1. Στο εδάφιο α΄ της παρ. 2 του άρθρου 13 του νόμου 3689/2008 διαγράφεται η φράση «ή ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι ορίζονται από την επιτροπή».
2. H περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 13 του νόμου 3689/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Ο μέσος όρος των βαθμών των δύο βαθμολογητών αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στο γραπτό δοκίμιο, εφόσον η διαφορά τους δεν είναι μεγαλύτερη των τριών μονάδων. Σε αντίθετη περίπτωση, τα γραπτά δοκίμια βαθμολογούνται από άλλους δύο βαθμολογητές, οι οποίοι ορίζονται από την επιτροπή μεταξύ των μελών της που δε συμμετείχαν στην πρώτη διόρθωση και οι οποίοι διορθώνουν με καλυμμένους τους βαθμούς των δύο πρώτων εξεταστών. Στην περίπτωση αυτή, βαθμός του γραπτού δοκιμίου είναι ο μέσος όρος των βαθμών των τεσσάρων βαθμολογητών».
3. Η παρ. 4 του άρθρου 13 του νόμου 3689/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«4.α. Ο τελικός βαθμός επιτυχίας κάθε υποψηφίου προκύπτει από το άθροισμα του μέσου όρου της γραπτής δοκιμασίας, με ποσοστό αξιολόγησης 70% και του μέσου όρου της προφορικής δοκιμασίας, με ποσοστό αξιολόγησης 30%.
β. Ο τελικός βαθμός προσαυξάνεται κατά ένα δέκατο (1/10) της μονάδας για κάθε προαιρετικά εξεταζόμενη ξένη γλώσσα, εφόσον ο βαθμός επίδοσης στην ξένη αυτή γλώσσα είναι τουλάχιστον δέκα, κατά τρία δέκατα (3/10) της μονάδας για το μεταπτυχιακό δίπλωμα που πιθανόν κατέχουν και κατά πέντε δέκατα (5/10) της μονάδας για το διδακτορικό δίπλωμα».
Η προσαύξηση της βαθμολογίας των διαγωνιζόμενω για την Εθνική Σχολή Δικαστών που είνα κάτοχοι μεταπτυχιακού/διδακτορικού παραβιάζει την αρχή της ισότητας των ευκαιριών ,καθώς δίνει σημαντικό προβάδισμα στους κατόχους τέτοιων τίτλων έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων που αν και δεν κατέχουν αντίστοιχα τυπικά προσόντα , ενδέχεται να πέτυχαν υψηλότερες επιδόσεις στις γραπτές και προφορικές εξετάσεις,οι οποίες κατά γενική παραδοχή είναι ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου και απαιτήσεων.
Η κατοχή μεταπτυχιακού/διδακτορικού θα πρέπει ίσως να προσμετράται σε μεταγενέστερο στάδιο(π.χ. οι εισακτέοι στην Εθνική Σχολή Διακστών που είναι και κάτοχοι μεταπτυχιακού/διδακτορικού να φοιτούν μικρότερο χρονικό διάστημα σε αυτήν ή να έχουν ταχύτερη επαγγελματική εξέλιξη) και όχι κατά τη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας που θα κρίνει την εισαγωγή ή όχι στη εθνική Σχολή Δικαστών.
Από τη στιγμή λοιπόν που κάποιος διαγωνιζόμενος μπορεί να ανταποκριθεί στις υψηλότατες απαιτήσεις του εισαγωγικού διαγωνισμού για τη Εθνική Σχολή Δικαστών συγκεντώνοντας υψηλότερες από άλλους υπψήφιους βαθμολογίες,γιατί να περιορίζεται δραστικά η δυνατότητά του να γίνει δικαστή,επειδή δεν κατέχει μετπτυχιακό /διδακτορικό;
Σχετικά με την κατανομή και προσαύξηση βαθμολογίας
Με το άρθ. 11 § 3 του παρόντος προσχεδίου νόμου (εφεξής ΠρσχΝ) ο νομοθέτης επιχειρεί να αναμορφώσει τον τρόπο εξαγωγής του βαθμολογικού αποτελέσματος γενικά και ειδικά ως προς τις προσαυξήσεις του.
– Βαθμολογική σχέση γραπτών & προφορικών εξετάσεων
Στο γενικό επίπεδο ο νομοθέτης επιδιώκει να απαναφέρει την ισορροπία γραπτής-προφορικής εξέτασης στο επίπεδο που βρισκόταν προ του ισχύοντος νόμου, όπως ρητά δηλώνει στην 3η σελ. της αιτιολογικής έκθεσης (εφεξής ΑιτΕ) επί του ΠρσχΝ επικαλούμενος ότι με την ισχύουσα ισοδυναμία τους «γεννώνται σοβαρά ζητήματα ως προς την αξιοπιστία της βαθμολογίας σε αυτές», ενν. τις προφορικές εξετάσεις. Αν το πρόβλημα έγκειται στην αξιοπιστία των εξετάσεων, αυτό σαφώς δεν λύνεται με τη μείωση του βάρους τους επί του βαθμολογικού συνόλου. Τουναντίον, τέτοια μείωση, για το λόγο που δηλώνεται ότι γίνεται, δεν οδηγεί απλώς σε αποδοχή και διαιώνιση του προβλήματος που καλείται να επιλύσει – αφού η μείωση του συντελεστή βαρύτητας των προφορικών εξετάσεων δεν σημαίνει αύξηση της αξιοπιστίας τους, γιατί η τελευταία έγκειται στον τρόπο διεξαγωγής της εξέτασης και όχι στη βαρύτητα της βαθμολόγησής της επί του συνόλου –, αλλά οδηγεί αναπόφευκτα σε μείωση του κύρους των εξετάσεων στο σύνολό τους, αφού δηλώνεται επίσημα ότι η μειωμένη βαθμολογική βαρύτητα θεσμοθετείται γιατί «γεννώνται σοβαρά ζητήματα ως προς την αξιοπιστία της βαθμολογίας σε αυτές».
Αν, λοιπόν, υπάρχει πρόβλημα αξιοπιστίας, όπως ο νομοθέτης το υπολαμβάνει, τότε αυτό χρήζει λύσης, όχι υποβάθμισης. Αυτό που πιθανόν εννοεί ο νομοθέτης είναι ότι η προφορικότητα των εξετάσεων επιτρέπει κενά σε βάρος της ισότιμης αντιμετώπισης των υποψηφίων. Αν πράγματι εννοείται αυτό, τότε η απλούστερη λύση – και πλέον ενδεδειγμένη στις προφορικές εξετάσεις με βάση και την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας – είναι η τήρηση πρακτικών και δη με τη μορφή της ηχογράφησης. Αν τηρούνται μαγνητοφωνημένα πρακτικά, δεν θα μπορούσε να υπάρξει η παραμικρή αμφισβήτηση του αποτελέσματος, αφού ερωτήσεις και απαντήσεις θα καταγράφονταν και οι τυχόν ανισότητες θα μπορούσαν να τεκμηριωθούν. Η αλήθεια, πάντως είναι, ότι ούτε ο νομοθέτης στην ΑιτΕ επικαλείται κάποιο αποδεδειγμένο, συγκεκριμένο κρούσμα αναξιοπιστίας των προφορικών εξετάσεων. Η αύξηση των εχεγγύων της προφορικής εξέτασης θα οδηγούσε σε αυξημένο κύρος του συνόλου των εξετάσεων δικαιολογώντας πλήρως τη μέχρι τώρα ισότιμη αντιμετώπισή τους.
Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης και ολοκληρωμένη αξιολόγηση των υποψηφίων επιβάλλει την ισότιμη μεταχείριση προφορικών και γραπτών εξετάσεων. Δεν είναι μόνο ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και με το νόμο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς να έχει υπάρξει μέχρι τώρα ο προβληματισμός για τον περιορισμό ή τη βαθμολογική υποβάθμιση των προφορικών εξετάσεων, αλλά περαιτέρω είναι το γεγονός ότι οι προφορικές εξετάσεις οδηγούν σε πιο ολοκληρωμένη κρίση. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί αποτελούν, εν προκειμένω, δεύτερη εξέταση, αλλά γιατί τα θέματα αναγκαστικά ποικίλλουν και μπορούν να διαβαθμίζονται και να εξελίσσονται κατά την εξέταση, κάτι που δεν είναι εφικτό στις γραπτές εξετάσεις και επιτρέπει να υπάρχουν υποψήφιοι που, όχι απλώς επιτυγχάνουν, αλλά σημειώνουν και υψηλές επιδόσεις μόνο και μόνο επειδή έτυχε να γνωρίζουν καλό το ζήτημα που τέθηκε προς εξέταση. Η υποβολή σύνθετων ζητημάτων προς γραπτή εξέταση περιορίζει σε κάποιο βαθμό το παραπάνω φαινόμενο, αλλά δεν το εξαλείφει, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα της ρποφορικής εξέτασης στην αποτροπή τέτοιων φαινομένων, που είναι πλήρης όταν η προφορικήεξέταση είναι εξαντλητική. Εξάλλου, από τη στιγμή που η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών έχει ως σκοπό την προπαρασκευή των μελλοντικών δικαστικών λειτουργών (άρθ. 1 § 2 περ. α΄ Ν. 3689/2008), ικανό μέρος της δραστηριότητάς τους είναι προφορικό, επιβάλλεται η προφορική τους εξέταση, ως προπαρασκευή, και μάλιστα ισότιμα προς τη γραπτή, όπως ισότιμη είναι η προφορική τους δράση στο ακροατήριο προς τη γραπτή.
– Περιπτώσεις προσαύξησης της βαθμολογίας
Με το άρθ. 11 § 3 ΠρσχΝ μειώνεται η βαρύτητα της δεύτερης, προαιρετικά εξεταζόμενης, ξένης γλώσσας. Η επιτυχής εξέταση αυτής, και μάλιστα σε επίπεδο νομικής ορολογίας, δεν δείχνει ότι ο υποψήφιος γνωρίζει απλώς μια δεύτερη ξένη γλώσσα – αν και δεν είναι οι περισσότεροι που ομιλούν δύο ξένες γλώσσες και ακόμα λιγότεροι εκείνοι που γνωρίζουν τη νομική ορολογία και των δύο. Η διαπίστωση της επαρκούς γνώσης νομικής ορολογίας δεύτερης ξένης γλώσσας σημαίνει ότι ο γνώστης της έχει ευρεία πρόσβαση στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία και νομολογία, αφού καλύπτει δύο γλώσσες, και ως εκ τούτου μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στα καθήκοντά του σε υποθέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας – οι οποίες δεν είναι άγνωστο φαινόμενο – ή υποθέσεις εφαρμογής διεθνούς ομοιόμορφου δικαίου, όπως είναι το ιδιαιτέρως διδασκόμενο με το ΠρσχΝ (άρθ. 13) δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – ιδίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι σχετικές με την οποία αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εκδίδονται σε δύο ξένες γλώσσες, είτε αγγλικά είτε γαλλικά. Κατά συνέπεια, ο υποψήφιος που αποδεικνύει εξεταζόμενος ότι κατέχει την ορολογία δύο ξένων γλωσσών διαθέτει αυξημένα προσόντα σε σχέση με τους συνυποψηφίους του και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται βαθμολογικά. Η πριμοδότηση με βαθμό κάτω του στατιστικού λάθους και δυνάμενο να υπερκεραστεί και κατά σύμπτωση, δηλ. 0,1, δίνει αντικίνητρο στην ευρύτερη νομική καλλιέργεια ή την απόδειξή της. Θα πρέπει, λοιπόν, προκειμένου να επιδείξει ο νομοθέτης ότι αναγνωρίζει εμπράκτως τα ευρύτερα προσόντα του υποψηφίου να δώσει τουλάχιστον στην επιτυχή εξέταση δεύτερης ξένης γλώσσας-ορολογίας τη βαρύτητα του στατιστικού λάθους, δηλ. 0,3 στην κλίμακα 0-15 που ισχύει (άρθ. 13 § 1 Ν. 3689/2008).
