1. Ο δικηγόρος που είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις ενώπιον όλων των Πρωτοδικείων, πολιτικών, ποινικών και διοικητικών καθώς και όλων των Ειρηνοδικείων της Χώρας. Κατ’ εξαίρεση δικηγόρος, που είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο, δικαιούται να συμπαρίσταται στο Εφετείο, με δικηγόρο που έχει την ικανότητα παράστασης σε αυτό, για τη συζήτηση έφεσης κατά απόφασης Πρωτοδικείου, στην οποία είχε παρασταθεί. Επίσης δικηγόρος που είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο, εφόσον έχει συμπληρώσει δεκαετή δικηγορική υπηρεσία, δικαιούται να παρίσταται στο Εφετείο για τη συζήτηση έφεσης κατά απόφασης Πρωτοδικείου στην οποία είχε παρασταθεί. Ο δικηγόρος έχει έδρα στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου που είναι διορισμένος.
2. Ο δικηγόρος που είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο έχει το δικαίωμα να παρίσταται σε οποιαδήποτε προανακριτική ή ανακριτική αρχή καθώς και σε οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο πρώτου ή δευτέρου βαθμού ή και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Στην τελευταία περίπτωση απαιτείται να συμπαρίσταται με δικηγόρο που έχει την ικανότητα παράστασης στα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας.
3. Δικηγόρος, που έχει διορισθεί στο Πρωτοδικείο, μπορεί να ζητήσει με αίτησή του στον Δικηγορικό Σύλλογο του οποίου είναι μέλος την προαγωγή του σε δικηγόρο που έχει το δικαίωμα παράστασης σε οποιοδήποτε Εφετείο της χώρας για τις αστικές, ποινικές και διοικητικές υποθέσεις, εφόσον αποδεικνύει είτε με την προσκόμιση ικανού αριθμού αποφάσεων, στις οποίες έχει παραστεί είτε με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο, ότι έχει συμπληρώσει 4ετή άσκηση του λειτουργήματός του.
4. Μετά την πιο πάνω προαγωγή του και την πάροδο πέντε (5) επιπλέον ετών άσκησης δικηγορίας μπορεί να ζητήσει την προαγωγή του σε δικηγόρο που έχει το δικαίωμα παράστασης σε οποιοδήποτε ανώτατο δικαστήριο της χώρας για όλες τις υποθέσεις.
5. Ο δικηγόρος που είναι διορισμένος στο Εφετείο δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις σε όλα τα Πρωτοδικεία και Εφετεία, πολιτικά και διοικητικά καθώς και σε όλα τα Ειρηνοδικεία της χώρας.
6. Ο δικηγόρος που είναι διορισμένος στο Εφετείο δικαιούται, εφόσον έχει συμπληρώσει δεκαετή δικηγορική υπηρεσία με έξι χρόνια σε Εφετείο, να συμπαρίσταται στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στον Άρειο Πάγο, με δικηγόρο που έχει την ικανότητα παράστασης στα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας, σε αναίρεση κατά απόφασης η οποία εκδόθηκε σε υπόθεση που χειρίσθηκε σε πρώτο βαθμό ή ύστερα από έφεση.
7. Ο δικηγόρος που είναι διορισμένος στον Άρειο Πάγο δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, καθώς επίσης και σε όλα τα Πρωτοδικεία και Εφετεία, πολιτικά και διοικητικά και σε όλα τα Ειρηνοδικεία της χώρας.
8. Για τις παραπάνω προαγωγές ή μη αποφασίζει το Διοικητικό Συμβούλιο του οικείου Συλλόγου, αφού οριστεί ένα μέλος του ως Εισηγητής. Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου γνωστοποιείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και δημοσιεύεται στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης προαγωγής ο δικηγόρος μπορεί να υποβάλει νέα αίτηση ύστερα από την πάροδο ενός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης απόρριψης. Εάν και αυτή η αίτησή του απορριφθεί δικαιούται να προσφύγει στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο.