1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 308 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευμα. Για το σκοπό αυτό τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα, ο οποίος, αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται να τα επιστρέψει στον ανακριτή για να συμπληρωθεί η ανάκριση, υποβάλλει μέσα σε ένα μήνα πρόταση στο συμβούλιο για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του».
2. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 308 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής :
«Το συμβούλιο πλημμελειοδικών αποφαίνεται για τη συνέχιση ή όχι της προσωρινής κράτησης , καθώς και για τη διατήρηση ή όχι των περιοριστικών όρων».
Είναι πολύ ορθές οι παρατηρήσεις των συναδέλφων Δ.Ζημιανίτη και Κ.Μπετσικώκου.Η υλοποίηση τέτοιων σκέψεων δημιουργεί κινδύνους για την περαιτέρω επιβράδυνση της λειτουργίας του πρώτου βαθμού και την υποβάθμιση της ποιότητας του παραγόμενου έργου στον ποινικό τομέα.
Η συντριπτική πλειοψηφία των κακουργημάτων που υπάγονται στην καθ΄’υλην αρμοδιότητα του Εφετείου Κακουργημάτων, παραπέμπονται προς εκδίκαση με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Εφετείου Κακουργημάτων, χωρίς ενδιάμεση διαδικασία του Συμβουλίου Εφετών όπως τα κακουργήματα που προβλέπονται στις διατάξεις των αρθ.20,21 του Ν663/1977, 114παρ1 του Ν1892/1990, 21παρ9 του Ν2523/97, 29ΠΑΡ2, 30 του Ν3340/2005, 53 επ του Ν3028/2002 , 6παρ2γ’ του Ν3074/2002, ‘περί ναρκωτικών «Ν3459/06 κλπ. Αντίθετα για ελάχιστα κακουργήματα αρμοδιότητας Εφετείου η κύρια ανάκριση κηρύσσεται σήμερα από το Συμβούλιο Εφετών και αυτό λόγω της ιδιαιτερότητας των αδικημάτων, της σοβαρότητας και της πολυπλοκότητας των υποθέσεων όπως των αδικημάτων που προβλέπονται στο Ν1608/1950 «περί καταχραστών δημοσίου» ,Ν2928/2001, 187 ΠΚ «εγκληματική οργάνωση». Με την μεταφορά όλων αυτών των κακουργημάτων , πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στο Συμβούλιο Πλημ/κων για την έκδοση βουλεύματος και μάλιστα σε ασφυκτικές και εξωπραγματικές προθεσμίες, του ενός μηνος, που προβλέπει το παρόν σχέδιο νόμου, δεν θα μπορέσουν να τύχουν της επεξεργασίας και της εμπεριστατωμένης προσέγγισης που επιβάλλεται για τετοιας σοβαρότητας υποθέσεων. Ηδη τα Συμβούλια Πλημ/κων που απαρτίζονται στην Αθήνα από Ανακριτές είναι βεβαρημένα με την έκδοση πλήθος βουλευμάτων ουσίας και για παρεμπίποντα θέματα, αναφορικά με πλήθος ανακριτικών δικογραφιών, η δε ενασχόληση των ανακριτών σε αυτά τους αποσπά από την διενέργεια του ανακριτικού τους έργου. Σε κάθε ανακριτικό γραφείο στην Αθήνα εκκρεμούν περί των 100 κακουργηματικών δικογραφιών, ο δε ανακριτής πέραν της συμμετοχής του στα Συμβούλια έχει και υπηρεσίες σε ποινικά δικαστήρια κατα μέσο όρο 5 έκαστο μήνα καθώς και σε πολιτικές διαδικασίες όπως εκουσία, διαθήκες κλπ επί των οποίων καλείται να εκδίδει αιτιολογημένες αποφάσεις. Εξάλλου με την κατάργηση των παρ.4και 5 του αρθ.245ΚΠΔ, όπως προβλέπεται στο αρθ.9 του παρόντος σχεδίου, του θεσμού της διάταξης του Εισαγγελέως και της αρχειοθέτησης της μήνυσης για αδικήματα του Μονομελούς και την πρόβλεψη ότι πρέπει και για αυτά, τα αναξιόλογης βαρύτητας και ποινικής απαξίας αδικήματα, να εκδίδεται απαλλακτικό βούλευμα, τα πρωτοβάθμια δικαστικά Συμβούλια θα επιβαρύνονται με επιπλέον δικογραφίες. Με τα δεδομένα αυτά η ενασχόληση των ανακριτών με τα ανωτέρω ήσσονος σημασίας αδικήματα (πχ που απαιτούν μόνον αρχειοθέτηση ) με τα παρεμπίπτοντα θέματα της ανακρίσεως , με την ουσία των περατωθεισών ανακριτικών δικογραφιών, αλλά επιπλέον και με τις ογκωδέστατες και μεγάλης δυσκολίας υποθέσεις όπως αυτές του Ν1608/50 και δη σε πολυμελή σύνθεση, σε ασφυκτικές προθεσμίες, με ανύπαρκτη γραμματειακή υποστήριξη, χωρίς ηλεκτρονικό υπολογιστή, χωρίς internet στα γραφεία κλπ συνεπάγεται με μαθηματική ακρίβεια την πλήρη αδυναμία τους να ανταποκριθούν στα επιπλέον καθήκοντά τους και να ανταπεξέλθουν στο έργο τους χειριζόμενοι τις υποθέσεις αυτές σε ολη τους την έκταση και με σοβαρότητα, ακρίβεια, ενδελέχεια απαιτείται για την διαλεύκανση σοβαρών αδικημάτων, την παραπομπή των πραγματικά υπαιτίων και την απόδοση δικαιοσύνης όπως απαιτεί το κοινό αίσθημα δικαίου.
