1. Η άσκηση διαρκεί δεκαοκτώ (18) μήνες.
2. Η άσκηση γίνεται σε δικηγόρο με ικανότητα παράστασης στον Άρειο Πάγο ή στο Εφετείο καθώς και σε δικηγορικές εταιρείες, στις οποίες συμμετέχουν δικηγόροι με την προηγούμενη ικανότητα παράστασης. Κατ’ εξαίρεση, σε δικηγορικούς συλλόγους που δεν εδρεύουν στην έδρα Εφετείων, η άσκηση μπορεί να γίνει και σε δικηγόρο στο Πρωτοδικείο, ο οποίος έχει υπηρεσία τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Ο αριθμός των ασκουμένων δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις (3) ανά δικηγόρο. Στις δικηγορικές εταιρείες επιτρέπεται ανάλογη αύξηση για κάθε δικηγόρο – εταίρο που έχει την απαραίτητη ικανότητα παράστασης.
3. Η άσκηση μπορεί να γίνει και στην κεντρική υπηρεσία ή σε γραφείο νομικού συμβούλου ή σε δικαστικό γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.). Ο αριθμός των ασκούμενων δικηγόρων καθορίζεται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η άσκηση μπορεί επίσης να γίνει στις νομικές υπηρεσίες των ΝΠΔΔ και Οργανισμών και γενικά σε δημόσιες υπηρεσίες, στις οποίες κύριο έργο είναι η αντιμετώπιση και επίλυση νομικών προβλημάτων, καθώς και σε δικηγόρους της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου που είναι διορισμένοι σε ανώτερα και ανώτατα δικαστήρια.
4. Μέρος της άσκησης, διάρκειας έως έξι μηνών, μπορεί να γίνει στη γραμματεία του πολιτικού και διοικητικού εφετείου ή πρωτοδικείου ή της αντίστοιχης εισαγγελίας ή του ειρηνοδικείου της έδρας του Δικηγορικού Συλλόγου που είναι εγγεγραμμένος ο ασκούμενος. Ο συνολικός αριθμός, η κατανομή των ασκούμενων δικηγόρων στα δικαστήρια και τις εισαγγελίες, η διαδικασία, ο τρόπος επιλογής, ο καθορισμός της έναρξης, ο ακριβής χρόνος άσκησης, η εξειδίκευση των καθηκόντων που οι ασκούμενοι επιτελούν, ο τρόπος καταβολής της αμοιβής, καθώς και κάθε ζήτημα σχετικά με την άσκηση καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Η περαιτέρω τοποθέτηση των ασκουμένων δικηγόρων ανά εφετείο, πρωτοδικείο, εισαγγελία ή ειρηνοδικείο καθορίζονται από τα όργανα διοίκησης του εφετείου, πρωτοδικείου, της εισαγγελίας ή του ειρηνοδικείου αντιστοίχως, μετά γνώμης του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Ο ασκούμενος λαμβάνει αμοιβή που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να παραταθεί ο χρόνος άσκησης των ασκούμενων δικηγόρων για ένα εξάμηνο ακόμη και για μία μόνο φορά για κάθε ασκούμενο και μόνον για όσες θέσεις δεν καλύφθηκαν κατά το τρέχον εξάμηνο.
5. Μέρος της άσκησης διάρκειας έως έξι μηνών μπορεί, επίσης, να γίνει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο ή στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Η επιλογή των ασκουμένων δικηγόρων, καθώς και η κατανομή τους στις υπηρεσίες των δικαστηρίων αυτών γίνεται κάθε φορά με απόφαση του Προέδρου τους. Ο αριθμός των ασκουμένων στα δικαστήρια αυτά, η διαδικασία και τα κριτήρια επιλογής τους, ο καθορισμός της έναρξης και λήξης της περιόδου άσκησης, ο τρόπος καταβολής της αμοιβής, καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Η αμοιβή των ασκουμένων δικηγόρων καθορίζεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.
6. Η άσκηση μπορεί επίσης να γίνει ολικά ή μερικά στις υπηρεσίες των Δικηγορικών Συλλόγων και στην ειδική νομική υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η σχετική δε αμοιβή των ασκουμένων βαρύνει τους οικείους φορείς. Τη βεβαίωση άσκησης χορηγεί αντίστοιχα ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν στο φάκελο του ασκουμένου ή αυτός προσκομίζει.
