Τίθεται από σήμερα 14 Ιουνίου 2010 σε δημόσια διαβούλευση η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για την ενσωμάτωση στην εθνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ, η οποία αποβλέπει στην εναρμόνιση των διατάξεων των κρατών μελών, ούτως ώστε να διατηρούνται για ορισμένο διάστημα δεδομένα που παράγονται ή τυγχάνουν επεξεργασίας από τους παρόχους διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων, με σκοπό τη διακρίβωση, διερεύνηση και δίωξη σοβαρών εγκλημάτων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οδηγήθηκαν στη έκδοση της ανωτέρω Οδηγίας (με την οποία τροποποιείται η Οδηγία 2002/58/ΕΚ που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με τον Ν. 3471/2006) και στην εισαγωγή της υποχρέωσης (αντί της απλής δυνατότητας) διατήρησης ορισμένων δεδομένων της επικοινωνίας, θεωρώντας ότι η επεξεργασία των σχετικών στοιχείων από τις αρμόδιες αρχές μπορεί να αποτελέσει ένα πολύτιμο εργαλείο στη μάχη κατά της τρομοκρατίας και της οργανωμένης εγκληματικότητας.
Σύμφωνα με το Σχέδιο νόμου, τα διατηρούμενα δεδομένα δεν αφορούν στο περιεχόμενο της επικοινωνίας. Οι κατηγορίες των εν λόγω δεδομένων καθορίζονται λεπτομερώς στο άρθρο 5 του νομοσχεδίου, η διατήρησή τους αποσκοπεί δε στη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, όπως αυτά ορίζονται στον εκτελεστικό νόμο του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος. Η διατήρηση των δεδομένων της επικοινωνίας δεν συνιστά ανακριτική πράξη, αφού τα δεδομένα της επικοινωνίας παραμένουν στα αρχεία του παρόχου, δεν τυγχάνουν επεξεργασίας και γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές, μόνον υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες του εκτελεστικού νόμου του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τη εθνική νομοθεσία, προϋπόθεση διενέργειας της ανακριτικής πράξης της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών αποτελεί κατ’ άρθρ. 4 του ν. 2225/1994 η διακρίβωση των εκεί αναφερόμενων εγκλημάτων αναφορικά με συγκεκριμένο κατηγορούμενο, ενώ κατά το άρθρο 253Α παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠΔ στην έννοια της έρευνας του άρθρου 253 ΚΠΔ συμπεριλαμβάνεται και η ανακριτική πράξη της άρσης του απορρήτου. Ως εκ τούτου, η επεξεργασία των πληροφοριών που προκύπτουν από τα δεδομένα αυτά επιτρέπεται μόνον εφόσον διαταχθεί η διενέργεια της ανακριτικής πράξης της άρσης του απορρήτου σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου για την τέλεση συγκεκριμένου εγκλήματος, ενώ πρέπει να τονισθεί ότι με τις διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου δεν επιτρέπεται προληπτική επεξεργασία των διατηρούμενων δεδομένων, η οποία θα προσέκρουε στο άρθρο 19 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας.
Οι ρυθμίσεις του παρόντος νομοσχεδίου αποβλέπουν, περαιτέρω, και στην αποτελεσματική προστασία των διατηρούμενων δεδομένων της επικοινωνίας. Προς το σκοπό αυτό, ορίζεται ο αναγκαίος χρόνος διατήρησής των δεδομένων (έξι μήνες) και επιτάσσεται η καταστροφή τους με αυτοματοποιημένο τρόπο, μόλις συμπληρωθεί το χρονικό αυτό διάστημα, καθιερώνεται ως τόπος διατήρησης η Ελληνική Επικράτεια, επιβάλλονται πρόσθετες και ειδικές υποχρεώσεις στους παρόχους για την προστασία και την ασφάλεια των δεδομένων, ορίζεται ως αρμόδια εποπτική αρχή η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.) και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.), προβλέπονται βαρύτατες ποινικές και διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των τασσομένων υποχρεώσεων και, τέλος, θωρακίζεται η σύννομη επεξεργασία των δεδομένων με την εγγύηση της δικαστικής αρχής.
Η διαφάνεια αποτελεί προτεραιότητα σε κάθε πρωτοβουλία της κυβέρνησης, όπως και η συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση των επιλογών της. Για αυτό, σας καλώ, να συμμετάσχετε στη δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση, διατυπώνοντας τις απόψεις και τις παρατηρήσεις σας στις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου. Η διαβούλευση θα ολοκληρωθεί την Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010 και, αφού ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματά της, το σχέδιο νόμου θα κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή.
Χάρης Καστανίδης
Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας
& Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων