Άρθρο 61: Εργολαβικό Δίκης.

1. Επιτρέπεται η κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας, η οποία εξαρτά την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος της εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, όπως επίσης και συμφωνία, με την οποία εκχωρείται η μεταβιβάζεται μέρος του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας, ως αμοιβή (εργολαβικό δίκης). Αυτή η συμφωνία δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης. Σε περίπτωση που συμπράττουν πέραν του ενός δικηγόροι, το ως άνω ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30%. Σε συμφωνία, που εξαρτά την αμοιβή από το αποτέλεσμα της δίκης, η αμοιβή εισπράττεται είτε από το ίδιο το προϊόν της δίκης, είτε από την υπόλοιπη περιουσία του εντολέα. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος έχει προνόμιο μόνο στο προϊόν της δίκης. Δεν επιτρέπεται, με συνέπεια απόλυτης ακυρότητας, κάθε εκχώρηση του προϊόντος της δίκης ή οποιαδήποτε άλλη μεταβίβασή του εν ζωή ή με αιτία τον θάνατο ή με κατάσχεση, μέχρι το ποσό ή την αξία που δικαιούται ο δικηγόρος.
2. Η συμφωνία βάσει της οποίας εξαρτάται η αμοιβή του δικηγόρου από την έκβαση της δίκης και η οποία αναφέρεται σε υποθέσεις από ζημίες αυτοκινήτων, απαλλοτριώσεις ή σε μισθούς, ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές για υπερωρίες, εργασία νυκτερινή ή σε Κυριακές ή εορτές, δώρα, αντίτιμο για άδεια ή επίδομα αδείας, αποζημίωση για καταγγελία της σύμβασης εργασίας και γενικά σε απαιτήσεις που ανάγονται σε εργασιακή σύμβαση υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ή σε αποδοχές γενικά μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. σε όποια δικαιοδοσία δικαστηρίου κι αν υπάγονται καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται στο Δικηγορικό Σύλλογο του οποίου είναι μέλος ο δικηγόρος. Η γνωστοποίηση γίνεται με προσκόμιση δύο πρωτοτύπων συντάσσεται δε πράξη κάτω από το ένα πρωτότυπο, το οποίο παραλαμβάνει ο δικηγόρος. Το άλλο πρωτότυπο παραμένει στα αρχεία του Συλλόγου και καταχωρείται αμέσως σε ειδικό βιβλίο. Τα πρωτότυπα, στα οποία αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου των συμβαλλομένων, προσκομίζονται σε προθεσμία είκοσι ημερών από την ημέρα της κατάρτισης της σύμβασης . Αν παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς να προσαχθεί η σύμβαση στο Σύλλογο, η σύμβαση είναι άκυρη.
3. Η αναγγελία της εκχώρησης τμήματος της απαίτησης για κάλυψη της αμοιβής του δικηγόρου γίνεται με κοινοποίηση του σχετικού συμφωνητικού στον οφειλέτη, οποτεδήποτε πριν από την πληρωμή της απαίτησης. Όταν οφειλέτης είναι το Ελληνικό Δημόσιο, η αναγγελία γίνεται με υποβολή του εκχωρητικού εγγράφου στον οικείο Υπουργό και στην αρμόδια για την εκκαθάριση της δαπάνης Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου, χωρίς να τηρούνται οι διατυπώσεις του άρθρου 95 του ν. 2362/1995 (Α΄ 247). Προκειμένου περί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ασφαλιστικών οργανισμών το ανωτέρω έγγραφο γνωστοποιείται στο νόμιμο εκπρόσωπο τους και στην αρμόδια για την πληρωμή της δαπάνης υπηρεσία του νομικού προσώπου. Σε κάθε περίπτωση, η γνωστοποίηση του εκχωρητικού εγγράφου γίνεται και στην αρμόδια για τη φορολόγηση του δικηγόρου Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία. Η μη αναγγελία της εκχώρησης κατά τις διατάξεις του παρόντος επάγεται την ακυρότητα αυτής. Η παρακράτηση και απόδοση της αμοιβής του δικηγόρου γίνεται από το αρμόδιο για πληρωμή της απαίτησης όργανο του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ.
4. Η παραπάνω συμφωνία, που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης, ισχύει μόνο όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξάγει την δίκη μέχρι τελεσιδικίας χωρίς να λάβει κάποια αμοιβή σε περίπτωση αποτυχίας, ούτε ο ίδιος ούτε ο συμπληρεξούσιος ή υποκατάστατος αυτού.
5. Σε περίπτωση αμφιβολίας, για το αν κερδήθηκε η δίκη σύμφωνα με τα παραπάνω, αποφαίνεται αμετάκλητα, μετά από αίτηση του εντολέα ή του δικηγόρου, το Συμβούλιο του Συλλόγου στον οποίο ανήκει ο δικηγόρος.

