1. Τα πειθαρχικά συμβούλια υπόκεινται γενικά, στον έλεγχο και την εποπτεία του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου για την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εκτέλεση του έργου τους.
2. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει το δικαίωμα να παρακολουθεί τις υποθέσεις των πειθαρχικών συμβουλίων και ν’ αναφέρεται στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο απευθείας. Επίσης δικαιούται, χωρίς να περιορίζεται από προθεσμία, να φέρει ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου κάθε απόφαση οιουδήποτε πειθαρχικού συμβουλίου, που κατά τη γνώμη του στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελή εφαρμογή του νόμου. Στις περιπτώσεις αυτές το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, αν αποδεχθεί τη γνώμη του εισαγγελέα, στις μεν καταδικαστικές αποφάσεις απαλλάσσει τον τιμωρηθέντα δικηγόρο, έστω και αν η απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη λόγω μη εγκαίρου άσκησης έφεσης, στις δε απαλλακτικές αποφαίνεται αμετάκλητα περί του νομικού μόνο ζητήματος και εξαφανίζει υπέρ του νόμου την απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου του συλλόγου. Δικαιούται επίσης να εκκαλεί ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου οποιαδήποτε απόφαση των πρωτοβαθμίων πειθαρχικών συμβουλίων για λόγους ουσιαστικής εκτίμησης μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή της. Οι εισαγγελείς Πρωτοδικών και Εφετών οφείλουν να αναφέρουν στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την έκδοση κάθε απόφασης των πειθαρχικών συμβουλίων.