Στο άρθρο 40 του ν. 4871/2021 (Α’ 246) περί των τακτικών και έκτακτων προγραμμάτων επιμόρφωσης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, στο δεύτερο εδάφιο, διαγράφονται οι λέξεις «και τα προαιρετικά», β) στην παρ. 2, βα) στο πρώτο εδάφιο διαγράφονται οι λέξεις «, τους Ειρηνοδίκες και τους Πταισματοδίκες», ββ) στο δεύτερο εδάφιο, i) η λέξη «τέσσερις» αντικαθίσταται από τη λέξη και τον αριθμό «δύο (2)», ii) στην περ. α) προστίθενται οι λέξεις «και τη νομική εμβάθυνση σε ζητήματα σύμφωνα με τις θεματικές που αναφέρονται στο άρθρο 42 και», iii) στην περ. β) προστίθενται οι λέξεις «και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», iv) οι περ. γ) και δ) καταργούνται, γ) η παρ. 3 καταργείται, και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις το άρθρο 40 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 40
Τακτικά και έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης
- Τα προγράμματα επιμόρφωσης διακρίνονται σε τακτικά και έκτακτα. Τα τακτικά προγράμματα περιλαμβάνουν υποχρεωτικά επιμορφωτικά προγράμματα, τα οποία διαμορφώνονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμμετέχουν, εκ περιτροπής, όλοι οι εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί.
- Τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης απευθύνονται σε δικαστικούς λειτουργούς του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέχρι και τον βαθμό του Παρέδρου, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μέχρι και τον βαθμό του Εφέτη και σε δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων μέχρι και τον βαθμό του Εφέτη ή του Αντεισαγγελέα Εφετών. Τα προγράμματα αυτά εντάσσονται σε δύο (2) κύκλους επιμόρφωσης, οι οποίοι περιλαμβάνουν: α) ο πρώτος κύκλος, την οργάνωση της διοίκησης των δικαστηρίων, τη δικαστική επικοινωνία, τη δικαστική δεοντολογία, τη μεθοδολογία του δικαστικού έργου, τη διαχείριση του χρόνου στην άσκηση των καθηκόντων, και τη νομική εμβάθυνση σε ζητήματα σύμφωνα με τις θεματικές που αναφέρονται στο άρθρο 42 και β) ο δεύτερος κύκλος, το οικονομικό δίκαιο και ιδίως θέματα που αφορούν την ενέργεια, την κεφαλαιαγορά, τον ανταγωνισμό, την προστασία του καταναλωτή και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι δικαστικοί λειτουργοί, στους οποίους απευθύνονται τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης, οφείλουν να συμμετέχουν ετησίως σε ένα (1) από αυτά, από οποιονδήποτε κύκλο κατ΄επιλογή τους, μέχρι να συμπληρώσουν, τουλάχιστον μία (1) φορά, όλους τους κύκλους των υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης. Πάντως, είναι δυνατή η ολοκλήρωση των προγραμμάτων αυτών σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) ετών, όχι όμως πέραν των οκτώ (8) ετών. Η επιμόρφωση αυτή σε όλους τους κύκλους περιλαμβάνει, ιδίως, τη δημιουργία ομάδων εργασίας (workshops), τα πορίσματα των οποίων αποτελούν αντικείμενο συζήτησης από όλους όσοι συμμετείχαν στο πρόγραμμα επιμόρφωσης. Μετά το πέρας κάθε υποχρεωτικού επιμορφωτικού προγράμματος, σε όλους όσοι συμμετείχαν στις ομάδες εργασίας (workshops) και συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο του άρθρου 43, χορηγείται πιστοποιητικό παρακολούθησης, το οποίο τίθεται στον υπηρεσιακό τους φάκελο.
- [Καταργείται].
4. Τα έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης απευθύνονται σε δικαστικούς λειτουργούς όλων των κλάδων και βαθμών, οι οποίοι καλούνται να εφαρμόσουν νέες ρυθμίσεις με επείγοντα χαρακτήρα σε διάφορους κλάδους του δικαίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται το πέμπτο και το έκτο εδάφιο της παρ. 2.».
Η θεσμική αναμόρφωση που επιχειρείται στο πλαίσιο της παρούσας διαβούλευσης παρέχει την ευκαιρία να αρθεί ένας εκ παραδρομής αποκλεισμός: η μη πρόβλεψη συμμετοχής των επικουρικών υπαλλήλων δικαστικού έργου σε επιτροπές, ομάδες εργασίας, επιμορφωτικές δράσεις ή διαδικασίες που σχετίζονται με αντικείμενα της αρμοδιότητάς τους, παρά τη σαφή συνάφεια των καθηκόντων τους με εκείνα των δικαστικών λειτουργών.Οι υπάλληλοι αυτοί αποτελούν αναπόσπαστο και ενεργό μέρος της απονομής της δικαιοσύνης, συμμετέχοντας στην προετοιμασία, υποστήριξη και τεκμηρίωση του δικαστικού έργου με υψηλή εξειδίκευση και ευθύνη. Επομένως, η συμμετοχή τους σε διαδικασίες που σχετίζονται με το αντικείμενό τους, υπό τους ίδιους όρους με τους δικαστικούς λειτουργούς, δεν συνιστά προνομιακή μεταχείριση, αλλά αναγκαία θεσμική αναγνώριση της συμβολής τους. Η εξαίρεσή τους από τέτοιου είδους συμμετοχές δεν εδράζεται σε ουσιαστική διαφοροποίηση καθηκόντων, αλλά σε τυπικούς διαχωρισμούς που δεν αντανακλούν την πραγματικότητα της λειτουργίας των δικαστηρίων. Αντιθέτως, η συνυπηρέτηση, η κοινή ενασχόληση με υποθέσεις, καθώς και η καθημερινή συνεργασία με τους δικαστικούς λειτουργούς σε επίπεδο πρακτικής και νομικής επεξεργασίας, τεκμηριώνουν τη σαφή θεσμική συνάφεια. Ζητείται, συνεπώς, η πρόβλεψη ρητής δυνατότητας συμμετοχής των επικουρικών υπαλλήλων δικαστικού έργου – όπου τούτο είναι συναφές – σε επιτροπές, ομάδες και διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτικής και κανονιστικού πλαισίου για τη δικαιοσύνη, καθώς και η δυνατότητα πρόσβασης σε επιμορφωτικά προγράμματα με τα ίδια κριτήρια που ισχύουν για τους δικαστικούς λειτουργούς, στον βαθμό που οι θεματικές σχετίζονται με τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα. Η αναγνώριση αυτή όχι μόνο προάγει τη θεσμική ισότητα και την ορθολογική κατανομή των ρόλων, αλλά ενισχύει και την αποτελεσματικότητα του ίδιου του δικαστικού συστήματος, αξιοποιώντας το ανθρώπινο δυναμικό του με τρόπο σύμφωνο με την αρχή της χρηστής διοίκησης και του επαγγελματισμού.