Η σύμβαση μεταξύ εμμίσθου δικηγόρου και εντολέα είναι πάντοτε αορίστου χρόνου και λύνεται μόνο: α) με το θάνατο ή τη θέση σε πλήρη ή και μερική δικαστική συμπαράσταση του εντολοδόχου ή του εντολέα, β) τη λύση καθ’ οιονδήποτε τρόπο του οποιασδήποτε μορφής νομικού πρόσωπου εντολέως του δικηγόρου, γ) την πτώχευση του εντολέα, και δ) με καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα ή εντολοδόχο. Αν για το προσωπικό του εντολέα ισχύει κανονισμός εργασίας που προβλέπει μονιμότητα στην υπηρεσία, η καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα γίνεται μόνο για σπουδαίο λόγο. Η καταγγελία γίνεται πάντοτε με έγγραφο, στο οποίο αναφέρεται ο λόγος της απόλυσης και επιδίδεται στον εντολέα με δικαστικό επιμελητή.
2. Οι διατάξεις για τη χορήγηση ετήσιας άδειας και επιδόματος αδείας που ισχύουν για τους υπαλλήλους στον ιδιωτικό τομέα, ισχύουν και για τους έμμισθους δικηγόρους. Σε περίπτωση ύπαρξης Κανονισμού εργασίας για τους εργαζόμενους, στον εντολέα εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού, εφόσον είναι ευνοϊκότερες. Εφαρμόζονται επίσης στους έμμισθους δικηγόρους όλες οι κείμενες διατάξεις για χορήγηση αδείας λόγω ασθενείας, αναρρωτικής άδειας και προστασίας της κύησης και της λοχείας.
3. Καταγγελία συμβάσεων εμμίσθων δικηγόρων για όσο χρόνο αυτοί είναι μέλη διοικητικών συμβουλίων δικηγορικών συλλόγων δεν επιτρέπεται και αν γίνει είναι άκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι για την απώλεια της δικηγορικής άδειας ή χορηγηθεί πριν την επίδοση του εγγράφου της καταγγελίας ειδική και ονομαστική άδεια για την καταγγελία αυτή από το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου που υπηρετεί ο έμμισθος.