  • Νομίζω ότι θα είναι καλύτερο -προς αποφυγή παρεξηγήσεων- να ξεκαθαριστεί με το νόμο ότι στο ποσοστό 20% δε συμπεριλαμβάνεται ο Φ.Π.Α., π.χ. η διάταξη μπορεί να διαμορφωθεί στο επίδικο σημείο ως εξής: «…δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α….σε περίπτωση που συμπράττουν πέραν του ενός δικηγόροι το ως άνω ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30% πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α….»

  • 26 Φεβρουαρίου 2013, 20:22 | ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ B. ΚΟΥΤΣΟΥΚΗΣ

    Σχόλιο.
    Για την ορθή αντιμετώπιση του θεσμού της εργολαβικής δίκης πρέπει, κατά την άποψή μας, να γίνει διάκριση. Θα μπορούσε κανείς να κρίνει ως ανεκτούς τους περιορισμούς του υπό κρίση άρθρου μόνο για τις κατηγορίες υποθέσεων/εντολέων της παρ. 2 ,ήτοι για υποθέσεις από ζημίες αυτοκινήτων, απαλλοτριώσεις ή σε μισθούς, ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές για υπερωρίες, εργασία νυκτερινή ή σε Κυριακές ή εορτές, δώρα, αντίτιμο για άδεια ή επίδομα αδείας, αποζημίωση για καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και γενικά σε απαιτήσεις που ανάγονται σε εργασιακή σύμβαση υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ή σε αποδοχές γενικά μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. οι οποίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων, λόγω της ανάγκης προστασίας ενδεών προστασίας αδύναμων προσώπων.
    Αντίθετα για άλλες υποθέσεις ή εντολείς πρέπει να εναρμονιστεί το υπό κρίση άρθρο με τον βασικό κανόνα του άρθρου 60 του Σχεδίου που αναθέτει στην ελεύθερη βούληση των μερών τον κανονισμό-προσδιορισμό του ύψους και του τρόπου καταβολής της αμοιβής και το οποίο σαφώς δεν επιτρέπει ούτε την εισαγωγή ανώτατων ορίων της εργολαβικής αμοιβής ούτε άλλων προϋποθέσεων που αλλοιώνουν τη γνήσια και ελεύθερη βούληση των μερών.
    ‘Ετσι επιτρεπτές και συμβατές με το άρθρο 60 Σχεδίου είναι συμφωνίες που ορίζουν την εργολαβική αμοιβή και πάνω από 20 %, με ανάληψη ή μη από το δικηγόρο των εν γένει εξόδων της δίκης, με τη λήψη μέρους της αμοιβής και την εξάρτηση του μεγαλύτερου μέρους της από την έκβαση της δίκης. Η ρύθμιση του άρθρου 61 του Σχεδίου ως προτείνεται έχει πρόβλημα συνταγματικότητας για τη δεύτερη κατηγορία υποθέσεων/εντολέων με μεγάλη αβεβαιότητα στις συναλλαγές μέχρι κριθεί η αντισυνταγματικότητά του. Πάντως πρέπει να επισημανθεί ότι η ρύθμιση ως προτείνεται με χαρακτήρα διάταξης αναγκαστικού δικαίου που τυχόν παράβασή της επιφέρει την (σχετική) ακυρότητα του εργολαβικού δίκης θα οδηγούσε σε ανεπιεικείς για τους συμβαλλόμενους συνέπειες. Π.χ. σε υποθέσεις με μεγάλο αντικείμενο αν συμφωνηθεί ο δικηγόρος να λάβει ένα ελάχιστο μέρος της αμοιβής και το υπόλοιπο το εξαρτήσει από την έκβαση της δίκης και η υπόθεση περαιωθεί επιτυχώς μετά την έκδοση τελεσίδικης ή και αμετάκλητης απόφασης είναι πολύ πιθανόν τυχόν ακυρότητα του συμφωνητικού να βλάψει σημαντικά τον εντολέα, όταν ιδίως η νόμιμη αμοιβή θα είναι πολύ μεγαλύτερη της συμφωνηθείσας (εργολαβικής) ή και το αντίθετο αν η υπόθεση κλείσει συμβιβαστικά σε πρώιμο στάδιο, θα ωφεληθεί τα μέγιστα ο εντολέας. Δηλ. η ρύθμιση αυτή οδηγεί σε λύσεις που δεν επιθυμούν τα συμβαλλόμενα μέρη και συνακόλουθα είναι ενάντια στη πραγματική και γνήσια βούληση εντολέα-δικηγόρου. Τέλος πρέπει να υπομνηστεί ότι η ευελεξία στον τρόπο προσδιορισμού της αμοιβής ενεργεί ευεργετικά υπέρ των εντολέων και ικανοποιεί τα συμφέροντά του σε δύσκολες και αμφίβολες υποθέσεις,για την επιτυχή διεκπεραίωση των οποίων ο δικηγόρος αναλαμβάνει υψηλό κίνδυνο, αντισταθμίζοντάς τον από την βάσιμη προσδοκία περί επιτυχούς έκβασης της δίκης.
    Με βάση τις παραπάνω αρχές το άρθρο 61 πρέπει, κατά την άποψή μας, να διαμορφωθεί ως εξής:
