1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 489 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής :
«1. Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση: α) κατά της απόφασης του πταισματοδικείου και του ειρηνοδικείου (άρθρο 116) αν με αυτήν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε κράτηση περισσότερο από δέκα ημέρες ή σε πρόστιμο πάνω από τετρακόσια ευρώ ή σε αποζημίωση ή σε χρηματική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα πάνω από εκατό ευρώ συνολικά β) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από τρεις μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια ευρώ ή αν επιδικάστηκε εναντίον του οποιαδήποτε αποζημίωση και ικανοποίηση πάνω από διακόσια πενήντα ευρώ συνολικά ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται τις στερήσεις και τις ανικανότητες που ορίζονται στην επόμενη περίπτωση (στοιχείο γ) ή ακόμα αν συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από τρεις μήνες ή συνεπάγεται τα ίδια αποτελέσματα γ) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα (άρθρα 111 αρ. 6 και 116) αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή φυλάκισης πάνω από πέντε μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια πεντακόσια ευρώ ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ή έκπτωση από δημόσια δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία ή ανικανότητα διορισμού σε αυτήν ή σε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από πέντε μήνες ή που συνεπάγεται τις παραπάνω στερήσεις και ανικανότητες ή σε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα πάνω από πεντακόσια ευρώ συνολικά δ) κατά της απόφασης του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, με την οποία καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, ή επιβλήθηκαν σ΄ αυτόν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ε) κατά της απόφασης του μονομελούς ή τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την οποία ο ανήλικος που κατά την τέλεση της πράξης είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος, δικάστηκε όμως μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας του, καταδικάστηκε κατά το άρθρο 130 του Ποινικού Κώδικα σε ποινή στερητική της ελευθερίας στ) κατά της απόφασης του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς εφετείου με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον ενός έτους για πλημμέλημα.
Είναι γνωστό, ότι πολλές φορές επιβάλλονται ποινές και για περιπτώσεις τραβηγμένες και μάλιστα επιβάλλεται ποινή στο όριο για να μην υπάρχει η δυνατότητα εφέσεως, κατά τέτοιο τρόπο, που το Δικαστήριο καταντά εισπρακτικός μηχανισμός του Κράτους και μόνο. Η παρακολούθηση επί μια εβδομάδα αγορανομικών υποθέσεων όπου σε πρώτο βαθμό καταδικάζονται κατηγορούμενοι για ακατάλληλα που οι «παθόντες» πήγαν στον ΕΦΕΤ για εξέταση δέκα ημέρες μετά την αγορά, πείθει για του λόγου το αληθές. Δυστυχώς, καταδικάστηκε πρωτοδίκως πελάτης μου, για ψάρια που η καταναλώτρια προσκόμισε στον ΕΦΕΤ για εξέταση 9 ημέρες μετά την αγορά, σε θερμοκρασία ψυγείου και όχι κατάψυξης !!! Πρωτόδικη ποινή 3 μήνες. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάθε λόγο να ζητούν να επανακριθεί η υπόθεσή τους από δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αφού είναι λογικά σοβαρό ενδεχόμενο, η αλλοίωση μετά 10ήμερο να είναι μην έχει προέλθει από αυτούς αλλά από τον ίδιο τον καταναλωτή μέσα στο 10ήμερο από την αγορά έως την προσκομιδή στον ΕΦΕΤ. Ο περιορισμός των τριών και πέντε μηνών αντίστοιχα, πολύ φοβάμαι, ότι γίνεται υπέρμετρος και αντίκειται στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας καθώς και στο δικαίωμα του κατηγορουμένου να επανακριθεί η υπόθεσή του από δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
Δεν κρίνεται σκόπιμη η δυνατότητα άσκησης έφεσης για όλες τις αποφάσεις Δικαστηρίων Ανηλίκων που επιβάλλουν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα. Μια τέτοια δικονομική ευχέρεια θα πρέπει να περιοριστεί μόνο σε τέτοια μέτρα που, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό τους, έχουν στοιχεία στερητικής της ελευθερίας ποινής ή χρηματικής ποινής, όπως η τοποθέτηση σε ίδρυμα αγωγής (122 § 1 περ. ιβ ΠΚ) ή η αποζημίωση του θύματος (122 § 1 περ. στ΄ΠΚ).