Είναι, σαφώς, θετικό βήμα, που αίρει τη μέχρι τώρα ανισότητα, ότι αναγνωρίζεται η κατοχή μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου ως παράγοντας επαύξησης της βαθμολογίας. Και πάλι, όμως, η προσαύξηση αυτή θα πρέπει να είναι ανάλογη του τίτλου. Όταν η προσαύξηση είναι 0,3, για το μεταπτυχιακό τίτλο και 0,5 για το διδακτορικό, αυτό σημαίνει ότι ο κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων υπερτερεί ενός διδάκτορα (2 x 0,3 > 0,5). Καθώς, όμως, ο μεταπτυχιακός τίτλος αποδεικνύει σπουδές εμβάθυνσης σε ένα αντικείμενο που δεν οδηγούν στην εξαντλητική του επεξεργασία έστω και κατά μέρος, όπως στο διδακτορικό, και το κενό αυτό που αφήνει ο ένας μεταπτυχιακός τίτλος δεν το καλύπτει ο δεύτερος, αφού και ο δεύτερος έχει την ίδια αφετηρία με τον πρώτο – δεν αποτελεί συνέχειά του – και σε επίπεδο εμβάθυνσης δεν εξικνείται πέραν αυτού, δεν γίνεται όχι να υπερτερούν, αλλά ούτε και να εξισώνονται οι δύο μεταπτυχιακοί τίτλοι με το διδακτορικό. Χαρακτηριστικό αυτού είναι ότι, σε καμία θέση για την οποία απαιτούνται προσόντα διδάκτορα, ο νομοθέτης δεν εξίσωσε προς αυτά τους δύο μεταπτυχιακούς τίτλους, ούτε έγινε κάτι τέτοιο στην πράξη από κάποιο σώμα αξιολόγησης. Προκειμένου, λοιπόν, η ρύθμιση να κινείται στο πλαίσιο της συνταγματικής επιταγής της ισότητας (άρθ. 4 § 1 Συντ.), θα πρέπει, με δεδομένη την προσαύξηση μεταπτυχιακών σπουδών, είτε να επαυξηθεί η πριμοδότηση του διδακτορικού τίτλου σε 0,7 ώστε να υπερτερεί των δύο μεταπτυχιακών (0,7 > 2 x 0,3), είτε ο διδάκτορας που κατέχει τίτλο μεταπτυχιακών σπουδών να πριμοδοτείται και για τους δύο τίτλους (0,5 + 0,3).
ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος
Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
http://www.nomologio.wordpress.com
Αρκετοί επισημαίνουν ότι σκοπός των εξετάσεων αυτών θα πρέπει να είναι η προσέλκυση των καλύτερων υποψηφίων, των άριστων. Προς τον σκοπό αυτό, και αν τελικά κριθεί σκόπιμη η βαθμολογική προσαύξηση για τους κατόχους μεταπτυχιακού και διδακτορικού, θεωρώ ότι θα πρέπει να θεσπιστεί προσαύξηση και για τους κατόχους πτυχίου Νομικής με βαθμό άριστα, διότι ακόμα και ο βαθμός του πτυχίου της Νομικής καταδεικνύει τη θεωρητική κατάρτιση και την επιμέλεια του υποψηφίου, προσόντα απαραίτητα για έναν δικαστή.
Σε ό,τι δε αφορά την προσαύξηση του μεταπτυχιακού-διδακτορικού, θεωρώ ότι πρέπει να πριμοδοτούνται όλα τα μεταπτυχιακά-διδακτορικά τμήματος Νομικής, διότι στη νομική επιστήμη δεν υπάρχουν στεγανά. Άλλωστε η βαθμολογική αυτή προσαύξηση αποσκοπεί να ενισχύσει υποψηφίους που αποδεδειγμένα μπορούν να ερευνούν και να σκέπτονται επιστημονικά και όχι υποψηφίους που διαθέτουν περισσότερες γνώσεις σε έναν συγκεκριμένο κλάδο.
Πρέπει ακόμα να διευκρινιστεί, αν θα δίδεται η προσαύξηση για κάθε τίτλο ή αν θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ο ανώτερος τίτλος.
Τέλος, πρέπει να μειωθούν τα ποσοστά προσαύξησης που αναφέρονται στον νόμο (πχ άριστα πτυχίου 0,1- μεταπτυχιακό 0,2-διδακτορικό 0,3).
Θεωρώ ότι το ποσοστό αξιολόγησης των προφορικών εξετάσεων πρέπει να παραμείνει στο 50/%.
Και αυτό γιατί μέσα από τη διαλεκτική συζήτηση εξεταστή – υποψήφιου ξεδιπλώνονται εναργέστερα οι νομικές του γνώσεις.
Το επιχείρημα ότι οι προφορικές εξετάσεις από μόνες τους θέτουν θέμα αξιοκρατίας και διαφάνειας είναι τελείως άστοχο δεδομένου ότι οι προφορικές εξετάσεις διενεργούνται δημοσίως από την εξεταστική επιτροπή και όχι «κεκλεισμένων των θυρών».
Ένας τόσο σοβαρός και σημαντικός διαγωνισμός, όπως αυτός της εισαγωγής στη Σχολή Δικαστών, είναι αναμφίβολο ότι πρέπει να περιβάλλεται από αυξημένα εχέγγυα αντικειμενικότητας κι αμεροληψίας. Κάτι τέτοιο διασφαλίζεται μόνο όταν οι υποψήφιοι διαγωνίζονται επί ίσοις όροις, σε συγκεκριμένα, κοινά για όλους, θέματα. Έτσι:
1. Βρίσκω θετικότατο βήμα τη μείωση του ποσοστού αξιολόγησης της προφορικής δοκιμασίας, αν και θεωρώ ότι η αρχή της ισότητας και η ανάγκη διεξαγωγής απολύτως αξιοκρατικών εξετάσεων (ώστε να ελλείπει και η παραμικρή υπόνοια ενδεχόμενης μεροληψίας) θα επέβαλαν την κατάργηση των προφορικών εξετάσεων.
2. Η μοριοδότηση των μεταπτυχιακών και διδακτορικών διπλωμάτων θεωρώ πως εισάγει ανισότητα μεταξύ των υποψηφίων κι αλλοιώνει το χαρακτήρα του διαγωνισμού, ο οποίος, στη σημερινή του μορφή, στηρίζεται σε αξιολόγηση γνώσεων, μέσω εξετάσεων και όχι στην απόδειξη τυπικών προσόντων, με την απλή προσκόμιση τίτλων σπουδών, όπως με την εν λόγω διάταξη επιχειρείται. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, ο κάτοχος μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος κρίνεται αυτόματα «ικανότερος» να καταλάβε μια θέση δικαστικού λειτουργού, τη στιγμή, μάλιστα, που πολλές φορές η λήψη ενός τέτοιου τίτλου αποτελεί θέμα συγκυριών (οικονομικών, οικογενειακών, επαγγελματικών κ.λπ.). Με την ίδια λογική, θα μπορούσε να θεσπιστεί όμοια διάκριση υπέρ των εχόντων πραγματική δικηγορική εμπειρία, που είναι και περισσότερο συναφής με την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος. Εξάλλου, ο κάτοχος ενός τέτοιου ανώτερου πτυχίου, δεν θα είχε, φαντάζομαι, αντίρρηση ν’ αποδείξει τη νομική του ανωτερότητα έναντι των λοιπών συνυποψηφίων του, μέσω των γραπτών εξετάσεων, που αυτό ακριβώς αξιολογούν: τη νομική επάρκεια και αξιοσύνη. Σε κάθε περίπτωση, η μοριοδότηση των ως άνω τίτλων με τόσο αυξημένο ποσοστό δημιουργεί υπέρμετρη ανισότητα σε βάρος όσων διαγωνίζονται με απλό πτυχίο νομικής, όταν, όπως είναι γνωστό, οι διαγωνιζόμενοι, στο τελικό στάδιο, «κονταροχτυπιούνται» για το δέκατο της μονάδας. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι η συγκεκριμένη διάταξη θα πρέπει να διαγραφεί ολοκληρωτικά απ’ το προτεινόμενο σχέδιο νόμου.
Όσον αφορά, τέλος, στην ξένη γλώσσα, θεωρώ πως είναι ανεπιεικές να λαμβάνεται υπ’ όψιν ισότιμα με τα νομικά μαθήματα, σ’ ένα διαγωνισμό που κρίνει υποψήφιους δικαστικούς λειτουργούς και όχι, όπως σωστά αναφέρουν οι συνάδελφοι, υποψήφιους μεταφραστές. Επομένως, καλό θα ήταν να περιληφθεί στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου διάταξη, που θα περιορίζει τη συμβολή της ξένης γλώσσας στην τελική βαθμολογία του υποψηφίου.
Η πριμοδότηση μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων παρόλο που εκ πρώτης όψεως μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αντικειμενικό κριτήριο για την εισαγωγή στην εθνική σχολή δικαστών εντούτοις κατά αποτέλεσμα και λόγω των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων οδηγεί πράγματι σε αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ των υποψηφίων.
Εξάλλου, οι κάτοχοι των ως άνω τίτλων έχουν την δυνατότητα να αξιοποιήσουν τις αποκτηθείσες γνώσεις τους αφενός στις γραπτές εξετάσεις εισαγωγής στην σχολή αφετέρου δε και κατά την φοίτηση τους στην σχολή αλλά και κατά την υπηρεσιακή τους εξέλιξη.