    1. Επιτρέπεται η κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας, η οποία εξαρτά ολικώς ή μερικώς την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος της εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, όπως επίσης και συμφωνία, με την οποία εκχωρείται η μεταβιβάζεται μέρος του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας, ως αμοιβή (εργολαβικό δίκης). Κατ’εξαίρεση για τις υποθέσεις της παραγράφου 2 η συμφωνία της αμοιβής, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης, ενώ σε περίπτωση που συμπράττουν πέραν του ενός δικηγόροι, το ως άνω ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30%. Σε συμφωνία, που εξαρτά την ολική ή μερική αμοιβή από το αποτέλεσμα της δίκης, η αμοιβή εισπράττεται είτε από το ίδιο το προϊόν της δίκης, είτε από την υπόλοιπη περιουσία του εντολέα. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος έχει προνόμιο μόνο στο προϊόν της δίκης. Δεν επιτρέπεται, με συνέπεια απόλυτης ακυρότητας, κάθε εκχώρηση του προϊόντος της δίκης ή οποιαδήποτε άλλη μεταβίβασή του εν ζωή ή με αιτία τον θάνατο ή με κατάσχεση, μέχρι το ποσό ή την αξία που δικαιούται ο δικηγόρος.
    2. Η συμφωνία βάσει της οποίας εξαρτάται η αμοιβή του δικηγόρου από την έκβαση της δίκης και η οποία αναφέρεται σε υποθέσεις από ζημίες αυτοκινήτων, απαλλοτριώσεις ή σε μισθούς, ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές για υπερωρίες, εργασία νυκτερινή ή σε Κυριακές ή εορτές, δώρα, αντίτιμο για άδεια ή επίδομα αδείας, αποζημίωση για καταγγελία της σύμβασης εργασίας και γενικά σε απαιτήσεις που ανάγονται σε εργασιακή σύμβαση υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ή σε αποδοχές γενικά μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. σε όποια δικαιοδοσία δικαστηρίου κι αν υπάγονται καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται στο Δικηγορικό Σύλλογο του οποίου είναι μέλος ο δικηγόρος. Η γνωστοποίηση γίνεται με προσκόμιση δύο πρωτοτύπων συντάσσεται δε πράξη κάτω από το ένα πρωτότυπο, το οποίο παραλαμβάνει ο δικηγόρος. Το άλλο πρωτότυπο παραμένει στα αρχεία του Συλλόγου και καταχωρείται αμέσως σε ειδικό βιβλίο. Τα πρωτότυπα, στα οποία αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου των συμβαλλομένων, προσκομίζονται σε προθεσμία είκοσι ημερών από την ημέρα της κατάρτισης της σύμβασης . Αν παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς να προσαχθεί η σύμβαση στο Σύλλογο, η σύμβαση είναι άκυρη.
    3. Η αναγγελία της εκχώρησης τμήματος της απαίτησης για κάλυψη της αμοιβής του δικηγόρου γίνεται με κοινοποίηση του σχετικού συμφωνητικού στον οφειλέτη, οποτεδήποτε πριν από την πληρωμή της απαίτησης. Όταν οφειλέτης είναι το Ελληνικό Δημόσιο, η αναγγελία γίνεται με υποβολή του εκχωρητικού εγγράφου στον οικείο Υπουργό και στην αρμόδια για την εκκαθάριση της δαπάνης Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου, χωρίς να τηρούνται οι διατυπώσεις του άρθρου 95 του ν. 2362/1995 (Α΄ 247). Προκειμένου περί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ασφαλιστικών οργανισμών το ανωτέρω έγγραφο γνωστοποιείται στο νόμιμο εκπρόσωπο τους και στην αρμόδια για την πληρωμή της δαπάνης υπηρεσία του νομικού προσώπου. Σε κάθε περίπτωση, η γνωστοποίηση του εκχωρητικού εγγράφου γίνεται και στην αρμόδια για τη φορολόγηση του δικηγόρου Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία. Η μη αναγγελία της εκχώρησης κατά τις διατάξεις του παρόντος επάγεται την ακυρότητα αυτής. Η παρακράτηση και απόδοση της αμοιβής του δικηγόρου γίνεται από το αρμόδιο για πληρωμή της απαίτησης όργανο του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ.
    4. Η παραπάνω συμφωνία, που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης, ισχύει μόνο όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξάγει την δίκη μέχρι τελεσιδικίας.
    5. Σε περίπτωση αμφιβολίας, για το αν κερδήθηκε η δίκη σύμφωνα με τα παραπάνω, αποφαίνεται αμετάκλητα, μετά από αίτηση του εντολέα ή του δικηγόρου, το Συμβούλιο του Συλλόγου στον οποίο ανήκει ο δικηγόρος.

