- Υπουργείο Δικαιοσύνης - http://www.opengov.gr/ministryofjustice -

ΜΕΡΟΣ Α’ – ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΟΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 5108/2024 ΠΕΡΙ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ – (Άρθρα 1-51)

ΣΚΟΠΟΣ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

 

Σκοπός

 

Σκοπός του παρόντος Μέρους είναι η υποβοήθηση του έργου των δικαστικών αρχών, η συμβολή στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες, ιδίως με την αποφυγή της καθυστέρησης έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων, μέσω της εναρμόνισης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον ν. 5108/2024 (Α’ 65), περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης.

Αντικείμενο

 

Αντικείμενο του παρόντος Μέρους αποτελεί η τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), και συγκεκριμένα η τροποποίηση:

α) του Πρώτου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί των γενικών διατάξεων αυτού,

β) του Δεύτερου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί της διαδικασίας στα πρωτοβάθμια δικαστήρια,

γ) του Τρίτου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί ενδίκων μέσων και ανακοπών,

δ) του Τέταρτου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί ειδικών διαδικασιών,

ε) του Πέμπτου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί ασφαλιστικών μέτρων,

στ) του Έκτου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, και

ζ) του Όγδοου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί αναγκαστικής εκτέλεσης.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΩΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Καθ’ ύλη αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων – Αντικατάσταση άρθρου 14 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Το άρθρο 14 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της αρμοδιότητας των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων λόγω ποσού, αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 14

Καθ’ ύλη αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων

Αποκλειστική αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων – Τροποποίηση άρθρου 16 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 16 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της αρμοδιότητας των μονομελών πρωτοδικείων ανεξαρτήτως ποσού, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

α) προστίθεται τίτλος,

β) στο εισαγωγικό εδάφιο, οι λέξεις «, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ» αντικαθίστανται από τη λέξη «πάντοτε»,

γ) στην περ. 1, οι λέξεις «ή από επίμορτη αγροληψία που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων» διαγράφονται,

δ) στην περ. 7, οι λέξεις «, εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 15 αρ. 11» διαγράφονται,

ε) προστίθενται περ. 13) έως 24) και το άρθρο 16 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 16

Αποκλειστική αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων

Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται πάντοτε:

 

Εξαιρετική αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων – Τροποποίηση άρθρου 17 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 17 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της αρμοδιότητας των μονομελών πρωτοδικείων ανεξαρτήτως ποσού, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) μετά από τη λέξη «πάντοτε», προστίθεται η λέξη «και», γ) η περ. 3 καταργείται και το άρθρο 17, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 17

Εξαιρετική αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων

Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται πάντοτε και: 1) οι διαφορές που αφορούν το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου, την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του γάμου, τις σχέσεις των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, οι οποίες πηγάζουν από αυτόν, καθώς και εκείνες της περ. 2 του άρθρου 592, 2) οι διαφορές που αναφέρονται στην περ. 3 του άρθρου 592, καθώς και εκείνες που αφορούν τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης και την κατανομή των κινητών μεταξύ των συζύγων σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, 3) [Καταργείται], 4) οι διαφορές που αφορούν την ακύρωση αποφάσεων της γενικής συνέλευσης σωματείων ή συνεταιρισμών.».

Αρμοδιότητα πολυμελών πρωτοδικείων – Αντικατάσταση άρθρου 18 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

To άρθρο 18 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της αρμοδιότητας των πολυμελών πρωτοδικείων, αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 18

Αρμοδιότητα πολυμελών πρωτοδικείων στον πρώτο και δεύτερο βαθμό

  1. Στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται σε πρώτο βαθμό όλες οι διαφορές για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα μονομελή πρωτοδικεία.
  2. Στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους:

α) όταν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ,

β) της περ. 1) του άρθρου 16, εφόσον το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα οκτακόσια (800) ευρώ,

γ) των περ. 2) έως 13) του άρθρου 16, εφόσον η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ,

Αρμοδιότητα εφετείων – Αντικατάσταση άρθρου 19 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Το άρθρο 19 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της αρμοδιότητας των εφετείων, αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 19

Αρμοδιότητα εφετείων

Στην αρμοδιότητα των μονομελών εφετείων υπάγονται οι εφέσεις: α) κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα πολυμελή πρωτοδικεία κατά την παρ. 2 του άρθρου 18 και β) κατά των αποφάσεων του άρθρου 17. Στην αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους.».

Δωσιδικία πολυμελών πρωτοδικείων για παρεπόμενες υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελών πρωτοδικείων – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 31 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στην παρ. 2 του άρθρου 31 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της δωσιδικίας επί παρεπόμενων διαφορών, οι λέξεις «του μονομελούς και του ειρηνοδικείου, και στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του μονομελούς πρωτοδικείου» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου.».

Αδυναμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου λόγω αρμοδιότητας μονομελούς πρωτοδικείου – Τροποποίηση άρθρου 47 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 47 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της μη άσκησης ενδίκου μέσου κατά απόφασης ανώτερου δικαστηρίου και κατά απόφασης που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο δικαστήριο, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, βα) οι λέξεις «ή μονομελούς» διαγράφονται και ββ) οι λέξεις «κατώτερου δικαστηρίου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μονομελούς πρωτοδικείου» και το άρθρο 47 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 47

Αδυναμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου λόγω αρμοδιότητας μονομελούς πρωτοδικείου και κατά απόφασης κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει σε ανώτερο

Απόφαση πολυμελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου. Το ίδιο εφαρμόζεται αναλόγως και για την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο.».

Αρμόδιο δικαστήριο για τη λήψη απόφασης παραπομπής σε δικαστήριο – Τροποποίηση άρθρου 50 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 50 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της παραπομπής από δικαστήριο σε δικαστήριο, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) η περ. 1) του πρώτου εδαφίου καταργείται και το άρθρο 50, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 50

Αρμόδιο δικαστήριο για τη λήψη απόφασης παραπομπής σε δικαστήριο

Για την παραπομπή, στις περ. 1 και 2 του άρθρου 48, έχει αρμοδιότητα:

1) [Καταργείται]

2) το εφετείο, αν πρόκειται για παραπομπή από μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείο σε μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείο,

3) ο Άρειος Πάγος, σε κάθε άλλη περίπτωση. Για την παραπομπή στην περ. 3 του άρθρου 48, έχει αρμοδιότητα πάντοτε ο Άρειος Πάγος.».

Αρμόδιο δικαστήριο για την εξαίρεση δικαστή ή υπαλλήλου γραμματείας μονομελούς πρωτοδικείου – Τροποποίηση άρθρου 54 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 54 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να αποφανθεί για την αίτηση εξαίρεσης δικαστών και υπαλλήλων της γραμματείας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο δεύτερο εδάφιο, βα) οι λέξεις «ή ειρηνοδίκη» διαγράφονται και ββ) οι λέξεις «στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια αυτά» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το μονομελές πρωτοδικείο» και το άρθρο 54 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 54

Αρμόδιο δικαστήριο για την εξαίρεση δικαστή ή υπαλλήλου γραμματείας μονομελούς πρωτοδικείου

Αρμόδιο να αποφανθεί για την εξαίρεση είναι το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος. Σε περίπτωση εξαίρεσης δικαστή μονομελούς πρωτοδικείου, είναι αρμόδιο το πολυμελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το μονομελές πρωτοδικείο. Σε περίπτωση εξαίρεσης υπαλλήλου γραμματείας, είναι αρμόδιος ο προϊστάμενος του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος.».

Χρόνος μη επιτρεπόμενης επίδοσης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 125 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 125 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του χρόνου της επίδοσης, η λέξη «ειρηνοδίκη» αντικαθίσταται από τις λέξεις «πρόεδρο, ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, του δικαστηρίου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Η επίδοση δεν επιτρέπεται να γίνει νύχτα, Σάββατο ή Κυριακή ή άλλη εορτή που ορίζεται από το νόμο ως αργία, χωρίς να συναινεί ο παραλήπτης ή χωρίς άδεια του αρμόδιου δικαστή στον οποίο εκκρεμεί η υπόθεση και, αν πρόκειται για πολυμελή δικαστήρια, του προέδρου τους. Αν δεν εκκρεμεί δίκη, η άδεια δίνεται από τον πρόεδρο, ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου πρόκειται να γίνει η επίδοση.».

Επίδοση στους διαμένοντες στην αλλοδαπή – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 134 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 134 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί των επιδόσεων σε πρόσωπα που διαμένουν ή έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό, διαγράφονται οι λέξεις «και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση. Για έγγραφα που αφορούν την εκτέλεση, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών, στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η εκτέλεση, και για εξώδικες πράξεις στον εισαγγελέα της τελευταίας στο εσωτερικό κατοικίας ή γνωστής διαμονής του παραλήπτη της επίδοσης και αν δεν υπάρχει κατοικία ή γνωστή διαμονή στο εσωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών της πρωτεύουσας.».