Περαιτέρω η υποχρεωτική εξέταση σε μία ξένη γλώσσα καλώς θεσμοθετήθηκε αλλά ο ισότιμος συνυπολογισμός της εξέτασης αυτής όπως και του βαθμού εξέτασης του μαθήματος γενικής παιδείας πρέπει να επανεξεταστούν, διότι, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο στις εξετάσεις του 2009 υποψήφιος να λαμβάνει μεγαλύτερο μέσο όρο στα αμιγώς νομικά μαθήματα απο συνυποψήφιο του ο οποίος όμως λαμβάνει μεγαλύτερο βαθμό στο μάθημα γενικής παιδείας και στην υποχρεωτική ξένη γλώσσα με αποτέλεσμα ο συνάδελφος με το μεγαλύτερο μέσο όρο στα νομικά μαθήματα να βρίσκεται στην σειρά 70 της κατάταξης και ο άλλος με το μεγαλύτερο βαθμό στην ξένη γλώσσα και στο μάθημα γενικής παιδείας στην 22!!!
τέλος θεωρώ ότι πρέπει να μειωθεί το ποσοστό συμμετοχής της προφορικής διαδικασίας με αντίστοιχη αύξηση της γραπτής και φρονώ ότι ενισχύει την αντικειμενικότητα και το αδιάβλητο των σχετικών εξετάσεων
Κατά την άποψη μου η προσαύξηση του τελικού βαθμού κατά 3/10 κ 5/10 για τους κατόχους μεταπτυχιακών και διδακτορικών αντίστοιχα, προσκρούει στην αρχή της ισότητας και εισάγει αυθαίρετη διάκριση εις βάρος μια σημαντικής σε αριθμό μερίδας υποψηφίων συμμετεχόντων στον διαγωνισμό για τη Σχολή Δικαστών. Πιο συγκεκριμένα, κατά την κοινή πείρα, ο αριθμός των εισακτέων στα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών των Ελληνικών Πανεπιστημίων κάθε έτος είναι, κατά πολύ, δυσανάλογα μικρότερος σε σχέση με όσους δηλώνουν συμμετοχή σε αυτά. Κατά συνέπεια, μόνη διέξοδος πλέον για να αποκτήσει κάποιος μεταπτυχιακό ( άρα και διδακτορικό ), είναι να συνεχίσει τις σπουδές του σε ίδρυμα του εξωτερικού. Τη δυνατότητα αυτή όμως διέθεταν πάντα, και διαθέτουν ακόμα, ( πολύ περισσότερο σε περίοδο οικονομικής κρίσης όπως η τωρινή ) μόνο οι οικονομικά εύπορες οικογένειες οι οποίες διαθέτουν την ικανότητα να καλύψουν ένα δυσβάστακτο, για τους περισσότερους, κόστος ζωής στο εξωτερικό, σε συνδυασμό με τα υψηλά οικονομικά ποσά στα οποία ανέρχονται τα δίδακτρα των Πανεπιστημίων του εξωτερικού, για μακρύ χρονικό διάστημα μάλιστα, από 2 έως 5 έτη τουλάχιστον ( συνυπολογιζομένου και του χρόνου απόκτησης διδακτορικού ). Κατά συνέπεια η « πριμοδότηση» των μεταπτυχιακών και διδακτορικών ευνοεί κατ’ αποτέλεσμα τους οικονομικά ισχυρότερους εις βάρος των οικονομικά ασθενέστερων, προσκρούοντας έτσι στην αρχή της ισότητας.
Εξάλλου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής στις εξετάσεις αυτές, ακόμα και το 0,1 της μονάδας μπορεί τελικά να αποτελέσει τον καθοριστικό παράγοντα στην επιτυχία ή αποτυχία του κάθε υποψηφίου. Συνεπώς η προσαύξηση με 3/10 και 5/10 της μονάδας του τελικού βαθμού ουσιαστικά λειτουργεί ως ένας περιορισμός σε βάρος των υποψηφίων μη κατόχων μεταπτυχιακών και διδακτορικών, ο οποίος δεν δικαιολογείται από κανέναν λόγο δημοσίου συμφέροντος. Άλλωστε σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, όποιοι όροι και περιορισμοί τίθενται αναφορικά με την πρόσβαση των Ελλήνων στην στελέχωση της δικαστικής λειτουργίας, δικαιολογούνται μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι, κατάλληλοι και πρόσφοροι, και στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια.
Συναφής είναι άλλωστε και η διαπίστωση ότι για πολλούς υποψηφίους , οι οποίοι είναι άνω των 30 ετών, είναι πλέον πρακτικά σχεδόν ανέφικτο να διεκδικήσουν την απόκτηση μεταπτυχιακού, πολύ δε μάλλον και διδακτορικού διπλώματος, εξαιτίας των αυξημένων επαγγελματικών, οικονομικών και οικογενειακών υποχρεώσεών τους. Επομένως οι υποψήφιοι αυτοί τίθενται σε δυσμενέστερη θέση έναντι άλλων υποψηφίων, ήδη κατόχων μεταπτυχιακών ή διδακτορικών.
Εξάλλου, το πολύ υψηλό επίπεδο νομικής κατάρτισης που απαιτείται να διαθέτει ο υποψήφιος Δικαστικός Λειτουργός, όπως άλλωστε αυτό διαφαίνεται τόσο από το υψηλό επίπεδο δυσκολίας των γραπτών και προφορικών εξετάσεων όσο και από το τεράστιο εύρος του γνωστικού αντικειμένου της νομικής επιστήμης στο οποίο εξετάζεται σε αυτές, προκειμένου να επιτύχει στον εισαγωγικό διαγωνισμό, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση της γενικότερης κοινωνικής μόρφωσής του και ηθικής συγκρότησής του, θεωρώ ότι συνθέτουν ήδη ένα πλήρες, επαρκές και αντικειμενικό – αξιοκρατικό σύστημα αξιολόγησης της καταλληλότητας των υποψηφίων Δικαστικών Λειτουργών. Συνεπώς, η « πριμοδότηση» των μεταπτυχιακών και διδακτορικών, τα οποία αποτελούν εξειδίκευση γνώσεων σε έναν και μόνο τομέα της νομικής επιστήμης, δεν έχει να προσφέρει επί της ουσίας στο στάδιο αυτό της αξιολόγησης της καταλληλότητας των υποψηφίων.
Συνοψίζοντας, πιστεύω ότι η κατοχή μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο στην υπηρεσιακή και μισθολογική ανέλιξη του Δικαστικού Λειτουργού, ως επιπρόσθετο δηλαδή προσόν για την μετά την αποφοίτηση από τη Σχολή Δικαστών πορεία του. Κατά τρόπο ανάλογο δε, ως επιπρόσθετο δηλαδή προσόν για την μετά την αποφοίτηση από τη Σχολή Δικαστών εξέλιξη του Δικαστικού Λειτουργού, πιστεύω ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η κατοχή δεύτερου πτυχίου ΑΕΙ, πέρα από αυτό της Νομικής, ειδικότερα στο επιστημονικό γνωστικό αντικείμενο των Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών επιστημών, γεγονός το οποίο επίσης προσδίδει ιδιαίτερο βάρος σε έναν νομικό επιστήμονα – Δικαστικό Λειτουργό ο οποίος αντί των μεταπτυχιακών σπουδών σε έναν τομέα της νομικής επέλεξε να διευρύνει τους επιστημονικούς ορίζοντές του με την σπουδή ενός διακριτού αλλά ταυτόχρονα πολύ χρήσιμου επιστημονικού αντικειμένου.
Επίσης, οι προφορικές εξετάσεις κατά την εισαγωγική διαδικασία έχουν αποδειχθεί πλήρως αξιόπιστες. Εξ άλλου, είναι ανοικτές σε όλους και ουδέποτε έχει διατυπωθεί σοβαρό παράπονο για έλλειψη αντικειμενικότητας. Οι ανώτατοι δικαστικοί που συμμετέχουν μαζί με εκπρόσωπο των δικηγόρων και μέλος ΔΕΠ έχουν δημιουργήσει μια παράδοση αμεροληψίας, την οποία είναι φανερό ότι δεν θέλουν να χαλάσουν. Γκρίνιες του τύπου «δεν πέρασα, επειδή δεν ήμουν παιδί δικαστή» πάντα θα διατυπώνονται, αλλά όποιος ουδέτερος παρακολουθήσει τις εξετάσεις αυτές θα διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την αντικειμενικότητα που τις διακρίνει.
Θεωρώ ότι η μοριοδότηση στους κατόχους μεταπτυχιακών και διδακτορικών εισάγει αθέμιτη διάκριση σε βάρος των υπόλοιπων υποψηφίων που δεν διαθέτουν τέτοιους τίτλους.Ήδη οι υπάρχουσες εξετάσεις (γραπτές και προφορικές) είναι υπεραρκετές για να διαγνώσουν τη νομική κατάρτιση των υποψηφίων. Η εισαγωγή της παρούσας ρύθμισης μπορεί να θέσει εκτός δικαστικού σώματος άτομα που έγραψαν και είπαν καλύτερα σε σχέση με άλλους υποψηφίους οι οποίοι όμως δεν έχουν μεταπτυχιακό.Εννοείται ότι κρίνεται απαραίτητη η αναγνώριση μεταπτυχιακών και διδακτορικών στο πλαίσιο όμως της υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστών και όχι κατά το εισαγωγικό στάδιο στο δικαστικό σώμα.
Θεωρώ ότι η ρύθμιση για την προσαύξηση της τελικής βαθμολογίας για τους κατόχους μεταπτυχιακών και διδακτορικών διπλωμάτων είναι ορθή. Μόνο όποιος έχει περάσει από τη διαδικασία των επιπλέον αυτών σπουδών μπορεί να εκτιμήσει τη σημασία αυτής της ρύθμισης, διότι:
1) Στην Ελλάδα τα περισσότερα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών απαιτούν τη συμμετοχή σε εξετάσεις και ο συναγωνισμός είναι πολύ μεγάλος. Για το εξωτερικό δεν γνωρίζω πολλά πράγματα, αλλά τι να κάνουμε αν κάποιοι είχαν τη δυνατότητα να κάνουν ένα μεταπτυχιακό σε άλλη χώρα; Με την ίδια λογική, να αποκλείσουμε από τις εξετάσεις και τους πτυχιούχους νομικής, που σπούδασαν στο εξωτερικό.
2) Το έργο του δικαστή παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το έργο ενός νομικού επιστήμονα. Οι εργασίες που εκπονούν οι μεταπτυχιακοί φοιτητές απαιτούν αναζήτηση της θεωρίας και της νομολογίας, κριτική ανάλυση αυτών και υιοθέτηση μιας προσωπικής και εμπεριστατωμένης άποψης. Αυτό κάνει ή πρέπει να κάνει και ένας καλός δικαστής, δηλαδή να ερευνά και να αποφαίνεται και όχι να αρκείται στην αναζήτηση μόνο της νομολογίας. Οι φοιτητές των μεταπτυχιακών προγραμμάτων αποκτούν μια αντίληψη σχετικά με το έργο ενός δικαστή, σε αντίθεση με τους δικηγόρους, οι οποίοι πάντα αναζητούν τη λύση που εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του εντολέα τους, ασχέτως αν είναι επιστημονικά ορθή.
3) Πιστεύω πως η πλειοψηφία των σπουδαστών της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών διαθέτουν τουλάχιστον ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα, αν κρίνω από τις περιπτώσεις συμφοιτητών μου που είναι ήδη δικαστές ή εισαγγελείς. Όλοι ανεξαιρέτως διαθέτουν και ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα.
