Μετά το άρθρο 308 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται το άρθρο 308 Α , το οποίο έχει ως εξής:
«Άρθρο 308 Α
1. Κατ΄ εξαίρεση , στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των ν. 2168/1993 και 3459/2006, του εμπρησμού δασών και των άρθρων 374 και 380 του Ποινικού Κώδικα, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών , ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο.
2. Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας εφετών καταρτίσει τη σχετική πρόταση, πριν την υποβάλει προς τον πρόεδρο εφετών, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως, έστω και τηλεφωνικά, τους διαδίκους, εφόσον αυτοί υπέβαλαν εγγράφως σχετικό αίτημα, προκειμένου να λάβουν γνώση της και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης, υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους. Αφού παρέλθουν δέκα ημέρες από την εν λόγω ειδοποίηση, για την οποία συντάσσεται έκθεση, η πρόταση του εισαγγελέα εφετών διαβιβάζεται στον πρόεδρο εφετών . Εφόσον ο πρόεδρος εφετών διατυπώσει σύμφωνη γνώμη , για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας εφετών εκδίδει κλητήριο θέσπισμα, κατά του οποίου δεν επιτρέπεται προσφυγή.
3. Σε περίπτωση διαφωνίας του προέδρου εφετών ή όταν από την αρχή ο εισαγγελέας φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ο εισαγγελέας εφετών διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών προκειμένου να εισαχθεί στο συμβούλιο πλημμελειοδικών .
4. Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του παρόντος άρθρου ο πρόεδρος εφετών αποφαίνεται με διάταξή του, κατά της οποίας δεν χωρεί προσφυγή , για τη διάρκεια ισχύος του εντάλματος σύλληψης και για τη διατήρηση ή όχι της προσωρινής κράτησης ή των περιοριστικών όρων.
5. Εάν υπάρχουν περισσότεροι του ενός κατηγορούμενοι , το συμβούλιο εφετών είναι αρμόδιο να αποφανθεί για όσους από αυτούς δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ή ως προς τους οποίους θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη, οπότε η υπόθεση χωρίζεται . Επίσης, το ίδιο συμβούλιο είναι σε κάθε περίπτωση αρμόδιο ν΄ αποφανθεί και για τα συναφή εγκλήματα είτε πρόκειται για έναν είτε πρόκειται για περισσότερους κατηγορουμένους».
Από τον συνδυασμό των άρθρων 11 (νέο άρθρο 308Α ΚΠΔ) και 27 § 1 α΄, με το οποίο καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη οιουδήποτε άλλου νόμου, συνάγεται ότι καταργούνται όλες οι παραπομπές για κακουργήματα με απ’ ευθείας κλήση, πλην των κακουργημάτων των σχετικών με τα όπλα, τα ναρκωτικά και των κακουργημάτων του εμπρησμού δάσους, της ληστείας και της διακεκριμένης κλοπής. Καταργούνται δηλαδή ουσιαστικά οι προβλέψεις των άρθρων 20 και 21 του ν. 663/1977 και των ειδικών ποινικών νόμων, που παραπέμπουν στην άνω διαδικασία, όπως του άρθρου 88 του ν. 3386/2005, για τα κακουργήματα σχετικών με την προώθηση λαθρομεταναστών, ή του ν. 2523/1997 για ορισμένες κατηγορίες φορολογικών αδικημάτων. Η αναφορά σε αυτές τις δύο κατηγορίες κακουργημάτων δεν είναι τυχαία και χάριν παραδείγματος. Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τις ρυθμίσεις του ν. 3772/2009 που τροποποίησαν διατάξεις του νόμου για τους αλλοδαπούς (3386/2005), από τον Ιούλιο του 2009 όλες οι πράξεις οι σχετικές με την προώθηση λαθρομεταναστών και την διευκόλυνση της παράνομης εισόδου και εξόδου τους έχουν χαρακτηρισθεί ως κακουργήματα, Αποτέλεσμα της νομοθετικής αυτής μεταβολής ήταν ο υπερδεκαπλασιασμός των ανακριτικών δικογραφιών, π.χ. στο Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας από 40 περίπου ανακριτικές δικογραφίες μέχρι το έτος 2008-2009, εισήχθησαν στην ανάκριση 400 περίπου δικογραφίες, στην συντριπτική τους δε πλειοψηφία αφορούν σε κακουργήματα του ν. 3386-2005. Σε περίπτωση που οι προτεινόμενες με το νομοσχέδιο ρυθμίσεις ισχύσουν ως έχουν τότε θα απαιτείται η έκδοση 350 περίπου βουλευμάτων με υποβολή αντιστοίχων εισαγγελικών προτάσεων επί της ουσίας, σε μια εισαγγελία όπου υπηρετούν τρεις εισαγγελικοί λειτουργοί. Θα πρέπει εδώ να συνυπολογισθεί και το γεγονός ότι το πλήθος των παρεμπιπτόντων ζητημάτων που