Αρμοδιότητα μονομελούς πρωτοδικείου για παράταση προθεσμίας κατάθεσης δικαιολογητικών εγγυοδοσίας – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 165 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 165 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της εγγυοδοσίας και της κατάθεσης τίτλων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, οι λέξεις «ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό διέταξε την εγγυοδοσία,» διαγράφονται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Το γραμμάτιο που βεβαιώνει την κατάθεση των τίτλων, η εγγυητική επιστολή της αξιόχρεης τράπεζας και το πιστοποιητικό εγγραφής της υποθήκης πρέπει να κατατεθούν, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 162, στη γραμματεία του δικαστηρίου που διέταξε την εγγυοδοσία. Το μονομελές πρωτοδικείο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία αυτή για δεκαπέντε ημέρες, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.».

Συμπλήρωση ή αντικατάσταση εγγύησης – Τροποποίηση άρθρου 167 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 167 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της συμπλήρωσης ή αντικατάστασης της εγγύησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό είχε διατάξει την εγγυοδοσία» διαγράφονται και το άρθρο 167 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 167

Συμπλήρωση ή αντικατάσταση εγγύησης

Αν μετά τη χορήγηση της εγγύησης γίνει φανερό ότι είναι ανεπαρκής ή αν μεσολαβήσουν νέα γεγονότα που δικαιολογούν την αντικατάστασή της, μπορεί να ζητηθεί συμπλήρωση ή αντικατάσταση από το μονομελές πρωτοδικείο, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Η σχετική αίτηση δεν αναστέλλει την πρόοδο της κύριας δίκης.».

Διαδικασία άρσης ή κατάπτωσης εγγύησης – Τροποποίηση άρθρου 168 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 168 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της άρσης ή κατάπτωσης της εγγύησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό είχε διατάξει την εγγύηση» διαγράφονται και το άρθρο 168 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 168

Διαδικασία άρσης ή κατάπτωσης εγγύησης

 

Αν πάψει η αιτία για την οποία δόθηκε η εγγύηση, αυτή αίρεται και αν πραγματοποιηθεί ο λόγος για τον οποίο δόθηκε, επέρχεται κατάπτωση της εγγύησης υπέρ εκείνου, για τον οποίο είχε δοθεί. Σχετικά αποφασίζει το μονομελές πρωτοδικείο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.».

Αρμόδιος δικαστής για την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση του ευεργετήματος της πενίας – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 196 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στην παρ. 1 του άρθρου 196 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του ευεργετήματος της πενίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι λέξεις «από τον ειρηνοδίκη, το δικαστή» αντικαθίστανται από τις λέξεις «από τον δικαστή», β) οι λέξεις «από τον ειρηνοδίκη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «από τον πρόεδρο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, του δικαστηρίου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται ύστερα από αίτηση από τον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη και, αν πρόκειται για πράξεις που είναι άσχετες με δίκη, από τον πρόεδρο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, του δικαστηρίου της κατοικίας του αιτούντος.».

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 

Άρθρο 18

Εγγραφή και εξάλειψη συναινετικής προσημείωσης υποθήκης με πράξη δικηγόρου – Τροποποίηση άρθρου 208 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Στο άρθρο 208 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί εγγραφής και εξάλειψης συναινετικής προσημείωσης υποθήκης με πράξη δικηγόρου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδικείο» αντικαθίσταται από τη λέξη «πρωτοδικείο», αβ) στο τρίτο εδάφιο, η λέξη «αμοιβής» αντικαθίσταται από τη λέξη «αποζημίωσης», αγ) στο πέμπτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «, είτε ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του συναινούντος από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή», αδ) στο ένατο εδάφιο, η λέξη «παραλαμβάνει» αντικαθίσταται από τις λέξεις «ειδοποιείται από τη γραμματεία του δικαστηρίου να παραλάβει», αε) στο δέκατο τρίτο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τη λέξη «πρωτοδικείου» και αστ) προστίθεται δέκατο τέταρτο εδάφιο, β) στην παρ. 2 προστίθενται οι λέξεις «ή μεταρρυθμίζεται» και το άρθρο 208 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 208

Εγγραφή και εξάλειψη συναινετικής προσημείωσης υποθήκης με πράξη δικηγόρου

«1. Τίτλο για την εγγραφή συναινετικής προσημείωσης υποθήκης και τίτλο για την εξάλειψη συναινετικής προσημείωσης υποθήκης αποτελεί πράξη η οποία εκδίδεται από δικηγόρο, μέλος του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει το πρωτοδικείο, στο οποίο κατατίθεται η αίτηση. Η αίτηση μπορεί να κατατεθεί και τα δικαιολογητικά έγγραφα να υποβληθούν ηλεκτρονικά. Η αίτηση της εγγραφής ή της εξάλειψης συναινετικής προσημείωσης υποθήκης: α) υπογράφεται από πληρεξούσιο δικηγόρο, και β) συνοδεύεται βα) από το σχετικό γραμμάτιο προείσπραξης των πληρεξουσίων δικηγόρων του αιτούντος και του καθ’ ου η αίτηση, ββ) την έγγραφη συναίνεση του καθ’ ου η αίτηση, η οποία υπογράφεται υποχρεωτικά από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, βγ) από ειδικό γραμμάτιο προκαταβολής αποζημίωσης του δικηγόρου του πρώτου εδαφίου του παρόντος που εκδίδει ο δικηγορικός σύλλογος του οποίου μέλος είναι ο ανωτέρω δικηγόρος. Όταν το Δημόσιο, Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης ή λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποβάλλουν την αίτηση του πρώτου εδαφίου καταβάλλουν το ήμισυ της προβλεπόμενης αποζημίωσης για τον δικηγόρο του πρώτου εδαφίου που εκδίδει την πράξη. Για την έγγραφη συναίνεση απαιτείται είτε συμβολαιογραφικό είτε ψηφιακά υπογεγραμμένο έγγραφο, είτε ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του συναινούντος από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή. Στην έγγραφη συναίνεση αποτυπώνεται η συμφωνία του καθ’ ου η αίτηση για την εγγραφή της προσημείωσης υποθήκης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του, με ειδική μνεία της αιτίας και του ύψους της οφειλής, καθώς και του ποσού της προσημείωσης υποθήκης και περιγραφή του ακινήτου ή των ακινήτων που θα προσημειωθούν. Ο δικηγόρος ορίζεται από κατάλογο, που καταρτίζει και διαβιβάζει πριν από την έναρξη κάθε δικαστικού έτους στη γραμματεία του δικαστηρίου ο δικηγορικός σύλλογος, και ορίζεται, τηρουμένης της σειράς του καταλόγου, από τον γραμματέα του δικαστηρίου στην πράξη κατάθεσης της σχετικής αίτησης. Ο δικηγόρος ενημερώνεται από τη γραμματεία του δικαστηρίου με μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, παραλαμβάνει, έγχαρτα ή ηλεκτρονικά, την αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα, επί των οποίων δύναται να ζητεί διευκρινίσεις και συμπληρώσεις και εκδίδει την πράξη αμελλητί. Αν ο δικηγόρος που ορίστηκε αρνείται ή κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να αναλάβει την έκδοση της πράξης ή αν αποβιώσει ή αν δεν εκδώσει την πράξη εντός δέκα (10) ημερών από την επομένη της ημέρας που ειδοποιείται από τη γραμματεία του δικαστηρίου να παραλάβει την αίτηση και τα έγγραφα, αντικαθίσταται και καταλαμβάνει τη θέση του ο επόμενος κατά σειρά στον κατάλογο δικηγόρος. O δικηγόρος οφείλει να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208). Αν καθ’ υποτροπήν δεν εκδίδει εμπροθέσμως την πράξη, υποβάλλεται από τη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου στο πειθαρχικό όργανο του οικείου δικηγορικού συλλόγου ενημέρωση για τη μη άσκηση των καθηκόντων του και εφαρμόζονται τα άρθρα 146 έως 159 του Κώδικα Δικηγόρων. Στην περίπτωση του δέκατου εδαφίου, ο δικηγόρος δύναται να αποκλείεται έως και ένα (1) έτος από την εγγραφή στον κατάλογο του έκτου εδαφίου.

Ο δικηγόρος εκδίδει την πράξη, την υπογράφει και την προσκομίζει στη γραμματεία του πρωτοδικείου, όπου η πράξη λαμβάνει αριθμό πρωτοκόλλου και στη συνέχεια αρχειοθετείται με τα αναγκαία έγγραφα στο αρχείο του δικαστηρίου, από όπου οι έχοντες έννομο συμφέρον λαμβάνουν αντίγραφα. Τα άρθρα 315 έως 320, περί της διαδικασίας διόρθωσης και ερμηνείας αποφάσεων, εφαρμόζονται αναλόγως.

  1. Με πράξη δικηγόρου, σύμφωνα με την παρ. 1, εξαλείφεται ή μεταρρυθμίζεται προσημείωση υποθήκης, ανεξαρτήτως του τίτλου εγγραφής της, εφόσον από την πράξη προκύπτει ρητά η συναίνεση όλων των μερών που είχαν εμπλακεί στην εγγραφή της.».

