1. Κάθε ρύθμιση που αντίκειται στις διατάξεις τους παρόντος καταργείται.
Υποθέσεις που έχουν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δικαστηρίου εκδικάζονται από αυτό.
2. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα της κυβερνήσεως.
Με το παρόν νομοσχέδιο προβλέπεται διεύρυνση της υλικής αρμοδιότητας των Πρωτοδικείων [ενδεικτικά: σχεδόν όλα τα πλημμελήματα (και αυτά προσώπων «ιδιάζουσας δωσιδικίας») θα εκδικάζονται από το Πρωτοδικείο σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό, σχεδόν για όλα τα κακουργήματα προβλέπεται η ενδιάμεση διαδικασία του δικαστικού συμβουλίου, ενώ αυξάνεται η υλική αρμοδιότητα του Μ.Ο.Δ], με αντίστοιχη μείωση της υλικής αρμοδιότητας των Εφετείων. Η ελάφρυνση των Εφετείων είναι ευκταία, επιβεβλημένη και προφανώς θα επιτύχει την επιτάχυνση της ενώπιόν τους διαδικασίας. Επίσης η διεύρυνση της αρμοδιότητάς των Πρωτοδικείων θα μπορούσε να είναι υπό προϋποθέσεις επιτυχής, γιατί αναμφίβολα υπάρχει εμπειρία και ικανότητα στους δικαστικούς λειτουργούς, που μπορεί να συμπληρώσουν είκοσι και πλέον έτη δουλειάς στο Πρωτοδικείο πριν την προαγωγή τους, ενώ η πολυτελής ενδιάμεση διαδικασία του δικαστικού συμβουλίου συντείνει στην ορθότερη απονομή δικαιοσύνης, καθώς, μεταξύ άλλων, επιτρέπει μικρότερη προετοιμασία από την έδρα. Όμως έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι η διεύρυνση της υλικής αρμοδιότητας των Πρωτοδικείων δε συνοδεύεται από τα αυτονόητα μέτρα της αύξησης των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών των Πρωτοδικείων και της δημιουργίας της κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής (ενδεικτικά: γραμματειακή υποστήριξη, κτιριακή υποδομή), τα οποία παρεμπιπτόντως αποτελούν πάγια αιτήματά μας. Δηλαδή, αν ο νομοθέτης κρίνει σκόπιμο να προβεί σε τόσο ριζικές αλλαγές στην κατεύθυνση της διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων των Πρωτοδικείων δεν είναι ευνόητο ότι θα πρέπει προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει αίθουσες ακροατηρίων, γραφεία, γραμματείς και φυσικά δικαστικούς λειτουργούς? Και αν με τις παρούσες συνθήκες παρατηρείται ήδη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης (η οποία μάλιστα επιβάλλει την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας προς τον σκοπό της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης «εντός ευλόγου χρόνου»), άραγε η προτεινόμενη διεύρυνση της υλικής αρμοδιότητας των Πρωτοδικείων αναπόφευκτα δε θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη επιβράδυνση? Αν μόνη η τιτλοφόρηση ενός νομοθετήματος «επιτάχυνση» χωρίς την προηγούμενη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων επετύγχανε το στόχο της, τότε η επιτάχυνση θα είχε επιτευχθεί με πληθώρα προηγούμενων νομοθετημάτων με τον αυτό τίτλο (μεταξύ των οποίων και εκείνα που, κατ΄ εξαίρεση της ενδιάμεσης διαδικασίας των συμβουλίων, προέβλεπαν την απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων…).
Συμπερασματικά:
Κατά την ταπεινή μου άποψη για να επιτευχθεί ο στόχος της επιτάχυνσης της ποινικής δικαιοσύνης απαιτούνται ΘΥΣΙΕΣ από ΤΡΕΙΣ πλευρές:
Α) Από το ΚΡΑΤΟΣ, το οποίο οφείλει να πληρώσει άμεσα τα τεράστια κενά σε δικαστές και δικαστικούς υπαλλήλους και να παρέχει άριστες συνθήκες εργασίας σε όλους τους παράγοντες της δικαιοσύνης
Β) από τους δικηγόρους, οι οποίοι πρέπει να ανεχθούν τη δραστική μείωση της δικηγορικής ύλης καθώς και την ουσιαστική ελάττωση των ατελείωτων ενδίκων βοηθημάτων της ελληνικής ποινικής δικονομίας
Γ) από τους δικαστές οι οποίοι – εφόσον τους παρασχεθούν οι σωστές συνθήκες εργασίας – οφείλουν να υπερβάλλουν εαυτούς .
Καλώ όλους όσους διάβασαν το υπό ψήφιση νομοσχέδιο να εντοπίσουν ΜΙΑ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΘΥΣΙΑ που καλούνται να κάνουν το κράτος και οι δικηγόροι προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της επιτάχυνσης. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΑΜΙΑ. Τα πάντα για μία ακόμη φορά πέφτουν στις πλάτες των δικαστών και μάλιστα με τρόπο ταπεινωτικό, με διατάξεις οι οποίες είτε αμφοσβητούν ευθέως την κρίση τους απειλώντας τους με εξόντωση (αναβολή και εκδίκαση από την ίδια σύνθεση) είτε ξεκινούν από την λανθασμένη αντίληψη ότι δεν εργάζονται τόσο όσο θα μπορούσαν (περαίωση ανάκρισης σε 4 μήνες!).
ΚΥΡΙΕ ΥΠΟΥΡΓΕ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΣΑΣ ΕΧΕΙ ΕΞΟΡΓΙΣΕΙ ΤΟΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΙΧ. ΜΑΡΚΑΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ
Είναι ίσως ευκαιρία με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο να τεθούν διατάξεις που θα αποσκοπούν σε μια ευρύτερη αποποινικοποίηση. Λέξη πού ακούγεται από το σύνολο σχεδόν του ασχολουμένου με την ποινική διαδικασία νομικού κόσμου και πρωτίστως από την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, η οποία όμως δεν έχει υλοποιηθεί στο απαιτούμενο εύρος της μέχρι σήμερα. Αντί σχετικών επιχειρημάτων σας παραθέτω δημοσίευμά μου με τον τίτλο « ΑΠΟΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ» αναρτημένο στην ιστοσελίδα της παραπάνω Ένωσης από τον Ιούνιο του έτους 2007, υπό την ιδιότητά μου ως μέλους του Δ.Σ. της τελευταίας. Δεν διεκδικεί δάφνες επιστημονικού πονήματος, σηματοδοτεί όμως και υποδηλώνει την ανάγκη να διωχθεί το «ΕΓΚΛΗΜΑ», με τους εμπλεκομένους στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης απαλλαγμένους από τις «ΗΣΣΟΝΟΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ» υποθέσεις.
ΑΠΟΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
Το χοντρό μισοκαμμένο λιόξυλο αλαφρωμένο από το βάρος του έγειρε και έπεσε πάνω στη στάχτη. Το τζάκι με τα λιγοστά ξύλα προσπαθούσε να απλώσει τη θαλπωρή του στους λιγοστούς θαμώνες του καφενείου στο απόμακρο χωριό της Κρήτης. Ο χειμώνας καλά κρατούσε. Ο Στρατογιώργης μετά από μια γουλιά ρακή και μια δυνατή ρουφηξιά από το βαρύ τσιγάρο του, καλά σφηνωμένο στα ροζιασμένα από τη ζωή και την ηλικία του δάχτυλα, γύρισε στο διπλανό τραπέζι και ρώτησε τον Παπαδογιάννη: «Είντα ξετέλεψες μωρέ Μανώλη σήμερα στο δικαστήριο, είπες μου πως θα σε δικάζανε γιατί δεν επλήρωσες το ΤΕΒΕ.» Ο Παπαδογιάννης συνοφρυωμένος ακόμη από την τετράμηνη ποινή φυλάκισης πού του επέβαλε το μεταβατικό Μονομελές Πλημμελειοδικείο της περιοχής, αποκρίθηκε: «Εδικάσανέ με Κωστή, μα έκαμα έφεση γιατί μου είπανε πώς άμα πληρώσω το χρέος μου, στο άλλο δικαστήριο θα με αθωώσουνε.» «Και έχεις μωρέ λεφτά», συνέχισε ο Στρατογιώργης. «Δεν έχω εδά, μα θα δω είντα θα κάμω. Δεν πάνε καλά οι δουλειές, το μπακαλικάκι θέλει νιάτα για να δουλευτεί. Κι έχω και την αρρώστια μου. Θα δω.» «Και το Μαυραντωνάκη τον Αλέκο μπρε Μανώλη, γιάντα τον εδικάσανε», ρώτησε ξανά ο Στρατογιώργης. «Εδικάσανέ ντονε και του βάλανε δύο μήνες φυλακή γιατί έκλεψε λέει πέντε τσουβάλια ελιές από το λιόφυτο του Σταγάκη του Γιώργη.» «Κακό πράμα μπρέ Μανόλη η κλεψά», αποκρίθηκε ο Στρατογιώργης. Ο απλός χωρικός. Η προσωποποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Δεν είπε στον Παπαδογιάννη ότι ήταν κακό πράμα, δηλαδή προσβλητικό, πού δεν πλήρωσε το ΤΕΒΕ, αλλά το ότι έκλεψε ο Μαυραντωνάκης. Εξέφρασε με το δικό του τρόπο την έννοια του εγκλήματος. Όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος με την αγραμματοσύνη και τη τριβή του με την αγροτική ενασχόληση. Όπως την αντιλαμβάνεται ο απλός χωρικός, ο απλός άνθρωπος. Έτσι απλά, με πέντε λέξεις. Προσδιόρισε το έγκλημα, όχι όπως αυτό τυποποιείται στο άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα, αλλά όπως ουσιαστικοποιείται στη συνείδηση του κόσμου. Πόσα άραγε τέτοια αδικήματα τυποποιούνται ως τέτοια στο παραπάνω άρθρο του Ποινικού Κώδικα, αλλά δεν ουσιαστικοποιούνται στη συνείδηση του απλού ανθρώπου, πολλώ δε μάλλον στη συνείδηση του νομικού κόσμου; Πόσες δεκάδες διατάξεις ειδικά των ειδικών ποινικών νόμων στερούνται της ιδιότητος τους ως «ουσιαστικών» εγκλημάτων, χρηζόντων ποινικής διώξεως ως αποτελούντων δυναμική ή όχι απειλή κατά της εννόμου τάξεως; Πόσος πολύτιμος χρόνος αναλίσκεται από το σύνολο των ασχολουμένων με την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, δικαστών, εισαγγελέων, γραμματέων, επιμελητών κ.ο.κ. για τη δίωξη των «εγκλημάτων» αυτών, με σκοπό την επίτευξη της γενικής και ειδικής προλήψεως του εγκλήματος; Πόσοι πολίτες ταλαιπωρούνται καθημερινά στο ποινικά δικαστήρια επί μια, δύο ή και τρεις φορές για να δικασθούν επειδή οδηγούσαν το όχημά τους χωρίς να είναι εφοδιασμένοι με άδεια ικανότητος οδήγησης ή κυκλοφορίας και γενικά για πλημμεληματικές παραβάσεις του Κ.Ο.