1. Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη ρητή ή σιωπηρή απόρριψη της προδικαστικής προσφυγής και δεν επιτρέπεται να περιέχει αιτιάσεις διαφορετικές από τις αιτιάσεις της προδικαστικής προσφυγής.
2. Η προθεσμία για την άσκηση της προδικαστικής προσφυγής, η άσκηση αυτής, καθώς και η προθεσμία και η άσκηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων κωλύουν τη σύναψη της σύμβασης, εκτός εάν με την προσωρινή διαταγή ο αρμόδιος δικαστής αποφανθεί διαφορετικά. Εφόσον ασκηθεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ο αιτών ειδοποιεί σχετικά την αναθέτουσα αρχή με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών και της τηλεομοιοτυπίας, εντός δέκα (10) ημερών από την άσκηση της αιτήσεως. Κατά τα λοιπά, η άσκηση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν κωλύει την πρόοδο της διαγωνιστικής διαδικασίας, εκτός αν ορίζεται άλλως με την προσωρινή διαταγή που εκδίδεται κατά την παράγραφο 4.
3. Ο αρμόδιος δικαστής ορίζει με πράξη του την ημέρα και ώρα εκδίκασης της αιτήσεως, καθώς και την προθεσμία κλήτευσης. Η ημερομηνία εκδίκασης δεν πρέπει να απέχει πέραν των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση της αιτήσεως, η δε προθεσμία κλήτευσης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δεκαπέντε (15) ημέρες. Αντίγραφο της αιτήσεως με κλήση κοινοποιείται με τη φροντίδα του αιτούντος προς την υπηρεσία που είναι αρμόδια για την παραλαβή των προσφορών και προς κάθε τρίτο ενδιαφερόμενο του οποίου την κλήτευση θεωρεί αναγκαία ο δικαστής. Κάθε ενδιαφερόμενος, του οποίου επηρεάζονται τα συμφέροντα, δικαιούται να ασκήσει παρέμβαση. Οι διάδικοι οφείλουν να προσκομίσουν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης όλα τα κρίσιμα έγγραφα και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους.
4. Ο αρμόδιος δικαστής μπορεί, με την κατάθεση της αιτήσεως και μετά κλήση της αναθέτουσας αρχής προ τριών (3) ημερών, να εκδώσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως, προσωρινή διαταγή, που καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση και περιέχει τα μέτρα, τα οποία πρέπει να ληφθούν ως την έκδοση της απόφασης. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται και η άρση της απαγόρευσης σύναψης της σύμβασης. Λόγο άρσης της απαγόρευσης αυτής συνιστά το προδήλως απαράδεκτο ή το προδήλως αβάσιμο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, περί του οποίου αρκεί απλή μνεία. Η προσωρινή διαταγή μπορεί να ανακληθεί είτε από το δικαστή που τη χορήγησε, ύστερα από αίτηση της αναθέτουσας αρχής και αφού κληθεί προς ακρόαση ο αιτών προ τριών (3) ημερών, είτε από το δικαστήριο που θα δικάσει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.
5. Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων γίνεται δεκτή, εφόσον πιθανολογείται σοβαρά η παράβαση κανόνα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του εσωτερικού δικαίου και η λήψη του μέτρου είναι αναγκαία για να αρθούν τα δυσμενή από την παράβαση αποτελέσματα ή να αποτραπεί η ζημία των συμφερόντων του αιτούντος. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί αν, από τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και επιτακτικών λόγων γενικού δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την παραδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. Η απόρριψη της αίτησης για οποιονδήποτε λόγο δεν θίγει άλλα δικαιώματα του αιτούντος.
6. Το δικαστήριο διατάζει τα κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων. Διατάζει ιδίως την αναστολή ισχύος όρων της διακήρυξης, των τευχών δημοπράτησης και οποιουδήποτε άλλου εγγράφου σχετικού με την διεξαγωγή του διαγωνισμού, την αναστολή εκτέλεσης οποιασδήποτε πράξης της αναθέτουσας αρχής, την απαγόρευση νομικών ή υλικών ενεργειών, την εκτέλεση των απαραίτητων θετικών πράξεων, όπως η διατήρηση εγγράφων και άλλων στοιχείων, καθώς και την αναστολή σύναψης της σύμβασης. Η απόφαση επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων εκδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την εκδίκαση της αίτησης.
7. Η άσκηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων δεν εξαρτάται από την προηγούμενη άσκηση του κύριου ένδικου βοηθήματος. Η προθεσμία άσκησης των ένδικων βοηθημάτων διακόπτεται με την κατάθεση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και αρχίζει από την επίδοση της σχετικής απόφασης Ο διάδικος που πέτυχε υπέρ αυτού τη λήψη ενός ασφαλιστικού μέτρου, οφείλει μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απόφασης αυτής, να ασκήσει το κύριο ένδικο βοήθημα, διαφορετικά αίρεται αυτοδικαίως η ισχύς του ασφαλιστικού μέτρου. Η δικάσιμος για την εκδίκασή του δεν πρέπει να απέχει πέραν του τριμήνου από την κατάθεση του δικογράφου.
8. Εφόσον η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων γίνει δεκτή, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συμμορφωθεί προς το διατακτικό ή και το εν γένει περιεχόμενο της απόφασης και να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει κατάλληλα τη διοικητική πράξη που προκάλεσε τη διαφορά, ή, επί παράλειψης, να εκδώσει την οφειλόμενη ρητή πράξη. Στην περίπτωση αυτή, για το τυχόν ασκηθέν κύριο ένδικο βοήθημα εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 32 παρ. 2 του π. δ/τος 18/1989.
1) Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο. Ειδικά επί διαγωνισμών που εμπίπτουν στην Οδηγία 2004/18/ΕΚ και του Π.Δ60/07 οι ενδιαφερόμενοι αλλοδαποί ή ημεδαποί πρέπει να διαθέτουν δύο δικηγόρους, ένα δικηγόρο στον τόπο εγκατάστασης της επιχείρησης και ένα στην έδρα του Εφετείου και δικαστικό επιμελητή για να μπορέσουν να υποβάλλουν την αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων στα κατά τόπους διοικητικά εφετεία, της έδρας, της αναθέτουσας αρχής.
Συνεπώς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρέπει να επιτραπεί η αποστολή της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων με τηλεομοιοτυπία και ακολούθως με επιστολή (άρθρο 10 παρ.3 Ν.2690/99) ή με συστημένη επιστολή (άρθρο 10 παρ.3 Ν2690/99) όπου η ημερομηνία κατάθεσης της επιστολής, να θεωρείται ημερομηνία λήξης των προθεσμιών. Διαφορετικά επιχειρείται να βρουν δουλειά δικηγόροι και δικαστικοί επιμελητές. Είναι δε, στη δυνατότητα του κράτους μέλους να καθορίσει τον τρόπο κατάθεσης της προσφυγής σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία. Επιλέξατε διαδικασίες «αραμπά» ενώ βρισκόμαστε σε ηλεκτρονική εποχή !!!
Επίσης μακάρι να κάνω λάθος αλλά οι δικαστές του Διοικητικού Εφετείου είναι ευκολότερα προσβάσιμοι από τους τοπικούς άρχοντες (Περιφερειάρχες, Δημάρχους), σε σχέση με το ΣτΕ, με αποτέλεσμα να έχουμε πιθανότητα πιέσεων για μεταθέσεις, διευκολύνσεις κ.τ.λ. Επιχειρήματα όπως διαφορετικές νομολογίες από τα Διοικητικά Εφετεία δεν ευσταθούν διότι όλες οι αποφάσεις των Εφετείων προσβάλλονται στο ΣτΕ.
2) Η προδικαστική προσφυγή πρέπει να περιέχει ειδικώς τις νομικές και πραγματικές αιτιάσεις που δικαιολογούν του αίτημα του ενδιαφερομένου. Επίσης η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν επιτρέπεται να περιέχει διαφορετικές αιτιάσεις από τις αιτιάσεις της προδικαστικής προσφυγής. Επομένως γιατί δεν αναφέρεται, ότι και οι δύο προσφυγές, είναι ενδικοφανείς προσφυγές και απαιτούν έννομο συμφέρον και ο ενδιαφερόμενος να έχει υποστεί ή να ενδέχεται να υποστεί βλάβη (βλέπε άρθρο 25 Ν.2690/99).
Περαιτέρω υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση της αναθέτουσας αρχής και εις βάρος του ενδιαφερομένου αφού η αναθέτουσα αρχή έχει δικαίωμα είτε να μην απαντήσει είτε να συμπληρώσει την απόφαση της εκ των υστέρων κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος.
Περαιτέρω εμμέσως πλην σαφώς το άρθρο 2γ της οδηγίας προβλέπει ίδιο χρονικό διάστημα για υποβολή προδικαστικής προσφυγής και ίδιο διάστημα στην αναθέτουσα αρχή για να απαντήσει κοινοποιώντας την απόφαση με τηλεομοιοτυπία. Επομένως η Οδηγία μάλλον δεν μεταφέρεται με σωστό τρόπο την εσωτερική έννομη τάξη.
Δεύτερον δίδεται αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στις αναθέτουσες αρχές να μην απαντούν και ο ενδιαφερόμενος για την άσκηση ασφαλιστικών μέτρων να μη γνωρίζει την άποψη της αναθέτουσας αρχής, γεγονός που η Οδηγία 2007/66/ΕΚ δεν αφήνει τέτοια περιθώρια μη απάντησης.
Πιστεύω ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να γνωρίζει την άποψη της αναθέτουσας αρχής, διότι μπορεί να αποτραπεί, από την αιτιολογία της αναθέτουσας αρχής, αν είναι θεμελιωμένη και να μην ασκήσει ασφαλιστικά μέτρα. Περαιτέρω δίδεται δικαίωμα συμπληρωματικής αιτιολογίας στην αναθέτουσα αρχή για απόρριψη προδικαστικής προσφυγής, η οποία περιέρχεται στο δικαστήριο το αργότερα 6 ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να δοθεί αντίστοιχο περιθώριο στον ενδιαφερόμενο να συμπληρώσει (αντικρούσει) με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με τους λόγους που αναφέρει η αναθέτουσα αρχή (άρθρο 1 παρ.2 Οδηγίας, μη διάκριση).
Προφανώς αν και τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίζουν τον τρόπο άσκησης της προσφυγής και της προδικαστικής προσφυγής εν τούτοις πρέπει να τηρούνται οι μίνιμουμ απαιτήσεις της Οδηγίας όπως οι ελάχιστες προθεσμίες που αφορούν άσκηση προσφυγής και την κοινοποίηση της απάντησης της αναθέτουσας αρχής επί της προδικαστικής προσφυγής (άρθρα 2α παρ.1 και 2γ Οδηγίας 2007/66/ΕΚ) και μη διάκριση (άρθρο 1 παρ.2 Οδηγίας).