Κατάθεση δικογράφου σε περίπτωση αγωγής που απευθύνεται σε περιφερειακή έδρα πρωτοδικείου κατά την έννοια του ν. 5108/2024 – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 215 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στην παρ. 1 του άρθρου 215 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της άσκησης της αγωγής, προστίθεται νέο, δεύτερο, εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Αποκλειστικά σε περίπτωση αγωγής που απευθύνεται σε περιφερειακή έδρα πρωτοδικείου, κατά την έννοια του ν. 5108/2024 (Α’ 65), η κατάθεση του δικογράφου μπορεί να γίνεται είτε στη γραμματεία της έδρας του πρωτοδικείου είτε στη γραμματεία της περιφερειακής έδρας αυτού. Η κατάθεση του δικογράφου μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 119. Κάτω από το δικόγραφο που κατατέθηκε συντάσσεται έκθεση στην οποία αναφέρεται η ημέρα, ο μήνας και το έτος της κατάθεσης, καθώς και το ονοματεπώνυμο του καταθέτη. Η έκθεση μπορεί να συντάσσεται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 117. Αναφορά του δικογράφου της αγωγής που κατατέθηκε γίνεται χωρίς καθυστέρηση σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο. Στο βιβλίο αυτό αναγράφονται με αύξοντα αριθμό και χρονολογική σειρά οι αγωγές που κατατίθενται και αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων, η χρονολογία της κατάθεσης και το αντικείμενο της διαφοράς. Στη γραμματεία κάθε δικαστηρίου τηρείται και ηλεκτρονικό αρχείο αγωγών.».

Διαδικασία ως προς τις μικροδιαφορές – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 466 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Στην παρ. 1 του άρθρου 466 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της διαδικασίας ως προς τις μικροδιαφορές, οι λέξεις «Αν το αντικείμενο της διαφοράς υπάγεται στο ειρηνοδικείο και» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Εξαιρουμένων των διαφορών του άρθρου 17, αν το αντικείμενο της διαφοράς» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Εξαιρουμένων των διαφορών του άρθρου 17, αν το αντικείμενο της διαφοράς αφορά απαιτήσεις, καθώς και δικαιώματα επάνω σε κινητά πράγματα ή τη νομή τους και η αξία του δεν είναι μεγαλύτερη από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, εφαρμόζονται τα άρθρα 467 έως 471.».

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΡΙΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Παράβολο στα ένδικα μέσα της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 495 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 495 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της υποχρέωσης καταβολής παραβόλου στα ένδικα μέσα της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. Α, η υποπερ. α) καταργείται, β) στην περ. Β, η υποπερ. α) καταργείται, γ) στην υποπερ. α) της περ. Γ, οι λέξεις «ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων» αντικαθίστανται από τη λέξη «πρωτοδικείων» και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:

«3. Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, ως εξής:

Α. Για το ένδικο μέσο της έφεσης:

α) [Καταργείται]

β) κατά απόφασης μονομελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ,

γ) κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Β. Για το ένδικο μέσο της αναίρεσης:

α) [καταργείται]

β) κατά απόφασης μονομελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού τριακοσίων (300) ευρώ,

γ) κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ,

δ) κατά απόφασης εφετείου παράβολο ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.

Γ. Για το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης:

α) κατά αποφάσεων πρωτοδικείων παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ,

β) κατά αποφάσεων εφετείου και του Αρείου Πάγου παράβολο ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ. Σε περίπτωση που ασκήθηκε ένα ένδικο μέσο από ή κατά περισσότερων διαδίκων κατατίθεται ένα παράβολο από τους εκκαλούντες, αναιρεσείοντες ή αιτούντες. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των περ. 3 και 5 του άρθρου 614 και των περ. 1 και 3 του άρθρου 592.».

Προσδιορισμός δικασίμου σε εφέσεις κατά αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδικάζονται στις μεταβατικές έδρες των εφετείων της περιφερείας τους – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 498 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 498 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί προσδιορισμού δικασίμου σε εφέσεις κατά αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδικάζονται στις μεταβατικές έδρες των εφετείων της περιφέρειάς τους, οι λέξεις «των πολυμελών και μονομελών πρωτοδικείων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των πρωτοδικείων» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Κάθε διάδικος μπορεί μετά την άσκηση του ένδικου μέσου, φέρνοντας αντίγραφο του ένδικου μέσου και της απόφασης που προσβάλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο το ένδικο μέσο απευθύνεται, να ζητήσει να προσδιοριστεί δικάσιμος και να φέρει για συζήτηση την υπόθεση με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί ή και αυτοτελώς, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο.

Ο προσδιορισμός δικασίμου, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, προκειμένου για εφέσεις κατά αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδικάζονται στις μεταβατικές έδρες των εφετείων της περιφερείας τους, γίνεται κατ’ εντολήν του οικείου προέδρου εφετών από τον προϊστάμενο του πρωτοδικείου τούτου.».

Προκαταβολή παραβόλου στην ανακοπή ερημοδικίας – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 505 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Η περ. α) του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 505 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), καταργείται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Ο ανακόπτων οφείλει να προκαταβάλει στη γραμματεία του δικαστηρίου κατά την κατάθεση της ανακοπής το παράβολο που όρισε η ερήμην απόφαση και ανέρχεται για κάθε ανακόπτοντα:

α) [Καταργείται]

β) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατόν πενήντα (150) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, αν αυτή εκδίδεται από το μονομελές πρωτοδικείο, ή

γ) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από διακόσια (200) ευρώ και μεγαλύτερο από τριακόσια (300) ευρώ, όταν εκδίδεται από το πολυμελές πρωτοδικείο ή το εφετείο.

Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο.».

Αποφάσεις που μπορούν να προσβληθούν με έφεση – Τροποποίηση άρθρου 511 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 511 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί των αποφάσεων που μπορούν να προσβληθούν με έφεση, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) οι λέξεις «των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των πρωτοδικείων» και το άρθρο 511 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 511

Αποφάσεις που μπορούν να προσβληθούν με έφεση

Με έφεση μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των πρωτοδικείων.».

Περιπτώσεις επιτρεπόμενης αναίρεσης – Τροποποίηση άρθρου 560 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Στο άρθρο 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί των περιπτώσεων επιτρεπόμενης αναίρεσης, οι λέξεις «Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων,» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων, που υπάγονται στην παρ. 2 του άρθρου 18, καθώς και κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων της παρ. 2 του άρθρου 18,» και το άρθρο 560 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 560

Περιπτώσεις επιτρεπόμενης αναίρεσης

Κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων, που υπάγονται στην παρ. 2 του άρθρου 18, καθώς και κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων της παρ. 2 του άρθρου 18, επιτρέπεται αναίρεση μόνο:

1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές,

2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε, όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε δικαστής του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση,

3) αν το δικαστήριο δέχτηκε ή δεν δέχτηκε τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα,

4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας,

5) αν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,

6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.».

 

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Αρμόδιο δικαστήριο για τις διαφορές από πιστωτικούς τίτλους – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 622Β Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στην παρ. 1 του άρθρου 622Β του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του αρμόδιου δικαστηρίου για τις διαφορές από πιστωτικούς τίτλους, οι λέξεις «στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου εφόσον η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου αν υπερβαίνει το ποσό αυτό» αντικαθίστανται από τις λέξεις «πάντοτε στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Οι διαφορές της περ. 8 του άρθρου 614 υπάγονται πάντοτε στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου.».

Αρμόδιος δικαστής για την έκδοση διαταγής πληρωμής – Τροποποίηση άρθρου 625 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Στο άρθρο 625 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του αρμόδιου δικαστή για την έκδοση διαταγής πληρωμής, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «για απαίτηση της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου ο ειρηνοδίκης και για κάθε άλλη απαίτηση ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου» και το άρθρο 625 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 625

Αρμόδιος δικαστής για την έκδοση διαταγής πληρωμής

Αρμόδιος να εκδώσει διαταγή πληρωμής είναι ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου. Για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν γίνεται συζήτηση στο ακροατήριο.».

Αρμόδιος δικαστής για την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου – Τροποποίηση άρθρου 638 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 638 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του αρμόδιου δικαστή για την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «ο ειρηνοδίκης στις περιπτώσεις που αυτός έχει αρμοδιότητα κατά το άρθρο 14 παράγραφος 1 περίπτωση β’ και ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου σε κάθε άλλη περίπτωση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου» και το άρθρο 638 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 638

Αρμόδιος δικαστής για την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου

Αρμόδιος για την έκδοση της διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου είναι ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου. Η αίτηση υποβάλλεται στο κατά το άρθρο 29 κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο.»