  • 26 Φεβρουαρίου 2013, 19:50 | ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ B. ΚΟΥΤΣΟΥΚΗΣ

    Για την ορθή αντιμετώπιση του θεσμού της εργολαβικής δίκης πρέπει, κατά την άποψή μας, να γίνει διάκριση. Θα μπορούσε κανείς να κρίνει ως ανεκτούς τους περιορισμούς του υπό κρίση άρθρου μόνο για τις κατηγορίες υποθέσεων/εντολέων της παρ. 2 ,ήτοι για υποθέσεις από ζημίες αυτοκινήτων, απαλλοτριώσεις ή σε μισθούς, ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές για υπερωρίες, εργασία νυκτερινή ή σε Κυριακές ή εορτές, δώρα, αντίτιμο για άδεια ή επίδομα αδείας, αποζημίωση για καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και γενικά σε απαιτήσεις που ανάγονται σε εργασιακή σύμβαση υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ή σε αποδοχές γενικά μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. οι οποίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων, λόγω της ανάγκης προστασίας ενδεών προστασίας αδύναμων προσώπων.
    Αντίθετα για άλλες υποθέσεις ή εντολείς πρέπει να εναρμονιστεί το υπό κρίση άρθρο με τον βασικό κανόνα του άρθρου 60 του Σχεδίου που αναθέτει στην ελεύθερη βούληση των μερών τον κανονισμό-προσδιορισμό του ύψους και του τρόπου καταβολής της αμοιβής και το οποίο σαφώς δεν επιτρέπει ούτε την εισαγωγή ανώτατων ορίων της εργολαβικής αμοιβής ούτε άλλων προϋποθέσεων που αλλοιώνουν τη γνήσια και ελεύθερη βούληση των μερών.

