1. Στον Ποινικό Κώδικα μετά το άρθρο 110 Α προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:
«Άρθρο 110Β Απόλυση καταδίκων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση
1. Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας, μπορούν, κατόπιν αιτήσεώς τους, να απολυθούν υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 283Α ΚΠΔ, εφ όσον έχουν εκτίσει:
α) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα 2/5 της ποινής τους,
β) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τουλάχιστον 16 έτη.
Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο κατάδικος θα πρέπει να έχει εκτίσει το άθροισμα των παραπάνω τμημάτων των ποινών του. Σε κάθε περίπτωση ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, εάν έχει εκτίσει είκοσι έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό. Ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
2. Στην περίπτωση της πρόσκαιρης κάθειρξης ο κατάδικος θα πρέπει να έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τέταρτο (1/4) της ποινής που του επιβλήθηκε, ενώ στην περίπτωση της ισόβιας κάθειρξης για χρονικό διάστημα ίσο με δεκατέσσερα (14) έτη. Το χρονικό διάστημα του ενός τετάρτου (1/4) ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης των δεκατεσσάρων (14) ετών, προσαυξάνεται κατά το ένα τέταρτο των λοιπών ποινών, που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, εάν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα δεκαέξι (16) έτη. Για τη χορήγηση της απόλυσης του παρόντος άρθρου δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε καταδίκους για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας (άρθρο 134).
3. Ο απολυθείς με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δύναται να ευρίσκεται προκαθορισμένες ώρες της ημέρας εκτός του τόπου του κατ’ οίκον περιορισμού του αποκλειστικά για λόγους εργασίας, εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης, συμμετοχής του σε εγκεκριμένο πρόγραμμα συντήρησης ή απεξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες ή αλκοόλ ή και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που του έχουν επιβληθεί. Οι ώρες απουσίας του καταδίκου από τον τόπο του κατ’ οίκον περιορισμού του και το σύνολο των υποχρεώσεών του καθορίζονται είτε με το βούλευμα που διέταξε την απόλυσή του είτε, μετά τη χορηγηθείσα απόλυση, με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής ή υποβολής του καταδίκου σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση. Με διάταξή του ο ίδιος Εισαγγελέας, είτε κατόπιν αίτησης του καταδίκου είτε αυτεπάγγελτα, αποφασίζει για την αλλαγή του τόπου του κατ’ οίκον περιορισμού, την τροποποίηση του προγράμματος των ωρών απουσίας του καταδίκου από αυτόν και την επιβολή ή τροποποίηση υποχρεώσεων του τελευταίου. Αντίστοιχα ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 106 παρ. 1 εδ, β, παρ.2 και 3.
4. Η απόλυση του παρόντος άρθρου μπορεί να ανακληθεί, όταν ο κατάδικος δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν. Σε περίπτωση ανάκλησης ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη συνυπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή. Ο κατάδικος διατηρεί το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 105.
5. Η απόλυση του παρόντος άρθρου αίρεται, όταν ο κατάδικος, κατά το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στην παράγραφο 7 εδ. α΄, τελέσει πλημμέλημα από δόλο το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών ή τελέσει το αδίκημα του άρθρου 173 Α για τα οποία καταδικάστηκε αμετακλήτως. Στην περίπτωση αυτή εκτίεται από τον κατάδικο εντός του σωφρονιστικού καταστήματος το σύνολο της χρονικής διάρκειας της χορηγηθείσας απόλυσης του παρόντος άρθρου. Ο κατάδικος αποκτά το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 105, αφού παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα ένα επιπλέον έτος σε σχέση με οριζόμενα στο άρθρο 105 παρ. 1 περ. β΄ και γ΄. Δεν εφαρμόζεται το προηγούμενο εδάφιο, εάν κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη είχε ήδη χορηγηθεί στον κατάδικο η απόλυση υπό όρο κατ’ άρθρο 105, χωρίς να έχει ανακληθεί, με αποτέλεσμα η ποινή για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση να θεωρείται ότι έχει ήδη εκτιθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 109. Εάν, κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί η απόλυση κατ’ άρθρο 105, χωρίς όμως να έχει παρέλθει τα χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο άρθρο 109, τότε αίρεται αναδρομικώς η χορηγηθείσα απόλυση του άρθρου 105 κι ο κατάδικος αποκτά το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 105, αφού παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα ένα επιπλέον έτος σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 105 παρ. 1 περ. β΄ και γ΄.