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΠΕΜΠΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 

Αρμόδιο δικαστήριο για τις διαφορές που αφορούν την εκτέλεση απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλεί απόφαση γι’ αυτά – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 702 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Στην παρ. 2 του άρθρου 702 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του αρμόδιου δικαστηρίου για τις διαφορές που αφορούν την εκτέλεση απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλεί ολικά ή εν μέρει απόφαση γι’ αυτά, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «και, όπου δεν υπάρχει μονομελές πρωτοδικείο, το ειρηνοδικείο» διαγράφονται, β) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «ή του ειρηνοδικείου» διαγράφονται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Σε πολύ επείγουσες περιπτώσεις τις διαφορές που αναφέρονται στην παρ. 1 τις δικάζει το μονομελές πρωτοδικείο του τόπου όπου γίνεται η εκτέλεση της απόφασης, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 686 έως 688, 690 έως 692, 695 και 699. Ανάκληση της απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου μπορεί να ζητηθεί για οποιοδήποτε λόγο από το αρμόδιο κατά την παρ. 1 δικαστήριο.».

Προσωρινή ρύθμιση νομής ή κατοχής – Τροποποίηση άρθρου 734 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 734 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί των ασφαλιστικών μέτρων σε κάθε είδους υποθέσεις νομής ή κατοχής, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

α) προστίθεται τίτλος,

β) στην παρ. 1, βα) οι λέξεις «Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου επιδίδεται πάντοτε αντίγραφο της αίτησης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Σε κάθε είδους υποθέσεις νομής ή κατοχής, αντίγραφο της αίτησης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων» και ββ) προστίθενται οι λέξεις «επιδίδεται πάντοτε»,

γ) στην παρ. 2, η λέξη «ειρηνοδικείο» αντικαθίσταται από τη λέξη «δικαστήριο»,

δ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, δα) η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μονομελούς πρωτοδικείου» και δβ) προστίθενται οι λέξεις «ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου»,

ε) στην παρ. 4, η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μονομελούς πρωτοδικείου»,

στ) στην παρ. 5, η λέξη «ειρηνοδίκης» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου» και το άρθρο 734 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 734

Προσωρινή ρύθμιση νομής ή κατοχής

  1. Σε κάθε είδους υποθέσεις νομής ή κατοχής, αντίγραφο της αίτησης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με επισημείωση της πράξης που ορίζει τόπο και χρόνο για τη συζήτηση επιδίδεται πάντοτε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση.
  2. Το δικαστήριο για την προσωρινή ρύθμιση της νομής ή της κατοχής δικαιούται να διατάξει οποιοδήποτε ασφαλιστικό μέτρο κρίνει πρόσφορο και ιδίως να επιτρέψει ή να απαγορεύσει πράξεις νομής ή κατοχής ή να επιδικάσει τη νομή ή την κατοχή σε κάποιον από τους διαδίκους, είτε με παροχή είτε χωρίς παροχή εγγύησης.
  3. Κατά της απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου επιτρέπεται έφεση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της. Η έφεση δικάζεται κατά την ίδια διαδικασία, εφαρμόζεται όμως και το άρθρο 226.
  4. Η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου, εκτός αν η αναστολή διαταχθεί κατά το άρθρο 912.
  5. Στα ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 696 παρ. 3 και 697 και ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου δικάζει με τη σύμπραξη γραμματέα που τηρεί πρακτικά.».

Ευρωπαϊκή Διαταγή Δέσμευσης Λογαριασμού – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 738Α Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στην παρ. 1 του άρθρου 738Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της Ευρωπαϊκής Διαταγής Δέσμευσης Λογαριασμού, οι λέξεις «για απαίτηση της αρμοδιότητας ειρηνοδικείου ο ειρηνοδίκης και για κάθε άλλη απαίτηση ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «για κάθε απαίτηση ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Αρμόδιος να εκδώσει Ευρωπαϊκή Διαταγή Δέσμευσης Λογαριασμού σύμφωνα με τον Κανονισμό 655/2014 είναι για κάθε απαίτηση ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου.».

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Αρμοδιότητα – Αντικατάσταση άρθρου 740 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Το άρθρο 740 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί του αρμόδιου δικαστηρίου στην εκούσια δικαιοδοσία, αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 740

Αρμοδιότητα

  1. Στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και του δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου, όπου αυτός ορίζεται, υπάγονται οι υποθέσεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 739. Εξαιρούνται οι υποθέσεις που αφορούν την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων.
  2. Στις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739 δεν επιτρέπεται παρέκταση της αρμοδιότητας.
  3. Στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους των άρθρων 782, 789, 790, 792 έως 794, 797, 798, 811, 813 έως 818, 819 παρ. 3, 831 έως 833, 835 παρ. 3, 838, 847, 848, 857, 861, 864 και 1023 του παρόντος, καθώς και κατά αποφάσεων των ν. 3869/2010 (Α΄ 130), 4072/2012 (Α΄ 86) και 4738/2020 (Α΄ 207).
  4. Στην αρμοδιότητα των μονομελών εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα πολυμελή πρωτοδικεία κατά την παρ. 3, καθώς και κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων, σε υποθέσεις που εκδικάζονται από αυτά με διάταξη νόμου. Στην αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους.».

Σωματεία – Τροποποίηση άρθρου 787 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 787 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί  σωματείων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στην παρ. 1, βα) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «Ειρηνοδίκης» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου», ββ) στο δεύτερο εδάφιο, η λέξη «Ειρηνοδίκης» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου», βγ) στο τρίτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «ειδοποίηση της γραμματείας του Δικαστηρίου για την», βδ) στο πέμπτο εδάφιο, η λέξη «Ειρηνοδίκη» αντικαθίσταται από τη λέξη «δικαστή», βε) στο έβδομο εδάφιο, η λέξη «αμοιβή» αντικαθίσταται από τη λέξη «αποζημίωση», βστ) στο δέκατο εδάφιο, η λέξη «παραλαμβάνει» αντικαθίσταται από τις λέξεις «ειδοποιείται από τη γραμματεία του δικαστηρίου να παραλάβει» και το άρθρο 787 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 787

Σωματεία

  1. Όταν ζητείται κατά τον νόμο να διαταχθεί η εγγραφή σωματείου στο βιβλίο που τηρείται για αυτόν τον σκοπό, ή η τροποποίηση του καταστατικού ή η εξουσιοδότηση για τη σύγκληση της συνέλευσης σωματείου και τη ρύθμιση της προεδρίας της ή η διάλυση σωματείου, αρμόδιος είναι ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας που έχει έδρα το σωματείο. Ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου στις υποθέσεις του πρώτου εδαφίου επικουρείται από δικηγόρο ο οποίος διενεργεί προέλεγχο της αίτησης ως προς τα απαιτούμενα κατά νόμον τυπικά στοιχεία της και τα συνοδευτικά έγγραφά της. Ο δικηγόρος του δεύτερου εδαφίου, εντός πέντε (5) ημερών από την ειδοποίηση της γραμματείας του Δικαστηρίου για την παραλαβή της αίτησης του πρώτου εδαφίου, μπορεί να ζητήσει από εκείνον που υποβάλλει την αίτηση να προσκομίσει συμπληρωματικά έγγραφα ή στοιχεία. Στην περίπτωση του τρίτου εδαφίου, αν ζητηθούν συμπληρωματικά έγγραφα ή στοιχεία, προσκομίζονται από εκείνον που υποβάλλει την αίτηση εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών. Μετά από την ολοκλήρωση του προελέγχου παραδίδει στη γραμματεία τον φάκελο με όλα τα έγγραφα και ο φάκελος διαβιβάζεται στον αρμόδιο δικαστή για να εκδώσει κατά την κρίση του τη σχετική διαταγή. Ο δικηγόρος ορίζεται με την πράξη κατάθεσης του γραμματέα του δικαστηρίου στο οποίο κατατίθεται η αίτηση, από κατάλογο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και αποστέλλεται στη γραμματεία από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο προ της έναρξης κάθε δικαστικού έτους, τηρουμένης της σειράς που αναγράφεται στον κατάλογο. Η αίτηση με την οποία ζητείται κατά τον νόμο να διαταχθεί η εγγραφή σωματείου στο οικείο βιβλίο συνοδεύεται από ειδικό γραμμάτιο προκαταβολής αποζημίωσης του δικηγόρου του δεύτερου εδαφίου που εκδίδει ο δικηγορικός σύλλογος, του οποίου μέλος είναι ο ανωτέρω δικηγόρος.

Η γραμματεία ενημερώνει με ηλεκτρονικό μήνυμα τον δικηγόρο που ορίζεται, ο οποίος παραλαμβάνει την αίτηση και τα έγγραφα και μπορεί να ζητεί διευκρινίσεις και συμπληρώσεις.

Η παράδοση των εγγράφων στον δικηγόρο που ορίστηκε μπορεί να γίνει και ηλεκτρονικά.