Κ., ήσσονος σημασίας, οι οποίες θα έπρεπε και αυτές να αποποινικοποιηθούν με τον τροποποιήσαντα τον παραπάνω κώδικα Ν. 3542/2007, ή επειδή λειτουργούσαν κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος χωρίς άδεια της αρμόδιας δημοτικής αρχής, και γενικά για παραβάσεις των κάθε λογής υγειονομικών διατάξεων όχι ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος; Ενδεικτική η αναφορά, αφού η απαρίθμηση των περιπτώσεων αυτών θα ήταν αφενός μεν περιττή, ως απευθυνομένου του γραπτού τούτου σε ανθρώπους πού τα ζουν καθημερινά, αφ’ ετέρου δε για το λόγο ότι θα απαιτείτο πολύς χώρος στην ιστοσελίδα αυτή, πολύτιμος για την προβολή και άλλων θεμάτων απασχολούντων τον Εισαγγελικό και όχι μόνο κόσμο. Η απάλειψη των αδικημάτων αυτών ως ποινικών τοιούτων και η αντικατάστασή τους με διοικητικές κυρώσεις, όπως συμβαίνει και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, έχει αρχίσει σιγά-σιγά, μα σταθερά, να γίνεται συνείδηση όλου του νομικού κόσμου καθώς και της Πολιτείας. Απομένει η υλοποίησή της. Ίσως να είναι φειδωλή. Ας γίνει όμως η αρχή. Όλα μετά από μια αρχή ολοκληρώνονται. Οι εποχές αλλάζουν, τα δεδομένα το ίδιο. Η παρέμβαση του νομοθέτη συνεχής. Αλήθεια φαντάζεται κανείς τον όγκο εργασίας πού θα είχε συσσωρευθεί αν η σωματική βλάβη από αμέλεια στα οδικά τροχαία ατυχήματα εδιώκετο και σήμερα συλλήβδην αυτεπαγγέλτως και δεν υπήρχε η τροποποίηση με το Ν. 2207/1994 του άρθρου 315 § 1 του Ποινικού Κώδικα; Ή αν το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής εδιώκετο και σήμερα αυτεπαγγέλτως; Οι υπηρετήσαντες πριν την νομοθετική μεταβολή με το Ν. 2408/1996 θα θυμούνται τα «τσουβάλια» με τις μηνύσεις από τις τράπεζες πού κατέκλυζαν τα εισαγγελικά γραφεία. Θετικές οι επιπτώσεις του 3346/2005, πλην άλλων, και στην αποσυμφόρηση των ποινικών δικαστηρίων. Μήπως όμως η αποσυμφόρηση αυτή πρέπει να έχει κάποια μονιμότητα; Και τούτο όχι για να αναπαυθούμε συνάδελφοι. Αυτό θα συμβεί μόνο όταν αφήσουμε το μανδύα του λειτουργήματος πού μας εμπιστεύθηκε η πολιτεία για να τον πάρουν άλλοι, και να συνεχίσουν και αυτοί τη δύσκολη μα υπέροχη συνάμα σκυταλοδρομία της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Αλλά για να διώξουμε το «ΕΓΚΛΗΜΑ». Τρέχει «ασθμαίνοντας» ο νομοθέτης να προλάβει τις νέες μορφές εγκληματικότητας. Από πού να γίνει η αρχή και πού να μπει το τέλος. Από το ηλεκτρονικό έγκλημα; Από το κατά την κοινή ρήση «εμπόριο λευκής σαρκός»; Από τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα; Από τις τηλεφωνικές υποκλοπές; Από ….Από …Από…Πόσες νέες διατάξεις «ξεφυτρώνουν» κάθε μέρα σχεδόν στην οθόνη του ηλεκτρονικού μας υπολογιστή όταν κάνουμε χρήση του προγράμματος των τραπεζών πληροφοριών, πολλές από τις οποίες τις γνωρίζουμε ήδη εκ των προτέρων από ανακοινώσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή από άλλες πηγές πληροφόρησης; Πολλές. Ας ελαφρυνθούμε λοιπόν από την ενασχόλησή μας με τις ήσσονος σημασίας αυτές παραβάσεις. Για να διώξουμε το «ΕΓΚΛΗΜΑ» με σκοπό τη διατήρηση και εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης. Και το έγκλημα αυτό έχει πολλές μορφές. Είναι ή δεν είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα που διαπράττονται τούτη τη στιγμή στη χώρα μας, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη, η ρύπανση και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος; Απορρίμματα πεταμένα τήδε κακείσε, χωματερές ολόκληρες «κοσμούν» λαγκαδιές και ρεματιές της όμορφης χώρας μας, απόβλητα ελαιουργείων και όχι μόνο ρέουν με την ησυχία τους σε θάλασσες και ποτάμια. Υπονόμευση της ζωής και της υγείας, όχι μόνο της δικής μας, αλλά και πολλών μελλοντικών γενεών. Και οι προβλεπόμενες ποινές μικρές. Ασύμβατες με την αρχή της αναλογικότητας. Τόνοι ολόκληροι αλλοιωμένων ή και σάπιων εντελώς κρεάτων καθώς και άλλων προϊόντων κατάσχονται καθημερινά. Δηλητήριο στα πιάτα μας. «Εμπόριο βρεφών», θρασύτατες ληστείες, αριστοτεχνικές απάτες, ύπουλες και άνανδρες ανθρωποκτονίες, αποτελούν καθημερινό σχεδόν θέμα στα Μ.Μ.Ε. Εδώ είναι η πρόκληση. Εδώ είναι ο ρόλος του εισαγγελέα. Του εισαγγελέα πού και την επιστημονική κατάρτιση έχει και τη θέληση, αλλά και την τόλμη να παίξει το ρόλο του καλά. Επαγγελματικά. Όπως το έχει αποδείξει στο παρελθόν και το αποδεικνύει κάθε μέρα. Σε όλα τα μετερίζια από τα οποία μάχεται για εκπληρώσει το καθήκον του. Φτάνει να απαλλαγεί από τα «βαρίδια» των ήσσονος σημασίας υποθέσεων για να ανέβει ακόμη πιο ψηλά. Για να έρχονται ακόμη περισσότεροι πολίτες στα γραφεία μας και να μας απαντούν σε σχετικές ερωτήσεις μας, γιατί καταφεύγουν μόνο σε μας : «Γιατί σας έχουμε εμπιστοσύνη». Για να «χωθεί» με μεγαλύτερη χρονική άνεση στη δικογραφία και να φέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα πού θα γίνει αισθητό στην κοινωνία. Και να εισπράξει ο ίδιος από τον εαυτό του την ηθική ικανοποίηση ότι έκανε καλά τη δουλειά του. Ότι αγωνίστηκε με όλα τα μέσα για να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου και να τον «στείλει» στη φυλακή. Αλλά και ότι αγωνίστηκε μέχρις εσχάτων για να αποδείξει την αθωότητά του και να τον «βγάλει» από αυτήν. Αυτή είναι η αποστολή μας. Αυτή είναι η «δουλειά» μας. Αυτός είναι ο ρόλος μας. Και άς μην ξεχνάμε τη «ρήση» του Στρατογιώργη: «κακό πράμα μπρέ Μανόλη η κλεψά».
