει διάρρηξη των σφραγίδων. Με την προτεινόμενη διάταξη πρέπει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση να μεταβεί από τον Πειραιά Πρωτοδίκης και Δικαστικός Γραμματέας απλά για να διαπιστώσουν την…διάρρηξη των σφραγίδων.
Είναι αυτονόητο ότι μια τέτοια διαδικασία που συνεπάγεται τόσο χρόνο, γραφειοκρατία και έξοδα δεν είναι συμβατή με ένα σύγχρονο κράτος.
Προτεινόμενη νέα διάταξη:
Όποιος ενεργεί την αποσφράγιση οφείλει να εξετάσει την κατάσταση των σφραγίδων που έχουν τεθεί. Αν οι σφραγίδες που έχουν τεθεί δεν είναι άθικτες διακόπτει κάθε παραπέρα ενέργεια και αυτό το αναφέρει αμέσως εγγράφως στο Δικαστήριο που διέταξε την αποσφράγιση το οποίο μετά την έγγραφη ενημέρωση διατάζει κάθε κατά την κρίση του πρόσφορο μέτρο.
Γεώργιος Αναγνωστόπουλος
Ειρηνοδίκης Πειραιά
Είναι ευκαιρία να τεθούν με το νομοσχέδιο και διατάξεις με τις οποίες θα προβλέπεται δυνατότητα αποζημίωσης για παράνομες πράξεις της Δικαστικής Εξουίσας, μετά την καταδίκη της ελλάδας με την απόφαση του ΕΔΔΑ της 4-6-2024 στην Υπόθεση Νο. 3 Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας (προσφ. 57246/21).
Καθώς 16/9 προβλέπεται εφαρμογή του νέου δικαστικού χάρτη, διαπιστώνεται ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι πρόχειρο & θα δημιουργήσει προβλήματα τα οποία χωρίς λόγο μπορεί ν’ απασχολήσουν μέχρι & αναιρετικά!
1. Πρόσφατα στη Βουλή ο υφ. Δικαιοσύνης απαντώντας σε αναφορά βουλευτίνας (νομίζω της κ. Καραγεωργοπούλου της Πλεύσης) είπε ότι πολλά πράγματα ήδη τα προβλέπει το άρθρο 5 του Εισαγωγικού Νόμου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (sic!). Προσπάθησα να κατανοήσω τι εννοεί ο κ. υπουργός, αλλά ομολογώ ότι αδυνατώ! Το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρεται σ’ άλλα θέματα που σχετίζονται με την παλιά Πολιτική Δικονομία σε σχέση με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Προφανώς γι’ αυτό & τούτο εδώ το προτεινόμενο νομοσχέδιο.
2. Επειδή είναι ιδιαίτερα δύσκολη η προσαρμογή, πρέπει κατά τη γνώμη μου για λόγους εναρμόνισης-διαμόρφωσης των νέων ρυθμίσεων κλπ. να υπάρξει αυτεπάγγελτα αναστολή στην λειτουργία των Πολιτικών Δικαστηρίων (α’ & β’ βαθμού), εκτός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων! Είναι ανάγκη να γίνει η πιο απαραίτητη ρύθμιση σε κάθε νέο δικαστικό σχηματισμό, δηλαδή νέος κανονισμός λειτουργίας & οργανόγραμμα. Δημιουργούνται πολλά θέματα λχ στο ποιες θα είναι οι μέρες που θα δικάζουν τα δικαστήρια, πώς θα δικάζουν, πώς θα δηλώνεται κώλυμα αυτεπάγγελτα του δικαστή για μονομελείς συνθέσεις, θέματα διαδικαστικά κλπ
3. Όπως αναφέρθηκε δημιουργείται μεγάλο νομικό θέμα που αφορά το «νόμιμο δικαστή»-> η ενιαιοποίηση Ειρηνοδικείων με Πρωτοδικεία δημιουργεί μεγάλα προβλήματα για τις ήδη προς εκδίκαση προσδιορισμένες για εκδίκαση εφέσεις, τις περιπτώσεις των μετά από προδικαστική κλήσεων σε εκκρεμείς υποθέσεις, στις περιπτώσεις κατάθεσης κλήσεων σε περιπτώσεις ματαιωθεισών υποθέσεων κλπ
3. Επίσης δημιουργείται ζήτημα καθώς είναι δυνατό λχ να καταθέτει κανείς (με βάση την πρόβλεψη του προτεινόμενου νομοσχεδίου) έφεση κατά αποφάσεως Ειρηνοδικείου την 14η Σεπτεμβρίου με αρμοδιότητα Μονομελούς Πρωτοδικείου, ενώ για την ίδια υπόθεση από 16η Σεπτεμβρίου αναφέρεται ως καθ’ ύλην αρμόδιο το Πολυμελές Πρωτοδικείο.
=> ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΕΠΑΝΑΔΙΑΤΥΠΩΘΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ – ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΕΦΕΣΕΩΝ :
Να θεσπιστεί ότι για όλες τις εφέσεις κατά αποφάσεων πρώην Ειρηνοδικείων & Μονομελών Πρωτοδικείων είναι το Μονομελές Εφετείο . Οι λόγοι έχουν αναλυθεί. Σε ήδη προσδιορισμένες για εκδίκαση εφέσεις να προβλεφθεί ότι η εκδίκαση ματαιώνεται & με κλήση που θα καταθέτει ατελώς ο επιμελέστερος των διαδίκων εντός 6 μηνών από θέσης σε ισχύ του νομοσχεδίου αυτού ή έως λήξης δικαστικού έτους 2024-2025, ήτοι 31η Αυγούστου 2025 , αλλιώς η εκδίκαση θα ματαιώνεται. Είναι δε δυνατό να προβλεφθεί ότι οι επιδόσεις των δικογράφων σε αυτές τις περιπτώσεις θα γίνεται ή μ’ επιμέλεια του Δικαστηρίου (κατ’ εξαίρεση) ή με επιμέλεια του ενδιαφερόμενου διαδίκου με πρόβλεψη ως αμοιβή δικαστικού επιμελητή μειωμένη στο 50% της προβλεπόμενης από τον Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών.
ΟΜΟΙΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΒΛΕΦΘΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΗΣ:
Έστω ότι έχουμε περίπτωση κατάθεσης κλήσης σε ματαιωθείσα υπόθεση πρώην Μονομελούς Πρωτοδικείου (όχι κατ’ έφεση δίκης) ή κατάθεση κλήσης μετά από προδικαστική απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου, όπου η τοπική αρμοδιότητα είναι Περιφερειακού Μονομελούς Πρωτοδικείου, ποιο δικαστήριο θα είναι κατά τόπον αρμόδιο μετά την 16η Σεπτεμβρίου, το Μονομελές (κεντρικό ή παράλληλο) που εκδίκασε την υπόθεση ή το Περιφερειακό Μονομελές Πρωτοδικείο , το οποίο έχει τοπική αρμοδιότητα ;
ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΑΥΤΑ, ΤΑ ΑΝΩΤΕΡΩ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΡΥΘΜΙΣΤΟΥΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΑ ‘Ή ΝΑ ΑΦΕΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΟΥΣ. ΣΚΟΠΙΜΟ ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΩ ΑΝΩΤΕΡΩ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΠΟ 16/9 ΕΩΣ 22/9
το δικάσαν Ειρηνοδικείο καταργήθηκε, αλλά
Η αρμοδιότητα του ΠολΠρωτ επί εφέσεων επιχειρεί να μεταφέρει στην πολιτική δίκη τη ρύθμιση της ποινικής δικονομίας (ΜονΠλημ -> έφεση ΤριμΠλημ). Η αντιστοιχία που υπονοείται όμως δεν υφίσταται. Την απόφαση δεν θα λαμβάνει ο πρόεδρος πρωτοδικών ή ο προεδρεύων «παλαιός» πρωτοδίκης όπως στο ΤριμΠλημ. Στο ΠολΠρωτ ως εφετείο η διαδικασία είναι έγγραφη και η έφεση θα ανατίθεται σε πρωτοδίκη ως εισηγητή που θα συντάσσει αυτός την απόφαση (ενδεχομένως θα είναι και νεότερος στο σώμα από τον πρωτοδίκη ειδικής επιτηρίδας που δίκασε σε πρώτο βαθμό).
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι έτσι οι υποθέσεις του άρθρ. 18 παρ. 2 ΚΠολΔ θα δικάζονται και στον πρώτο και στον δεύτερο βαθμό από έναν πρωτοδίκη.
Η ρύθμιση είναι άστοχη. Αρμόδιο να κρίνει όλες τις εφέσεις κατά αποφάσεων ΜονΠρωτ πρέπει να είναι τον ΜονΕφ.
Το Μέρος Α του παρόντος νομοσχεδίου περιλαμβάνει αναγκαίες προσαρμογές στον ΚΠολΔ, σε συνέχεια της ψήφισης του ν. 5108/2024 για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και την χωροταξική αναδιάρθρωση των Δικαστηρίων της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (Μέρος Α αυτού, άρ. 1 – 14). Στην αιτιολογική έκθεση του τελευταίου αναφέρονται τα εξής:
1) Σελ. 51 υπό «1. Ποιο ζήτημα αντιμετωπίζει η αξιολογούμενη ρύθμιση;»: Με τις αξιολογούμενες ρυθμίσεις επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το διαχρονικό πρόβλημα της (χρονικής) αποτελεσματικότητας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και της καθυστέρησης στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων στην Ελλάδα. Βασικό ανασχετικό παράγοντα του ρυθμού απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί η άνιση κατανομή εργασίας στους δικαστές του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (ειρηνοδίκες – πρωτοδίκες).
2) Σελ. 53 υπό «2. Γιατί αποτελεί πρόβλημα;»: Οι αξιολογούμενες ρυθμίσεις κρίνονται αναγκαίες, καθώς το διαχρονικό πρόβλημα της (χρονικής) αποτελεσματικότητας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης δεν συμβάλλει στην επιδίωξη του Κράτους και την αξίωση των πολιτών για γρήγορη και αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης. Αντιθέτως, θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και σε δίκαιη δίκη, θέτοντας ταυτόχρονα εκποδών την οικονομική και επιχειρηματική ανάπτυξη. Καθίσταται επομένως αναγκαία η αντιμετώπιση του δικαστικού παραδόξου ύπαρξης δύο τύπων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων) που δικάζουν υποθέσεις πρώτου βαθμού επί τη βάσει ίδιας δικονομίας και ίδιας τοπικής αρμοδιότητας.
3) Σελ. 58 υπό «6. i. Έχετε λάβει υπόψη συναφείς πρακτικές σε άλλη/ες χώρα/ες της Ε.Ε. ή του ΟΟΣΑ;»: Στα κράτη μέλη της ευρύτερης οικογένειας του ηπειρωτικού δικαίου τα ειρηνοδικεία, ως τακτικά πρωτοβάθμια δικαστήρια εντασσόμενα σε ιδιαίτερο κλάδο της δικαιοσύνης και συγκροτούμενα από δικαστικούς λειτουργούς με λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, επιβιώνουν σήμερα μόνο στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο. Σε ορισμένες χώρες τα ειρηνοδικεία αποτελούν ειδικά δικαστήρια και συγκροτούνται από δικαστές που δεν έχουν ισοβιότητα (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία). Στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών υφίσταται ενιαίος πρώτος βαθμός δικαιοδοσίας, ο οποίος διαρθρώνεται σε τοπικά και περιφερειακά δικαστήρια, που στελεχώνονται από πρωτοβάθμιους δικαστές (Αυστρία, Βουλγαρία, Γερμανία, Εσθονία, Κροατία, Λετονία, Λιθουανία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Σλοβενία). Το ειρηνοδικείο, ως κατώτερη (μονομελής) δικαστική δομή του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, εγκαταλείφθηκε ήδη στη χώρα της αρχικής του προέλευσης, τη Γαλλία, όπου οι πρωτοβάθμιες αστικές υποθέσεις εκδικάζονται στα πρωτοδικεία, υπό μονομελή (Tribunal d’ instance) ή πολυμελή (Tribunal de grande instance) σύνθεση.
Οι ανωτέρω σημειώσεις στην αιτιολογική έκθεση του ν. 5108/2024 (ιδίως η φράση «Δικαστικό παράδοξο ύπαρξης δύο τύπων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων) που δικάζουν υποθέσεις πρώτου βαθμού επί τη βάσει ίδιας δικονομίας και ίδιας τοπικής αρμοδιότητας»), σε συνδυασμό με τα άρ. 1 και 2 του παρόντος νομοσχεδίου (Σκοπός και αντικείμενο αυτού αντίστοιχα), συνεπάγονται την εμπέδωση της αντίληψης ότι πλέον παύει να υφίσταται η διάκριση δικαστικών σχηματισμών Ειρηνοδικείου και Πρωτοδικείου στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας με αποτέλεσμα αυτός να οράται ως ενιαίος, ανεξάρτητα από την φύση και, κυρίως, το οικονομικό αντικείμενο των αγομένων προς δικαστική επίλυση διαφορών.