Αν ο δικηγόρος που ορίστηκε αρνείται ή κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να αναλάβει τη διενέργεια του προελέγχου ή αν αποβιώσει ή αν δεν παραδώσει στη γραμματεία τον φάκελο εντός δεκαπέντε (15) ημερών, από την επομένη της ημέρας που ειδοποιείται από τη γραμματεία του δικαστηρίου να παραλάβει την αίτηση και τα έγγραφα, αντικαθίσταται και καταλαμβάνει τη θέση του ο επόμενος κατά σειρά στον κατάλογο δικηγόρος. O δικηγόρος οφείλει να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208). Αν καθ’ υποτροπήν δεν ολοκληρώνει τον προέλεγχο και δεν παραδίδει εμπροθέσμως τον φάκελο, υποβάλλεται από τη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου στο πειθαρχικό όργανο του οικείου δικηγορικού συλλόγου ενημέρωση για τη μη άσκηση των καθηκόντων του και εφαρμόζονται τα άρθρα 146 έως 159 του Κώδικα Δικηγόρων. Στην περίπτωση του ενδέκατου εδαφίου, ο δικηγόρος δύναται να αποκλείεται έως και ένα (1) έτος από την εγγραφή στον κατάλογο του πέμπτου εδαφίου.

  1. Δικαίωμα ανακοπής κατά της διαταγής που δέχεται αίτηση εγγραφής σωματείου ή τροποποίησης καταστατικού έχει ο εισαγγελέας πρωτοδικών αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης της εποπτεύουσας αρχής, καθώς και κάθε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον.».

Διαδικασία δημοσίευσης διαθήκης – Τροποποίηση άρθρου 808 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 808 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της διαδικασίας δημοσίευσης διαθήκης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) η παρ. 1 αντικαθίσταται, γ) στην παρ. 3, γα) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδίκη» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου», γβ) στο δεύτερο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδίκης» αντικαθίσταται από τη λέξη «δικαστής», δ) στην παρ. 4, δα) η λέξη «ειρηνοδίκη» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου», δβ) η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μονομελούς πρωτοδικείου», ε) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 6, η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μονομελούς πρωτοδικείου» και το άρθρο 808 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 808

Διαδικασία δημοσίευσης διαθήκης

  1. Η δημοσίευση διαθήκης γίνεται με καταχώρισή της, ολόκληρης, στο πρακτικό που υπογράφεται από τον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου, στο οποίο βεβαιώνονται όλα τα εξωτερικά ελαττώματά της.
  2. Η δημοσίευση διαθήκης από προξενική αρχή γίνεται από τον πρόξενο ο οποίος συντάσσει πρακτικό που υπογράφεται από αυτόν και, αν πρόκειται για ιδιόγραφη διαθήκη, και από εκείνο που την παρέδωσε.
  3. Η κήρυξη ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας γίνεται με πράξη του αρμόδιου για τη δημοσίευσή της δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου, εφόσον πιθανολογηθεί γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη. Όταν η διαθήκη δημοσιεύθηκε από προξενική αρχή, αρμόδιος για να την κηρύξει κύρια είναι ο δικαστής του δικαστηρίου της κληρονομιάς. Όταν με ιδιόγραφη διαθήκη ορίζεται αποκλειστικά κληρονόμος πρόσωπο που δεν είναι σύζυγος του διαθέτη ή δεν έχει με τον διαθέτη συγγενική σχέση τουλάχιστον τέταρτου βαθμού, διατάσσεται γραφολογική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να αποδειχθεί η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη. Στην περίπτωση αυτή καλείται υποχρεωτικά, εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, το Ελληνικό Δημόσιο.
  4. Τα αντίγραφα των δημόσιων διαθηκών που δημοσιεύονται και τα πρωτότυπα των μυστικών ή έκτακτων ή ιδιόγραφων διαθηκών, με τα περικαλύμματά τους, χρονολογούνται και υπογράφονται από τον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον πρόξενο και φυλάγονται στο αρχείο του μονομελούς πρωτοδικείου ή του προξενείου.
  5. Αντίγραφα των πρακτικών δημοσίευσης της διαθήκης αποστέλλονται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου ή του προξενείου, στη γραμματεία του πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και στη γραμματεία του πρωτοδικείου της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη και φυλάγονται στα αρχεία τους.
  6. Αντίγραφα διαθηκών και ανακλήσεων διαθηκών, που δημοσιεύθηκαν στο εξωτερικό, μπορεί να κατατεθούν σε ελληνική προξενική αρχή ή στη γραμματεία οποιουδήποτε μονομελούς πρωτοδικείου. Η προξενική αρχή ή η γραμματεία που παραλαμβάνει τα αντίγραφα συντάσσει επάνω σε αυτά πράξη κατάθεσης, όπου αναγράφει όσα κατατέθηκαν, εκείνον που τα κατέθεσε και την ημερομηνία της κατάθεσης. Τα αντίγραφα αυτά πρέπει να είναι επικυρωμένα από την αλλοδαπή αρχή που δημοσίευσε τη διαθήκη. Αν είναι διατυπωμένες ολόκληρες ή εν μέρει σε ξένη γλώσσα, πρέπει να επισυνάπτεται, κατά την κατάθεση τους, μετάφραση στην ελληνική γλώσσα του ξενόγλωσσου μέρους τους, που έχει γίνει από το Υπουργείο Εξωτερικών, ελληνική προξενική αρχή ή δικηγόρο. Αντίγραφα τους αποστέλλονται χωρίς καθυστέρηση, με επιμέλεια του προξένου που τα παρέλαβε ή της γραμματείας του δικαστηρίου, στη γραμματεία του πρωτοδικείου Αθηνών.».

Έκδοση του κληρονομητηρίου – Τροποποίηση άρθρου 819 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 819 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της έκδοσης κληρονομητηρίου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στην παρ. 1, βα) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τη λέξη «δικαστηρίου», ββ) στο δεύτερο εδάφιο, η λέξη «αμοιβής» αντικαθίσταται από τη λέξη «αποζημίωσης», γ) στην παρ. 2, στο τέταρτο εδάφιο, η λέξη «παραλαμβάνει» αντικαθίσταται από τις λέξεις «ειδοποιείται από τη γραμματεία να παραλάβει», δ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, οι λέξεις «ο ειρηνοδίκης προσδιορίζει δικάσιμο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «προσδιορίζεται δικάσιμος» και το άρθρο 819 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 819

Έκδοση του κληρονομητηρίου

  1. Το πιστοποιητικό για το κληρονομικό δικαίωμα (κληρονομητήριο) χορηγείται μετά από πράξη δικηγόρου, μέλους του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του πρωτοδικείου του δικαστηρίου της κληρονομιάς, κατόπιν αίτησης, η οποία κατατίθεται στο δικαστήριο της κληρονομίας από τον κληρονόμο ή τον καταπιστευματοδόχο ή τον κληροδόχο ή τον εκτελεστή διαθήκης και η οποία αναρτάται σε ειδικό χώρο του καταστήματος του δικαστηρίου για χρονικό διάστημα δέκα (10) ημερών. Η αίτηση του πρώτου εδαφίου υπογράφεται από πληρεξούσιο δικηγόρο και συνοδεύεται από το σχετικό γραμμάτιο προείσπραξης, καθώς και από ειδικό γραμμάτιο προκαταβολής της αποζημίωσης του δικηγόρου του πρώτου εδαφίου, που εκδίδει ο δικηγορικός σύλλογος του οποίου μέλος είναι ο ανωτέρω δικηγόρος. Όταν το Δημόσιο, Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης ή λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποβάλλουν την αίτηση του πρώτου εδαφίου καταβάλλουν το ήμισυ της προβλεπόμενης αποζημίωσης για τον δικηγόρο του πρώτου εδαφίου που εκδίδει την πράξη.
  2. Ο δικηγόρος ορίζεται από κατάλογο, που καταρτίζει και διαβιβάζει, πριν από την έναρξη κάθε δικαστικού έτους, στη γραμματεία του δικαστηρίου ο δικηγορικός σύλλογος, και ορίζεται, τηρουμένης της σειράς του καταλόγου, από τον γραμματέα του δικαστηρίου στην πράξη κατάθεσης της σχετικής αίτησης. Ο δικηγόρος ενημερώνεται από τη γραμματεία του δικαστηρίου με μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, παραλαμβάνει, έγχαρτα ή ηλεκτρονικά, την αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα μετά από την πάροδο του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 και με την επιφύλαξη του τέταρτου εδαφίου της παρούσας, επί των οποίων δύναται να ζητεί διευκρινίσεις και συμπληρώσεις. Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 1956 περί της έννοιας του κληρονομητηρίου, 1957 περί του περιεχομένου της αίτησης κληρονομητηρίου, 1958, 1959, 1960 περί περισσότερων κληρονόμων και 1961 περί περιεχομένου του κληρονομητηρίου του Αστικού Κώδικα ο δικηγόρος εκδίδει σχετική απορριπτική πράξη. Αν ο δικηγόρος που ορίστηκε αρνείται ή κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να αναλάβει την έκδοση της πράξης ή αν αποβιώσει ή αν δεν εκδώσει την πράξη εντός τριάντα (30) ημερών από την επομένη της ημέρας που ειδοποιείται από τη γραμματεία να παραλάβει την αίτηση και τα έγγραφα, αντικαθίσταται και καταλαμβάνει τη θέση του ο επόμενος κατά σειρά στον κατάλογο δικηγόρος.

