1. Πριν υποβάλει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ο ενδιαφερόμενος οφείλει, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών αφότου έλαβε πλήρη γνώση της παράνομης πράξης ή παράλειψης, να ασκήσει προδικαστική προσφυγή ενώπιον της αναθέτουσας αρχής, προσδιορίζοντας ειδικώς τις νομικές και πραγματικές αιτιάσεις που δικαιολογούν το αίτημά του. Ως πλήρης νοείται η γνώση της πράξης που βλάπτει τα συμφέροντά του και της αιτιολογίας της. Η πράξη, καθώς και κάθε στοιχείο της αιτιολογίας της, μπορεί να αποστέλλεται στον ενδιαφερόμενο με τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό μέσο. Ειδικώς η απόφαση ανάθεσης της σύμβασης περιλαμβάνει τα στοιχεία του άρθρου 35 παρ. 2 του Π.Δ. 60/2007 και αναφέρει τις προθεσμίες αναστολής σύναψης της σύμβασης, όπως προκύπτουν από το άρθρο 5 παράγραφος 2 του παρόντος.
2. Η προδικαστική προσφυγή κοινοποιείται με τη φροντίδα του προσφεύγοντος στον εκπρόσωπο ή τον αντίκλητο κάθε θιγομένου από τυχόν ολική ή μερική παραδοχή της προδικαστικής προσφυγής. Η παράλειψη της κοινοποίησης αυτής δεν επάγεται απαράδεκτο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων σε περίπτωση απόρριψης της προδικαστικής προσφυγής.
3. Δεν επιτρέπεται η άσκηση προδικαστικής προσφυγής κατά πράξης, η οποία δέχεται εν όλω ή εν μέρει προσφυγή άλλου προσώπου.
4. Η αναθέτουσα αρχή οφείλει να αποφανθεί αιτιολογημένα, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την άσκηση της προδικαστικής προσφυγής και, αν την κρίνει βάσιμη, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, τεκμαίρεται η απόρριψη της προδικαστικής προσφυγής. Η αναθέτουσα αρχή πάντως, δύναται να δεχθεί εν όλω ή εν μέρει την προδικαστική προσφυγή και μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας, μέχρι της προτεραίας της πρώτης ορισθείσας δικασίμου της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, στην περίπτωση δε αυτή καταργείται αντιστοίχως η δίκη επί της εν λόγω αίτησης. H αρχή δύναται επίσης να παραθέσει αρχική ή συμπληρωματική αιτιολογία για την απόρριψη της προδικαστικής προσφυγής, η οποία πρέπει να περιέλθει στο δικαστήριο το αργότερο έξι (6) ημέρες πριν από την, αρχική ή μετ’ αναβολή, δικάσιμο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Η τυχόν καθυστερημένη περιέλευση του σχετικού εγγράφου δεν υποχρεώνει το δικαστήριο σε αναβολή.
5. Το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις συντρέχουσες σε κάθε περίπτωση συνθήκες και εφόσον κρίνει ότι η παράλειψη αιτιολόγησης ή η καθυστερημένη αιτιολόγηση της απόρριψης της προδικαστικής προσφυγής καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή την ουσιαστική παροχή έννομης προστασίας, μπορεί, με την απόφαση επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, να επιβάλλει αυτεπαγγέλτως χρηματική κύρωση στην αρχή. Το ποσό της κύρωσης αυτής δεν μπορεί να είναι μικρότερο από πεντακόσια (500) ευρώ ούτε μεγαλύτερο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ. Το σχετικό ποσό καταβάλλεται μία φορά για κάθε στάδιο του διαγωνισμού και περιέρχεται στον αιτούντα, του οποίου η αίτηση εκδικάζεται πρώτη.
6. Σε διαφορές διεπόμενες από τον παρόντα νόμο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας ή εσωτερικών κανονισμών που προβλέπουν την άσκηση διοικητικών προσφυγών κατά εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της διαδικασίας διεξαγωγής δημόσιων διαγωνισμών.
1) Η αναθέτουσα αρχή όταν εξετάζει προδικαστική προσφυγή κοινοποιεί την απόφαση της στον ενδιαφερόμενο με τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό μέσο.
Για λόγους ισονομίας πρέπει και οι ενδιαφερόμενοι, που ασκούν προδικαστική προσφυγή, να την ασκούν, με τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό μέσο τηρουμένης της διάταξης του άρθρου 10 παρ.2 του Ν.2690/99 Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας ή απευθείας με το άρθρο 10 παρ.3 του Ν.2690/99.
2) Η αναθέτουσα αρχή έχει προθεσμία απάντησης σε προδικαστική 15 ημέρες. Γιατί οι ενδιαφερόμενοι έχουν μόνο 10 ημέρες να υποβάλλουν προδικαστική προσφυγή. Για λόγους ισονομίας πρέπει να έχουν ίδια προθεσμία. Άλλωστε η Οδηγία 2007/66/ΕΚ στα άρθρα 2 και 2γ την ίδια προθεσμία δίδει τόσο στον ενδιαφερόμενο όσο και στην αναθέτουσα αρχή. Δεκαπέντε ημέρες δίδονται στον ενδιαφερόμενο σε περίπτωση που οι πράξεις δεν διαβιβάζονται με τηλεομοιοτυπία αλλά με άλλα μέσα.