Η μεταφορά της συντριπτικής πλειοψηφίας των κακουργημάτων, η κύρια ανάκριση των οποίων κηρυσσόταν από το Συμβούλιο Εφετών (Ν 1608/1950, Ν 2928/2001) ή που παραπομπή χωρούσε με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Εφετείου Κακουργημάτων (20, 21 Ν 663/1977, 114 § 1 Ν 1892/1990, 21 § 9 Ν 2523/1997, 29 § 2 & 30 Ν 3340/2005, 53 επ. Ν 3028/2002, 6 § 2 γ’ Ν 3074/2002 κ.λπ.), στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, πρόκειται να προκαλέσει συμφόρηση σε ολόκληρη την ποινική προδικασία. Οι μεν εισαγγελείς του πρώτου βαθμού και, ιδίως, των μεγάλων Δικαστηρίων της χώρας, όπως της Αθήνας, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών της οποίας εισέρχονται κατ’ έτος περί τις 300.000 νέες υποθέσεις, είναι πρακτικά αδύνατο να χειριστούν έγκαιρα [και μάλιστα στην προθεσμία του ενός (!) μηνός που προβλέπεται στην § 1 του άρθρου 10 του σχεδίου νόμου] τις δικογραφίες αυτές, πέραν του τεράστιου όγκου των λοιπών δικογραφιών, που ήδη είναι αναγκασμένοι να χρεώνονται εις βάρος της ποιότητας του έργου τους, της ταχύτητας στην απονομή της Δικαιοσύνης και, τέλος, των συνθηκών υπό τις οποίες καλούνται να ανταποκριθούν στο έργο τους, οι οποίες απέχουν πόρρω από μέτρα προσήκοντα σε εκπροσώπους μιας από τις τρεις λειτουργίες του Πολιτεύματος. Είναι ενδεικτικό ότι στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, κάθε εισαγγελικός λειτουργός χρεώνεται κατ’ έτος μία (1) μόνο διαχειριστική υπόθεση του Ν 1608/1950, και τούτο ενώ στο δεύτερο βαθμό οι Εισαγγελείς δεν είναι επιφορτισμένοι με το μεγάλο αριθμό δικογραφιών και δικασίμων, όσο οι συνάδελφοί τους του πρώτου βαθμού. Αντίστοιχα, η μετακύλιση των υποθέσεων αυτών στο Συμβούλιο Πλημ/κών αντί του Συμβουλίου Εφετών, θα σημάνει την αδυναμία του πρώτου να ανταποκριθεί στο τεράστιο όγκο ΚΑΙ αυτών των υποθέσεων, και μάλιστα εντός της προθεσμίας του ενός (!) μηνός του άρθρου 13 του σχεδίου νόμου, ενόψει μάλιστα του ότι αυξάνεται με άλλες διατάξεις του νέου σχεδίου νόμου (άρθρα 7, 13) η ύλη του εν λόγω δικαστικού Συμβουλίου.
Πολύ ορθή η διάταξη. Το έχουμε υποστηρίξει εδώ και χρόνια ότι, ενόψει του γεγονότος πως ορισμένες δικογραφίες περαιώνονταν από το συμβούλιο εφετών (με βάση την ποινική δίωξη που είχ ασκηθεί) συχνά ο σκών την ποινική δίωξη πρσέθετε μια πράξη (για παράδειγμα »εγκληματική οργάνωση, 187 ΠΚ, ή σε συνδ. με ν. 1608/50») για να καθιδρυθεί αρμοδιότητα του συμβουλιου εφετών. Νομίζω πως δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η διάταξη καλύπτει και τους δημοσίους υπαλλήλους του ν. ν. 3074/2002 επιθεωρητές δημόσιας διοίκησης.