1. Μετά το άρθρο 308 Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται το άρθρο 308 Β, το οποίο έχει ως εξής:
«Άρθρο 308 Β
Ποινική συνδιαλλαγή
1. Στις περιπτώσεις που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα των άρθρων 374, 375, 386, 386Α, 390 και 404 του Ποινικού Κώδικα ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, που υποβάλλεται μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης, καλεί τον κατηγορούμενο και τον παθόντα να εμφανισθούν ενώπιόν του μετά ή δια των συνηγόρων τους για συνδιαλλαγή. Ο εισαγγελέας διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο στον διάδικο, που δεν έχει, από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
2. Ο εισαγγελέας τάσσει προθεσμία δεκαπέντε ημερών στους συνηγόρους των διαδίκων για τη σύνταξη του πρακτικού συνδιαλλαγής , στο οποίο βεβαιώνεται η απόδοση του ιδιοποιημένου πράγματος ή η εντελής ικανοποίηση του ζημιωμένου.
3. Αν το πρακτικό συνδιαλλαγής συνταγεί πριν από την απολογία του κατηγορουμένου, η ανάκριση θεωρείται περατωμένη ως προς αυτόν και τους συμμετόχους που το αποδέχονται. Αν το πρακτικό συνταγεί μετά την απολογία του κατηγορουμένου, τα τυχόν επιβληθέντα για το συγκεκριμένο έγκλημα κατ΄άρθρο 282 μέτρα δικονομικού καταναγκασμού αίρονται υποχρεωτικά με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
4. Αν δεν επιτευχθεί συνδιαλλαγή, η αίτηση θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα, καταστρέφεται με το οικείο υλικό και τυχόν αντίγραφά τους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης.
5. Σε περίπτωση απόπειρας η βεβαίωση της παραγράφου 2 αφορά τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντος. Σε περιπτώσεις συμμετοχής η καταβολή του συμφωνημένου χρηματικού ποσού από έναν συμμέτοχο ωφελεί και τους υπολοίπους. Αν κάποιος από τους συμμετόχους δεν επιθυμεί την ποινική συνδιαλλαγή, η υπόθεση χωρίζεται και ακολουθείται ως προς αυτόν η τακτική διαδικασία. Η διαδικασία του παρόντος άρθρου δεν επεκτείνεται στα συρρέοντα εγκλήματα που δεν περιλαμβάνονται στα εγκλήματα της παρ. 1.
6. Μέσα σε πέντε ημέρες από τη σύνταξη του σχετικού πρακτικού ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος εισάγει αμέσως την υπόθεση στο τριμελές εφετείο, κλητεύοντας τον κατηγορούμενο.
7. Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το πρακτικό συνδιαλλαγής, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και επιβάλλει σε αυτόν , κατ΄άρθρο 79ΠΚ, ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη . Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται και η απόφαση δεν καταχωρίζεται στο ποινικό μητρώο.
8. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου δεν χωρεί έφεση».
2. Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της πρώτης παραγράφου του άρθρου 270 προστίθεται η φράση «ή συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 308 Β».
Ο θεσμός είναι καταδικασμένος να αποτύχει.
1)
Έχει εσφαλμένη θεωρητική αφετηρία γιατί παρεισάγει την αρχή της διαθέσεως στην ποινική δίκη για πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα. Αυτό σε απλά ελληνικά σημαίνει πλέον για το οικονομικό ποινικό δίκαιο: Όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται, τουτέστιν «κάνουμε τη δουλειά» και αν δεν μας πάρουν χαμπάρι τα κρατάμε όλα, αν μας πάρουν χαμπάρι, δεν πειράζει, κάνουμε συνδιαλλαγή και μας μένει και κάτι στο τέλος…
Σε θεωρητικό επίπεδο και σε συνδυασμό και με τις λοιπές διατάξεις, ιδίως το άρθρο 1, η διάκριση μεταξύ κακουργήματος και πλημμελήματος στα λεγόμενα οικονομικά ποινικά αδικήματα έχει πλέον εν τοις πράγμασι ισοπεδωθεί.