3) Ενώ ο ενδιαφερόμενος πρέπει απαραίτητα να υποβάλλει προδικαστική προσφυγή εντός της προθεσμίας αντίθετα η αναθέτουσα αρχή τελεί υπό διαφορετική μεταχείριση, αφού της δίδεται η δυνατότητα, να μην εξετάσει την προδικαστική προσφυγή και απλώς να τεκμαίρεται, με την παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, απόρριψη της προδικαστικής προσφυγής. Συνεπώς και οι δύο, προσφεύγων και αναθέτουσα αρχή πρέπει ο ένας να ασκήσει προδικαστική εντός της προθεσμίας και η αναθέτουσα εντός της προθεσμίας να απαντήσει, διαφορετικά ή μη απόφασή της πρέπει να ακυρώνει την προσβαλλόμενη πράξη. Η απαίτηση της Οδηγίας, στο άρθρο 2α παρ.2, να κοινοποιείται η απόφαση της αναθέτουσας αρχής, δεν μπορεί να αντικαθίσταται από παράλειψη οφειλομένης ενέργειας μη λήψης απόφασης.
Η προδικαστική προσφυγή ήταν μέχρι προ ολίγων ετών δυνατή, χωρίς πρσκόμιση παραβόλου 0,1% επί του προϋπολογισμού του διαγωνισμού, υπέρ του δημοσίου, (με ελάχιστο €1.000) που καθιερώθηκε με το ΠΔ 118/2007, για την αποτροπή πλήθους ενστάσεων και για να επιταχύνει τις διαδικασίες τελεσφόρησης των διαγωνισμών.
Το ΠΔ 118/07 ευνοεί σκανδαλωδώς τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν αυξημένες δυνατότητες «επιρροής» για την προετοιμασία φωτογραφικών προδιαγραφών σε διαγωνισμούς, αλλά και, λόγω οικονομικού μεγέθους, στην υποβολή ενστάσεων με την καταβολή του παραβόλου. Αντίθετα, είναι καταστροφικό για τις μικρές επιχειρήσεις που, λόγω αδυναμίας να καταβάλουν τέτοια ποσά και μάλιστα σε επανειλημμένες περιπτώσεις διαγωνισμών, ευρίσκονται σε κατάφωρα μειονεκτική θέση έναντι των ισχυρών, στερούμενες παντός μέσου ένστασης κατά των (συχνοτάτων) αυθαιρεσιών στελεχών της διοίκησης. Το αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας είναι, όχι μόνο η βλάβη των μικρών επιχειρήσεων, αλλά και του δημοσίου, λόγω περιορισμού του ανταγωνισμού και της ευνόησης πράξεων αυθαιρεσίας
Η υποβολή ενστάσεων κατά προδιαγραφών και άλλων αυθαιρεσιών της διοίκησης πρέπει να είναι άνευ κόστους, και οι διαδικασίες να είναι σύντομες και να μην δημιουργούν μακρόχρονες καθυστερήσεις στην κατακύρωση, με δευτερογενή αποτελέσματα την αύξηση του κόστους των διαγωνισμών, για όλους τους ενδιαφερόμενους και την μακρόχρονη παρακώλυση των προμηθειών.
Πρέπει να υπάρξουν αντικίνητρα για τις αυθαιρεσίες, με την επιβολή χρηματικών ποινών προσωπικώς στους αυθαιρετούντες υπαλλήλους καθώς και στους αμέσους προσταμένους τους. Οι χρηματικές ποινές στο νομικό πρόσωπο ΔΕΝ αποτρέπουν τις αυθαιρεσίες και παρανομίες.
Θα πρέπει να εισαχθεί ο θεσμός του αυστηρού ελέγχου των προδιαγραφών, ώστε να είναι δυνατή η παραπομπή της εξέτασής των, σε επιτροπή από αμερόληπτους και αγνώστους στους ενδιαφερόμενους, εμπειρογνώμονες, της επιλογής κάποιου οργάνου (π.χ. δικαστηρίου ή προϊσταμένου διοικητικού οργάνου), σε περιπτώσεις υποψίας «φωτογραφικών» περιγραφών των υπό προμήθεια ειδών. Ας σημειωθεί ότι οι «φωτογραφικές προδιαγραφές» είναι ο κατ’ εξοχήν τρόπος φαλκίδευσης της διαφάνειας της μεγάλης πλειοψηφίας των διαγωνισμών. Δεν είναι δυνατόν, είδη με σήμανση CE, που χρησιμοποιούνται από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, να κρίνονται μόνο στην Ελλάδα ανεπαρκή, γιατί, π.χ. έχουν …υποκίτρινο χρώμα (από πραγματικές προδιαγραφές σειράς διαγωνισμών!). Τα στελέχη της διοίκησης που επιχειρούν να επωφεληθούν από την συγγραφή φωτογραφικών προδιαγραφών θα πρέπει να τιμωρούνται με προσωπικές, και όχι του νομικού προσώπου, χρηματικές ποινές .