4) Από τη στιγμή που ο νομοθέτης αποφάσισε να εισάγει περιορισμούς -αν και κακώς κατά τη γνώμη μου- για τη συμμετοχή στις εξετάσεις, γιατί να μην επιβραβεύει και την παραπέρα επιστημονική κατάρτιση; Το βρίσκω λογικό. Αν ο νομοθέτης αποφάσιζε να μην εισάγει κανένα περιορισμό για τη συμμετοχή στις εξετάσεις, τότε θα συμφωνούσα να μετράνε τα μεταπτυχιακά και διδακτορικά διπλώματα μόνο στην τελική βαθμολογία των σπουδαστών κατά την έξοδό τους από τη Σχολή και στις κρίσεις, προαγωγές τους κτλ.
Ως προς τη συνάφεια των μεταπτυχιακών και διδακτορικών διπλωμάτων με τον κλάδο δικαίου που θα υπηρετήσουν οι δικαστές πιστεύω πως δεν θα πρέπει να εισάγετε διάκριση. Το έργο του δικαστή είναι πολύπλευρο και άπτεται όλων των κλάδων του δικαίου λίγο ή πολύ. Εξάλλου, θεωρώ πιο σημαντική τη διαδικασία των σπουδών, τον τρόπο που μαθαίνει να σκέφτεται κάποιος και όχι τόσο το πόσες και ποιες γνώσεις θα αποκτήσει . Το επίπεδο των γνώσεων θα κριθεί στο διαγωνιστικό στάδιο.
Τέλος, με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνη οι ρυθμίσεις για το ποσοστό αξιολόγησης της προφορικής δοκιμασίας και την προσαύξηση του τελικού βαθμού για κάθε προαιρετικά εξεταζόμενη ξένη γλώσσα.
Η προσαύξηση στη τελική βαθμολογία του μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος είναι μια θετική εξέλιξη.
Και αυτό γιατί δείχνει ότι ο Δικηγόρος πέρα από το πτυχίο του προσπαθεί να διευρύνει ακόμα περισσότερο τους επιστημονικούς του ορίζοντες.
Η διάκριση ωστόσο που επιχειρείται με το παρόν νομοσχέδιο όσον αφορά τις προυποθέσεις της προσαύξησης, δηλαδή αν ο υποψήφιος κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο συναφή με το κλάδο που επιθυμεί να υπηρετήσει, είναι κατά τη ταπεινή μου άποψη εντελώς εσφαλμένη.
Και αυτό γιατί για ένας Δικαστής της πολιτικής δικαοσύνης που έχει ειδικευθεί για παράδειγμα στο δημόσιο ή και στο ευρωπαικό Δίκαιο θα κληθεί ενδεχομένως σε μία υπόθεση να προβεί παρεπιμπτόντως στον έλεγχο της συνταγματικότητας ενός νόμου, ή να ελέγξει αν τα νομικά ζητήματα που αναφύονται στην επίδικη υπόθεση είναι συμβατά με το ευρωπαικό δίκαιο, το οποίο διατρέχει ούτως ή άλλως όλη την ελληνική νομοθεσία.
Το ίδιο ισχύει και για το Δικαστή της διοικητικής δικαιοσύνης ο οποίος θα κληθεί ενδεχομένως να αντιμετωπίσει και ζητήματα ποινικού – αστικού και ευρωπαικού δικαίου που αναφύονται σε μία υπόθεση.
Συνεπώς κριτήριο θα πρέπει να αποτελέσει η κατοχή μεταπτυχιακού – διδακτορικού διπλώματος νομικού τμήματος χωρίς περαιτέρω διακρίσεις.
Άλλωστε όλοι οι κλάδοι του δικαίου είναι μεταξύ τους συναφείς, λειτουργούν ως συγκοινονούντα δοχεία και δεν μπορει ένας τομέας του δικαίου για παράδειγμα το αστικό δίκαιο να απομονωθεί και να μελετηθεί χωριστά παρά μόνο σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους τομείς ιδιαίτερα μάλιστα με το ευρωπαικό δίκαιο ενόψει μάλιστα και της θέσπισης Ευρωπαικού Αστικού Κώδικα.
Το ποσοστό της προσαύξησης ωστόσο θα πρέπει να περιορισθεί στα 2/10 της μονάδας για το μεταπτυχιακό και στα 3/10 της μονάδας για το διαδακτορικό.
Το κρίσιμο ερώτημα κατά τη γνώμη μου είναι τι είδους δικαστές θέλουμε.Θέλουμε δικαστές που έχουν περάσει όλη τους τη ζωή διαβάζοντας, με πτυχία,μεταπτυχιακά, που έχουν περάσει από όλα τα σχετικά φροντιστήρια της αγοράς αλλά που όμως όταν τους τεθεί μια απλή ερώτηση στοιχειώδους κρίσης (από αυτές που καθημερινά θα αντιμετωπίζουν στη δικαστική πρακτική,ιδίως στα ποινικά ακροατήρια υπό τη μορφή αιτημάτων και ενστάσεων) δεν θα είναι σε θέση να δώσουν μία αποτελεσματική και ταχεία λύση,κρυπτόμενοι πίσω από την «επιφύλαξη» του Δικαστηρίου; Βεβαίως και είναι μεγάλη η σημασία της θεωρητικής κατάρτισης, με το να δίνουμε όμως υπέρμετρη αξία σε αυτήν, μέσω και της προτεινόμενης προσαύξησης για το μεταπτυχιακό και διδακτορικό, ιδίως όταν η εισαγωγή στο σώμα κρίνεται για κλάσματα της μονάδας, είναι τουλάχιστον άστοχη η ρύθμιση αυτή,αν όχι και κατάφωρα άδικη για όσους δεν είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν τις σπουδές τους, διαθέτουν όμως κρίση και εμπειρία, όχι απλά εργασίας αλλά πάνω απ’όλα ζωής. Αυτή η εμπειρία είναι που λείπει από την πλειοψηφία των νεοεισαχθέντων στο σώμα,με όλα όσα συνεπάγεται, τόσο για την κατανόηση απλών ζητημάτων της καθημερινότητας, όσο και για την ταχεία λήψη αποφάσεων.
Αν, όπως διαφάνηκε από τον προηγούμενο νόμο που έθεσε ως κριτήριο τη διετή άσκηση δικηγορίας, η πολιτεία επιθυμεί το δεύτερο, τότε καλό θα είναι να επεκταθεί το μέτρο με την απαίτηση και ενός ελάχιστου αριθμού γραμματίων προείσπραξης, με όλες τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς ως προς τον τρόπο απόκτησης αυτών.
Η πριδομότηση των μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων σπουδών, ειδικά σε τόσο μεγάλο βαθμό, είναι προφανές ότι βοηθάει πολύ υποψηφίους από οικογένειες με οικονομική άνεση. Η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου άσχετου με το αντικείμενο του δικαστικού λειτουργού, χωρίς καμία αξιολόγηση για το πανεπιστημιακό ίδρυμα που τον απονέμει είναι απαράδεκτο να αποτελεί τόσο ισχυρό στήριγμα για εισαγωγή στη Σχολή Δικαστών. Άλλωστε είναι γνωστό ότι οι εισαγωγικές εξετάσεις είναι πολύ υψηλού βαθμού δυσκολίας και καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της νομικής επιστήμης με αποτέλεσμα να μην εισάγονται υποψήφιοι που δεν διαθέτουν την ανάλογη κατάρτιση. Δίνεται λοιπόν προβάδισμα σε υποψηφίους που διαθέτουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο οι οποίοι ίσως διαφορετικά να αδυνατούσαν να εισαχθούν στην Σχολή με συνέπεια να υποβαθμίζεται το ανθρωπινο δυναμικό του δικαστικού Σώματος.
Θεωρώ ότι η πριμοδότηση μεταπτυχιακών και διδακτορικών αποκλείει ουσιαστικά πολύ κόσμο άδικα, καθώς όπως γνωρίζουν όσοι συμμετέχουν στις συκεκριμένες εξετάσεις η εισαγωγή ή όχι στην Σχολή παίζεται σε μερικά δεκαδικά ψηφία.Το γεγονός ότι κάποιος είχε την οικονομική δυνατότητα να πάει στο εξωτερικό και να συνεχίσει τις σπουδές του σε μεταπτυχιακό επίπεδο δεν τον καθιστά αυτόματα πιο έγκριτο νομικό σε σχέση με κάποιον άλλο που δεν είχε την ευκαιρία αυτή.Αυτό θα οδηγήσει σε μια ελιτίστικη λογική εισάγοντας κριτρήρια παρόμοια με αυτά του ΑΣΕΠ που κατά την γνώμη μου δεν συνάδουν με τον ιδαίτερο χαρακτήρα των εν λόγω εξετάσεων.Επιπλέον, θίγει κατάφωρα τους υποψηφίους άνω των τριάντα ετών που δεν έχουν μεταπτυχιακά καθώς η ρύθμιση αυτή τους αιφνιδιάζει θέτοντας ένα κριτήριο που δεν υπήρχε ποτέ στις εξετάσεις του δικαστικού και δεν έχουν οι πιο πολλοί την πολυτέλεια σ’αυτή την ηλικία λόγω εργασιακού φόρτου και οικογενειακών υποχρεώσεων να αποκτήσουν ένα μεταπτυχιακό τίτλο.
Η εμπειρία αποδεικνύει ότι χρειαζόμαστε Δικαστές με άριστη επιστημονική κατάρτιση και, κυρίως, αυξημένη κοινωνική εμπειρία. Πρέπει συνεπώς να καθιερωθεί ως προσόν για να συμμετάσχει κανείς στον εισαγωγικό διαγωνισμό η κατοχή πτυχίου νομικής με βαθμό τουλάχιστον «λίαν καλώς». Η κατοχή μεταπτυχιακού ή (και) διδακτορικού διπλώματος σπουδών πρέπει να αξιολογείται κατά τον υπολογισμό της τελικής τους βαθμολογίας κατά την έξοδό τους από τη Σχολή Δικαστών και, κυρίως, κατά τις κρίσεις και προαγωγές των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι σήμερα προάγονται σχεδόν αποκλειστικά με βάση τη σειρά τους στην επετηρίδα… Οι Δικαστές πρέπει να έχουν, πριν εισέλθουν στη Σχολή, ενεργό, πραγματική, άσκηση δικηγορίας τουλάχιστον για πέντε (5) έτη. Παρατηρείται το φαινόμενο να εισάγονται στο Δικαστικό Σώμα Δικαστές με τυπική μόνο Δικηγορία με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αντιληφθούν εύκολα πώς ακριβώς γίνονται οι εμπορικές συναλλαγές, πώς λειτουργεί το τραπεζικό και πιστωτικό σύστημα, πώς μεταφράζεται στα νομικά η κατάθεση του μάρτυρα «έβαλα την επιταγή στο πλαφόν» κ.λ.π. Το φαινόμενο αυτό είναι πολύ έντονο στα ποινικά Δικαστήρια. Βεβαίως καλές οι ξένες γλώσσες, αλλά μήπως θα έπρεπε οι Δικαστές μας να διδάσκονται στη Σχολή τους τη σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας για να μπορούν να συντάσσουν τις αποφάσεις τους με γλωσσική σαφήνεια και τάξη ; Ενισχύστε και μορφώστε τους Δικαστές μας. Θέλουμε να υπάρχουν Δικαστές και στην Αθήνα, όχι μόνο στο Βερολίνο !!!