Ηράκλειο, Ιούνιος 2007
Νικόλαος Μιχαήλ Μαρκάκης
Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ηρακλείου
Μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος
Υπάρχει πολύ μεγάλος κίνδυνος οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στο πεδίο του ποινικού δικονομικού δικαίου να επιφέρουν το αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα από τον τίτλο του νομοσχεδίου, δηλαδή αντί για επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας να επέλθει σημαντική επιβράδυνση και μάλιστα σε κρίσιμα πεδία του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Όπως φαίνεται και από την εισηγητική έκθεση δεν έχει γίνει μια στοιχειώδης αποτίμηση των μέχρι τώρα επιπτώσεων στους ρυθμούς απονομής της ποινικής δικαιοσύνης από ρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας, με έστω και ενδεικτικά στατιστικά στοιχεία, ενώ δεν υπήρξε πριν την κατάρτιση του νομοσχεδίου αίτημα για αποστολή σημειωμάτων από εισαγγελείς που προΐστανται εισαγγελιών στις εργασίες των οποίων θα επιφέρουν σημαντικές ανατροπές οι προτεινόμενες ρυθμίσεις. Κρίνω για τον λόγο αυτό απαραίτητη την συμμετοχή στην διαβούλευση, προσπαθώντας τόσο να εισφέρω προτάσεις για την επιτάχυνση της διαδικασίας, αλλά κυρίως για να αποτραπούν αστοχίες που πιθανόν να επιφέρουν σημαντικές δυσλειτουργίες και καθυστερήσεις με αδικαιολόγητη και ανώφελη υπερβολική σπατάλη ικανοτήτων και εργασίας νέων και εγκρατών δικαστικών, κυρίως εισαγγελικών λειτουργών, με σκοπό την καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους για την ουσιαστική ανόρθωση της λειτουργίας της δικαιοσύνης, κοινωνικό αίτημα που πλέον έχει γίνει επιτακτικό. Οι ακολουθούσες εκτιμήσεις και προτάσεις στηρίζονται στην εκτίμηση των επιπτώσεων στην σημερινή πραγματικότητα των προτεινόμενων ρυθμίσεων.
Συνοπτικά οι προτεινόμενες με το νομοσχέδιο αλλαγές, οι οποίες θα αλλάξουν ριζικά όντως την πρακτική της ποινικής, κύριας και προδικασίας, διαδικασίας, με αμφίβολα όμως, ως προς το θετικό ή αρνητικό τους πρόσημα, αποτελέσματα, είναι οι εξής:
Α. Από τον συνδυασμό των άρθρων 11 (νέο άρθρο 308Α ΚΠΔ) και 27 § 1 α΄, με το οποίο καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη οιουδήποτε άλλου νόμου, συνάγεται ότι καταργούνται όλες οι παραπομπές για κακουργήματα με απ’ ευθείας κλήση, πλην των κακουργημάτων των σχετικών με τα όπλα, τα ναρκωτικά και των κακουργημάτων του εμπρησμού δάσους, της ληστείας και της διακεκριμένης κλοπής. Καταργούνται δηλαδή ουσιαστικά οι προβλέψεις των άρθρων 20 και 21 του ν. 663/1977 και των ειδικών ποινικών νόμων, που παραπέμπουν στην άνω διαδικασία, όπως του άρθρου 88 του ν. 3386/2005, για τα κακουργήματα σχετικών με την προώθηση λαθρομεταναστών, ή του ν. 2523/1997 για ορισμένες κατηγορίες φορολογικών αδικημάτων. Η αναφορά σε αυτές τις δύο κατηγορίες κακουργημάτων δεν είναι τυχαία και χάριν παραδείγματος. Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τις ρυθμίσεις του ν. 3772/2009 που τροποποίησαν διατάξεις του νόμου για τους αλλοδαπούς (3386/2005), από τον Ιούλιο του 2009 όλες οι πράξεις οι σχετικές με την προώθηση λαθρομεταναστών και την διευκόλυνση της παράνομης εισόδου και εξόδου τους έχουν χαρακτηρισθεί ως κακουργήματα, Αποτέλεσμα της νομοθετικής αυτής μεταβολής ήταν ο υπερδεκαπλασιασμός των ανακριτικών δικογραφιών, π.