1. Δικηγόρος, που παραιτήθηκε από το δικηγορικό λειτούργημα, δύναται να επαναδιορισθεί, εφόσον δεν έχουν παρέλθει πέντε (5) χρόνια από την παραίτησή του, ή και μετά την πάροδο της 5ετίας εφόσον αποδείξει ότι ασκούσε καθήκοντα συναφή με τη νομική επιστήμη και πρακτική.
2. Δημόσιοι διοικητικοί υπάλληλοι, στρατιωτικοί υπάλληλοι, υπάλληλοι των σωμάτων ασφαλείας, των οργανισμών αυτοδιοίκησης όλων των βαθμών και των ν.π.δ.δ., οι οποίοι είχαν αποκτήσει προηγουμένως την ιδιότητα του δικηγόρου, δύνανται να ζητήσουν να επαναδιορισθούν ως δικηγόροι μέσα σε πέντε έτη από την παραίτησή τους ή και μετά την πάροδο της 5ετίας, εφόσον αποδείξουν ότι ασκούσαν καθήκοντα συναφή με τη νομική επιστήμη και πρακτική, όπως προκύπτει από τον Οργανισμό της Υπηρεσίας ή του νομικού προσώπου ή το καθηκοντολόγιο ή πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών.
3. Δεν επιτρέπεται επαναδιορισμός δικηγόρου που καταδικάστηκε αμετάκλητα από ποινικό δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 και 4 του παρόντος ή απώλεσε τη δικηγορική ιδιότητα με την επιβολή ποινής οριστικής παύσης από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Ειδικότερα, για δικαστικούς λειτουργούς ή συμβολαιογράφους δεν επιτρέπεται να επαναδιοριστούν εφόσον έχουν απολυθεί εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος ή εξέρχονται από την υπηρεσία λόγω πνευματικής ανικανότητας. Αναφορικά με δικαστικούς λειτουργούς, δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους, στρατιωτικούς υπαλλήλους, υπαλλήλους των σωμάτων ασφαλείας, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης όλων των βαθμών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, απαγορεύεται για μία πενταετία η άσκηση δικηγορίας εντός της εφετειακής περιφέρειας όπου ασκούσαν τα καθήκοντά τους κατά το χρόνο εξόδου τους από την υπηρεσία.