Συμφωνώ με τη συγκεκριμένη πρόταση του σχεδίου νόμου.
Η επιμόρφωση και εξειδίκευση σε κάποιον κλάδο του δικαίου μέσω μεταπτυχιακών σπουδών και ιδίως μέσω της εκπόνησης διδακτορικής διατριβής είναι εχέγγυα για τη γνωστική επάρκεια του υποψηφίου δικαστή. Δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση παραβίαση της αρχής της ισότητας, καθώς θεσπίζει ένα αντικειμενικό κριτήριο, το οποίο διαφοροποιεί ανόμοιες περιπτώσεις. Η ισότητα δεν προστατεύεται συνταγματικά, παρά μόνο ως αναλογική. Οι δε τυχαίοι (προσωπικοί ή και αναγόμενοι στην κοινωνική συγκυρία) λόγοι, που ευνόησαν ή απέτρεψαν κάποιους από την περαιτέρω εκπαίδευσή τους δεν μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα της αδικίας της ρύθμισης. Με την ίδια λογική θα έπρεπε να μπορούν να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό όλοι οι Έλληνες πολίτες, καθώς για αντίστοιχους λόγους κάποιοι δεν εισήχθησαν στη νομική σχολή (π.χ. κόστος φροντιστηρίων).
Όσο για την ξένη γλώσσα, θεωρώ τη ρύθμιση ως αυτονόητη. Ζούμε σε ένα ευρωπαϊκό και διαρκώς διεθνοποιούμενο περιβάλλον, όπου η καταφυγή του δικαστή σε αλλοδαπές πηγές δικαιου και ξενόγλωσση βιβλιογραφία δεν αποτελούν πια εξαίρεση στη δραστηριότητά του. Δεν αναφέρομαι τόσο σε περιπτώσεις όπου κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου παραπέμπουν σε αλλοδαπό δίκαιο, όσο στην ερμηνεία και εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου, η οποία προϋποθέτει προσφυγή, αφενός σε διατυπώσεις σε άλλες επίσημες γλώσσες της Ένωσης των εφαρμοστέων ευρωπαϊκών κανόνων, αφετέρου στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία και νομολογία.
Η πριμοδότηση των κατόχων μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων και σε αυτό το διαγωνισμό (όπως και σε όλους τους διαγωνισμούς του δημοσίου τομέα) είναι κατά τη γνώμη μου απαραίτητη καθώς αποδεικνύει εμπράκτως το συνεχές ενδιαφέρον του υποψηφίου για επιμόρφωση, χαρακτηριστικό απαραίτητο για έναν μελλοντικό δικαστή.
Επιπροσθέτως, θα ήθελα να αναφέρω πως θα έπρεπε να συνυπολογίζεται και ο βαθμός πτυχίου του υποψηφίου καθώς αποτελεί στοιχείο ικανό για τη διαμόρφωση μιας πιο πλήρους εικόνας για τη νομική του παιδεία. Η επίδοσή του κατά την τετραετή φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο πιστεύω ότι ίσως αποδεικνύει ευχερέστερα το επίπεδο γνώσης και τη νομική του αντίληψη απ’ ό,τι η επίδοσή του κατά τη διάρκεια μια ολιγόωρης εξέτασης.
Δεν διαφωνώ με την θεσπιζόμενη προσαύξηση υπέρ των κατόχων μεταπτυχιακών τίτλων (εγώ έχω 2) , παρά το ότι όταν πέρασα στην Ε.Σ.ΔΙ. (1η σειρά) δεν είχα κανένα και τα απόκτησα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας μου. Ότι συντελεί στην διεύρυνση της «δεξαμενής των αρίστων» και της εντεύθεν αναβάθμισης του Δικαστικού Σώματος είναι ευπρόσδεκτο!
Παναγιώτης Δανιάς
Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Εξετάσεις για την Εθνική Σχολή Δικαστών της Γαλλίας (το πρότυπο της δικής μας)
http://www.enm.justice.fr/_uses/lib/5771/fiche_recrut_1er_concours_2010_03.pdf
Οι εξετάσεις χωρίζονται σε 2 στάδια: εξετάσεις «εισαγωγιμότητας» (admissibilite’) και εξετάσεις εισαγωγής (admission).
1ο ΣΤΑΔΙΟ
Οι εξετάσεις της admissibilite’ περιλαμβάνουν τα εξής (6) αντικείμενα, με τους αντίστοιχους συντελεστές και διάρκεια εξέτασης:
α) Έκθεση πραγματευόμενη τρέχον ζήτημα στη Γαλλική κοινωνία στις δικαστικές, νομικές εν γένει, κοινωνικές, πολιτικές, ιστορικές, οικονομικές, φιλοσοφικές και πολιτιστικές διαστάσεις του
Ώρες: 5
Συντελεστής: 5
β) Έκθεση επί θέματος αστικού δικαίου ή πολιτικής δικονομίας
Ώρες: 5
Συντελεστής: 3
γ) Πρακτικό ζήτημα επί θέματος αστικού δικαίου ή πολιτικής δικονομίας
Ώρες: 2
Συντελεστής: 1
δ) Έκθεση επί θέματος ποινικού δικαίου ή ποινικής δικονομίας
Ώρες: 5
Συντελεστής: 3
ε) Πρακτικό ζήτημα επί θέματος ποινικού δικαίου ή ποινικής δικονομίας
Ώρες: 2
Συντελεστής: 1
στ) Εξέταση συνιστάμενη από ερωτήσεις που απαιτούν σύντομη απάντηση, σκοπό έχουσα να αξιολογήσει τις γνώσεις των υποψηφίων σχετικά με την οργάνωση του κράτους και της δικαιοσύνης, τα ατομικά δικαιώματα και το δημόσιο δίκαιο.
Ώρες: 2
Συντελεστής: 2
2ο ΣΤΑΔΙΟ
(Εισαγωγή – Admission)
α) Συγγραφή συνθετικής αναφορά βάσει κειμένων αφορώντων δικαστικά, νομικά ή διοικητικά προβλήματα.
Ώρες: 5
Συντελεστής: 4
β) Προφορική εξέταση ξένης γλώσσας αποτελούμενη από ανάγνωση κειμένου ακολουθούμενη από συζήτηση
Διάρκεια: 30 λεπτά
Συντελεστής: 3
γ) Προφορική εξέταση αφορώσα στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο
Διάρκεια: 25 λεπτά
Συντελεστής: 4
δ) γ) Προφορική εξέταση αφορώσα στο Κοινωνικό Δίκαιο και το Εμπορικό Δίκαιο
Διάρκεια: 25 λεπτά
Συντελεστής: 4
ε) (i) Ανάλυση υπόθεσης χωρίς προπαρασκευή ενώπιον της επιτροπής (30 λεπτά) κατά τη διάρκεια της οποίας μια ομάδα υποψηφίων αναλύει μια συγκεκριμένη υπόθεση ενώπιον της επιτροπής
(ii) Συνέντευξη με την επιτροπή (40 λεπτά) που περιλαμβάνει το πρώτον προφορική ανάπτυξη του υποψηφίου επί ενός ζητήματος επικαιρότητας της Γαλλικής κοινωνίας ή επί ζητήματος γενικής μόρφωσης ή νομικό ακολουθούμενη από συζήτηση με τον υποψήφιο κ.λπ.
Συντελεστής: 6 (και βάση 5/20)
ΕΞΕΤΑΣΗ 2ης ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Για εξτρά μόρια (Συντελεστής: 2).
Επιλογή μεταξύ των εξής γλωσσών: Γερμανικά, Ιταλικά, Ισπανικά, Αραβικά
Άρα, η ξένη γλώσσα μετράει 3/36 και 5/36 αν κάποιος δώσει και τη 2η.
Αστικό, Ποινικό, Ευρωπαϊκό/ΙΔΔ, Εμπορικό/Κοινωνικό έκαστο μετράει 4/36.
Άρα, στη Γαλλία, η (υποχρεωτική) 1η ξένη γλώσσα μετράει 75% του αστικού και η (προαιρετική) 2η ξένη γλώσσα 50% αυτού, δηλ. μέχρι και 125% με 2 γλώσσες.
Αναρωτιέμαι γιατί πρέπει να πριμοδοτηθεί ο κάτοχος μεταπτυχιακού ή διδακτορικού μόνο σε συναφή κλάδο και εν τέλει τι σημαίνει συνάφεια στη νομική επιστήμη. Δηλαδή κάποιος που έχει μεταπτυχιακό ή διδακτορικό στο δημόσιο δίκαιο και θέλει να δώσει εξετάσεις στην κατεύθυνση της πολιτικής δικαιοσύνης, δεν θα ασκεί ως δικαστής έλεγχο συνταγματικότητας και δεν θα αξιοποιεί τις γνώσεις του στο δημόσιο δίκαιο? Δεν πρέπει λοιπόν να τύχει και αυτός της προσαύξησης?
Αντίστοιχα, αν κάποιος έχει μεταπτυχιακό ή διαδακτορικό στο αστικό δίκαιο και θέλει να δώσει στη διοικητική κατεύθυνση, δεν πρέπει να πριμοδοτηθεί και αυτός, τη στιγμή που ως διοικητικός δικαστής θα κληθεί να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις του αστικού δικαίου σε πληθώρα υποθέσεων (πχ αγωγές)?
Το ζήτημα της μοριοδότησης των μεταπτυχιακών τίτλων δεν παραβιάζει κατά τη γνώμη μου την αρχή της ισότητας. Οι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες με αυτούς που κατέχουν μόνο πτυχίο νομικής.Επομένως, δεν επιβάλλεται η ίδια μεταχείρηση από την πλευρά του νομοθέτη.Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται, όσον αφορά σε αυτούς που κατέχουν μεταπτυχιακό από μια νομική σχολή της ελλάδας σε σχέση με αυτους που κατέχουν μεταπτυχιακό τίτλο από πανεπιστήμιο αλλοδαπού πανεπιστημίου εγνωσμένου διεθνούς κύρους, αφού η παρούσα διάταξη τους αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο ενώ τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες.
Κατά τη γνώμη μου, ο προβληματισμός που δημιουργείται από αυτή τη διάταξη είναι ο ακόλουθος : Η μοριοδότηση των μεταπτυχιακών τίτλων είναι μέτρο πρόσφορο και ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό? Δηλαδή, οι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων είναι ΚΑΤ΄ΑΜΑΧΗΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ καταλληλότεροι να γίνουν δικαστές από αυτους που κατέχουν μόνο ένα πτυχίο νομικής?
