1. Οι πειθαρχικές ποινές είναι:
(α) η σύσταση
(β) η επίπληξη
(γ) το πρόστιμο από 500 μέχρι 5000 ευρώ. Το ανώτατο και το κατώτατο όριο των προστίμων μπορεί να τροποποιείται με απόφαση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας.
(δ) προσωρινή παύση από το δικηγορικό λειτούργημα έως έξι (6) μήνες και
(ε) οριστική παύση από το δικηγορικό λειτούργημα.
2. Η ποινή της οριστικής παύσης επιβάλλεται μόνο σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, όταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν και ο βαθμός υπαιτιότητας του διωκόμενου μαρτυρούν ότι αυτός δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεών του ως δικηγόρου ή θίγουν σοβαρά το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος. Τέτοιες προϋποθέσεις συντρέχουν:
α) αν ο εγκαλούμενος καταδικάστηκε αμετάκλητα για κακούργημα
β) αν κηρύχθηκε ένοχος οποιουδήποτε πλημμελήματος, που η διάπραξή του και η σχετική καταδίκη εμποδίζει το διορισμό του ως δικηγόρου
γ) αν έχει τιμωρηθεί ήδη με ποινή προσωρινής παύσης έξι (6) μηνών για άλλη, χρονικά προγενέστερη, πράξη.
3. Τα μέτρα της επίπληξης και του προστίμου μπορούν να επιβληθούν και συνδυαστικά.
4. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου [προσωρινά 6] δεν εφαρμόζεται κατά την επιβολή της ποινής της οριστικής παύσης.