χ. στο Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας από 40 περίπου ανακριτικές δικογραφίες μέχρι το έτος 2008-2009, εισήχθησαν στην ανάκριση 400 περίπου δικογραφίες, στην συντριπτική τους δε πλειοψηφία αφορούν σε κακουργήματα του ν. 3386-2005. Σε περίπτωση που οι προτεινόμενες με το νομοσχέδιο ρυθμίσεις ισχύσουν ως έχουν τότε θα απαιτείται η έκδοση 350 περίπου βουλευμάτων με υποβολή αντιστοίχων εισαγγελικών προτάσεων επί της ουσίας, σε μια εισαγγελία όπου υπηρετούν τρεις εισαγγελικοί λειτουργοί. Θα πρέπει εδώ να συνυπολογισθεί και το γεγονός ότι το πλήθος των παρεμπιπτόντων ζητημάτων που επιλύονται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έχει οδηγήσει στην έκδοση 200 περίπου βουλευμάτων, όταν το ίδιο Συμβούλιο πριν την επελθούσα μεταβολή εξέδιδε περίπου 70 βουλεύματα των χρόνο. Συνολικά δηλαδή ο ελαχίστους αριθμός των απαιτουμένων βουλευμάτων θα ανέλθει σε 550 τουλάχιστον. Παρόμοια στοιχεία θα πρέπει να αναζητηθούν και από την Εισαγγελία Πατρών, όπου υπάρχουν αντίστοιχες υποθέσεις, καθώς και από τις Εισαγγελίες όλης της μεθοριακής γραμμής και των νησιών του Αιγαίου. Αν ισχύσουν επομένως οι προτεινόμενες ρυθμίσεις οι υπηρετούντες Εισαγγελικοί λειτουργοί θα απασχολούνται αποκλειστικά με το συγκεκριμένο αντικείμενο, εις βάρος της υπόλοιπης δικαιοδοτικής λειτουργίας στις αναφερθείσες περιοχές. Για την αντιμετώπιση επομένως του προβλήματος υπάρχου ν δύο εναλλακτικές λύσεις. Η πρώτη είναι η προσθήκη και των κακουργημάτων του ν. 3386/2005 στο νεοπαγές άρθρο 308 Α του ΚΠΔ. Η δεύτερη, και ίσως αρκετά καλύτερη, είναι η επαναφορά των εγκλημάτων των άρθρων 88 § 1 περ. α΄ και β΄ και 87 § 5 περ. α΄ του ν. 3386/2005 στην κατηγορία των πλημμελημάτων. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορούν η επιτυχής και άμεση αντιμετώπιση των υποθέσεων στα πλαίσια της καθημερινής αυτόφωρης διαδικασίας μέχρι την αναβάθμιση των εγκλημάτων και η έναρξη εκτέλεσης των ποινών των καταδικαζομένων μέσα σε τρεις το πολύ ημέρες από την επ’ αυτοφώρω σύλληψή τους, η μη μείωση του αριθμού των υποθέσεων αυτών μετά την επί έτος εφαρμογή των νέων διατάξεων, αντίθετα στη ν Θεσπρωτία από 250 περίπου ετησίως εισήλθαν το τελευταίο έτος πάνω από 300, και η μη συμφόρηση της ανακριτικής διαδικασίας, αφού η σημερινή κατάσταση οδηγεί σε καθυστέρηση της ανακριτικής διαδικασίας σε σημαντικότατες υποθέσεις διαφθοράς. Τέλος θα πρέπει να ερευνηθεί το ζήτημα και με κριτήρια συγκριτικού δικαίου, να ληφθεί δηλαδή υπ’ όψιν τι προβλέπουν οι αντίστοιχες ποινικές διατάξεις των άλλων χωρών της ΕΕ. Επιτυχέστερη επομένως λύση θα είναι η με τον ίδιο νόμο τροποποίηση των πιο πάνω διατάξεων του ν. 3386/2005 και η μετατροπή των βασικών εγκλημάτων σε πλημμελήματα. Σχετικά τώρα με τα κακουργήματα της φοροδιαφυγής θα πρέπει να τονισθεί ότι και στην περίπτωση αυτή με την πρόβλεψη για έκδοση βουλεύματος επί της ουσίας, δημιουργείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην επιβολή των προβλεπόμενων ποινικών κυρώσεων στους δράστες πράξεων σημαντικής φοροδιαφυγής. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με το ώριμο κοινωνικό αίτημα για επιβολή ποινικών κυρώσεων στους δράστες αυτούς το συντομότερο δυνατόν. Ακόμη και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι και στις υποθέσεις αυτές θα εφαρμοστούν οι χρονικές προβλέψεις των προτεινομένων διατάξεων σχετικά με την διάρκεια της κύριας ανάκρισης και της έκδοσης βουλεύματος και πάλι η επιμήκυνση του χρόνου είναι τουλάχιστον τρίμηνη σε θεωρητικό επίπεδο και πολύ μεγαλύτερη σε πραγματικό επίπεδο. Και σε αυτή επομένως την περίπτωση θα πρέπει να ενταχθούν τα κακουργήματα του ν. 2523/1997 στο άρθρο 308 Α του ΚΠΔ.