2)
Δεν έχει προοπτικές στην πράξη: Όπου ο θεσμός έχει επικρατήσει, ιδίως στις Η.Π.Α. και (με διαφορετική πάντως μορφή) στη Γερμανία ο ρόλος του Εισαγγελέα (ή ακόμη και του δικαστή) είναι ενεργός και ουσιαστικός όχι μόνο στο «deal» (όπως λέγεται σε αυτές τις χώρες), αλλά και στο ύψος της ποινής που βάσει αυτού θα επιβληθεί. Διότι το τελευταίο είναι το όπλο του στη διαπραγμάτευση… Εδώ ο Εισαγγελέας προορίζεται για κλητήρας (λες και οι Εισαγγελείς μας έχουν πολυτέλεια χρόνου…), να στέλνει κλήσεις δηλ. και να λέει «ελάτε να τα βρείτε».
3)
Μετατρέπει το συνήγορο υπεράσπισης από υπέρμαχο ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και ιερό πρόσωπο της ποινικής δίκης σε διαπραγματευτή δικηγόρο «του καναπέ», ή χειρότερα: σε «έμπορο δικαιοσύνης». Τι να τα κάνεις τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά στο Ποινικό Δίκαιο; Το δόγμα πέθανε, ζήτω η συνδιαλλαγή!
Ως προς το άρθρο αυτό, με δεδομένες τις σκέψεις μου στα περί εξάλειψης αξιοποίνου των αντίστοιχων αδικημάτων αν ικανοποιηθεί ο παθών, φρονώ, ότι ο θεσμός θα αποτύχει. Και θα αποτύχει, γιατί ο παθών συνήθως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξουθενώνεται οικονομικά και τότε είναι εύκολο για τον κατηγορούμενο να του καταβάλει πολύ λιγότερα από το να του καταβάλει όλα τα χρήματα όσο ακόμα δεν έχει ο παθών εξουθενωθεί οικονομικά (και δεν έχει απογοητευθεί από την πάροδο των ετών από τη διάπραξη του αδικήματος έως την εκδίκαση) μέσω της ποινικής συνδιαλλαγής. Επιπλέον, μια τέτοια διαδικασία θα σαμποτάρεται από τα «ειδικευμένα» στο ποινικό δίκαιο γραφεία που θα εκπροσωπούν τους πελάτες τους, αφού το μάκρος της διαδικασίας τα συμφέρει οικονομικά. Ας μην ξεχνάμε, ότι οι κατηγορούμενοι στα κακουργήματα τα παίζουν όλα για όλα, δεν διαπράττουν αδίκημα για πενταροδεκάρες, οπότε έχουν την άνεση να διεξάγουν μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, ουσιαστικά με τα χρήματα του παθόντος. Μόνη λύση να επιτύχει η ποινική συνδιαλλαγή είναι να κρατούνται προσωρινά οι κατηγορούμενοι. Μόνο τότε θα στέργουν στην ποινική συνδιαλλαγή. Αν παραμένουν εκτός φυλακής, έστω και με περιοριστικούς όρους δεν χάνουν αν τραβήξουν τη διαδικασία σε μάκρος. Κανένας δεν βιάζεται να μπει στη φυλακή !!!
Ο προβληματισμός μου στην διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής είναι o κίνδυνοι που διατρέχει ο συμμέτοχος στην τακτική ποινική δίκη ή στην ποινική συνδιαλλαγή ως προς την παραβίαση του τεκμηρίου αθωώτητας
Σωστά κατά την γνώμη μου άρθρο 308Α του ΚποινΔ ορίζει στην παρ. 4 ορθά ότι «αν δεν επιτευχθεί συνδιαλλαγή, η αίτηση θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα, καταστρέφεται με το οικείο υλικό και τυχόν αντίγραφά τους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης». Καθιερώνεται έτσι όπως ορίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου η αποδεικτική απαγόρευση αξιοποίησης του σχετικού υλικού, η τυχόν παράβαση της οποίας συνιστά παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα.
