Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 61 του ν.4055/2012 (Α’ 51), με την οποία αντικαταστάθηκε η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 2 του ν.3051/2002 (Α’ 220), αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Η λειτουργία της ανεξάρτητης αρχής ρυθμίζεται από εσωτερικό Κανονισμό, ο οποίος εκδίδεται από την ίδια και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο κανονισμός ακολουθεί τις ρυθμίσεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, με την επιφύλαξη εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας. Κατά τη διαδικασία επιβολής διοικητικών κυρώσεων, οι συνεδριάσεις ακροάσεως των ανεξαρτήτων αρχών είναι δημόσιες, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον Κανονισμό τους, ανάλογα με τη φύση και αποστολή της κάθε αρχής.
Η δημόσια συνεδρίαση της αρχής αποκλείεται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ακρόασης:
α) αν παραβλάπτεται η διεξαγωγή κύριων ή προπαρασκευαστικών δικαστικών ενεργειών, εφόσον διενεργείται προκαταρκτική εξέταση ή έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για τις ελεγχόμενες πράξεις ή παραλείψεις, προς το συμφέρον απονομής δικαιοσύνης και
β) εφόσον συντρέχουν λόγοι προστασίας: αα) των συμφερόντων των ανηλίκων, ββ) ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, γγ) της εθνικής άμυνας και ασφάλειας, δδ) της. δημόσιας τάξης και εε) δεδομένων εμπορικού ή βιομηχανικού απορρήτου.
Στις προηγούμενες περιπτώσεις α και β η αρχή συνεδριάζει μυστικά. Η σχετική απόφαση της αρχής πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη. Αν κατά τη διάρκεια της δημόσιας συνεδρίασης παρακωλύεται η διαδικασία από την παρουσία τρίτων προσώπων ή διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι παραπάνω λόγοι, με απόφαση της αρχής που λαμβάνεται παραχρήμα και καταχωρίζεται στο πρακτικό ή την απόφαση, μπορεί να διακοπεί η δημόσια διαδικασία και να συνεχιστεί με την παρουσία μόνο των ενδιαφερομένων.
Όποιος έχει δικαιολογημένο ενδιαφέρον και διαφωνεί με την απόφαση της αρχής, δικαιούται να καταθέσει ενώπιον της αρχής σχετική ένσταση, στην οποία πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να αιτιολογούνται ειδικώς και να αποδεικνύονται οι λόγοι που τη δικαιολογούν. Η αρχή αποφαίνεται αιτιολογημένα επί της ένστασης σε μυστική συνεδρίαση, πριν από την έναρξη της διαδικασίας, για την οποία ασκείται η ένσταση, χωρίς να απαιτείται η τήρηση οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης ή πρόσκληση των ενδιαφερομένων να ακουστούν. Η απόφαση γνωστοποιείται προφορικά στον ενιστάμενο, εφόσον παρίσταται, και καταχωρίζεται στο πρακτικό ή την απόφαση της αρχής. Εάν οι ενδιαφερόμενοι δεν καταθέσουν ένσταση, δεν μπορούν να επικαλεστούν το σχετικό λόγο ακύρωσης δικαστικώς.
Με τον εσωτερικό κανονισμό της κάθε αρχής καθορίζονται ειδικότερα, η διαδικασία, οι όροι και οι προϋποθέσεις δημοσιότητας των συνεδριάσεων και οι εξαιρέσεις από αυτήν, η διαδικασία υποβολής ενστάσεων εκ μέρους των ενδιαφερομένων και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
Εκκρεμείς διαδικασίες επιβολής διοικητικής κύρωσης ενώπιον της κάθε αρχής ή ακυρωθείσες δικαστικώς επαναλαμβάνονται και διενεργούνται σύμφωνα µε τις διατάξεις της παρούσας. Κατά τη διαδικασία επανάληψης των συνεδριάσεων ακρόασης της αρχής μετέχουν τα ίδια µέλη αυτής, εκτός εάν τούτο δεν είναι εφικτό, λόγω αντικατάστασης, παραίτησης ή έλλειψης του µέλους της αρχής ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο απώλειας της ιδιότητάς του ως µέλους, ή όταν απουσιάζουν ή κωλύονται δικαιολογημένα. Κατά τη διαδικασία επανάληψης εφαρμόζεται κατά τα λοιπά το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της παράβασης».