Αποτελεί κοινό τόπο η δικαιοπολιτική θεώρηση των ενδίκων μέσων και δη της έφεσης ως έκφραση της αναγκαιότητας επανελέγχου και νέας κρίσης μιας υπόθεσης από Δικαστήριο συγκροτούμενο από Δικαστικό λειτουργό διαφορετικό και αρχαιότερο αυτού που επιλήφθηκε της αυτής υπόθεσης σε πρώτο βαθμό. Αποτέλεσμα αυτού είναι η λειτουργία πλήρως αυτονόμων δικαστικών σχηματισμών, ήτοι Δευτεροβαθμίων Δικαστηρίων, συγκροτουμένων από Δικαστικούς Λειτουργούς με βαθμό ανώτερο του ήδη δικάσαντος σε πρώτο βαθμό Δικαστικού Λειτουργού, στα οποία δικάζονται εκ νέου και πλήρως υποθέσεις, μετά την πρωτοβάθμια εκδίκασή τους.
Μέχρι και την ψήφιση του ν. 5108/2024, σε εφαρμογή του ανωτέρω σχήματος, εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων εξετάζονταν από το Μονομελές Πρωτοδικείο και εφέσεις κατά αποφάσεων Μονομελών και Πολυμελών Πρωτοδικείων εξετάζονταν από Μονομελή και Τριμελή Εφετεία αντίστοιχα, ήτοι από απόλυτα διαφορετικούς δικαστικούς σχηματισμούς και πρόσωπα. Μέχρι δε την ψήφιση του ν. 3994/2011, οι εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων εξετάζονταν από το Πολυμελές Πρωτοδικείο. Ωστόσο, η σχετική αρμοδιότητα μεταφέρθηκε με τον αμέσως ανωτέρω νόμο στο Μονομελές Πρωτοδικείο με αιτιολογία, κατά την σχετική αιτιολογική έκθεση, την επιτάχυνση της διαδικασίας παροχής έννομης προστασίας και την εξοικονόμηση δικαστικού µόχθου, αφού «η κρίση επί της ουσίας της υποθέσεως κατ’ έφεση γίνεται κατά κανόνα µε βάση το υλικό και τα στοιχεία της πρωτοβάθμιας δίκης, όπως αυτά περιέχονται στα πρακτικά. Δεν λαμβάνει εκεί χώρα δια ζώσης επανεκδίκαση της υποθέσεως, ώστε να είναι απολύτως απαραίτητη και η γνώμη περισσότερων δικαστών. Στην πράξη, το ιστορικό της υποθέσεως και σήμερα άλλωστε μόνον ο εισηγητής το επεξεργάζεται (κατά κανόνα)». Η επί 13 χρόνια στόχευση στην επιτάχυνση της διαδικασίας παροχής έννοµης προστασίας και την εξοικονόµηση δικαστικού µόχθου όχι μόνο συνετέλεσε στην παγίωση της σχετικής αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου να εξετάζει εφέσεις κατά αποφάσεων αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου, αλλά επιπλέον στην παρούσα χρονική συγκυρία, αν δεν ταυτίζεται, είναι απόλυτα συνυφασμένη με το σκοπό και το αντικείμενο του Μέρους Α’ του παρόντος νομοσχεδίου.
Η επιτευχθείσα όμως με το Μέρος Α’ του ν. 5108/2024 ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και η θεώρησή του ως ενιαίου, ανεξάρτητα από την φύση και, κυρίως, το οικονομικό αντικείμενο των αγομένων προς δικαστική επίλυση διαφορών, καθιστά πλέον ασύμβατη συνταγματικά από πλευράς ισότητας (ανόμοια μεταχείριση ομοίων περιπτώσεων) την πρόβλεψη της εκδίκασης εφέσεων κατά αποφάσεων μονομελών συνθέσεων Πρωτοδικείων είτε από Πολυμελή σύνθεση, είτε από Μονομελή Εφετεία, με κριτήριο πλέον μόνο το οικονομικό αντικείμενο και την εκ των προτέρων και γενική θεώρηση κατηγοριών υποθέσεων ως ήσσονος και μη σημασίας. Η σχετική διάκριση παρέμεινε επίκαιρη όσο υφίσταντο διαφορετικοί δικαστικοί σχηματισμοί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (Ειρηνοδικείο και Πρωτοδικείο), ενόψει του γεγονότος ότι η διάρθρωση των υπηρεσιών εκάστου δικαστικού σχηματισμού (Γραμματεία και Δικαστικοί λειτουργοί) συντελούσε τόσο στην πλήρως αυτόνομη λειτουργία του ενός απέναντι στον άλλον όσο και στην συγκρότηση εκάστου δικαστικού σχηματισμού από Δικαστικούς Λειτουργούς διαφορετικού βαθμού. Στο εξής όμως, πλάι στην επιβεβαίωση με την αιτιολογική έκθεση του Μέρους Α’ του ν. 5108/2024 ότι ο ως άνω νομοθετικός λόγος θέσπισης του ν. 3994/2011 ως προς την εκδίκαση των εφέσεων κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων από Μονομελή και όχι Πολυμελή Πρωτοδικεία εξακολουθεί να υφίσταται πλήρως, προστίθενται α) η διακοπή συνύπαρξης δύο μονομελών δικαστικών σχηματισμών (Ειρηνοδικείου και Πρωτοδικείου), θεωρουμένου πλέον του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας ως ενιαίου, μετά το ν. 5108/2024, β) η κατάστρωση ενιαίου οργανογράμματος ως προς την άσκηση των καθηκόντων των υπηρετούντων στα ενοποιημένα πλέον Πρωτοδικεία Δικαστικών Λειτουργών, μετά άλλωστε και την εκπλήρωση των κατ. άρ 7 §§3 και 4 ν. 5108/2024 υποχρεώσεων, και γ) χρησιμοποιώντας την φράση της ίδιας της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 5108/2024 στην σελ. 53, η δημιουργία νέου δικαστικού παραδόξου να δικάζονται υποθέσεις επί τη βάσει ίδιας δικονομίας και ίδιας τοπικής αρμοδιότητας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από το ίδιο Δικαστήριο και από Δικαστικούς Λειτουργούς του αυτού δικαστικού σχηματισμού, ενώ όμοιες νομικά υποθέσεις, με μόνη διάκριση λόγω ποσού, ή εκ των προτέρων και γενικής θεώρησης αυτών ως μείζονος σημασίας, από το Μονομελές Εφετείο, ήτοι από διαφορετικό του ενοποιημένου Πρωτοδικείου δικαστικό σχηματισμό, συγκροτούμενο από Δικαστικούς Λειτουργούς με βαθμό ανώτερο του ήδη δικάσαντος σε πρώτο βαθμό Δικαστικού Λειτουργού (Εφέσεις δύο ταχυτήτων).
Κατά τη γνώμη μου, απόλυτα συμβατή κατ’ άρ. 4 Συντάγματος ρύθμιση του ζητήματος της εκδίκασης των εφέσεων κατά αποφάσεων αρμοδιότητας νυν Μονομελούς Πρωτοδικείου και τέως (προ ν. 5108/2024) Ειρηνοδικείου συνιστά η εκδίκαση αυτών μαζί με τις εφέσεις κατά αποφάσεων αρμοδιότητας ανέκαθεν Μονομελούς Πρωτοδικείου μόνον από το Μονομελές Εφετείο, ήτοι από διαφορετικό του ενοποιημένου Πρωτοδικείου δικαστικό σχηματισμό, συγκροτούμενο από Δικαστικούς Λειτουργούς με βαθμό ανώτερο του ήδη δικάσαντος σε πρώτο βαθμό Δικαστικού Λειτουργού. Στην κατεύθυνση αυτή, πρέπει να απαλειφθούν α) η πρόβλεψη δεύτερης παραγράφου στο ΚΠολΔ 18, κατά την προτεινομένη τροποποίησή του με το άρ. 6 του παρόντος νομοσχεδίου, με διατήρηση του τίτλου αυτού στον ΚΠολΔ ως έχει, και β) η πρόβλεψη τρίτης παραγράφου στο ΚΠολΔ 740, κατά την προτεινομένη τροποποίησή του με το άρ. 32 του παρόντος νομοσχεδίου, με διατύπωση της §4 άνευ της φράσης <>. Η επιβάρυνση των Εφετείων της Χώρας με την εκδίκαση των συγκεκριμένων εφέσεων, που μέχρι και σήμερα εντάσσεται στην ύλη του Μονομελούς Πρωτοδικείου είναι καταρχήν δεδομένη, ωστόσο δύναται να αντιμετωπιστεί επιτυχώς με μικρή αύξηση (15%) των οργανικών θέσεων των Εφετών και των Προέδρων Εφετών σε όλα τα Εφετεία της Χώρας. Ο αριθμός των επιπλέον αυτών οργανικών θέσεων θα προκύψει για κάθε Εφετείο υπολογίζοντας αρχικά τον όγκο των σχετικών υποθέσεων που συζητούνται ανά έτος τα τρία τελευταία έτη σε κάθε Πρωτοδικείο της περιφερείας του και στη συνέχεια τον αριθμό των Δικαστικών Λειτουργών από τη δύναμη εκάστου Πρωτοδικείου που απαιτούνται θεωρητικά για να διαχειριστούν μόνον τις υποθέσεις αυτές, ως αποκλειστική απασχόληση. Τέλος, το κενό που θα δημιουργηθεί στον πρώτο βαθμό από την αύξηση των οργανικών θέσεων Δικαστών δευτέρου βαθμού κατά τον αμέσως ανωτέρω αριθμό θα καλυφθεί είτε μέσω αντίστοιχης αύξησης των θέσεων σπουδαστών πολιτικής – ποινικής δικαιοσύνης στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών στον επικείμενο διαγωνισμό, είτε μέσω έμπρακτης ενίσχυσης θεσμών Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών προς αντίστοιχη ποσοτική και ποιοτική αποσυμφόρηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.
Δημήτρης Μπαλαγιάννης
Πρωτοδίκης Ρεθύμνης
Άπαντα τα εισαγωγικά δικόγραφα, προτάσεις, προσθήκες κλπ. και οι διαταγές πληρωμής θα πρέπει να κατατίθενται στην κεντρική έδρα του Πρωτοδικείου και μόνο. Η λειτουργία των δικασιμων της περιφερειακής έδρας θα πρέπει να έχει την λογική των μεταβατικών ποινικών εδρών του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, όπου ο φάκελος της δικογραφίας τηρείται στην έδρα της Εισαγγελίας, όπου και κατατίθενται άπαντα τα έγγραφα αυτής. Η πρόβλεψη κατάθεσης στις περιφερειακές έδρες μόνο δυσλειτουργίες θα προκαλέσει, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη και την μεγάλη υποστελέχωση αυτών. Από την κεντρική έδρα, με μέριμνα του διευθύνοντος το Πρωτοδικείο, θα λαμβάνει χώρα ευχερέστερα και η ισοκατανομή μεταξύ των δικαστικών λειτουργών του Πρωτοδικείου.
Τεράστιο σφάλμα η εκδίκαση εφέσεων από Πρωτοδικείο. Καταργείται ουσιαστικά ο β’ βαθμός.
1- Με την συγχώνευση Ειρηνοδικείου με Μονομελές Πρωτοδικείο η πρόβλεψη για κάποιο μέρος υποθέσεων ως αρμόδιο κατ’ έφεση δικαστηρίου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου είναι ΠΛΗΡΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ!
Σημειώνεται ότι ιδίως σε Πρωτοδικεία επαρχίας είναι πιθανό να αναζητείται εκείνη η σύνθεση στο Δικαστήριο ώστε να μην υπάρχει δικαστής που να έχει δικάσει σε πρώτο βαθμό την υπόθεση.
2- Έπρεπε για όλες τις υποθέσεις του ενιαίου πλέον Μονομελούς Πρωτοδικείου αρμόδιο κατ’ έφεση δικαστήριο να είναι το Μονομελές Εφετείο . ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΝΑ ΑΠΑΣΧΟΛΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΑΥΤΟ ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΑ ΚΑΙ Ο ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ!
3- Ο υφυπουργός Δικαιοσύνης σε παρατήρηση στη Βουλή βουλευτίνας ανέφερε ότι έχει εφαρμογή ως μεταβατική διάταξη το άρθρο 5 ΕισΝ ΚΠολΔ. Ειδικότερα:
Στις περιπτώσεις που ήδη έχει ασκηθεί έφεση κατά απόφασης Ειρηνοδικείου και εκκρεμεί εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο και στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί απόφαση Ειρηνοδικείου αλλά ασκείται έφεση μετά την 16η Σεπτεμβρίου υφίσταται ζήτημα όσον αφορά το ποιο είναι καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο στην κατ’ έφεση δίκη. Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο λαμβάνεται εντελώς εσφαλμένα μια μερική πρόβλεψη για αρμόδιο καθ’ ύλη δικαστήριο το Πολυμελές Πρωτοδικείο , όμως επειδή το Πρωτοδικείο είναι ένα ενιαίο δικαστήριο εκ των πραγμάτων αναιρείται ο δεύτερος βαθμός εκδίκασης από άλλο ανώτερο Δικαστήριο. Πρέπει να προβλεφθεί ότι για τις εκκρεμείς προσδιορισμένες δίκες επί εφέσεων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου καθώς και για όσες εφέσεις πρόκειται να ασκηθούν κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου μετά την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και όλων των αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου αρμόδιο σε δεύτερο βαθμό (κατ’ έφεση) θα είναι το Μονομελές Εφετείο. Έτσι θα κατοχυρωθεί έναντι & των θεσμών ότι υφίσταται η ύπαρξη & λειτουργία τόσων Εφετείων στην χώρα καθώς & είναι δυνατό να προβλεφθούν επιπλέον οργανικές θέσεις δικαστών ή & άνοιγμα της επετηρίδας των νυν δικαστών (πρωτοδικών & ειρηνοδικών) προκειμένου να προαχθούν στο βαθμό του Εφέτη! Σε περίπτωση δε που λάβει χώρα των εκκρεμών εφέσεων για εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο, πρέπει να ληφθεί μέριμνα: α) για πλήρη ατέλεια όσον αφορά τα διαδικαστικά για προσδιορισμό νέας δικασίμου & β) οι επιδόσεις να γίνουν με μέριμνα & δαπάνη του δικαστηρίου (άλλωστε θα λειτουργεί & δύναται να επικουρήσει αυτή την διαδικασία & η δημοτική αστυνομία πλέον των λοιπών μηχανισμών του δημοσίου)
Πρέπει να υπάρξει πρόνοια, γιατί αλλιώς υφίσταται
κακή νομοθέτηση η σε ένα άρθρο τροποποίηση άρθρων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας & η πρακτική του στυλ προστίθεται ή καταργείται ή αλλάζει λέξη ή φράση στο τάδε άρθρο, αντί για αναφορά εκ νέου & επαναδιατύπωση του άρθρου
Με την πρόβλεψη στο άρθρο 19 κατάθεσης παντός είδος δικογράφου και στην έδρα του περιφερειακού (χωρίς να προβλέπεται κάτι για την συζήτηση αυτού) κατά την διάρκεια της επιμόρφωσης των Ειρηνοδικών θα προκαλέσει πρόβλημα στην εκδίκαση των υποθέσεων που οι τελευταίοι δεν μπορούν να δικάζουν, με αποτέλεσμα αναπόφευκτα να πρέπει να μεταβαίνουν στις περιφερειακές έδρες Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας, επανερχόμενοι στα μεταβατικά πολιτικά δικαστήρια. Μήπως πρέπει να υπάρξει μία μεταβατική διάταξη μέχρι την ολοκλήρωση της επιμόρφωσης;
Από την εξέταση του ν/σ επισημαίνονται τα κάτωθι:
1. Με το αρ. 19 τροποπιείται το αρ. 215 παρ. 1 ΚπολΔ και δίνεται η δυνατόητα της κατάθεσης του δικογράφου είτε στην έδρα του πρωτοδικείυο είτε στην γραμματεία της περιφερειακής έδρας του πρωτοδικείου. Ωστοσο, απαιτείται να τροποποιηθεί και το αρ. 237 παρ.1 ΚπολΔ ώστε να οριστεί νομοθετικά σε ποια γραμματεία θα κατατίθενται οι προτάσεις , δηλ. εαν λ.χ. η αγωγή κατατεθεί στην γραμματεια της έδρας του κεντρικού πρωτοδικείου τότε θα πρεέπι να ορίζεται ότι οι προτάσεις των διαδίκων θα πρέπει να κατατίθενται στην γραμματεία της έδρας στην οποία κατατέθηκε το εισαγωγικό δικόγραφο ή το αντίστροφο εαν το εισαγωιγκό δικοόγραφο κατατεθεί στην γραμματεία της περιφερειακής έδρας.
2. ΤΟ ζήτημα άσκησης ενδικων μέσως κατά αποφάσεων που εκδίδονται κατά την διαδικασία των μικροδιαφορών. Από το ν/σ προκύπτει ότι το αρ. 512 ΚπολΔ δεν τροποποιείται. Συνεπώς, θα πρέπει να οριστούν νομοθετικά τα κάτωθι: α) Εαν οι αποφάσεις επί αγωγών οι οποίοι συζητήθηκαν κατά την διαδικασία των μικροδιαφορών και εκδοθούν μετά την 16-9-2024 θα είναι ή όχι ανέκκλητες, καθώς η μη τροποποίηση του αρ. 512 θα δημιουργήσει ζητήματα επί αυτού. β) Εαν οι ήδη εκδοθείσες αποφάσεις ή αυτές που πρόκειται να εκδοθούν μεχρι την 15-9-2024 θα είναι ανέκκλητες ή όχι, καθώς ναι μεν οριζεται στο ν/σ ότι οι νέες διατάξεςι τυγχάνουν εφαρμοστέες μετά την 16-9-2024, ωστόσο εαν μια απόφαση ειρηνοδικείου επί αγωγής κατά την διαδικασία των μικροδιαφορών εκδοθεί στις 15-9-2024 , τότε θα δημιουργηθεί το εξ΄ςη παράδοξο: Με την μη τροποποίηση του αρ. 512 ΚπολΔ τυγχάνει ανέκκλητη ενώ το αρ.560 (όπως θα ισχυεί μετά την 16/9/2024 δυνάμει του αρ. 25 του ν/σ) στο οποίο αναφέρετια ότι αναίρεση επιτρέπεται κατά αποφάσεων του Πολυμελους πρωτοδικείου οι οποίες εκδίδονται κατα αποφάσεων των μονομελούς πρωτοδικείου του αρ. 18 παρ.2 Κπολδ (όπως θα ισχυεί μετά την 16/9/2024 δυνάμει του αρ. 6 του ν/σ), δηλαδή το ερώτημα που ανακύπτει εαν η μια απόφαση επί μικροδιαφορών η οποία εκδόθηκε μέχρι τιςς 15-9-2024 είναι τελεσίδικη ή όχι.
Δεν πρέπει να καταργηθεί στο σύνολό της η ΚΠολΔ 683.