Β. Με τις διατάξεις των άρθρων 3, 7 και 10 του κρινομένου νομοσχεδίου προτείνεται η καθιέρωση προθεσμιών για την κίνηση της ποινικής δίωξης, την διάρκεια της κύριας ανάκρισης και την σύνταξη των εισαγγελικών προτάσεων προς το συμβούλιο και την έκδοση των βουλευμάτων αντίστοιχα. Μάλιστα η εισηγητική έκθεση αναφέρεται εκτενώς στις προθεσμίες αυτές. Η παραβίαση όμως των προθεσμιών αυτών δεν έχει καμία δικονομική επίπτωση αφού δεν δημιουργεί ακυρότητα. Για τον σκοπό της επιτυχούς εφαρμογής των προθεσμιών, πέραν των ουσιαστικών προβλέψεων, οι οποίες εκτέθηκαν πιο πάνω, θα πρέπει να ερευνηθεί η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 246 περί του χρόνου διενέργειας της κύριας ανάκρισης. Στην θεωρητικά δυνατή περίπτωση μη παράτασης των χρόνων διενέργειας της προκαταρκτικής ή της κύριας ανάκρισης, από τα αρμόδια όργανα, δηλ. το συμβούλιο ή τον Εισαγγελέα Εφετών, δεν μπορεί βέβαια να τεθεί η δικογραφία στο αρχείο αφού έτσι ανεπίτρεπτα θα υπήρχε και νέος τρόπος περάτωσης της ποινικής διαδικασίας, αλλά το νομοσχέδιο δεν απαντά σε αυτό. Για παράδειγμα αν δεν έχει ληφθεί απολογία του κατηγορουμένου μέσα στα προβλεπόμενα χρονικά διαστήματα και το συμβούλιο με βούλευμα του αποφανθεί ότι δεν πρέπει να παραταθεί ο χρόνος της κύριας ανάκρισης αυτή δεν θα ολοκληρωθεί κατ’ άρθρο 270 ΚΠΔ; Ασφαλώς και θα πρέπει να περαιωθεί. Η μόνη διαφαινόμενη πρακτική επίπτωση είναι τυχόν τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος της αδικαιολόγητης καθυστέρησης, με αποτέλεσμα οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις στο επίπεδο της πραγματικής λειτουργίας της δικαιοσύνης να μην έχουν ουσιαστική συμβολή στην επιτάχυνση.
Γ. Για την ουσιαστική επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας θα πρέπει κατά την γνώμη μου να αξιοποιηθεί άμεσα η δυνατότητα όλων των δικαστικών λειτουργών του πρώτου βαθμού για ηλεκτρονικό χειρισμό των δικογραφιών από σήμερα, λύση που μπορεί να δοθεί με πολύ μικρό οικονομικό κόστος. Περαιτέρω είναι θετική η σχεδόν αποκλειστική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου για την εκδίκαση των πλημμελημάτων που προτείνεται με το νομοσχέδιο, αλλά θα πρέπει να συνοδευτεί με την υπαγωγή των ελαφρών και εύκολα αποδεδειγμένων πράξεων, όπως των παραβιάσεων υγειονομικών διατάξεων, του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, των επιταγών, των αγορανομικών παραβάσεων κλπ. στην αρμοδιότητα των πταισματοδικείων, με την ανάθεση της ποινικής δίωξης για αυτά στον δημόσιο κατήγορο, χωρίς να μεταβληθεί ο πλημμεληματικός τους χαρακτήρας και με τη ν παράλληλη δυνατότητα προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Από καμιά συνταγματική διάταξη δεν εμποδίζεται η εκδίκαση των πλημμελημάτων αυτών από τα πταισματοδικεία, τα οποία υπάγονται στα τακτικά ποινικά δικαστήρια του άρθρου 96 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος. Συνεπώς άμεσα και με τροποποίηση των σχετικών δικονομικών διατάξεων (άρθρα 3 § 2, 114 και 115 ΚΠΔ) θα μπορούσε όλη η αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου να μεταφερθεί στα Πταισματοδικεία, τα οποία ήδη υπολειτουργούν μετά την αποποινικοποίηση των παραβάσεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, και η ποινική δίωξη σε αυτά να γίνεται από τους δημοσίους κατηγόρους (εδώ δεν χρειάζεται τροποποίηση του άρθρου 27 § 1 ΚΠΔ), καθώς και οι προβλεπόμενες στα άρθρα 43 και 47 του ΚΠΔ, υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Στις μεγάλες μάλιστα εισαγγελίες μπορεί να ιδρυθεί και γραφείο εποπτείας δημοσίων κατηγόρων. Με τον τρόπο αυτό αμέσως αφαιρείται από τους εισαγγελείς ένα σημαντικό τμήμα εύκολης εργασίας, η οποία όμως λόγω του όγκου της δυσχεραίνει την ενασχόληση των εισαγγελέων με πραγματικά σοβαρές υποθέσεις. Μάλιστα έτσι θα υπάρξει και δυνατότητα αυτοπρόσωπης εποπτείας ή ακόμα και διενέργειας της ποινικής προδικασίας (προκαταρκτικής εξέτασης) σε όλες τις σημαντικές υποθέσεις διαφθοράς από τους εισαγγελείς αυτοπροσώπως.
τόσο ο κύριος Υπουργός , ως νομικός επιστήμων , οι βουλευτες ,αλλά και οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργεί , γνωρίζουν πολύ καλά τι νόμο
πρέπει να ψηφίσουν για την δίκαια και γρήγορη δίκη.
Γνωρίζουν πολύ ποιον εξυπηρετεί η καθυσέρηση που επιτυγχάνεται με
αναβολές , μέχρι την παραγραφή .
Νόμοι υπάρχουν , όμως δεν αφαρμόζονται . ΓΙΑΤΙ…………………..
