1. Το Συμβούλιο καταστήματος κράτησης εξειδικεύει σε περιφερειακό επίπεδο τη σωφρονιστική πολιτική που χαράσσεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
2. Το Συμβούλιο λειτουργεί σε κάθε κατάστημα κράτησης, είναι τριμελές και απαρτίζεται από: α) τον Διευθυντή του καταστήματος, ως πρόεδρο, β) τον αρχαιότερο προϊστάμενο τμήματος του καταστήματος ως μέλος και γ) το κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ή του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας, αρμόδιο μέλος του προσωπικού του καταστήματος, κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ, κλάδων κοινωνικής εργασίας, ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, εγκληματολόγων, ιατρών, γεωπονίας, σωφρονιστικού και διοικητικού – λογιστικού του οικείου καταστήματος, ως μέλος. Ο διευθυντής αναπληρώνεται από τον αρχαιότερο προϊστάμενο τμήματος και ο τελευταίος από τον αμέσως επόμενο σε αρχαιότητα προϊστάμενο τμήματος. Το μέλος του προσωπικού κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ αναπληρώνεται από άλλο μέλος του ίδιου ή συναφούς κλάδου. Κατά τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου χρέη εισηγητή εκτελεί το κατά περίπτωση αρμόδιο μέλος του προσωπικού κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ. Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος του τμήματος διοίκησης του καταστήματος και τηρούνται πρακτικά, που μπορεί να είναι κατά περίπτωση συνοπτικά ή αναλυτικά. Στις συνεδριάσεις συμμετέχουν χωρίς ψήφο: α) ο προϊστάμενος του τμήματος φύλαξης του καταστήματος, εφόσον δεν είναι μέλος του Συμβουλίου κατά τα προηγούμενα και β) εκπρόσωποι φορέων που προσφέρουν στο κατάστημα προγράμματα εκπαίδευσης, επαγγελματικής κατάρτισης, συμβουλευτικής, θεραπείας κ.λπ., εφόσον ο ενδιαφερόμενος κρατούμενος παρακολουθεί κάποιο ή κάποια από αυτά.
3. Το Συμβούλιο υποβάλλει προτάσεις και παρατηρήσεις στην Γραμματεία Σωφρονιστικής Πολιτικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου και την κατάρτιση και τροποποίηση εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας του καταστήματος κράτησης, εξετάζει αναφορές κρατουμένων σε περιπτώσεις παράνομων ενεργειών σε βάρος τους ή παράνομων εντολών άλλων οργάνων του καταστήματος, εφόσον δεν προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο ή βοήθημα, καθορίζει ειδικά κριτήρια διάκρισης και διαχωρισμού των κρατουμένων βάσει των οποίων οι τελευταίοι τοποθετούνται στους χώρους κράτησης του καταστήματος ή προτείνεται να μεταχθούν σε άλλα καταστήματα κράτησης, αποφασίζει για την ανάπτυξη προγραμμάτων εκπαίδευσης, επαγγελματικής κατάρτισης, συμβουλευτικής, θεραπείας και εν γένει δημιουργικής αξιοποίησης του χρόνου κράτησης. Αποφασίζει για την κατανομή των θέσεων εργασίας και ορίζει τη διάρκειά της, επιλέγει τους κρατουμένους οι οποίοι επιθυμούν να εργασθούν σε θέσεις με ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής, να εγγραφούν σε προγράμματα εκπαίδευσης, επαγγελματικής κατάρτισης, συμβουλευτικής, θεραπείας και εν γένει δημιουργικής αξιοποίησης του χρόνου κράτησης, προτείνει στον αρμόδιο δικαστή του καταστήματος κράτησης να παραγγέλλει μεταγωγές κρατουμένων για λόγους υγείας σε θεραπευτικά καταστήματα κράτησης και σε δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα και επιτρέπει την υποδοχή επισκεπτών εκτός αυτών που ρητά ορίζεται στον παρόντος κώδικα ότι ο κρατούμενος δικαιούται να δέχεται. Τέλος, παραπέμπει στα αρμόδια δικαστικά όργανα του καταστήματος κράτησης θέματα εφαρμογής θεσμών και μέτρων που συνεπάγονται μεταβολή του χρόνου παραμονής των κρατουμένων και έκτισης των ποινών εντός του καταστήματος κράτησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις του παρόντος.
4. Το Συμβούλιο καταστήματος κράτησης συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα και κάθε άλλη φορά εφόσον συντρέχει λόγος, ύστερα από προφορική πρόσκληση του προέδρου του, ο οποίος ορίζει και τα υπό συζήτηση θέματα. Το Συμβούλιο συνέρχεται και εάν το ζητήσει εγγράφως και αιτιολογημένα τουλάχιστον ένα από τα μέλη του. Βρίσκεται σε απαρτία όταν παρευρίσκονται όλα τα μέλη που το συγκροτούν και οι αποφάσεις του λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Σε περιπτώσεις ισοψηφίας επικρατεί η άποψη του Προέδρου.
5. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου καλείται οπωσδήποτε, με προφορική ή γραπτή ειδοποίηση του Διευθυντή του καταστήματος κράτησης και μπορεί να παρίσταται ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός του καταστήματος κράτησης. Ο ενδιαφερόμενος κρατούμενος δικαιούται να παρίσταται εφόσον το ζητήσει και, εάν δεν το ζητήσει, μπορεί να καλείται εφόσον η παρουσία του κρίνεται αναγκαία.