Ακόμη και αν η παρ 1 φαίνεται περιττή («Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται από τα μονομελή πρωτοδικεία¨), δεν είναι. Πολύ περισσότερο πρέπει να διατηρηθεί ο κανόνας δωσιδικίας της παρ. 4 και ο σχετικός της παρ. 5.
819 ΚΠολΔ: ‘του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του πρωτοδικείου του δικαστηρίου της κληρονομιάς’
Δικαστήριο της κληρονομίας (810 ΚΠολΔ, 120 ΕισνΑΚ) είναι πλέον πρωτοδικείο. Ποιο το νόημα της διάταξης; Δεν θα μπορούσε απλά να αναφέρει τον σύλλογο της περιφέρειας του δικαστηρίου της κληρονομίας; Απαιτείται ίσως διευκρίνιση για τις παράλληλες έδρες (π.χ. Θήβα-Λειβαδιά).
Πρέπει να υπάρξει ρητή πρόβλεψη αναφορικά με την αρμοδιότητα για εφέσεις που θα ασκηθούν μετά τις 16-9-2024 κατά αποφάσεων που έχουν ήδη δημοσιευθεί (πριν τις 16-9-2024) ως αποφάσεις Ειρηνοδικείων. Οι συγκεκριμένες εφέσεις θα κατατεθούν στην γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου και θα εκδικαστούν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου; Επίσης, για τις συγκεκριμένες εφέσεις θα πρέπει να εκδοθεί το παράβολο των 100 ευρώ (ενόψει της κατάργησης του παραβόλου των 75 ευρώ για εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων);
Θα πρέπει να υπάρξει ρητή πρόβλεψη στις μεταβατικές διατάξεις για τις ανωτέρω υποθέσεις, διότι αν ο νόμος παραμείνει όπως αόριστα είναι διατυπωμένος, θα δημιουργηθεί ανασφάλεια δικαίου.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΔΕΣΤΟΥΝΗ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Οι παρατηρήσεις μου στο υπό διαβούλευση σχέδιο Νόμου έχουν, κατά σειρά, ως εξής.
1. Άρθρα 4 και 5 του Σχεδίου:
Α) Προτείνεται στο άρθρ. 4 η χρήση του όρου «εξαιρετική αρμοδιότητα» που είναι δικονομικά αρτιότερος και ο πλέον παραδεδεγμένος όταν μιλάμε για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα (βλ. ενδ. ΑΠ 1357/2019, http://www.areiospagos.gr). Ο όρος «αποκλειστική αρμοδιότητα» παραπέμπει νοηματικά σε δωσιδικία.
Β) Νομοτεχνικά, ύστερα από τη γραμματική αναδιατύπωση του άρθρ. 16 (με την απάλειψη της αναφοράς στην περίπτωση της υπέρβασης του ορίου των 250.000 ευρώ και τη προσθήκη της λέξης «πάντοτε»), δεν δικαιολογείται κατά τη γνώμη μου η διατήρηση δύο διακριτών διατάξεων (άρθρ. 16 και 17) που αμφότερες ιδρύουν εξαιρετική υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου ανεξαρτήτως ποσού, δηλαδή όχι μόνο σε βάρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Με άλλες λέξεις, με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, οι διατάξεις έχουν ταυτόσημο ρυθμιστικό βεληνεκές και δεν υπάρχει λόγος να είναι χωριστές.
Γ) Συνακόλουθα, προτείνεται η «συγχώνευση» των δύο διατάξεων σε μία (με τη προσθήκη περιπτώσεων της δεύτερης διάταξης στο άρθρ. 16 και τη κατάργηση του άρθρ. 17).
Δ) Αν πάραυτα διατηρηθούν ως έχουν οι διατάξεις, προτείνεται, για λόγους συστημικής και νοηματικής διάκρισης, η αναδιατύπωση του τίτλου του άρθρ. 16 σε «Εξαιρετική αρμοδιότητα Μονομελούς Πρωτοδικείου σε βάρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου» και η μη αντικατάσταση της φράσης «, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ».
Ε) Προτείνεται, προς άρση πιθανών αμφιβολιών, η προσθήκη περ. 25) στο άρθρ. 17, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «οι διαφορές που με διάταξη Νόμου υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα και με τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 14 παρ. 8 του Ν. 5108/2024 (ΦΕΚ Α’/65/2.5.2024)».
2. Άρθρ. 6 του Σχεδίου:
Α) Θεωρώ κατ’ αρχήν σωστή την επαναφορά του συστήματος έφεσης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, που ίσχυε προ του Ν. 3994/2011, κυρίως προς αποσυμφόρηση των Εφετείων, μετά την εφαρμογή του νέου Δικαστικού Χάρτη.
Β) Ωστόσο, πιστεύω ότι: α) οι εφέσεις επί εργατικών διαφορών, ασχέτως του ύψους του αντικειμένου της διαφοράς και β) οι εφέσεις επί διαφορών νομής ακινήτων πραγμάτων (ακόμη και αξίας μέχρι 30.000 ευρώ), θα πρέπει να κρίνονται από το Εφετείο (έστω και μονομελές). Πρόκειται για διαφορές που μπορούν να γίνουν περίπλοκες (εξ απόψεως νομικού και πραγματικού υλικού της δίκης) και θα πρέπει να κρίνονται από δικαστές με μεγαλύτερη εμπειρία. Ακόμη, η υφιστάμενη ένταξη τους στο άρθρ. 18 § 2 συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και τον περιορισμένο αναιρετικό τους έλεγχο, κατ’ άρθρ. 560 ΚΠολΔ. Επομένως, στη περίπτωση αυτή, αναίρεση απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, δικάζοντος ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, για τον λόγο από το άρθρ. 559.14 ΚΠολΔ δεν χωρεί. Πρόκειται όμως για υποθέσεις με κοινωνική ή συναλλακτική σπουδαιότητα και θεωρώ ότι αναιρετικός έλεγχος δικονομικών απαραδέκτων θα έπρεπε να είναι εφικτός.