O δικηγόρος οφείλει να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208). Αν καθ’ υποτροπήν δεν εκδίδει την πράξη εμπροθέσμως, υποβάλλεται από τη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου στο πειθαρχικό όργανο του οικείου δικηγορικού συλλόγου ενημέρωση για τη μη άσκηση των καθηκόντων του και εφαρμόζονται τα άρθρα 146 έως 159 του Κώδικα Δικηγόρων. Στην περίπτωση του πέμπτου εδαφίου, ο δικηγόρος δύναται να αποκλείεται έως και ένα (1) έτος από την εγγραφή στον κατάλογο του δευτέρου εδαφίου.

  1. Αν εντός του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 ασκηθεί παρέμβαση τρίτου, προσδιορίζεται δικάσιμος για τη συζήτησή της, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής. Η άσκηση της παρέμβασης του πρώτου εδαφίου αναστέλλει την ισχύ της πράξης και την έκδοση του πιστοποιητικού.
  2. Το πιστοποιητικό (κληρονομητήριο) εκδίδεται από τον γραμματέα του δικαστηρίου στο οποίο κατατέθηκε η αίτηση και παραδίδεται σε αυτόν που αιτήθηκε την έκδοσή του με απόδειξη παραλαβής, η οποία φυλάσσεται στο αρχείο του δικαστηρίου. Αν την έκδοση του πιστοποιητικού διατάζει το δικαστήριο που δίκασε ύστερα από έφεση, το πιστοποιητικό εκδίδεται από τον γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στον οποίο αποστέλλεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αντίγραφο της απόφασης.».

Εύρεση διαθήκης ή εγγράφων – Αντικατάσταση άρθρου 828 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 828 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της εύρεσης διαθήκης ή εγγράφων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) τα εδάφια δεύτερο και τρίτο αντικαθίστανται και το άρθρο 828 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 828

Εύρεση διαθήκης ή εγγράφων

Αν κάποιος από εκείνους που παρευρίσκονται κατά τη σφράγιση ισχυρίζεται ότι υπάρχει διαθήκη ή άλλο σημαντικό έγγραφο, όποιος ενεργεί τη σφράγιση οφείλει να ερευνήσει, αν υπάρχει. Αν βρεθεί η διαθήκη, ο συμβολαιογράφος που ενεργεί τη σφράγιση την παραλαμβάνει και τη στέλνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο αρμόδιο για τη δημοσίευσή της δικαστήριο. Αν βρεθεί άλλο σημαντικό έγγραφο, ο συμβολαιογράφος που ενεργεί τη σφράγιση το παραλαμβάνει και ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου διατάζει να παραδοθεί σ’ αυτόν που δικαιούται να το κατέχει, ή, ώσπου να εξακριβωθεί εκείνος που δικαιούται, να φυλάσσεται στο αρχείο της γραμματείας του δικαστηρίου.».

Έκθεση σφράγισης – Τροποποίηση άρθρου 830 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 830 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της έκθεσης σφράγισης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδίκη» αντικαθίσταται από τη λέξη «δικαστή» και το άρθρο 830, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 830

Έκθεση σφράγισης

Για τη σφράγιση συντάσσεται έκθεση, η οποία εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το άρθρο 117 πρέπει να αναφέρει 1) την απόφαση του δικαστή με την οποία διατάσσεται η σφράγιση, 2) περιγραφή των χώρων στους οποίους τοποθετήθηκαν οι σφραγίδες, 3) περιγραφή των εγγράφων που βρέθηκαν κατά το άρθρο 828 και αναφορά των προσώπων στα οποία παραδόθηκαν, 4) κάθε ισχυρισμό ή αμφισβήτηση εκείνων που παραβρέθηκαν κατά τη σφράγιση και κάθε τι που υπέπεσε στην αντίληψη εκείνου που έκανε τη σφράγιση και 5) βεβαίωση ότι εκείνος που έκανε τη σφράγιση παρέλαβε τα κλειδιά, ότι έκανε την έρευνα που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 829 και το αποτέλεσμά της. Αν στο διαμέρισμα, το οποίο πρόκειται να σφραγιστεί, δεν υπάρχουν κινητά πράγματα, αυτό σημειώνεται στην έκθεση.».

Αποσφράγιση και επανασφράγιση – Τροποποίηση άρθρου 831 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 831 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί αποσφράγισης και επανασφράγισης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1, οι λέξεις «ο ειρηνοδίκης που διέταξε τη σφράγιση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το δικαστήριο της περιφέρειας όπου διατάχθηκε η σφράγιση», γ) στην παρ. 2, γα) οι λέξεις «Ο ειρηνοδίκης κατά τη δικάσιμο που ο ίδιος ορίζει είναι υποχρεωμένος να διατάξει την κλήτευση εκείνου που ζήτησε τη σφράγιση, όπως και εκείνων που παραβρέθηκαν» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Κατά τη συζήτηση καλούνται εκείνος που ζήτησε τη σφράγιση, όπως και εκείνοι που παραβρέθηκαν», γβ) οι λέξεις «μπορεί να διατάξει κλήτευση εκείνων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μπορούν να κλητευθούν εκείνοι» και το άρθρο 831 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 831

Αποσφράγιση και επανασφράγιση

  1. Αν η διατήρηση της σφράγισης δεν είναι αναγκαία ή πρόκειται να γίνει απογραφή, το δικαστήριο της περιφέρειας όπου διατάχθηκε η σφράγιση, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, διατάζει την αποσφράγιση. Αποσφράγιση και επανασφράγιση μπορεί να διαταχθεί και για να αποτραπεί ο κίνδυνος ή για άλλο σπουδαίο λόγο.
  2. Κατά τη συζήτηση καλούνται εκείνος που ζήτησε τη σφράγιση, όπως και εκείνοι που παραβρέθηκαν κατά την ενέργειά της και, αν η σφράγιση έγινε σε περιουσιακό στοιχείο κληρονομίας, μπορούν να κλητευθούν εκείνοι που πιθανολογείται ότι είναι κληρονόμοι, καταπιστευματοδόχοι, κληροδόχοι και εκτελεστές διαθήκης.».

Εξέταση των σφραγίδων – Τροποποίηση άρθρου 835 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 835 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της εξέτασης των σφραγίδων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) η παρ. 2 αντικαθίσταται, γ) στην παρ. 3, οι λέξεις «Ο ειρηνοδίκης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Το δικαστήριο» και το άρθρο 835 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 835

Εξέταση των σφραγίδων

  1. Όποιος ενεργεί την αποσφράγιση οφείλει να εξετάσει την κατάσταση των σφραγίδων που έχουν τεθεί.
  2. Αν οι σφραγίδες που έχουν τεθεί δεν είναι άθικτες, ο συμβολαιογράφος που ενεργεί την αποσφράγιση διακόπτει κάθε παραπέρα ενέργεια και αυτό το αναφέρει αμέσως εγγράφως στο δικαστήριο που διέταξε την αποσφράγιση.
  3. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις της παρ. 2 πηγαίνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον τόπο όπου έχουν τεθεί οι σφραγίδες, βεβαιώνει την κατάστασή τους και με απόφασή του διατάζει κάθε κατά την κρίση του πρόσφορο μέτρο.».

Διαφορές που ανακύπτουν κατά τη σφράγιση, αποσφράγιση ή απογραφή – Τροποποίηση άρθρου 841 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 841 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί των διαφορών που ανακύπτουν κατά τη σφράγιση, αποσφράγιση ή απογραφή, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στην παρ. 1, οι λέξεις «τον ειρηνοδίκη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το κατά περίπτωση δικαιοδοτικό όργανο», γ) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, γα) οι λέξεις «τον ειρηνοδίκη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το δικαιοδοτικό όργανο», γβ) προστίθενται οι λέξεις «τη διαταγή ή», δ) στην παρ. 3, προστίθενται οι λέξεις «διαταγές ή» και το άρθρο 841, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 841

Διαφορές που ανακύπτουν κατάτη σφράγιση, αποσφράγιση ή απογραφή

  1. Κάθε διαφορά ή δυσχέρεια που προκύπτει κατά τη σφράγιση, την αποσφράγιση ή την απογραφή δικάζεται από το κατά περίπτωση δικαιοδοτικό όργανο που τις διέταξε.
  2. Ο συμβολαιογράφος που ενεργεί τη σφράγιση, την αποσφράγιση και την απογραφή, αποφασίζει προσωρινά για τις διαφορές ή δυσχέρειες που παρουσιάζονται κατά τη διενέργειά τους και η απόφασή του καταχωρίζεται στην έκθεση και εκτελείται αμέσως. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το δικαιοδοτικό όργανο που αναφέρεται στην παρ. 1, να ανακαλέσει τη διαταγή ή την απόφαση αυτή και να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση.
  3. Οι διαταγές ή αποφάσεις που εκδίδονται κατά την παρ. 1 έχουν προσωρινή ισχύ, δεν επηρεάζουν την κύρια υπόθεση και το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα μπορεί να τις τροποποιήσει ή να τις ανακαλέσει.».