    ‘Ετσι επιτρεπτές και συμβατές με το άρθρο 60 Σχεδίου είναι συμφωνίες που ορίζουν την εργολαβική αμοιβή και πάνω από 20 %, με ανάληψη ή μη από το δικηγόρο των εν γένει εξόδων της δίκης, με τη λήψη μέρους της αμοιβής και την εξάρτηση του μεγαλύτερου μέρους της από την έκβαση της δίκης. Η ρύμιση του άρθρου 61 του Σχεδίου ως προτείνεται έχει πρόβλημα συνταγματικότητας για τη δεύτερη κατηγορία υποθέσεων/εντολέων με μεγάλη αβεβαιότητα στις συναλλαγές μέχρι κριθεί η αντισυνταγματικότητά του. Πάντως πρέπει να επισημανθεί ότι η ρύθμιση ως προτείνεται με χαρακτήρα διάταξης αναγκαστικού δικαίου που τυχόν παράβασή της επιφέρει την (σχετική) ακυρότητα του εργολαβικού δίκης θα οδηγούσε σε ανεπιεικείς για τους συμβαλλόμενους συνέπειες. Π.χ. σε υποθέσεις με μεγάλο αντικείμενο αν συμφωνηθεί ο δικηγόρος να λάβει ένα ελάχιστο μέρος της αμοιβής και το υπόλοιπο το εξαρτήσει από την έκβαση της δίκης και η υπόθεση περαιωθεί επιτυχώς μετά την έκδοση τελεσίδικης ή και αμετάκλητης απόφασης είναι πολύ πιθανόν τυχόν ακυρότητα του συμφωνητικού να βλάψει σημαντικά τον εντολέα, όταν ιδίως η νόμιμη αμοιβή θα είναι πολύ μεγαλύτερη της συμφωνηθείσας (ερολαβικής) ή και το αντίθετο αν η υπόθεση κλείσει συμβιβαστικά σε πρώιμο στάδιο, θα ωφεληθεί τα μέγιστα ο εντολέας. Δηλ. η ρύθμιση αυτή οδηγεί σε λύσεις που δεν επιθυμούν τα συμβαλλόμενα μέρη και συνακόλυθα είναι ενάντια στη πραγμτική και γνήσια βούληση εντολέα-δικηγόρου. Τέλος πρέπει να υπομνηστεί ότι η ευελεξία στον τρόπο προσδιρισμού της αμοιβής ενεργεί ευεργετικά υπέρ των εντολέων και ικανοποιεί τα συμφέροντά του σε δύσκολες και αμφίβολες υποθέσεις,για την επιτυχή διεκπεραίωση των οποίων ο δικηγόρος αναλαμβάνει υψηλό κίνδυνο, αντισταθμίζοντάς τον από την βάσιμη προσδοκία περί επιτυχούς έκβασης της δίκης.

    Με βάση τις πραπάνω αρχές το άρθρο 61 πρέπει, κατά την άποψή μας, να διαμορφωθεί ως εξής:

    1. Επιτρέπεται η κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας, η οποία εξαρτά ολικώς ή μερικώς την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος της εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, όπως επίσης και συμφωνία, με την οποία εκχωρείται η μεταβιβάζεται μέρος του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας, ως αμοιβή (εργολαβικό δίκης). Κατ’εξαίρεση για τις υποθέσεις της παραγράφου 2 η συμφωνία της αμοιβής, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης, ενώ σε περίπτωση που συμπράττουν πέραν του ενός δικηγόροι, το ως άνω ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30%. Σε συμφωνία, που εξαρτά την ολική ή μερική αμοιβή από το αποτέλεσμα της δίκης, η αμοιβή εισπράττεται είτε από το ίδιο το προϊόν της δίκης, είτε από την υπόλοιπη περιουσία του εντολέα. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος έχει προνόμιο μόνο στο προϊόν της δίκης. Δεν επιτρέπεται, με συνέπεια απόλυτης ακυρότητας, κάθε εκχώρηση του προϊόντος της δίκης ή οποιαδήποτε άλλη μεταβίβασή του εν ζωή ή με αιτία τον θάνατο ή με κατάσχεση, μέχρι το ποσό ή την αξία που δικαιούται ο δικηγόρος.