Γ) Θα πρέπει να καταβληθεί μέριμνα για τη σύνθεση των Πολυμελών Πρωτοδικείων όταν δικάζουν κατ’ έφεση. Βάσει των προτεινόμενων τροποποιήσεων του ΚΟΔΚΔΛ, στα Πολυμελή Πρωτοδικεία «δύναται» να μετέχει και Πρωτοδίκης της ειδικής επετηρίδας (άρθρο. 65 του Σχεδίου), ο οποίος, όμως, δεν θεωρείται αρχαιότερος ούτε έναντι του Προέδρου Πρωτοδικών ούτε έναντι του πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας (άρθρ. 87 του Σχεδίου). Νομίζω, λοιπόν, ότι θα πρέπει να προστεθεί στο άρθρ. 18 § 2 ρύθμιση παρεμφερής προς το εκείνη του καταργούμενου άρθρ. 17Α, με την οποία θα ορίζεται ότι εισηγητής θα είναι είτε Πρόεδρος Πρωτοδικών είτε ο αρχαιότερος κατά διορισμό πρωτοδίκης της σύνθεσης. Ακόμη, πρέπει να προβλεφθεί απαγόρευση συμμετοχής στη σύνθεση του δικαστή που εξέδωσε τη προσβαλλόμενη απόφαση.
3. Άρθρ. 18 του Σχεδίου:
Α) Προτείνεται η αναμόρφωση του πέμπτου εδάφιου ως εξής: «Για την έγγραφη συναίνεση απαιτείται είτε συμβολαιογραφικό είτε ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο δύναται να υπογραφεί ψηφιακά και το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του συναινούντος από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή».
Β) Αναφορικά με τη προσθήκη του δεκάτου τετάρτου εδάφιου, προτείνεται να διευκρινιστεί, για να μην καταλείπονται αμφιβολίες, ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο είναι εκείνο που διορθώνει ή ερμηνεύει τη πράξη του δικηγόρου.
4. Άρθρ. 19 του Σχεδίου:
Α) Υπό την υφιστάμενη μορφή της, διαφωνώ με τη προσθήκη του β’ εδάφίου, όσον αφορά ειδικά στη περίπτωση της φυσικής κατάθεσης δικογράφου. Παρότι διευκολύνει τους κ.κ. συναδέλφους (π.χ. δικηγόρος με έδρα την Νάξο δεν χρειάζεται να μεταβεί στη Σαντορίνη για να καταθέσει αγωγή που απευθύνεται στην εκεί περιφερειακή έδρα του Πρωτοδικείου Νάξου), μπορεί να προκληθεί συμφόρηση και σύγχυση στις γραμματείες της κεντρικής έδρας του Πρωτοδικείου Π.Ε., να γίνουν «μπερδέματα» και να χάνονται δικόγραφα. Αν τελικώς παραμείνει η προτεινόμενη ρύθμιση, πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα προβλήματα αυτά δεν θα εμφανίζονται, και ακόμη, ότι α) θα γίνεται ορθός ορισμός δικασίμου σε πινάκιο της περιφερειακής έδρας και β) ότι η γραμματεία της τελευταίας (π.χ. της τακτικής διαδικασίας) θα έχει σαφή εικόνα για τις εκκρεμείς υποθέσεις, ακόμα και αν το εισαγωγικό δικόγραφο κατατέθηκε στην κεντρική έδρα.
Β) Πρέπει, επιπλέον, να διευκρινιστεί που μπορούν να κατατεθούν τα περαιτέρω δικόγραφα της δίκης που ανοίγεται με τον παραπάνω τρόπο. Στο παράδειγμα μας, προτάσεις επί της αγωγής θα πρέπει να κατατεθούν αποκλειστικά στη περιφερειακή έδρα Σαντορίνης ή μπορεί η κατάθεση να λάβει χώρα και στο Πρωτοδικείο Νάξου; Και αν ναι, ο φάκελος της δικογραφίας θα μεταφέρεται (οίκοθεν) στη περιφερειακή έδρα;
Γ) Με άλλα λόγια, η προτεινόμενη τροποποίηση απαιτεί: α) διευκρινιστικής φύσης προσθήκες και β) συσχετισμό με άλλες διατάξεις του ΚΠολΔ (π.χ άρθρ. 237), προκειμένου να εφαρμοστεί αποτελεσματικά στην πράξη.
5. Άρθρ. 25 του Σχεδίου:
Α) Με την προτεινόμενη τροποποίηση της διάταξης, εισάγεται έμμεσος περιορισμός του ένδικου μέσου της αναίρεσης, καθώς οι περιορισμένοι και περιοριστικά απαριθμούμενοι λόγοι αναίρεσης του άρθρ. 560 ΚΠολΔ βαίνουν πλέον πέρα από τις υποθέσεις αρμοδιότητας των καταργούμενων Ειρηνοδικείων και επεκτείνονται, λ.χ., σε μισθωτικές και εργατικές διαφορές, αλλά και σε διαφορές τακτικής διαδικασίας αξίας έως 30.000 ευρώ.
Β) Διαφωνώ επί της αρχής, για δικαιοπολιτικούς λόγους, με τη τροποποίηση, αλλά, εφόσον κρίνεται σκόπιμο να ψηφιστεί, προτείνονται ορισμένες σημειακές παρεμβάσεις στο άρθρ. 560 ΚΠολΔ: α) προσθήκη δύο επιπλέον λόγων αναίρεσης, i) παρά το Νόμο κήρυξη απαράδεκτου (όχι όμως και η αντίστροφη περίπτωση, ήτοι, εκείνη της μη κήρυξης παρά το Νόμο απαράδεκτου) και ii) λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου που ο Νόμος δεν επιτρέπει (όχι όμως άλλες περιπτώσεις υπό τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 559.11 ΚΠολΔ). Με τη προσθήκη των λόγων αυτών, κυρώνονται δύο σοβαρότατες δικονομικής φύσης παραβάσεις που μπορούν να εμφιλοχωρήσουν κατά την εκδίκαση των υποθέσεων του διευρυμένου πλέον άρθρ. 560 ΚΠολΔ και β) στον υπ’ αριθμ. 560.6 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να διευκρινιστεί ότι αυτός δεν εφαρμόζεται στις μικροδιαφορές, αφού στις υποθέσεις αυτές ούτε παράπονα για ευθεία παραβίαση κανόνα δικαίου συγχωρούνται, ούτως ώστε να διορθωθεί μια νομοθετική αβλεψία του Ν. 4335/2015.
6. Άρθρ. 50 του Σχεδίου:
Α) Κατά την άποψη μου, απαιτείται λεπτομερέστερη ρύθμιση μεταβατικού δικαίου αναφορικά με τα ένδικα μέσα, ούτως ώστε να μην προκαλείται ανασφάλεια.
