1. Ο δικηγόρος που τιμωρήθηκε με οποιαδήποτε ποινή, με εξαίρεση την προειδοποίηση ή την επίπληξη, έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση σε προθεσμία ενός μηνός από την επίδοση της απόφασης. Η έφεση ασκείται με κατάθεσή της στη γραμματεία του πειθαρχικού συμβουλίου, που άσκησε την πειθαρχική δίωξη και εξέδωσε την απόφαση που προσβάλλεται. Για την άσκηση της έφεσης συντάσσεται έκθεση. Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και η άσκησή της δεν έχουν ανασταλτική δύναμη, εκτός αν στην απόφαση ορίζεται διαφορετικά.
2. Μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε (15) ημερών από την κατάθεση της έφεσης, με επιμέλεια και ευθύνη του προέδρου του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου που εξέδωσε την απόφαση, ο φάκελος παραδίδεται στον πρόεδρο του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.
3. Ο πρόεδρος του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου ορίζει ημέρα για την εκδίκαση της έφεσης και καλεί με κλήση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή, στον εκκαλούντα δικηγόρο δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της συζήτησης. Ο εγκαλούμενος μπορεί αυτοπρόσωπα ή με πληρεξούσιο δικηγόρο να αναπτύξει έγγραφα ή προφορικά τις απόψεις του.
4. Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να διατάξει τη συμπλήρωση της ανάκρισης, οφείλει όμως να εκδώσει την απόφασή του σε προθεσμία το πολύ δύο (2) μηνών από την ημέρα της κατάθεσης της έφεσης.
5. Με την επιφύλαξη του επόμενου άρθρου 176, η απόφαση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου είναι αμετάκλητη και δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. Η απόφαση αυτή διαβιβάζεται με ολόκληρη τη δικογραφία στον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου χωρίς καθυστέρηση, ο οποίος οφείλει να κοινοποιήσει αντίγραφο της απόφασης στο δικηγόρο που τιμωρήθηκε.