Γενική παρατήρηση :
Το σχέδιο νόμου, παρά τον τίτλο του, δεν επιτυγχάνει την επιτάχυνση της απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης κυρίως διότι :
(α) Δεν μειώνει, αλλά αυξάνει την εμπλοκή των δικαστικών συμβουλίων στην επίλυση ζητημάτων, που δεν θα έπρεπε να διέρχονται από αυτήν την οδό, διότι προξενούν καθυστερήσεις και περαιτέρω φόρτο στο σύστημα. Αντίθετα, μέχρι τούδε οι νομοθετικές παρεμβάσεις ανεξαιρέτως σκόπευαν στον περιορισμό της ενδιάμεσης διαδικασίας. Για μη κατανοητούς λόγους, αυτό δεν συμβαίνει εδώ (βλ. άρθρα 7, 13 του σχεδίου νόμου)
(β) Η πρόβλεψη και υποχρέωση τήρησης βραχείων προθεσμιών ολοκλήρωσης της προδικασίας (προκαταρκτική εξέταση & προανάκριση και, περισσότερο, της κύριας ανάκρισης) [άρθρα 7, 9 του σχεδίου νόμου] είναι νομοτεχνικά μη ενδεδειγμένη (διότι παραβλέπει την ποικιλομορφία, τη συνθετότητα και το βαθμό δυσκολίας των υποθέσεων, που δεν επιτρέπουν τη συλλήβδην τήρηση ενιαίων προθεσμιών) και άσχετη με την πράξη και την κατάσταση ιδίως των μεγάλων Δικαστηρίων της χώρας, τα οποία είναι επιβαρημένα με εξαιρετικά μεγάλο αριθμό υποθέσεων μεγάλης βαρύτητας και δυσκολίας.
(γ) Η πρόσθεση ύλης στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο –στο οποίο με το σχέδιο νόμου μεταφέρεται η συντριπτική πλειοψηφία των εκδικαζομένων σήμερα σε πρώτο βαθμό από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο εγκλημάτων-, στο μέτρο που δεν συνοδεύεται από καμία αποποινικοποίηση ή απεγκληματοποίηση της πληθώρας αδικημάτων ήσσονος βαρύτητας, που σήμερα κατακλύζουν τα πινάκια του Μονομελούς, δεν επιτυγχάνει ουδόλως το στόχο της ελάφρυνσης του Τριμελούς Πλημ/κείου. Αντίθετα, εάν η διάταξη αυτή τεθεί σε ισχύ, και το τελευταίο Δικαστήριο θα επιβαρυνθεί με τι εφέσεις του Μονομελούς, αλλά και το Μονομελές Πλημ/κείο δεν θα είναι δυνατόν, ούτε κατ’ ελάχιστον, να ανταποκριθεί στην εκδίκαση των νέων εγκλημάτων της αρμοδιότητας του Τριμελούς, τα οποία παρά την αξιόλογη βαρύτητά τους, θα πρέπει πλέον να κρίνονται από μονοπρόσωπο Δικαστήριο, που δεν παρέχει τα εχέγγυα της ορθής κρίσης ενός πολυμελέστερου δικαιοδοτικού οργάνου, συγκροτούμενου από εμπειρότερους δικαστές, όπως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
(δ) Η πρόβλεψη ως ενιαίου τρόπου περάτωσης της κύριας ανάκρισης του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών με τη διατήρηση ελάχιστων εξαιρέσεων (άρθρο 11 του σχεδίου νόμου), έχει δυσμενέστατες συνέπειες στη διαχείριση και επεξεργασία των ανακριτικών δικογραφιών από τους εισαγγελείς του πρώτου βαθμού, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν επαρκώς, δεδομένου του τεράστιου φόρτου υποθέσεων (μεταξύ των οποίων και πλήθος ανακριτικών δικογραφιών) που καλούνται να επεξεργαστούν, ιδίως στα Δικαστήρια των μεγάλων πόλεων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και μόνη η επιβάρυνση των εισαγγελέων και των δικαστικών συμβουλίων του πρώτου βαθμού με τις υποθέσεις του Ν 1608/1950, οι οποίες είναι ογκωδέστατες και μεγάλης δυσκολίας, συνεπάγεται με μαθηματική ακρίβεια την πλήρη αδυναμία των τελευταίων να ανταποκριθούν στο χειρισμό και αυτών, μαζί με τον όγκο όλων των άλλων υποθέσεων που σήμερα χρεώνονται και, μάλιστα τεθείσας και της εξωπραγματικής προθεσμίας του άρθρου 10 του σχεδίου νόμου, εντός της οποίας υποχρεούνται να υποβάλουν πρόταση επί της ουσίας στο Συμβούλιο.
(ε) Η πρόβλεψη εκδίκασης των αναβαλλόμενων υποθέσεων κατά το άρθρο 349 ΚΠΔ από την ίδια σύνθεση και εντός διμήνου (άρθρο 15 του σχεδίου νόμου) είναι εντελώς αδύνατον να εφαρμοσθεί, ενόψει του ότι –εκτός του γεγονότος ότι συχνά τα μέλη της αρχικής σύνθεσης μετατίθενται, τελούν σε άδεια κ.λπ. και δεν είναι βέβαιη η παρουσία τους στο ίδιο Δικαστήριο-, τουλάχιστον στα μεγάλα Δικαστήρια του πρώτου βαθμού, όπως της Αθήνας, είναι πρακτικά αδύνατον να εντοπιστούν νέες ημερομηνίες κενές για την εκδίκαση από την αυτή σύνθεση των υποθέσεων που αναβάλλονται, αφού δικαστές και εισαγγελείς έχουν πολλές υπηρεσίες ανά μήνα, καθώς και δικασίμους τις οποίες ήδη με δυσκολία ευρίσκουν για τη συνέχιση δικών που έχουν διακοπεί.
(στ) Σε μεγάλο μέρος, οι νέες διατάξεις τείνουν στην ελάφρυνση των εισαγγελέων και δικαστών του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας με μεταφορά ύλης στους συναδέλφους τους του πρώτου βαθμού, πλην όμως τούτο γίνεται ανεπεξέργαστα (μεταφορά τη συντριπτικής πλειοψηφίας των κακουργημάτων στον πρώτο βαθμό), χωρίς συνολικές παρεμβάσεις εξορθολογισμού του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης παρά τα συναφή, πάγια και χρόνια αιτήματα διαφόρων φορέων (απεγκληματοποίηση, αποποινικοποίηση, συρρίκνωση της ενδιάμεσης διαδικασίας κ.λπ.) και χωρίς να συνεκτιμάται η ιδιαίτερα φορτισμένη υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών το πρώτου βαθμού ιδίως στις μεγάλες πόλεις (πολλές δικάσιμοι, πλήθος δικογραφιών που χρεώνονται και άλλων που εκκρεμούν προς χρέωση, τεράστιος αριθμός νεοεισερχομένων στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης δικογραφιών κατ’ έτος κ.λπ.), ώστε θα επιφέρει την κατακρήμνιση της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό, την αδυναμία απονομής δικαιοσύνης και με στοιχειώδεις όρους εύλογου χρόνου και τη φυσική και υπηρεσιακή εξόντωση των δικαστών και εισαγγελέων του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.