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΟΓΔΟΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 

Ορισμός της αξίας αντικαταστατών πραγμάτων – Τροποποίηση άρθρου 917 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 917 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της αναγκαστικής εκτέλεσης επί αντικαταστατών πραγμάτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) το δεύτερο εδάφιο καταργείται και το άρθρο 917 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 917

Ορισμός της αξίας αντικαταστατών πραγμάτων

Όταν αντικείμενο της παροχής είναι πράγματα αντικαταστατά και πρέπει για την αναγκαστική εκτέλεση να οριστεί η αξία τους σε χρήμα, ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της παροχής γίνεται με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, που δικάζει κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ..».

Αμυντικά μέσα κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 933 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στo πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 933 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί άσκησης ανακοπής στην αναγκαστική εκτέλεση, οι λέξεις «ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος, έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, και στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μονομελές πρωτοδικείο» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον και αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ή την απαίτηση ασκούνται μόνο με ανακοπή, που εισάγεται στο μονομελές πρωτοδικείο. Αν ασκηθούν περισσότερες ανακοπές με χωριστά δικόγραφα, με επιμέλεια της γραμματείας προσδιορίζονται και εκδικάζονται όλες υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο. Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο, σε κάθε περίπτωση οκτώ (8) τουλάχιστον μέρες πριν τη συζήτηση. Η ανακοπή κατά του πλειστηριασμού απευθύνεται, με ποινή το απαράδεκτο, κατά του επισπεύδοντα δανειστή και του υπερθεματιστή. Επί κοινής δε πλειοδοσίας η ανακοπή ασκείται από όλους και κατά όλων των πλειοδοτών.».

Άρθρο 43

Κατάσχεση εις χείρας τρίτου – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 983 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στην παρ. 1 του άρθρου 983 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της επίδοσης εγγράφου για διενέργεια κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι λέξεις «στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του πρωτοδικείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην περιφέρεια του ίδιου πρωτοδικείου», β) η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τη λέξη «πρωτοδικείου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118, και α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου.».

Άρθρο 44

Συγκέντρωση στοιχείων κατασχεμένου ακινήτου από δικαστικό επιμελητή – Τροποποίηση άρθρου 995 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στην παρ. 4 του άρθρου 995 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985), περί της επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης, προστίθενται εδάφια, δέκατο και ενδέκατο, και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:

«4. Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την κατάσχεση, να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τον εκτελεστό τίτλο, την έκθεση επίδοσης της επιταγής της εκτέλεσης, την κατασχετήρια έκθεση και τις εκθέσεις επίδοσής της στον οφειλέτη, τον τρίτο κύριο ή νομέα και τον υποθηκοφύλακα ή όποιον τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο, το πιστοποιητικό βαρών, καθώς και, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, την έκθεση εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή του π.δ. 59/2016. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει έκθεση για όλα αυτά. Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ` ου η εκτέλεση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών και, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, την τιμή της πρώτης προσφοράς, του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού, που θέτει ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στον δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927 και το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, εκδίδεται από τον δικαστικό επιμελητή και δημοσιεύεται με επιμέλεια αυτού μέχρι την δέκατη πέμπτη ημέρα από την κατάσχεση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ). Στο απόσπασμα περιλαμβάνεται και η βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή, σχετικά με την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της Περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης. Το απόσπασμα επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία στον τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων εδαφίων, διαφορετικά είναι άκυρος. Ο δικαστικός επιμελητής παραδίδει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε ηλεκτρονική μορφή, φωτογραφίες του κατασχεθέντος ακινήτου, τις οποίες λαμβάνει κατά την επιτόπια μετάβασή του σε αυτό. Η λήψη τους από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού αναφέρεται στην παραπάνω έκθεση. Τα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, καθώς και η έκθεση του πιστοποιημένου εκτιμητή και οι φωτογραφίες αναρτώνται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στο ηλεκτρονικό σύστημα πλειστηριασμού. Εκτός των ανωτέρω πληροφοριακών στοιχείων, ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να συγκεντρώνει και όποια άλλα πληροφοριακά στοιχεία και έγγραφα ενδεικτικά της αξίας του κατασχεμένου ακινήτου, όπως οικοδομικές άδειες, τοπογραφικά διαγράμματα και κατόψεις, και να τα παραδίδει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ο οποίος τα αναρτά στην ίδια ως άνω ιστοσελίδα το αργότερο τριάντα (30) ημέρες προ του πλειστηριασμού. Όλες οι αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες και οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να χορηγούν στον δικαστικό επιμελητή τα έγγραφα αυτά.».

 

Άρθρο 45

Αρμοδιότητα συμβολαιογράφου για διενέργεια πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα – Τροποποίηση παρ. 1 και 4 άρθρου 998 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

  1. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 998 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα του κατασχεμένου ακινήτου, προστίθενται οι λέξεις «ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου όμορης περιφέρειας,» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Το κατασχεμένο ακίνητο πλειστηριάζεται με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον του συμβολαιογράφου της εφετειακής περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο. Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατό να ορισθεί συμβολαιογράφος του τόπου εκτέλεσης (κατάσχεσης), το κατασχεμένο ακίνητο πλειστηριάζεται ενώπιον συμβολαιογράφου διορισμένου στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου όμορης περιφέρειας, ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του Κράτους. Το άρθρο 959 εφαρμόζεται και στον πλειστηριασμό ακινήτων.».

  1. Στην παρ. 4 του άρθρου 998 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο, αα) οι λέξεις «περισσότερων ειρηνοδικείων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «περισσότερων πρωτοδικείων» και αβ) οι λέξεις «εκ των άνω ειρηνοδικείων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εκ των άνω πρωτοδικείων», β) στο δεύτερο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τη λέξη «πρωτοδικείου» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:

«4. Αν τα κατασχεμένα πράγματα βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων πρωτοδικείων, ο πλειστηριασμός διενεργείται, κατ` επιλογή του επισπεύδοντος, στην περιφέρεια οποιουδήποτε εκ των άνω πρωτοδικείων. Εάν ο πλειστηριασμός μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά σε μία μόνο από αυτές, επιλέγεται υποχρεωτικά η περιφέρεια του συγκεκριμένου πρωτοδικείου, και, αν για οποιονδήποτε λόγο, δεν μπορεί να διενεργηθεί σε καμία από αυτές, τότε επιλέγεται η περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται από τη διενέργεια του πλειστηριασμού είναι το δικαστήριο του τόπου εκτέλεσης.».

Άρθρο 46

Αναγκαστικοί δημόσιοι πλειστηριασμοί – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 1005 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Στην παρ. 1 του άρθρου 1005 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί της καταβολής του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή και περί της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, προστίθεται τρίτο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλει το πλειστηρίασμα και το τέλος χρήσης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατακύρωση, και αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. Διατάξεις που προβλέπουν ότι απαίτηση από παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, άρδευσης, ύδρευσης ή φυσικού αερίου. βαρύνει τον ειδικό διάδοχο του κυρίου κινητού ή ακινήτου, δεν εφαρμόζονται επί αναγκαστικού δημοσίου πλειστηριασμού.».

Άρθρο 47

Διαδικασία εκούσιου πλειστηριασμού – Τροποποίηση άρθρου 1021 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

 

Στο άρθρο 1021 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), περί εκούσιου πλειστηριασμού, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πέμπτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, όμορης περιφέρειας,», γ) στο έκτο εδάφιο, η λέξη «ειρηνοδικείου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μονομελούς πρωτοδικείου» και το άρθρο 1021 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 1021

