1. Ο Πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου ή του τμήματος του πειθαρχικού συμβουλίου που έχει τελικά χρεωθεί την υπόθεση ορίζει εισηγητή της υπόθεσης.
2. Ο Εισηγητής έχει όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες κάθε γενικού προανακριτικού υπαλλήλου. Εξετάζει τους μάρτυρες, συλλέγει το λοιπό αποδεικτικό υλικό, συντάσσει το κατηγορητήριο και καλεί τον πειθαρχικά διωκόμενο να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και να απολογηθεί προφορικά ή γραπτά μέσα σε εύλογο χρόνο. Σε περίπτωση που ο διωκόμενος υποβάλει γραπτό απολογητικό υπόμνημα ο Εισηγητής δύναται να διατυπώσει οποιαδήποτε κατά την κρίση του διευκρινιστική ή άλλη ερώτηση.
3. Σε περίπτωση έκδοσης από τον εισηγητή εντάλματος βιαίας προσαγωγής κατά των μαρτύρων που απειθούν, το ένταλμα διαβιβάζεται απ’ ευθείας στον αρμόδιο εισαγγελέα και κατά μαρτύρων στρατιωτικών στον αρμόδιο υπουργό, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να το εκτελέσουν. Ο εισηγητής έχει επίσης, το δικαίωμα να ενεργήσει εκτός έδρας της περιφέρειας του Εφετείου πράξεις και ενέργειες, εφόσον το κρίνει εφικτό και αναγκαίο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, έχει την υποχρέωση να ανακοινώσει στον Πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου, του οποίου είναι μέλος, την προγραμματισμένη από αυτόν ενέργεια τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη διεξαγωγή της.
4. Αν ο εισηγητής μετά τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που να στηρίζουν πειθαρχική κατηγορία, παραδίδει τον φάκελο στον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου με την πρόταση να μην γίνει κατηγορία και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Ο πρόεδρος εισάγει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει, αν θα γίνει ή όχι κατηγορία ή και αν πρέπει να γίνει συμπληρωματική ανάκριση από τον εισηγητή. Αν το πειθαρχικό συμβούλιο δεχθεί ότι πρέπει να γίνει κατηγορία, συντάσσεται από τον εισηγητή κατηγορητήριο και εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους.
5. Μετά την ολοκλήρωση του έργου του εισηγητή, ολόκληρος ο φάκελος διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου για τον ορισμό της δικασίμου, μαζί με τον κατάλογο των μαρτύρων που πρέπει να κληθούν και το αποδεικτικό επίδοσης της πράξης αυτής στον πειθαρχικά διωκόμενο δικηγόρο.
6. Ο εισηγητής της υπόθεσης δύναται να συμμετάσχει στη συνεδρίαση του συμβουλίου.
7. Η ακροαματική διαδικασία δεν είναι δημόσια. Επιτρέπεται όμως να παραστούν ο Πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου που άσκησε την πειθαρχική δίωξη ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που τον αναπληρώνει ή αντικαθιστά. Ο ασκήσας την ποινική δίωξη Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου ή ο αντικαταστάτης του έχει το δικαίωμα να ζητήσει και να λάβει τον λόγο από τον Πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου για να αναπτύξει την υπόθεση για την οποία άσκησε πειθαρχική δίωξη. Η μη παράστασή του Προέδρου του δικηγορικού Συλλόγου ή του αναπληρωτή του δεν αποτελεί λόγο αναβολής ούτε καθιστά άκυρη τη σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου.
8. Ο διωκόμενος δικηγόρος δύναται να παραστεί αυτοπρόσωπα μόνος του ή και με τη συμπαράσταση άλλου δικηγόρου. Ασκεί το δικαίωμα υπεράσπισής του, καλώντας και με δική του ευθύνη, χωρίς υποχρεωτική προδικασία, μάρτυρες για να καταθέσουν υπέρ του ή για την υπόθεσή του.