Με την παρούσα διάταξη καθιερώνεται αμάχητο τεκμήριο υπεροχής των κατόχων μεταπτυχιακών τίτλων έναντι των κατόχων μόνο του απαιτούμενου πτυχίου νομικής. Γι΄αυτό το λόγο, οι κάτοχοί τους μοριοδοτούνται με μόνη την απόδειξη της κατοχής αυτών με ποσοστά επί της μονάδας .Κατά την πάγια νεότερη ευρωπαϊκή και ελληνική νομολογία, αλλά και σύμφωνα με την κοινή πείρα και την απλή λογική, όπου στο νόμο καθιερώνεται αμάχητο τεκμήριο, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας και γι΄αυτό το λόγο το αμάχητο τεκμήριο καθίσταται από τα δικαστήρια μαχητό.Δηλαδή, επιτρέπεται η ανταπόδειξη και ανατροπή του τεκμηρίου από αυτόν που προσβάλλεται.
Δεν θα σχολιάσω καν την υπέρμετρα μεγάλη πριμοδότηση με ποσοτό 5/10 και ποσοτό 3/10 επί της μονάδας, δεδομένου και του γεγονότος ότι τα τελικά αποτελέσματα «παίζονται» στο εκατοστό.
Ακόμη και για τη γνώση της ξένης γλώσσας καθιερώνεται η εξέτασή της και μάλιστα κατά τρόπο ισότιμο με τα άλλα μαθήματα (πρώτη ξένη γλώσσα),παρότι είναι μάθημα »δορυφορικό » και όχι νομικό.Αλλά και για την προαιρετικά εξεταζόμενη δεύτερη ξένη γλώσσα απαιτείται η εξέτασή της και η απόδειξη της γνώσης της για να προσαυξηθεί ο τελικός βαθμός.Δηλαδή, ούτε για τις ξένες γλώσσες δεν καθιερώνεται η προσκόμιση πτυχίου,το οποίο να αποδεικνύει τη γνώση της.
Με τη μοριοδότηση των κατόχων μεταπτυχιακών τίτλων, οι εξετάσεις για την εισαγωγή στην Σχολή Δικαστικών Λειτουργών μετατρέπονται σε διαγωνισμό που θυμίζει την επιλογή υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα, γεγονός που δεν συνάδει με την ιδιάιτερη φύση των εξετάσεων για την επιλογή λειτουργών απονομής δικαιοσύνης.
Αλλωστε, η κτήση μεταπτυχιακού τίτλου αναγνωρίζεται και επιβραβεύεται από το νομοθέτη, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας η οποία επιβάλλει ανόμοια μεταχείρηση ανόμοιων καταστάσεων, στο σωστό »σημείο’‘ με την αύξηση του μισθού του κατόχου του. Άλλο είναι το ζ’ήτημα άν αυτή η επιβράβευση από την πολιτεία είναι ανάλογη της κατοχής ενός μεταπτυχιακού τίτλου.
Με την ίδια λογική, θα έπρεπε να μοριοδοτείται και η δικηγορική εμπειρία, ανάλογα με τα έτη, ως πιο συναφής με την απονομή δικαιοσύνης απ΄ότι η θεωρητική γνώση, για λόγους ,νομίζω, πασιφανείς που δεν χρήζουν καμίας απολύτως ανάλυσης.
Επομένως, η επίμαχη διάταξη πρέπει να διαγραφεί εντελώς. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος ανάδειξης του καταλληλότερου και του ικανότερου, από τις εξετάσεις με τους ίδιους όρους για όλους και τη βαθμολόγηση σύμφωνα με την
κριτική σκέψη και τις γνώσεις που »κατατίθενται΄΄ και δεν προεξοφλούνται.
< εξετάσεις-κατάθεση κριτικής σκέψης και γνώσης-ανάδειξη του πραγματικά ικανότερου και καταλληλότερου-αρχή της αξιοκρατίας >
Συμφωνώ με τους συναδέλφους ότι η πριμοδότηση σε αυτό το στάδιο μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων εισάγει αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ των υποψηφίων, το ίδιο δε συμβαίνει και με την ισότιμη συμμετοχή της υποχρεωτικά εξεταζόμενης ξένης γλώσσας στην συνολική βαθμολογία του υποψηφίου. Συντάσσομαι με την πρόταση να λαμβάνονται υπόψη οι μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί τίτλοι μετά την εισαγωγή στην εθνική σχολή δικαστών και βέβαια κατά την υπηρεσιακή εξέλικη του κατόχου τους.
τέλος, συμφωνώ με την αύξηση του ποσοστού αξιολόγησης της γραπτής δοκιμασίας και φρονώ ότι ενισχύει το αδιάβλητο των σχετικών εξετάσεων.
Η πριμοδότηση του διδακτορικού διπλώματος φαίνεται κατ’ αρχήν ως πριμοδότηση ενός «αντικειμενικού» προσόντος του υποψηφίου. Η κατοχή του διδακτορικού αποτελεί ένδειξη της βαθύτερης εξειδίκευσης πάνω σε ένα επιστημονικό αντικείμενο. Εντούτοις, κατά πόσο αποδεικνύει την καταλληλότητα ενός υποψηφίου για τη σταδιοδρομία του ως δικαστικού λειτουργού; Και εάν είναι έτσι, τότε γιατί δεν θεσπίζεται ένα σύστημα αξιολόγησης βασισμένο στα τυπικά προσόντα και όχι στις εξετάσεις; Προφανώς, η συσσώρευση επιστημονικής γνώσης σε ένα εξειδικευμένο αντικείμενο δεν θα πρέπει να είναι καθοριστικό στοιχείο για την επιλογή των υποψηφίων. Όμως, η πριμοδότηση κατά 50% του διδακτορικού στην ουσία αποκλείει ή περιορίζει δραστικά τις πιθανότητες άλλων υποψηφίων να επιτύχουν στην εισαγωγή τους στη σχολή.
Όλα τα παραπάνω επιτείνονται ακόμη περισσότερο υπό το πρίσμα της κοινωνικής αδικίας που είναι συνυφασμένη με τη δυνατότητα των φοιτητών να συνεχίσουν σε επόμενο επίπεδο τις ακαδημαϊκές τους σπουδές. Όσοι καταφέρνουν να εξασφαλίσουν τη συνέχιση των σπουδών τους και κατά μείζονα λόγο την ολοκλήρωση ενός διδακτορικού προγράμματος είναι οι «καλύτεροι » ή «ικανότεροι» των φοιτητών; Η απάντηση είναι αρνητική. Η αποδοχή ενός φοιτητή σε διδακτορικό πρόγραμμα και η δυνατότητα του να ανταπεξέλθει στις οικονομικές απαιτήσεις της πολυετούς φοίτησης κρίνονται σχεδόν πάντα από κριτήρια μη αξιολογικά, ιδίως στις τρέχουσες δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συγκυρίες.
Κατόπιν όλων αυτών θεωρώ ότι η θέσπιση της συγκεκριμένης διάταξης είναι καθόλα αντίθετη με την αρχή της ισότητας και δεν συνεισφέρει στην αντικειμενική αξιολόγηση των υποψηφίων, η οποία επιτυγχάνεται μέσω των γραπτών εξετάσεων. Προτείνω τον περιορισμό των ποσοστών προσαύξησης του μεταπτυχιακού και διδακτορικού σε ποσοστό που να μη θίγει την ίση αντιμετώπιση των υποψηφίων ή και την κατάργηση τους. Έπειτα από την εισαγωγή στη σχολή και την έναρξη της σταδιοδρομίας δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατοχή των παραπάνω προσόντων θα πρέπει να εκτιμηθεί αναλόγως και να συνεισφέρει στην εξέλιξη τους ως δικαστικών λειτουργών.
Η πριμοδότηση του διδακτορικού διπλώματος φαίνεται κατ’ αρχήν ως πριμοδότηση ενός «αντικειμενικού» προσόντος του υποψηφίου. Η κατοχή του διδακτορικού αποτελεί ένδειξη της βαθύτερης εξειδίκευσης πάνω σε ένα επιστημονικό αντικείμενο. Εντούτοις, κατά πόσο αποδεικνύει την καταλληλότητα ενός υποψηφίου για την σταδιοδρομία του ως δικαστικού λειτουργού; Και εάν είναι έτσι, τότε γιατί δεν θεσπίζεται ένα σύστημα αξιολόγησης βασισμένο στα τυπικά προσόντα και όχι στις εξετάσεις; Προφανώς, η συσσώρευσης επιστημονικής γνώσης σε ένα εξειδικευμένο αντικείμενο δεν θα πρέπει να είναι καθοριστικό στοιχείο για την επιλογή των υποψηφίων. Όμως, η πριμοδότηση κατά 50% του διδακτορικού στην ουσία αποκλείει ή περιορίζει δραστικά τις πιθανότητες άλλων υποψηφίων να επιτύχουν στην εισαγωγή τους στη σχολή.
Όλα τα παραπάνω επιτείνονται ακόμη περισσότερο υπό το πρίσμα της κοινωνικής αδικίας που είναι συνυφασμένη με τη δυνατότητα των φοιτητών να συνεχίσουν σε επόμενο επίπεδο τις ακαδημαϊκές τους σπουδές. Όσοι καταφέρνουν να εξασφαλίσουν την συνέχιση των σπουδών τους και κατά μείζονα λόγο την ολοκλήρωση ενός διδακτορικού προγράμματος είναι οι «καλύτεροί» ή «ικανότεροι» των φοιτητών; Η απάντηση είναι αρνητική. Η αποδοχή ενός φοιτητή σε διδακτορικό πρόγραμμα και η δυνατότητα του να ανταπεξέλθει στις οικονομικές απαιτήσεις της πολυετούς φοίτησης κρίνονται σχεδόν πάντα από κριτήρια μη αξιολογικά, ιδίως στις τρέχουσες δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συγκυρίες.
Κατόπιν όλων αυτών θεωρώ ότι η θέσπιση της συγκεκριμένης διάταξης είναι καθόλα αντίθετη με την αρχή της ισότητας και δεν συνεισφέρει στην αντικειμενική αξιολόγηση των υποψηφίων, η οποία επιτυγχάνεται μέσω των γραπτών εξετάσεων. Προτείνω τον περιορισμό των ποσοστών προσαύξησης του μεταπτυχιακού και διδακτορικού σε ποσοστό που να μη θίγει την ίση αντιμετώπιση των υποψηφίων ή και την κατάργηση τους. Έπειτα από την εισαγωγή στη σχολή και την έναρξη της σταδιοδρομίας δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατοχή των παραπάνω προσόντων θα πρέπει να εκτιμηθεί αναλόγως και να συνεισφέρει στην εξέλιξη τους ως δικαστικών λειτουργών.
1) Σε έναν διαγωνισμό, όπου η αναλογία υποψηφίων-θέσεων, στη διοικητική τουλάχιστον κατεύθυνση, ανέρχεται συνήθως σε 1:12 ή και περισσότερο, και οι διαφορές στη βαθμολογία μεταξύ των επιτυχόντων, αλλά και μεταξύ επιτυχόντων και επιλαχόντων, κυμαίνονται σε δέκατα της μονάδας, η θέσπιση προσαύξησης λόγω κατοχής μεταπτυχιακού ή διδακτορικού μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τα αποτελέσματα, καθιστώντας δευτερεύουσας σημασίας την επίδοση στη γραπτή δοκιμασία. Θεωρώ ότι η όποια προσαύξηση θα πρέπει να υπολογίζεται μετά την κατάρτιση του πίνακα των επιτυχόντων, και να είναι σε κάθε περίπτωση μικρότερη από την αναφερόμενη στο νομοσχέδιο (πχ. 0,1 για το μεταπτυχιακό και 0,3 για το διδακτορικό) να μην δε υπολογίζεται σωρευτικά. Προς διασφάλιση τέλος της διαφάνειας και του αδιάβλητου της επιλογής οι υποψήφιοι θα πρέπει να καλούνται να δηλώσουν αν κατέχουν και να υποβάλουν τα σχετικά δικαιολογητικά μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των προφορικών, οπότε και θα καταρτίζεται ο οριστικός πίνακας. Με την διάταξη του νομοσχεδίου κάποιος που έχει μεταπτυχιακό και διδακτορικό και εξεταστεί επιτυχώς σε 2 ξένες γλώσσες, μπορεί να πριμοδοτηθεί με 1 μονάδα επί του τελικού μέσου όρου!
Να σημειωθεί δε ότι τα μεταπτυχιακά μεγάλων πανεπιστημίων του εξωτερικού (πχ. στη Γερμανία ή στην Αγγλία) δεν είναι όλα εξειδικευμένα, ώστε να προκύπτει σαφώς συνάφεια με συγκεκριμένο κλάδο, χωρίς αυτό να μειώνει την αναγνωρισμένη αξία τους.
2) Θεωρώ ότι πρέπει να θεσπιστεί ένα ποσοστό συμμετοχής των βαθμών της υποχρεωτικής ξένης γλώσσας και του θέματος γενικής παιδείας στον μέσο όρο της γραπτής εξέτασης (πχ να συμψηφίζονται), διότι δεν είναι ορθό να έχουν την ίδια βαρύτητα με τα αμιγώς νομικά μαθήματα. Ευκταίο θα ήταν δε να καθοριστεί μία υποχρεωτική ξένη γλώσσα, ώστε όλοι οι υποψήφιοι να εξετάζονται στα ίδια θέματα και να μπορούν οι βαθμολογηθούν με τα ίδια κριτήρια και να μην παρατηρούνται αποκλίσεις ανάλογα με την εξεταζόμενη γλώσσα.
Η πριμοδότηση του μεταπτυχιακού και του διδακτορικού εισάγει διάκριση η οποία είναι άσκοπη, καθώς αυτοί που έχουν αυτούς τους τίτλους σπουδών δεν την χρειάζονται. Οι γνώσεις που έχουν αποκομίσει πχ οι έχοντες διδακτορικό είναι αρκετό «όπλο» για αυτούς ενόψει των εξετάσεων. Είναι άνισο για τους λοιπούς υποψηφίους να ξεκινούν τις εξετάσεις με «χάντικαπ». Όσον αφορά την ξένη γλώσσα, θεωρώ ότι αλλοιώνει τον χαρακτήρα των εν λόγω εξετάσεων ως νομικών εξετάσεων το να αξιολογείται η υποχρεωτική ξένη γλώσσα ισόβαθμα με τα νομικά μαθήματα.
Η πριμοδότηση της κατοχής μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος εισάγει αθέμιτη διάκριση στην επί ίσοις όροις συμμετοχή στο διαγωνισμό των υποψηφίων φέροντας σε μειονεκτικότερη θέση εκείνους τους υποψηφίους οι οποίοι δεν κατέχουν κάποιο μεταπτυχιακό τίτλο και γι’ αυτό είναι αντίθετοι στην συνταγματική αρχή της ισότητας των όπλων και των ίσων ευκαιριών. Εξάλλου η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου ως επιπλέον προσόν για την υπηρεσιακή ανέλιξη του έλληνα δικαστή αναγνωρίζεται (και ορθώς) ήδη από το δίκαιό μας προσαυξάνοντας το μισθό του, αφού αποτελεί για τον κατέχοντα εξαιρετικό προσόν μόρφωσης. Δεν βλέπω συνεπώς το λόγο γιατί να προκρίνονται κριτήρια τέτοιου είδους για τη συμμετοχή σε έναν τόσο σοβαρό γραπτό διαγωνισμό. Οι μοριοδοτήσεις αυτού του τύπου αλλοιώνουν τον χαρακτήρα του γραπτού διαγωνισμού με όλες τις εγγυήσεις που παρέχει η γραπτή εξεταστική διαδικασία, μετατρέποντάς τον σε έναν απλό διαγωνισμό για την επιλογή προσωπικού του Δημοσίου βάσει μορίων, παραβλέποντας την ιδιαίτερη φύση και σοβαρότητά του ως αποκλειστικού μέσου για την ανάδειξη των λειτουργών της Δικαιοσύνης.
Θα συμφωνησω με τους συναδελφους οτι η υπεροχη των γραπτων εναντι των προφορικων ειναι μια σωστη κινηση.Αυτο που δεν καταλαβαινω ειναι για ποιο λογο καποιος πρεπει να εξεταζεται και σε ξενες γλωσσες απο τη στιγμη που κατεχει πιστοποιητικα ξενης γλωσσας αναγνωρισμενα.
Επισης για να εισαχθει καποιος στη σχολη θα πρεπει να εχει κανει πρακτικη και 2 χρονια δικηγοριας.Δεν γινεται καποια αλλαγη σε αυτο το κομματι.Καποιος λοιπον που εχει πτυχιο νομικης και ξεκινησε να δουλευει καπου πριν τη ληψη του πτυχιου του πχ δημοσιο,τραπεζα,εταιρια κτλ χανει αυτοματα το δικαιωμα συμμετοχης στις εξετασεις.
Οσον αφορα τον τοπο διεξαγωγης,ειτε ειναι στην Αθηνα ειτε στη Θεσσαλονικη,νομιζω θα υπαρχουν παντα αντιδρασεις αφου θα υπαρχουν ανθρωποι και στις δυο περιπτωσεις που θα πρεπει να μετακινηθουν.Αυτο που πρεπει να σκεφτουν ειναι η διαρκεια των γραπτων εξετασεων να μη διαρκουν 8 ημερες οπως εγινε τον Ιουνιο του 2009 διοτι το κοστος ειναι μεγαλο για τους συμμετεχοντες.Τοσα χρονια οι γραπτες εξετασεις γινοντουσαν σε ενα σαββατοκυριακο,τωρα τι αλλαξε και πρεπει να εχουν διαρκεια μεγαλυτερη?
ΑΡΧΙΚΑ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΩ ΟΤΙ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ ΣΥΣΤΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Η ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ 0,2 ΣΤΗΝ ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΗ ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΙΣΟΠΟΣΑ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟ ΟΡΟ.
ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟ, ΑΛΛΑ ΠΡΕΠΕΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΝΑ ΣΥΝΔΥΑΣΤΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ.
Η ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΝΕΤΑΙ, ΓΙΑΤΙ ΘΕΩΡΩ ΑΔΙΚΟ ΚΑΠΟΙΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ΝΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΥΨΗΛΟ ΜΕΣΟ ΟΡΟ ΜΕ ΧΑΜΗΛΟΥΣ ΒΑΘΜΟΥΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ.
ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΗΘΗΣΗ ΔΙΝΩ ΚΑΙ ΕΝΑ ΤΥΠΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ:
Ο ΔΙΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΣ Α ΓΡΑΦΕΙ ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΕΝΤΕ ΒΑΣΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΝΝΕΑ(ΑΡΑ ΜΕΣΟΣ ΟΡΟΣ 9), ΕΝΩ Ο Β ΓΡΑΦΕΙ ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ 15 ΚΑΙ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΝΟΜΙΚΗΣ 6 (ΑΡΑ ΜΕΣΟ ΟΡΟ 9,6).
Κατ’ αρχήν, η υπεροχή που αποδίδεται με το παρόν άρθρο στη γραπτή δοκιμασία έναντι της προφορικής αποτελεί μια θετικότατη και ορθή πρόταση, η οποία ενισχύει και εμπεδώνει περαιτέρω το αδιάβλητο των σχετικών εξετάσεων.
Εντούτοις, η πριμοδότηση των υποψηφίων, που κατέχουν μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα, με το συγκεκριμένο προτεινόμενο τρόπο γεννά μία σειρά απο επιμέρους προβληματισμούς. Πέρα από τη μη πρόβλεψη των κριτηρίων βάσει των οποίων θα προσμετρώνται στην τελική βαθμολογία τα μεταπτυχιακά και διδακτορικά διπλώματα σε βαθμό που να ενέχει η συγκεκριμένη διάταξη υπέρμετρη αοριστία και ασάφεια, το ποσοστό με το οποίο αυτά θα πριμοδοτούνται είναι τόσο μεγάλο, ώστε να πλήττεται η ισότιμη μεταχείριση των υποψηφίων. Δεδομένου ότι διαχρονικά οι βαθμολογικές διαφορές του μεγαλύτερου ποσοστού των εκάστοτε επιτυχόντων (περίπου της τάξης του 60% αυτών) από τους εκάστοτε αποτυχόντες-επιλαχόντες είναι ελάχιστες (από 2/10 της μονάδας μέχρι 5/10 της μονάδας), είναι βέβαιο ότι η εν λόγω προσαύξηση θα ευνοήσει, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, τους κατόχους μεταπτυχιακών κυρίως διπλωμάτων. Και από τη στιγμή που, κατά κοινή παραδοχή, επικρατεί η διαβλητή και περιορισμένη πρόσβαση στα ελληνικά νομικά μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, εισάγεται μια δυσμενέστατη διάκριση εις βάρος μίας ευρείας ομάδας υποψηφίων, που λόγω του ότι δεν κατέχουν μεταπτυχιακό δίπλωμα, θα υποσκελιστούν, παρ’ όλο που θα έχουν καλύτερη (μέχρι 2/10 της μονάδας ή 0,2) ή ακόμα και την ίδια βαθμολογική επίδοση από εκείνους τους υποψηφίους που έχουν μεταπτυχιακό δίπλωμα.
Η πρότασή μου για την εξάλειψη των αδικιών που θα γεννηθούν στο μέλλον από την ισχύ της συγκεκριμένης προσαύξησης και τη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των υποψηφίων είναι, εκτός από την αυτονόητη διαγραφή της από το συγκεκριμένο άρθρο, να επανακαθοριστεί αυτή σε ένα δέκατο (1/10) της μονάδας για όσους κατέχουν μεταπτυχιακό δίπλωμα και σε τρία δέκατα (3/10) της μονάδας για εκείνους που κατέχουν διδακτορικό δίπλωμα.