    2. Η συμφωνία βάσει της οποίας εξαρτάται η αμοιβή του δικηγόρου από την έκβαση της δίκης και η οποία αναφέρεται σε υποθέσεις από ζημίες αυτοκινήτων, απαλλοτριώσεις ή σε μισθούς, ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές για υπερωρίες, εργασία νυκτερινή ή σε Κυριακές ή εορτές, δώρα, αντίτιμο για άδεια ή επίδομα αδείας, αποζημίωση για καταγγελία της σύμβασης εργασίας και γενικά σε απαιτήσεις που ανάγονται σε εργασιακή σύμβαση υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ή σε αποδοχές γενικά μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. σε όποια δικαιοδοσία δικαστηρίου κι αν υπάγονται καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται στο Δικηγορικό Σύλλογο του οποίου είναι μέλος ο δικηγόρος. Η γνωστοποίηση γίνεται με προσκόμιση δύο πρωτοτύπων συντάσσεται δε πράξη κάτω από το ένα πρωτότυπο, το οποίο παραλαμβάνει ο δικηγόρος. Το άλλο πρωτότυπο παραμένει στα αρχεία του Συλλόγου και καταχωρείται αμέσως σε ειδικό βιβλίο. Τα πρωτότυπα, στα οποία αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου των συμβαλλομένων, προσκομίζονται σε προθεσμία είκοσι ημερών από την ημέρα της κατάρτισης της σύμβασης . Αν παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς να προσαχθεί η σύμβαση στο Σύλλογο, η σύμβαση είναι άκυρη.

    3. Η αναγγελία της εκχώρησης τμήματος της απαίτησης για κάλυψη της αμοιβής του δικηγόρου γίνεται με κοινοποίηση του σχετικού συμφωνητικού στον οφειλέτη, οποτεδήποτε πριν από την πληρωμή της απαίτησης. Όταν οφειλέτης είναι το Ελληνικό Δημόσιο, η αναγγελία γίνεται με υποβολή του εκχωρητικού εγγράφου στον οικείο Υπουργό και στην αρμόδια για την εκκαθάριση της δαπάνης Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου, χωρίς να τηρούνται οι διατυπώσεις του άρθρου 95 του ν. 2362/1995 (Α΄ 247). Προκειμένου περί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ασφαλιστικών οργανισμών το ανωτέρω έγγραφο γνωστοποιείται στο νόμιμο εκπρόσωπο τους και στην αρμόδια για την πληρωμή της δαπάνης υπηρεσία του νομικού προσώπου. Σε κάθε περίπτωση, η γνωστοποίηση του εκχωρητικού εγγράφου γίνεται και στην αρμόδια για τη φορολόγηση του δικηγόρου Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία. Η μη αναγγελία της εκχώρησης κατά τις διατάξεις του παρόντος επάγεται την ακυρότητα αυτής. Η παρακράτηση και απόδοση της αμοιβής του δικηγόρου γίνεται από το αρμόδιο για πληρωμή της απαίτησης όργανο του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ.

    4. Η παραπάνω συμφωνία, που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης, ισχύει μόνο όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξάγει την δίκη μέχρι τελεσιδικίας.

    5. Σε περίπτωση αμφιβολίας, για το αν κερδήθηκε η δίκη σύμφωνα με τα παραπάνω, αποφαίνεται αμετάκλητα, μετά από αίτηση του εντολέα ή του δικηγόρου, το Συμβούλιο του Συλλόγου στον οποίο ανήκει ο δικηγόρος.