επιλύονται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έχει οδηγήσει στην έκδοση 200 περίπου βουλευμάτων, όταν το ίδιο Συμβούλιο πριν την επελθούσα μεταβολή εξέδιδε περίπου 70 βουλεύματα των χρόνο. Συνολικά δηλαδή ο ελαχίστους αριθμός των απαιτουμένων βουλευμάτων θα ανέλθει σε 550 τουλάχιστον. Παρόμοια στοιχεία θα πρέπει να αναζητηθούν και από την Εισαγγελία Πατρών, όπου υπάρχουν αντίστοιχες υποθέσεις, καθώς και από τις Εισαγγελίες όλης της μεθοριακής γραμμής και των νησιών του Αιγαίου. Αν ισχύσουν επομένως οι προτεινόμενες ρυθμίσεις οι υπηρετούντες Εισαγγελικοί λειτουργοί θα απασχολούνται αποκλειστικά με το συγκεκριμένο αντικείμενο, εις βάρος της υπόλοιπης δικαιοδοτικής λειτουργίας στις αναφερθείσες περιοχές. Για την αντιμετώπιση επομένως του προβλήματος υπάρχου ν δύο εναλλακτικές λύσεις. Η πρώτη είναι η προσθήκη και των κακουργημάτων του ν. 3386/2005 στο νεοπαγές άρθρο 308 Α του ΚΠΔ. Η δεύτερη, και ίσως αρκετά καλύτερη, είναι η επαναφορά των εγκλημάτων των άρθρων 88 § 1 περ. α΄ και β΄ και 87 § 5 περ. α΄ του ν. 3386/2005 στην κατηγορία των πλημμελημάτων. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορούν η επιτυχής και άμεση αντιμετώπιση των υποθέσεων στα πλαίσια της καθημερινής αυτόφωρης διαδικασίας μέχρι την αναβάθμιση των εγκλημάτων και η έναρξη εκτέλεσης των ποινών των καταδικαζομένων μέσα σε τρεις το πολύ ημέρες από την επ’ αυτοφώρω σύλληψή τους, η μη μείωση του αριθμού των υποθέσεων αυτών μετά την επί έτος εφαρμογή των νέων διατάξεων, αντίθετα στη ν Θεσπρωτία από 250 περίπου ετησίως εισήλθαν το τελευταίο έτος πάνω από 300, και η μη συμφόρηση της ανακριτικής διαδικασίας, αφού η σημερινή κατάσταση οδηγεί σε καθυστέρηση της ανακριτικής διαδικασίας σε σημαντικότατες υποθέσεις διαφθοράς. Τέλος θα πρέπει να ερευνηθεί το ζήτημα και με κριτήρια συγκριτικού δικαίου, να ληφθεί δηλαδή υπ’ όψιν τι προβλέπουν οι αντίστοιχες ποινικές διατάξεις των άλλων χωρών της ΕΕ. Επιτυχέστερη επομένως λύση θα είναι η με τον ίδιο νόμο τροποποίηση των πιο πάνω διατάξεων του ν. 3386/2005 και η μετατροπή των βασικών εγκλημάτων σε πλημμελήματα. Σχετικά τώρα με τα κακουργήματα της φοροδιαφυγής θα πρέπει να τονισθεί ότι και στην περίπτωση αυτή με την πρόβλεψη για έκδοση βουλεύματος επί της ουσίας, δημιουργείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην επιβολή των προβλεπόμενων ποινικών κυρώσεων στους δράστες πράξεων σημαντικής φοροδιαφυγής. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με το ώριμο κοινωνικό αίτημα για επιβολή ποινικών κυρώσεων στους δράστες αυτούς το συντομότερο δυνατόν. Ακόμη και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι και στις υποθέσεις αυτές θα εφαρμοστούν οι χρονικές προβλέψεις των προτεινομένων διατάξεων σχετικά με την διάρκεια της κύριας ανάκρισης και της έκδοσης βουλεύματος και πάλι η επιμήκυνση του χρόνου είναι τουλάχιστον τρίμηνη σε θεωρητικό επίπεδο και πολύ μεγαλύτερη σε πραγματικό επίπεδο. Και σε αυτή επομένως την περίπτωση θα πρέπει να ενταχθούν τα κακουργήματα του ν. 2523/1997 στο άρθρο 308 Α του ΚΠΔ.
Ο ισχύων τρόπος παραπομπής για τα κακουργήματα του Ν. 3386/2005 θα πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθεί ενόψει του ότι σε ορισμένες περιφερειακές εισαγγελίες οι σχετικές δικογραφίες ορισμένες φορές ξεπερνούν τις 50 μηνιαίως. Η επιβράδυνση απονομής της δικαιοσύνης στην περίπτωση αυτή εμφανίζεται βέβαιη. Ισχύει δηλαδή ότι ακριβώς και για τα κακουργήματα του Ν. 3459/2006
Ορθ’η η ρύθμιση, ίσως χρειάζεται μια διευκρίνιση ως προς το νόημα της φράσης ότι ο »εισαγελέας εφετών προτείνει στον πρόεδρο εφετών». Τούτο διότι με την παρούσα μορφή της απευθείας κλήσης με σύμφωνη γνώμη οι σχετικές προτάσεις δεν έχουν ιδιαίτερα μεγάλη σχέση με τις λοιπές προτάσεις του εισαγγελέα. Ως προς το προτεινόμενο νέο άρθρο 308Α$2 νομίζω ότι η ρύθμιση θα προκαλέσει καθυστερήσεις, άλλωστε αν μια παρόμοια δικογραφία αποστέλλεται σήμερα στον πρόεδρο εφετών αυτό γίνεται ένα μήνα μετά την ανακριτική απολογία, επομένως δεν έχει μεσολαβήσει μεγάλο διάστημα και δεν προκύπτει σαφώς τί θα μπορούσε να προστεθεί με το δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου.