1. Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, τα δικαστήρια κατά την επιδίκαση δικαστικών εξόδων, καθώς και κατά την εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών, που διενεργείται στην περίπτωση κατά την οποία δεν προκύπτει ύπαρξη έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του ή αντιπροσώπου αυτού, εφαρμόζουν τις περί νομίμων αμοιβών διατάξεις του Κώδικα αυτού. Προς τούτο λαμβάνουν υπόψη τον πίνακα των γενομένων εξόδων και των καταβλητέων αμοιβών που παρατίθεται υποχρεωτικά από τους διαδίκους κάτω από τις προτάσεις τους. Η παράβαση των παραπάνω από τους δικαστές συνεπάγεται τον πειθαρχικό έλεγχό τους. Ο δικηγόρος σε γνώση του οποίου περιήλθε αυτή η παράβαση, υποβάλλει αίτηση στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο είναι εγγεγραμμένος, σχετική δε γνωμοδότηση του Διοικητικού Συμβουλίου του διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για πειθαρχικό έλεγχο κατά του δικαστή.
2. Τυχόν παράλειψη γνωστοποίησης της κατά τα πιο πάνω παράβασης τιμωρείται πειθαρχικά.
3. Κατά την ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών διαδικασία επί αιτήσεων κάθε φύσης, πλην των περί αδείας κατάσχεσης και προσημείωσης, επιδικάζονται πάντοτε έξοδα και αμοιβή του Δικηγόρου του νικώντος διαδίκου. Επίσης και επί αιτήσεων εξαιρέσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη ή Προέδρου Πρωτοδικών ή Εφετών επιδικάζονται πάντοτε έξοδα και αμοιβή του δικηγόρου του νικώντος διαδίκου, εκτός αν ο καθ’ ου η αίτηση διάδικος συναινεί στην εξαίρεση, οπότε επιδικάζονται μόνον τα έξοδα. Επί των αιτήσεων παράτασης προθεσμίας ή χορήγησης αναστολής ή αναβολής εκτέλεσης, επιδικάζονται πάντοτε έξοδα και αμοιβή του δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση. Επί αιτήσεων χορήγησης αναστολής ή αναβολής εκτέλεσης ή πλειστηριασμού με καθορισμό δόσεων, υποχρεωτικά οι πρώτες δόσεις πρέπει να ορίζονται από τους Προέδρους προς εξόφληση των δικαστικών εξόδων, δικηγορικών αμοιβών και εξόδων εκτέλεσης.