Το στοιχείο δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 171 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.».
Η πρόβλεψη ως λόγου γέννησης ακυρότητας από το άρθρο 171 § 1 δ’ ΚΠΔ της παραβίασης αορίστως της άσκησης δικαιωμάτων παρεχομένων από την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ, είναι νομοτεχνικά ατελής και θα οδηγήσει σε καταχρηστική υποβολή σχετικών ενστάσεων, γενικόλογα και χωρίς νομική επεξεργασία. Η προτεινόμενη νέα ρύθμιση δε λαμβάνει υπόψη (α) ότι τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, όπως η νομολογία του ΕΔΔΑ τα έχει διαπλάσει –ιδίως ως απορρέοντα από το άρθρο 6 της Σύμβασης-, προβλέπονται ήδη ΟΛΑ στις διατάξεις του ΚΠΔ, ώστε δεν υπάρχει λόγο απευθείας αναγωγής και στα διεθνή αυτά κείμενα, (β) Από τις γενικές προβλέψεις των συναφών διατάξεων της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ δεν προκύπτουν συγκεκριμένα δικαιώματα, αλλά ο μηχανισμός έλεγχος των παραβάσεων των διατάξεων αυτών απόκειται στα δικαιοδοτικά όργανα της Σύμβασης και του Συμφώνου, τα οποία αυθεντικά τεκμηριώνουν την παράβαση γεννωμένης υποχρέωσης του κράτους να αναθεωρήσει τη ληφθείσα κατά παράβαση αυτών απόφασή του (λ.χ. με επανάληψη της διαδικασίας κ.λπ.). (γ) Η αναφορά στα πιο πάνω διεθνή κείμενα δεν εξυπηρετεί την ουσιαστικότερη άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, αλλά θα προκαλέσει σύγχυση και καθ’υπερβολήν επίκλησή τους, ως συνιστώντων απόλυτη ακυρότητα, με συνέπεια περαιτέρω καθυστερήσεις της ποινικής διαδικασίας.
Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο τα δικαιώματα αυτά να αναφερθούν ρητά στο σχετικό άρθρο, δεδομένου του ότι δεν είναι πάντα εφικτό στην πράξη, κατά την εκδίκαση μιάς υποθέσεως, να ανατρέχει ο δικαστής στις απαριθμούμενες διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (τα περισσότερα διακαστήρια δεν διαθέτουν καν βιβλιοθήκη), ενώ μέχρις ότου διαμορφωθούν νομολογιακά οι αναφερομένες στο άρθρο αυτό περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας, θα ασκηθούν χιλιάδες αιτήσεις αναιρέσεως και θα αναιρεθεί μεγάλος αριθμός αποφάσεων, με αντίστοιχη επιβάρυνση των Δικαστηρίων και των διαδίκων, ενώ είναι βέβαιον ότι πολλές υποθέσεις θα υποπέσουν και σε παραγραφή.
Σκόπιμο επίσης θα ήταν να προσδιοριστούν σαφώς και τα όρια άσκησης του δικαιώματος εκπροσώπησης του κατηγορούμενου (μέχρι πότε μπορεί να επικαλείται ότι επιθυμεί να εκπροσωπηθεί από συγκεκριμένο συνήγορο, που όμως αδυνατεί να εμφανιστεί στην ορισμένη δικάσιμο;).