Β) Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να ρυθμιστεί:
α) το ζήτημα των εκκρεμών εφέσεων (όσων έχουν ασκηθεί, αλλά δεν έχουν ακόμα συζητηθεί) κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων. Να διευκρινιστεί αν αυτές θα δικαστούν από το Μονομελές Πρωτοδικείο, ότι συνεχίζει να εφαρμόζεται το πλέον καταργηθέν άρθρ. 17Α ΚΠολΔ και να αποσαφηνιστεί ότι συνεχίζουν να αναιρεσιβάλλονται με τους λόγους από το άρθρ. 560 ΚΠολΔ.
β) το ζήτημα των εφέσεων κατά ήδη εκδοθεισών αποφάσεων Ειρηνοδικείων που θα ασκηθούν μετά τη 16η.9.2024. Θα ισχύσει ο γενικός κανόνας του άρθρ. 24 § 1 ΕισΝΚΠολΔ ή, όπως είχε προκριθεί παλαιότερα (π.χ. Ν. 4335/2015) κρίσιμος θα είναι ο χρόνος άσκησης του ένδικου μέσου, οπότε και θα πρέπει αυτό να απευθυνθεί προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο; Θεωρώ τη δεύτερη εκδοχή σωστότερη. Σημειωτέον ότι το ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τα δικαστήρια της Αττικής, λόγω του κανόνα του άρθρ. 14 § 1 Ν. 5108/2024.
γ) το ζήτημα των εφέσεων επί εκκρεμών υποθέσεων Ειρηνοδικείων που καταργούνται και μεταφέρονται σε κεντρική ή περιφερειακή έδρα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρ. 14 Ν. 5108/2024. Να διευκρινιστεί ότι αυτές ασκούνται ενώπιον Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με το προτεινόμενο άρθρ. 18 § 2.
δ) το ζήτημα των εφέσεων κατά ήδη εκδοθεισών αποφάσεων Μονομελών Πρωτοδικείων για διαφορές άνω των 20.000 και κάτω των 30.000 ευρώ, μισθωτικές διαφορές κ.α. που κατονομάζονται στο προτεινόμενο άρθρ. 18 § 2 του Σχεδίου. Υπό κανονικές συνθήκες, αυτές θα απευθύνονταν προς το Μονομελές Εφετείο. Τι θα ισχύσει τώρα; Κρίσιμος θα είναι ο χρόνος της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ή άσκησης του ενδίκου μέσου (που μπορεί να είναι μετά τη 16η.9.2024);
7. Άρθρ. 51 του Σχεδίου:
Α) Πρέπει να προστεθεί στην αρχή της προτεινόμενης ρύθμισης η φράση «Με την επιφύλαξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 5108/2024 (ΦΕΚ Α’/65/2.5.2024)…».
Β) Προβλέψεις ανάλογες προς εκείνες του καταργούμενου άρθρ. 17 Α ΚΠολΔ πρέπει να ισχύσουν και μετά τη ψήφιση του Σχεδίου (βλ. σχόλια υπό τους αριθμ. 2 και 6 παραπάνω), για να αποφευχθούν αμφισημίες και προβλήματα με τις συνθέσεις των Πολυμελών Πρωτοδικείων όταν δικάζουν σε β’ βαθμό.
Γ) Εκ παραδρομής μάλλον αναφέρεται η κατάργηση του άρθρ. 683 ΚΠολΔ συλλήβδην. Ωστόσο, οι §§ 4 και 5 της εν λόγω διάταξης πρέπει ρητώς να διατηρηθούν, καθώς ουδόλως συνέχονται με την εφαρμογή του νέου Δικαστικού Χάρτη.
Αναστάσης Καρδαμάκης
Δικηγόρος Αθηνών
1- αρμόδιο για εκδίκαση έφεσης κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου ή & νυν Ειρηνοδικείου πρέπει να είναι το Μονομελές Εφετείο -> είναι σφάλμα & δημιουργείται & νομικό θέμα να θεωρείται ότι αρμόδιο μπορεί να είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο
2- στις ήδη εκκρεμείς υποθέσεις εκδίκασης εφέσεων κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου θα πρέπει αυτεπάγγελτα να σταλεί η έφεση προς εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο ως καθ’ ύλην αρμόδιο & με υπηρεσιακό τρόπο στον εμπλεκόμενο δικηγόρο ή στον αντίδικο να γίνεται επίδοση της πράξης του Προέδρου Εφετών για την ορισθείσα δικάσιμο
ΕΙΝΑΙ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΛΑΘΟΣ ΝΑ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ). ΚΥΡΙΩΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ, ΟΠΟΥ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΜΙΑ «ΠΑΡΕΑ» ΔΙΚΑΣΤΩΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΑΚΟΜΗ, ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΕΠΙ ΕΦΕΣΕΩΝ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ/ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΠΛΑΝΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΘΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΕ ΠΛΗΘΩΡΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ.
Ως προς το άρθρο 6 παραθέτω απόσπασμα από την αιτιολογική εκθεση του ν. 3994/2011 με τον οποίο καταργήθηκε η εκδίκαση των εφέσεων από το Πολυμελές: «Στην επιτάχυνση της διαδικασίας και στην εξοικονόµηση δικαστικού µόχθου αποβλέπουν ιδίως οι ρυθµίσεις:
α) που αναθέτουν την εκδίκαση της εφέσεως κατά των
αποφάσεων των ειρηνοδικείων στο µονοµελές πρωτοδικείο (αντί στο πολυµελές που ισχύει µέχρι σήµερα). Οι ρυθµίσεις αυτές, σε συνδυασµό µε την αύξηση της αρµοδιότητας των µονοµελών πρωτοδικείων
και των ειρηνοδικείων, θα συµβάλουν αποφασιστικά
στην επιτάχυνση της παροχής έννοµης προστασίας… Η κρίση επί της ουσίας της υποθέσεως κατ’ έφεση γίνεται κατά κανόνα µε βάση το υλικό και τα στοιχεία της πρωτοβάθµιας δίκης, όπως αυτά περιέχονται στα πρακτικά. Δεν λαµβάνει εκεί χώρα δια ζώσης επανεκδίκαση της υποθέσεως, ώστε να είναι απολύτως απαραίτητη και η
γνώµη περισσότερων δικαστών. Στην πράξη, το ιστορικό της υποθέσεως και σήµερα άλλωστε µόνον ο εισηγητής το επεξεργάζεται (κατά κανόνα)» .
Είναι βέβαιο ότι αν τελικά ψηφισθεί η προτεινόμενη διάταξη, η παραπάνω αιτιολογία θα χρησιμοποιηθεί ξανά σύντομα για την τροποποίηση της…
Γιάννης Ευαγγελάτος
Πρόεδρος Πρωτοδικών.