Διαδικασία εκούσιου πλειστηριασμού

ΤΕΛΙΚΕΣ – ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 48

Τελικές διατάξεις

  1. Στο άρθρο 13, στην παρ. 2 του άρθρου 53, περί των περιπτώσεων απαραδέκτου της αίτησης εξαίρεσης δικαστών και εισαγγελέων, στο άρθρο 61, περί της αδυναμίας συγκρότησης του δικαστηρίου μετά από αποδοχή αίτησης εξαίρεσης δικαστή, στο άρθρο 192, περί της εκκαθάρισης των δικαστικών εξόδων σε περίπτωση αποδοχής ή ανάκλησης διαδικαστικής πράξης ή παραίτησης είτε από αυτήν είτε από ολόκληρη τη δίκη, στο άρθρο 241, περί της άπαξ αναβολής της συζήτησης σε μεταγενέστερη δικάσιμο για σπουδαίο λόγο, στο άρθρο 256, περί του περιεχομένου των πρακτικών της συζήτησης, στην παρ. 1 του άρθρου 304, περί του σχεδίου της απόφασης, στο άρθρο 512, περί του ανέκκλητου των αποφάσεων που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών, στο άρθρο 538, περί της αναψηλάφησης, στο άρθρο 552, περί της αναίρεσης, στο άρθρο 618, περί της καταβολής ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων, στην παρ. 6 του άρθρου 622Α, περί των διαφορών από αμοιβές, αποζημιώσεις και έξοδα, στην παρ. 6 του άρθρου 686, περί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, και στο άρθρο 750, περί της παράστασης του εισαγγελέα κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182) καταργείται η αναφορά στο ειρηνοδικείο.
  2. Στην παρ. 3 του άρθρου 55, περί της εξαίρεσης δικαστών και υπαλλήλων της γραμματείας του δικαστηρίου, στο άρθρο 61, περί της αδυναμίας συγκρότησης του δικαστηρίου μετά από αποδοχή αίτησης εξαίρεσης δικαστή, στην παρ. 3 του άρθρου 122, περί των οργάνων επίδοσης, στο άρθρο 150, περί σύντμησης προθεσμιών, στο άρθρο 232, περί της εισαγωγής της αγωγής για συζήτηση, στις παρ. 5 και 8 του άρθρου 237, περί της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων και αποδεικτικών εγγράφων, αντίκρουσης και συμπλήρωσης, στο άρθρο 243, περί της αναπλήρωσης δικαστή για σπουδαίο λόγο, στην παρ. 3 του άρθρου 317, περί της αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας απόφασης, στην παρ. 2 του άρθρου 487, περί της αυτούσιας διανομής με κλήρωση, στις παρ. 2 και 4 του άρθρου 686, περί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, στην παρ. 2 του άρθρου 687, περί της συζήτησης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων χωρίς κλήτευση, και στην παρ. 2 του άρθρου 690, περί της εκδίκασης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καταργείται η αναφορά στον ειρηνοδίκη.
  3. Στην παρ. 1 του άρθρου 782, περί της βεβαίωσης γεγονότων με δικαστική απόφαση, στο άρθρο 789, περί της σύγκλησης συνέλευσης συνεταιρισμού, στο άρθρο 790, περί του διορισμού εκκαθαριστή συνεταιρισμού, στο άρθρο 792, περί της άδειας εκποίησης ή απόδοσης ενεχύρου, στο άρθρο 793, περί του διορισμού μεσεγγυούχου, στο άρθρο 794, περί του διορισμού πραγματογνώμονα, στο άρθρο 797, περί της άδειας για τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων, στο άρθρο 798, περί της άδειας για τη διενέργεια πράξεων εκτός από εκείνες των άρθρων 792 και 797, στην παρ. 2 του άρθρου 829, περί ορισμού μεσεγγυούχου, στην παρ. 2 του άρθρου 843, περί της άρνησης δόσεως όρκου και περί της μη εμφάνισης, στην παρ. 2 του άρθρου 851, περί της πρόσκλησης για αναγγελία δικαιώματος, στο άρθρο 861, περί του βεβαιωτικού όρκου, στην παρ. 2 του άρθρου 862, περί του ορισμού προθεσμίας για τον όρκο, στο άρθρο 864, περί της άρνησης δόσης όρκου και περί της μη εμφάνισης, και στο άρθρο 865, περί της μεταγενέστερης δόσης του όρκου, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπου γίνεται αναφορά στο ειρηνοδικείο νοείται αναφορά στο δικαστήριο.
  4. Στην παρ. 2 του άρθρου 94, περί της παράστασης στο δικαστήριο χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, στην παρ. 5 του άρθρου 622Α, περί των διαφορών από αμοιβές, αποζημιώσεις και έξοδα, στο άρθρο 809, περί των βιβλίων των διαθηκών, στο άρθρο 810, περί του δικαστηρίου της κληρονομιάς, στο άρθρο 888, περί της διεξαγωγής αποδείξεων, στο άρθρο 941, περί των μέσων αναγκαστικής εκτέλεσης όταν υπάρχει υποχρέωση να παραδοθεί ή να αποδοθεί ορισμένο κινητό πράγμα ή ποσότητα από ορισμένα κινητά πράγματα, στις παρ. 4 και 6 του άρθρου 956, περί της μεσεγγύησης κατασχεμένων πραγμάτων, στο άρθρο 962, περί των κατασχεμένων πραγμάτων που μπορεί να υποστούν φθορά, στην παρ. 2 του άρθρου 988, περί της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, στην παρ. 1 του άρθρου 1019, περί ανατροπής της κατάσχεσης, και στο άρθρο 1023, περί της κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όπου γίνεται αναφορά στο ειρηνοδικείο νοείται αναφορά στο μονομελές πρωτοδικείο.
  5. Στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 468, περί της άσκησης της αγωγής στη διαδικασία των μικροδιαφορών, στο άρθρο 711, περί της κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη, στο άρθρο 955, περί της επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης, στο άρθρο 956, περί της μεσεγγύησης, στην παρ. 7 του άρθρου 959, περί του πλειστηριασμού κινητών πραγμάτων, στο άρθρο 985, περί της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, και στην παρ. 2 του άρθρου 995, περί της επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όπου γίνεται αναφορά στο ειρηνοδικείο νοείται αναφορά στο πρωτοδικείο.
  6. Στην παρ. 1 του άρθρου 807, περί της δημοσίευσης διαθήκης, στο άρθρο 826, περί της σφράγισης πραγμάτων, στις παρ. 1 και 4 του άρθρου 827, περί του τρόπου διενέργειας της σφράγισης πραγμάτων, στην παρ. 1 του άρθρου 829, περί του ορισμού μεσεγγυούχου, και στο άρθρο 989, περί εκτελεστού τίτλου στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όπου γίνεται αναφορά στον ειρηνοδίκη νοείται αναφορά στον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου.
  7. Στην παρ. 2 του άρθρου 617, περί θανάτου του διαδίκου, στην παρ. 1 του άρθρου 717, περί αλλαγής του προσώπου του μεσεγγυούχου, στο άρθρο 837, περί της έκθεσης αποσφράγισης, στην παρ. 1 του άρθρου 838, περί της απογραφής πραγμάτων, στην παρ. 3 του άρθρου 929, περί της άδειας για τη διενέργεια πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τη νύχτα, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις κατά νόμο εξαιρετέες ημέρες, στην παρ. 3 του άρθρου 943, περί της αναγκαστικής εκτέλεσης επί ακινήτου, στο άρθρο 953, περί της κατάσχεσης κινητών, στην παρ. 1 του άρθρου 988, περί της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, και στο άρθρο 996, περί της μεσεγγύησης, όπου γίνεται αναφορά στον ειρηνοδίκη νοείται αναφορά στο μονομελές πρωτοδικείο.
  8. Στην παρ. 3 του άρθρου 226, περί της εισαγωγής της αγωγής για συζήτηση, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπου γίνεται αναφορά στον ειρηνοδίκη νοείται αναφορά στον πρωτοδίκη.
  9. Στην παρ. 2 του άρθρου 469, περί της συζήτησης της αγωγής, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπου γίνεται αναφορά στον ειρηνοδίκη νοείται αναφορά στον δικαστή.
  10. Στο άρθρο 832, περί του ορισμού συμβολαιογράφου για απογραφή, στο άρθρο 833, περί του ορισμού προσώπων για την παραλαβή αντικειμένων, στην παρ. 2 του άρθρου 836, περί της απογραφής και της αποσφράγισης, και στις παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 838, περί της απογραφής, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπου γίνεται αναφορά στον ειρηνοδίκη νοείται αναφορά στο δικαστήριο.

Άρθρο 49

Δικαστικό ένσημο στις εργατικές διαφορές – Τροποποίηση άρθρου 71 Εισαγωγικού Νόμου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Στο άρθρο 71 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, περί του δικαστικού ενσήμου στις εργατικές διαφορές, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «για το μέχρι του ποσού της εκάστοτε καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου αίτημα της αγωγής ή της αίτησης αντίστοιχα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «για αιτήματα της αγωγής ή της αίτησης μέχρι του ποσού των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ» και το άρθρο 71 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 71

Δικαστικό ένσημο στις εργατικές διαφορές

Στις εργατικές διαφορές καθώς και στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού δεν καταβάλλεται το κατά το νόμο ΓΠΟΗ/1912 (Α΄ 3) δικαστικό ένσημο, για αιτήματα της αγωγής ή της αίτησης μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ. Στις περιπτώσεις εργατικών διαφορών, καθώς και αιτήσεων για την έκδοση διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού, για τις οποίες καταβάλλεται δικαστικό ένσημο, αυτό καθορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4‰) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, της αίτησης ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις.».

 

Άρθρο 50

Μεταβατική διάταξη

 

Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων σε υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, που μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 5108/2024 (Α΄ 65) υπάγονταν με διάταξη νόμου στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, υπάγονται πλέον στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων.

 Άρθρο 51

Καταργούμενες διατάξεις

 

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται το άρθρο 15, περί των διαφορών που υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, το άρθρο 17Α, περί της υπαγωγής στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων και των εφέσεων κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους, το άρθρο 209, περί της αίτησης για συμβιβαστική επέμβαση του αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής ειρηνοδίκη, το άρθρο 214, περί των συνεπειών της υποβολής αίτησης για συμβιβαστική επέμβαση του αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής ειρηνοδίκη, το άρθρο 683, περί του αρμόδιου δικαστηρίου στα ασφαλιστικά μέτρα, και το άρθρο 733, περί των ασφαλιστικών μέτρων σε κάθε είδους υποθέσεις νομής και κατοχής, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182).