1. Επί του άρθρου 25, που αφορά στον τόπο της διεξαγωγής της πρακτικής άσκησης:
Κάτοικοι Αθηνών και της ευρύτερης νότιας Ελλάδας πρέπει ανευ ετέρου να έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν ως τόπο διεξαγωγής της πρακτικής άσκησης τους την Αθήνα.
2. Επί του άρθρου 26, που αφορά στην πρακτική άσκηση.
Κατάργηση της βαθμολόγησης κατά το στάδιο της πρακτικής άσκησης, διότι δεν εξυπηρετεί την αντικειμενική κρίση των σπουδαστών. Εξάλλου, σε αυτό το στάδιο δεν είναι δυνατόν εκ των πραγμάτων να γίνει αξιολόγηση των σπουδαστών από τον ίδιο επιβλέποντα.
3. Επί των άρθρων 21, 22 και 23: η διαδικασία του εξαγωγικού διαγωνισμού δεν εξυπηρετεί στην περαιτέρω αξιολόγηση αφενός μεν των νομικών γνώσεων, εφόσον αυτές έχουν ήδη κριθεί κατά τον εισαγωγικό διαγωνισμό τόσο με γραπτές όσο και με προφορικές εξετάσεις, αφετέρου δε της ικανότητάς προς επεξεργασία δικογραφιών, που είναι και το ζητούμενο, εφόσον αυτή είναι δυνατόν να διαπιστωθεί μόνον κατά τη διάρκεια της φοίτησης στη σχολή, και όχι μέσω εξετάσεων, οι οποίες από τη φύση τους είναι ακατάλληλες προς τούτο, ιδίως λόγω του περιορισμένου χρόνου διεξαγωγής τους.
Δεν πρέπει επίσης να λησμονηθεί το γεγονός ότι ο σπουδαστής της ΕΣΔΙ και μελλοντικός δικαστικός λειτουργός έχει δοκιμαστεί και κριθεί μέσα από αλλεπάλληλες γραπτές και προφορικές εξετάσεις
Η οριστική κατάταξη των σπουδαστών στην επετηρίδα μπορεί κάλλιστα να λαμβάνει χώρα ύστερα από συμψηφισμό της βαθμολογίας που πέτυχε κάθε σπουδαστής κατά τον εισαγωγικό διαγωνισμό με εκείνη που προκύπτει από την έγγραφη επεξεργασία δικογραφιών κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στην ΕΣΔΙ. Επομένως, είναι θεμιτή και επιβεβλημένη η κατάργηση της εξεταστικής διαδικασίας αποφοίτησης, δεδομένου ότι οι γραπτές εξετάσεις ευνοούν μόνο την καλλιέργεια της στείρας βαθμοθηρίας και του άγονου ανταγωνισμού
Σε κάθε περίπτωση, εφόσον διατηρηθεί ο θεσμός των εξετάσεων αποφοίτησης, ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ Η κατάργηση της αυτοτέλειας της αξιολόγησής κατά το στάδιο αυτό. Συγκεκριμένα, ο τελικός βαθμός επιτυχίας κάθε σπουδαστή να προκύπτει από τη διαίρεση διά του δύο του αθροίσματος του βαθμού της προόδου (άρθρο 21παρ.4) και του βαθμού των εξετάσεων αποφοίτησης. Όσοι από τους σπουδαστές λάβουν με αυτόν τον τρόπο γενικό βαθμό τουλάχιστον οκτώ να θεωρούνται επιτυχόντες. Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται μια πιο δίκαιη αξιολόγηση της συνολικής ετήσιας πορείας του σπουδαστή στη σχολή. Προς την κατεύθυνση δικαιότερης αξιολόγησης, οι εξετάσεις αποφοίτησης να διεξάγονται αποκλειστικά με γραπτή δοκιμασία.
Σε περίπτωση που σπουδαστής δεν λάβει ως τελικό γενικό βαθμό το (8) οκτώ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟ, τότε να κρίνεται με πλειοψηφική απόφαση του Συμβουλίου Σπουδών , αν θεωρείται κατάλληλος για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων που πρόκειται να του ανατεθούν, συνεκτιμωμένης της συνολικής εικόνας του σπουδαστή κατά τη διάρκεια της χρονιάς και σε περίπτωση θετικής κρίσης, να θεωρείται επιτυχών.
Σκόπιμο, επίσης, είναι τα θέματα της γραπτής δοκιμασίας να συντάσσονται από τους διδάσκοντες, οι οποίοι έχουν κατά τη διάρκεια της χρονιάς, την ευθύνη και τον χειρισμό της ύλης, και απλώς να βαθμολογούνται από την επιτροπή εξετάσεων αποφοίτησης που ήδη προβλέπει ο νόμος. Η επεξεργασία φακέλου δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο εξέτασης του εξαγωγικού διαγωνισμού υπό πίεση και χρονικό περιορισμό (3-4 ώρες). Η γραπτή εξέταση να περιορίζεται σε επεξεργασία πρακτικού.
Με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο η αύξηση του ποσοστού αξιολόγησης της γραπτής δοκιμασίας. Ωστόσο, η εισαγωγή των κριτηρίων του μεταπτυχιακού και διδακτορικού πρέπει να συνοδευτεί από σημαντικές διευκρινήσεις σχετικά με το είδος του μεταπτυχιακού που θα προκρίνεται ή του πανεπιστημίου από το οποίο προέρχεται. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες πρόσβασης σε μεταπτυχιακές σπουδές και ότι δεν έχουν όλοι οι μεταπτυχιακοί τίτλοι τον ίδιο βαθμό βαρύτητας αλλά και συνάφειας με τη σχολή δικαστών. Εξάλλου, από τη στιγμή που υιοθετούνται αυτά τα κριτήρια θα μπορούσε κάλλιστα να τεθεί και το ζήτημα της εμπειρίας από την ενεργό δικηγορία. Συνεπώς, οι τίτλοι αυτοί είναι μεν σημαντικά κριτήρια (υπό προϋποθέσεις και διευκρινήσεις), αλλά όχι τα μόνα. Δεν υπάρχει πιο εναργής τρόπος αξιολόγησης από αυτόν της γραπτής εξέτασης, ο βαθμός της οποίας ενσωματώνει και τις γνώσεις ενός μεταπτυχιακού ή διδακτορικού ή χρόνων εμπειρίας στη δικηγορία, αλλά πάνω απ’ όλα επίπονης και εντατικής μελέτης.
H ΅επιδότηση΅ μεταπτυχιακών και ιδίως διδακτορικών τίτλων ενδέχεται να εισάγει διακρίσεις μεταξύ των υποψηφίων, και μάλιστα όχι μόνο μεταξύ όσων έχουν το σχετικό τίτλο και όσων όχι, αλλά και μεταξύ των υποψήφιων μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων ελληνικών και ξένων ΑΕΙ και για ένα πρόσθετο λόγο: Πανεπιστήμια άλλων χωρών δεν θέτουν χρονικές προϋποθέσεις για την απόκτηση τίτλου, ενώ εγχώρια ΑΕΙ όπως η ΝΟΠΕ δε χορηγούν διδακτορικό αν δεν περάσουν τέσσερα χρόνια από την ανάθεση της διατριβής. Εξάλλου, η απόκτηση του τίτλου δεν εναπόκειται μόνο στην επιμέλεια και την αξιοσύνητου υποψηφίου, αλλά και στην προθυμία των επιτροπών να επιτρέψουν την παρουσίαση της διδακτορικής διατριβής.Τέλος, εφόσον η κατώτατη ηλικία συμμετοχής στις εξετάσεις είναι τα 28 χρόνια, δεν είναι λίγο υπερβολικό να αναμένεται από καποιον σε αυτήν την ηλικία να έχει εκπληρώσει τόσο τις στρατιωτικές τουυποχρεώσεις και να κατέχει συνάμα και μεταπτυχιακό και διδακτορικό τίτλο; Αντιθέτως, η βαθμολόγηση όλων από την ίδια εξεταστική επιτροπή και η επιτυχία ή η αποτυχία τους με βάση μόνο τα ίδια, κοινά για όλους, γνωστικά αντικείμενα, δεν επιτρέπει καμία αμφισβήτηση για την αξιοκρατία των εξετάσεων.
Σε σχέση με την παράγραφο 4 εδάφιο β του άρθρου 13 του νόμου 3689/2008
Θεωρώ πως οι υποψήφιοι δικαστές πρέπει να μπαίνουν στον διαγωνισμό υπό ίσους όρους . Αυτή η αξίωση πιστεύω πως εξασφαλίζεται όταν η εισαγωγή τους στην Σχολή Δικαστών στηρίζεται αποκλειστικά σε ένα αντικειμενικό σύστημα εξετάσεων όπου οι υποψήφιοι έχουν την δυνατότητα να εξεταστούν πάνω σε συγκεκριμένα θέματα. Επομένως βάσει των αποτελεσμάτων τους να κατατάσσονται τελικώς ή όχι στους επιτυχόντες .
Η προσαύξηση λόγω διδακτορικού/μεταπτυχιακού ευνοεί συγκεκριμένη κατηγορία υποψηφίων και επιφέρει διάκριση η οποία στην ουσία της , έχει να κάνει με πριμοδότηση όσων, λόγω κοινωνικοοικονομικού status της οικογένειάς τους, είχαν τους πόρους (δεδομένου πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει σχεδόν καμιά οικονομική ενίσχυση για τους ερευνητές ,ιδιαίτερα των ανθρωπιστικών-κοινωνικών επιστημών), να εκπονήσουν διδακτορική διατριβή , για την εκπόνηση της οποίας χρειάζεται να περάσουν αρκετά χρόνια , ενώ δεν ήταν αναγκασμένοι (προφανώς δεν είχαν βιοποριστικό πρόβλημα), να ασκήσουν την δικηγορία προκειμένου να αυτοσυντηρηθούν. Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι 9/10 περιπτώσεις οι κάτοχοι διδακτορικού έχουν απομακρυνθεί μακρόθεν από την νομική πρακτική η οποία εξασφαλίζεται μέσω της πραγματικής άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος.
Ενδεχομένως, προκειμένου να εξυπηρετείται η αρχή της αξιοκρατίας οι κάτοχοι μεταπτυχιακού/διδακτορικού θα πρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης ως προς την υπηρεσιακή τους εξέλιξη ως δικαστές ή ως προς την κατάταξη τους εντός της σχολής π.χ να προτιμούνται για υποψήφιοι εισηγητές του ΣτΕ/ Ελεγκτικού Συνεδρίου και όχι υποψήφιοι πάρεδροι των πρωτοδικείων , πάντα όμως μετά την επιτυχία και εισαγωγή τους στην σχολή δικαστών, για την οποία πρέπει να εξασφαλίζεται η υπό ίσους όρους προσέλευση στον διαγωνισμό .