Στην παρ. 5 εδ. γ ορίζεται « αν κάποιος από τους συμμέτοχους δεν επιθυμεί την ποινική συνδιαλλαγή, η υπόθεση χωρίζεται και ακολουθείται ως προς αυτόν η τακτική ποινική διαδικασία» . Είναι απόλυτα ΟΡΘΟ γιατί ο καθένας έχει δικαίωμα πρόσβασης στην ποινική διαδικασία όταν έχει ασκηθεί δίωξη εναντίον του και δεν είναι δυνατόν η επίτευξη συναλλαγής ενός εκ των συμμέτοχων, να αναγκάζει κάποιον να δεχτεί την ποινική συνδιαλλαγή και εμμέσως να αποδεχτεί την ενοχή του για κακούργημα.
Το πρόβλημα είναι, όπως γνωρίζουμε από τις διαδικασίες στα ελληνικά ακροατήρια, ότι στην τακτική δίκη που θα ακολουθήσει, θα τον ακολουθεί το «στίγμα» του συμμέτοχου που προχώρησε και ολοκλήρωσε την συνδιαλλαγή, κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας.
Καθίσταται λοιπόν επιτακτική ανάγκη για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ιδίως του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και του τεκμηρίου αθωότητας να τεθεί ρητή διάταξη που το περιεχόμενό της πιστεύω ότι θα μπορούσε να είναι ως εξής:
«αν κάποιος από τους συμμέτοχους δεν επιθυμεί την ποινική συνδιαλλαγή, την ποινική συνδιαλλαγή, η υπόθεση χωρίζεται και ακολουθείται ως προς αυτόν η τακτική ποινική διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή το υλικό της τελεσθείσας ποινικής συνδιαλλαγής και όλη η εν γένει διαδικασία που ολοκληρώθηκε για τους λοιπούς συμμέτοχους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της ποινικής διαδικασίας».
Έχω την πεποίθηση ότι χωρίς ρητή συμπλήρωση του άρθρου, δεν μπορούμε να αρκεστούμε στην παρ. 4 για αναλογική εφαρμογή της {όπως δηλαδή ισχύει όταν η συνδιαλλαγή δεν ολοκληρώνεται} και να αφεθούμε στην ερμηνεία του δικάζοντος δικαστή. Αντίθετα με την ρητή νομοθετική πρόβλεψη ο δικαστής θα μπορεί βασισμένος στο άρθρο αυτό, να απαγορεύσει οποιαδήποτε αναφορά της ποινικής συνδιαλλαγής σε όλους του παράγοντες της δίκης σε κάθε διαδικασία. Δεν πρέπει σε κάτι τόσο σημαντικό να διακινδυνεύσουμε να οδηγηθούμε σε αυτό που συμβαίνει σήμερα με τα παράνομα αποδεικτικά μέσα (όπως τηλεφωνικές υποκλοπές κλπ) από την μία να μην χρησιμοποιούνται και από την άλλη οι μαρτυρικές καταθέσεις να είναι διανθισμένες από στοιχεία των παράνομα αποκτηθέντων μέσων.
Για να προσφέρει τα αναμενόμενα η διάταξη, ίσως, θα πρέπει να δοθούν κίνητρα στους δικηγόρους, ώστε αυτοί να συμβουλέψουν τους πελάτες τους να δεχτούν τη ρύθμιση, αφού το »κέρδος» θα είναι μεγαλύτερο. Δηλαδή ο παριστάμενος συνήγορος να εκδίδει γραμμάτιο ίσιο με ένα ποσοστό (10-25%) του γραμματίου του εικαζόμενου δικαστηρίου παραπομπής της υπόθεσης {Σημείωση: το σχόλιο είναι κοινό και για το άρθρο 1 του Ν/Σ.}