Στο μέτρο που στις καταργούμενες διατάξεις εμπίπτουν και εκείνες των Ν 1608/1950, Ν 2821/2001 κ.λπ., με τις οποίες η ανάκριση ορισμένων κακουργημάτων περατωνόταν από το Συμβούλιο Εφετών και, επομένως, επανέρχονται στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το τελευταίο –και πριν από αυτό οι εισαγγελείς του πρώτου βαθμού που θα κληθούν να υποβάλουν πρόταση επί της ουσίας ΚΑΙ για τις υποθέσεις αυτές-, επιβαρύνονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε καθόσον αφορά στα πρωτοβάθμια Δικαστήρια των μεγάλων πόλεων και, ιδίως, τη Αθήνας, εάν αυτό συμβεί θα σημάνει την πλήρη συμφόρηση της απονομής ποινικής δικαιοσύνης, λόγω –πλέον- ανθρώπινης αδυναμίας χειρισμού και των νέων αυτών υποθέσεων.
Η κατάργηση ενδίκων μέσων κατά των βουλευμάτων δεν νομίζω ότι είναι αντίθετη με βασικές αρχές για την προστασία του κατηγορουμένου, του οποίου όλα τα δικαιώματα διατηρούνται ακέραια στην κύρια δίκη του. Γιατί δηλαδή πρέπει σε όλα τα στάδια της πονικής προδικασίας να προβλέπεται πλήρης σειρά ενδίκων βοηθημάτων ; Ετσι απλά οδηγούνται οι υποθέσεις σε παραγραφές και σε ατιμωρησία οι κατηγορούμενοι, ιδίατερα δε αυτοί που έχουν την πολυτέλεια να εξαντλούν τα ένδικα βοηθήματα χωρίς να συλλογίζονται το κόστος. Εξάλλου αυτό ακριβώς κάνει το λαό μας να γίνεται καχύποπτος για την αποτελεσματικότητα του ποινικού μας συστήματος. Ο λαόςλέει ότι μέχρι να φτάσει μια υπόθεση στο ακροατήριο , ιδιαίτερα οι σοβαρές, ζούμε ή πεθαίνουμε!!
Το σχέδιο Νόμου για την επιτάχυνση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, θεωρώ ότι αποτελεί υψηλού επιπέδου νομοπαρασκευαστικό κείμενο, που διαλαμβάνει και επιλύει χρονίζοντα προβλήματα στη ποινική δίκη. Είναι γεγονός ότι η πλειοψηφία των προβλεπόμενων τροποποιήσεων κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση και οδηγούν ως φαίνεται σε μια ουσιαστική και ταυτόχρονα πρωτοφανή για τα Ελληνικά δεδομένα επιτάχυνση της διαδικασίας. Το αιτούμενο δεκαετιών για την απονομή δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο φαίνεται ότι με το παρόν σχέδιο νόμου παίρνει σάρκα και οστά, ευελπιστώντας πάντα ότι θα το υποδεχθεί με θέρμη και ο δικαστικός κόσμος, κάτι που αποτελεί και προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου. Αυτό άλλωστε απαιτούν και οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες της χώρας, αντανακλώντας την αδήριτη ανάγκη για ορθή απονομή της δικαιοσύνης, απαραίτητο συστατικό της οποίας αποτελεί η γρήγορη απονομή της. Σε χαλεπούς καιρούς η δικαιοσύνη είναι εκείνη που πρέπει να δώσει το στίγμα επαναπροσδιορισμού και ταυτόχρονα να επιδείξει την κατάλληλη ωριμότητα, που θα κατευνάσει και θα οδηγήσει στην κοινωνική ειρήνη, μέσα από την καθιέρωση μιας δίκης που είναι και φαίνεται δίκαια.
Πάντως αποτελεί γεγονός ότι η επιτάχυνση αυτή της διαδικασίας περιλαμβάνει και ρυθμίσεις που φαίνεται ότι επηρεάζουν άμεσα δικαιώματα του κατηγορουμένου, οριακά δε τα εξανεμίζουν. (βλ. Κατάργηση του δικαιώματος αναίρεσης κατά βουλεύματος από τον κατηγορούμενο, ουσιαστικός περιορισμός του δικαιώματος ασκήσεως εφέσεως κατά βουλεύματος από το ίδιο πρόσωπο). Καθίσταται συνεπώς εύλογο το ερώτημα μήπως η «υπερβολική ταχύτητα» (κυρίως στα πλαίσια περικοπής των ενδίκων μέσων κατά βουλεύματος), θυσιάσει τις απαραίτητες εγγυήσεις και δώσει λαβες για ισχυρές ρωγμές στο φιλελεύθερο χαρακτήρα του ποινικού μας δικαίου;
Στη έκτακτη όμως «δικονομική κατάσταση ανάγκης», που βρίσκεται η Χώρα μας -κάτι που ομολογείται και στο ενημερωτικό σημείωμα του σχεδίου Νόμου-, η νομοθετική απραγία θα ήταν καταστροφική, με την παρούσα πρωτοβουλία να δείχνει ότι δύναται να οδηγήσει στην ποινική εξομάλυνση .