7. Ο χρόνος, τόπος, λοιπές περιστάσεις, καθώς και η αμοιβή των ασκούμενων δικηγόρων καθορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
8. Σε περίπτωση αδυναμίας εξεύρεσης θέσης για την άσκηση, μεριμνά ο Πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
9. Επιτρέπεται, μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου, η μεταγραφή του ασκουμένου από τα μητρώα ασκουμένων ενός δικηγορικού συλλόγου στα μητρώα ασκουμένων άλλου δικηγορικού συλλόγου.
Οι ασκούμενοι δικηγόροι πρέπει να πληρώνονται για τις υπηρεσίες που προσφέρουν με κατώτατη αμοιβή τα 500 ευρώ. Επίσης η ασφάλισή τους πρέπει να είναι υποχρεωτική. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι πρέπει να επιβάλλουν κάποια στάνταρ ώστε οι ασκούμενοι συνάδελφοι να προστατεύονται και να μή γίνονται έρμαια εκμετάλλευσης από τους ασκούντες Δικηγόρους. Ας παύσει πια το καθεστώς δουλείας για τους ασκούμενους αλλά και για τους νέους δικηγόρους.
Στην παρ.2, η αρχική αναφορά σε δικηγορικές εταιρείες αφορά εταιρείες «στις οποίες συμμετέχουν δικηγόροι με την προηγούμενη ικανότητα παράστασης» χωρίς να εξειδικεύει την ιδιότητα, αν δηλαδή αναφέρεται σε εταίρους ή και σε δικηγόρους συνεργαζόμενους με δικηγορική εταιρεία σε αποκλειστική βάση κατά την παρ. 1 του άρθρου 49 του νομοσχεδίου. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ.1 φαίνεται ο αριθμός των ασκουμένων σε δικηγορική εταιρεία να συνδέεται με τον αριθμό ον εταίρων. Η παρ.1 θα ήταν προτιμότερο να διατυπωθεί ως εξής: «Η άσκηση γίνεται σε δικηγόρο με ικανότητα παράστασης στον Άρειο Πάγο ή στο Εφετείο καθώς και σε δικηγορικές εταιρείες, στις οποίες συμμετέχουν δικηγόροι με την προηγούμενη ικανότητα παράστασης. Ο αριθμός των ασκουμένων δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις (3) ανά δικηγόρο. Στις δικηγορικές εταιρείες το όριο αυτό υπολογίζεται για κάθε δικηγόρο – εταίρο ή συνεργαζόμενο με αποκλειστική σχέση κατά την παρ. 1 του άρθρου 49 του παρόντος που έχει την απαραίτητη ικανότητα παράστασης. Κατ’ εξαίρεση, σε δικηγορικούς συλλόγους που δεν εδρεύουν στην έδρα Εφετείων, η άσκηση μπορεί να γίνει και σε δικηγόρο στο Πρωτοδικείο, ο οποίος έχει υπηρεσία τουλάχιστον πέντε (5) ετών.»
Στην παρ. 2 επιτρέπεται η άσκηση σε νομικές υπηρεσίες ΝΠΔΔ κλπ αλλά αδικαιολόγητα έχουν παραλειφθεί οι νομικές υπηρεσίες ΝΠΙΔ και εταιρειών. Επίσης το τελευταίο τμήμα της παρ. 2 που ορίζει «καθώς και σε δικηγόρους της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου που είναι διορισμένοι σε ανώτερα και ανώτατα δικαστήρια.» είναι ακατανόητο ποια περίπτωση ρυθμίζει. Στις παρ. 4 και 5 υπάρχει ρύθμιση για την αμοιβή των ασκουμένων με Υπουργική Απόφαση ενώ για τα λοιπά θέματα αποφασίζουν τα αντίστοιχα όργανα των δικαστηρίων στα οποία γίνεται η άσκηση. Στις περιπτώσεις των παρ 2 και 3 ουδεμία ρύθμιση υπάρχει. Στην παρ 2 η κατανομή των ασκουμένων στα δικαστήρια είναι ακατανόητο γιατί απαιτεί γνώμη του δικηγορικού συλλόγου, η οποία δεν απαιτείται στις λοιπές περιπτώσεις. Η παρ. 7 μπορεί να αφορά μόνον τις περιπτώσεις άσκησης στις υπηρεσίες του Δικηγορικού Συλλόγου και σκόπιμο θα ήταν να αναφέρεται αυτό ρητά. Η άσκηση στην ειδική νομική υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης δεν ρυθμίζεται ειδικά σε καμία παράγραφο του άρθρου σε αντίθεση με τις άλλες επιλογές άσκησης. Αδικαιολόγητα παραλείφθηκαν: α) το τελευταίο εδάφιο της παρ 1 του άρθρου 6 του ισχύοντος κώδικος που προέβλεπε την δυνατότητα παράλληλης άσκησης σε περισσότερους δικηγόρους και β) η παρ. 2 του ιδίου άρθρου 6 του ισχύοντος κώδικος. Η λέξη «περιεχόμενο» στον τίτλο του άρθρου δεν φαίνεται να έχει περιχόμενο στο κείμενο .