9. Το πειθαρχικό συμβούλιο μέσα σε έξι (6) μήνες το αργότερο από την άσκηση της πειθαρχικής διώξεως, οφείλει να εκδώσει οριστική απόφαση. Ο χρόνος αυτός παρατείνεται αναλόγως, εάν έχει διαταχθεί η αναστολή της πειθαρχικής δίωξης. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που έγινε δεκτή αίτηση εξαίρεσης και εξαιτίας της ανέφικτης συγκρότησης του πειθαρχικού συμβουλίου με νέα σύνθεση, παραπέμπεται η υπόθεση σε άλλο πειθαρχικό συμβούλιο.
10. Αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά και αξιόποινη πράξη, η αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση καθώς και το απαλλακτικό βούλευμα δεν εμποδίζουν το πειθαρχικό συμβούλιο να εκδικάσει την υπόθεση στην ουσία της και να εκδώσει απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη του τη σχετική ποινική δικογραφία, την οποία οφείλει να αποστείλει σε αντίγραφα ο αρμόδιος εισαγγελέας, ύστερα από σχετική αίτηση του εισηγητή της υπόθεσης.
Ο εισηγητής όπως και ο ενεργών την προκαταρκτική εξέταση έχει εξουσίες που δεν προσιδιάζουν σε πρόσωπο που δεν εντάσσεται στα πρόσωπα που ασκούν ανακριτικά καθήκοντα κατά τον ΚΠοινΔ. Το ένταλμα βίαιης προσαγωγής μάρτυρα και η διαβίβασή του στον εισαγγελέα για εκτέλεση όντως είναι πρωτότυπη ιδέα. Όποιος και αν είναι ο ρόλος του δικηγόρου στην λειτουργία της δικαιοσύνης, η απονομή τέτοιων αρμοδιοτήτων σε πειθαρχικά όργανα είναι υπερβολή. Επισημαίνεται ότι ούτε για τα πειθαρχικά συμβούλια του Ν1756/1988 που συγκροτούνται αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς δεν προβλέπεται η έκδοση εντάλματος βιαίας προσαγωγής μάρτυρα.
Η κατά την παρ.6 δυνατότητα συμμετοχής του εισηγητή στην συνεδρίαση είναι προβληματική ( βλ ΕΔΔΑ Piersack κατά Βελγίου, Hauschildt κατά Δανίας, Padovani κατά Ιταλίας, Nortierκατά Ολλανδίας).
Η μυστικότητα των συνεδριάσεων αντίκειται στο άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ΣτΕ Ολομ 3319-3320/2010, ΕΔΔΑ Λε Κομπτ κλπ κατά Βελγίου αποφάσεις της 23.6.1981 και της 10.2.1984). Σχετικά με το ζήτημα της μυστικότητας επισημαίνεται ότι με την ΣτΕ Ολ 189/2007 κρίθηκε ότι οι διατάξεις του νδ 3026/1954 δεν είναι ασύμβατες με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ διότι δεν επιβάλουν μυστικότητα. Η προτεινόμενη διάταξη όμως επιβάλλει μυστικότητα και κατά συνέπεια είναι αντίθετη στα ανωτέρω. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι για τις συνεδριάσεις της πειθαρχικής δίκης του ν. 1756/88 κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικ. λειτουργών προβλέπεται ρητά δημοσιότητα, ενώ μετά τις ΣτΕ Ολομ 3319-3320/2010 ορίζεται πλέον για τις ανεξάρτητες διοικ. Αρχές κατ’ αρχάς μυστικότητα εκτός αν ο διάδικος ζητήσει την δημόσια διεξαγωγή.
Η διάταξη της παρ 10 είναι ούτως ή άλλως ανίσχυρη γιατί αντίκειται στα άρθρα 6 και 7 της ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος απόφαση της 27.9.2007 και ειδικά για πειθαρχικά αδικήματα ΣτΕ 1251/2008, 2690/2008, 1670/2009, 116/2010, αλλά και για άλλη περίπτωση 2072/2008).