Για ποιό λόγο προβλέπεται ακόμα η άσκηση να είναι 18 μήνες;
Η συντριπτική πλειονότητα των δικηγόρων και των ασκούμενων δικηγόρων θα σας πουν ότι απλά δεν υπάρχει κανένας ουσιώδης λόγος για τόσο μεγάλη διάρκεια! Από ένα σημείο και μετά απλά κάνεις τα ίδια και τα ίδια χωρίς να μαθαίνεις κάτι καινούριο. Ακόμα και οι γιατροί που ασχολούνται με ζωές ανθρώπων κάνουν 1 χρόνο για την αντίστοιχη άσκησή τους.
Η άσκηση πρέπει να έχει διάρκεια 12 μηνών.
Επίσης, παρά τον εκμοντερνισμό του κώδικα γιατί δεν αναγνωρίζεται η εργασία των ασκουμένων με ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ αμοιβή που ορθώς όπως προβλέπεται θα καθορίζεται από τον εκάστοτε σύλλογο; Δηλαδή είναι υποχρεωτικό ο ασκούμενος να καταβάλει πλέον εισφορές αλλά όχι να αμοίβεται τουλάχιστον με ποσό που να καλύπτει τις εισφορές; Ακόμα και αν αυτό κάνει ορισμένους δικηγόρους να μην προσλαμβάνουν ασκουμένους, οι περισσότεροι θα συνεχίσουν γιατί η δουλειά απλά δεν βγαίνει χωρίς εκείνους και επιπλέον όσοι έχουν θέση ασκουμένου θα ξέρουν ότι θα έχουν αξιοπρεπή μισθό – κάτι που θα βοηθήσει με φυσικό τρόπο και τον υπερκορεσμό του επαγγέλματος καθώς θα ξέρει όποιος σκέφτεται να γίνει δικηγόρος ότι ναι μεν θα έχει ως ασκούμενος αξιοπρεπή μισθό αλλά θα είναι πιο δύσκολα να βρει θέση από τώρα που μπορεί να πάει και στο τελευταίο γραφείο με γελοία αμοιβή (αν αμοίβεται) για να γίνει μετά δικηγόρος και να συνεισφέρει κι αυτός στον ήδη τεράστιο αριθμό δικηγόρων και θα το σκέφτεται πριν αποφασίσει να δηλώσει νομική.
Ας συνδεθούν επιτέλους οι σχετικές διατάξεις με την πραγματικότητα της δικηγορίας!
Περιπτώσεις 7 και 8:
Πρέπει να διευκρινισθεί με σαφήνεια εάν υφίσταται ή όχι υποχρεωτικότητα καταβολής μισθού από τους δικηγόρους προς τους εκάστοτε παρ’ αυτών ασκουμένους δικηγόρους. Εάν η καταβολή μισθού είναι υποχρεωτική, φοβούμαι ότι οι δικηγόροι δεν θα δέχονται κανένα ασκούμενο, οπότε θα καταστεί προβληματική η δυνατότητα ενδιαφερομένων πτυχιούχων Νομικών Σχολών να πραγματοποιήσουν άσκηση. ‘Ηδη έχουν εμφανισθεί φαινόμενα υποβολής δηλώσεων διακοπής άσκησης ακριβώς για τον λόγο αυτό, ούτε δε θα έχουν τη δυνατότητα οι Πρόεδροι των Συλλόγων να επιβάλλουν σε μέλη τους την πρόσληψη ασκουμένων.