6. Η απόλυση του παρόντος άρθρου αίρεται, όταν ο κατάδικος, κατά το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στην παράγραφο 7 εδ. α΄, τελέσει κακούργημα για το οποίο καταδικάστηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη θεωρείται ότι δεν έχει εκτιθεί και ο κατάδικος στερείται πλήρως του δικαιώματος της υπό όρο απόλυσης κατ’ άρθρο 105. Τυχόν ήδη χορηγηθείσα απόλυση του άρθρου 105 αίρεται αναδρομικά.
7. Η με το παρόν άρθρο χορηγούμενη απόλυση εκτείνεται μέχρι του χρονικού σημείου της απόκτησης του δικαιώματος εκ μέρους του καταδίκου για απόλυση υπό όρο κατ’ άρθρο 105. Δεν δύναται να παραταθεί για κανέναν λόγο. Σε περίπτωση μη χορήγησης από το Δικαστικό Συμβούλιο της απόλυσης υπό όρο κατ’ άρθρο 105, ο κατάδικος επιστρέφει στο σωφρονιστικό κατάστημα.
8. Οι υποθέσεις οι οποίες αφορούν την τέλεση αδικημάτων των απολυθέντων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση εκδικάζονται κατά απόλυτη προτεραιότητα.
Άρθρο 110 Γ
Διαδικασία για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης καταδίκων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση
1. Για την χορήγηση της απόλυσης υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση αποφασίζει κατόπιν αιτήσεως του καταδίκου, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Ο κατάδικος δεν κλητεύεται ούτε εμφανίζεται ενώπιον του Συμβουλίου, δύναται δε να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα. Εάν, όμως, το συμβούλιο κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του καταδίκου. Η απόλυση χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός εάν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων Αν η διεύθυνση του καταστήματος κράτησης του καταδίκου κρίνει ότι συντρέχουν προϋποθέσεις για τη μη χορήγηση της απόλυσης του άρθρου 110Β υποβάλλει σχετική αναφορά με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος στον Εισαγγελέα των Πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει στο συμβούλιο. Στην έκθεση αυτή γίνεται ειδική μνεία στο οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του καταδίκου με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις του με τα πρόσωπα με τα οποία ενδέχεται να συνοικήσει εάν του χορηγηθεί η απόλυση αυτή.
2. Αν η αίτηση για απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν γίνει δεκτή, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά δύο μήνες από την απόρριψη.
3. Για την ανάκληση ή άρση αποφασίζει το ίδιο δικαστικό συμβούλιο, ύστερα από αίτηση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης ποινής. Ο κατάδικος κλητεύεται υποχρεωτικά δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση του Δικαστικού Συμβουλίου. Η απόλυση κατ’ άρθρον 110Β ανακαλείται οποτεδήποτε με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής κατόπιν αιτήσεως του καταδίκου.
2. Στον Ποινικό Κώδικα μετά το άρθρο 129 προστίθεται άρθρο 129 Α ως εξής:
«Άρθρο 129 Α
Απόλυση ανηλίκων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού
με ηλεκτρονική επιτήρηση
1. Ανήλικοι οι οποίοι καταδικάσθηκαν σε ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, μπορούν, κατόπιν αιτήσεώς τους, να απολυθούν υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 283Α ΚΠΔ, εφ όσον έχουν εκτίσει το 1/3 της ποινής τους. Η αίτηση θα πρέπει να συνοδεύεται με έκθεση της Κοινωνικής Υπηρεσίας του καταστήματος κράτησης και έκθεση της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων. Στις εκθέσεις αυτές γίνεται ειδική μνεία στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του καταδίκου με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις του με τα πρόσωπα με τα οποία ενδέχεται να συνοικήσει εάν του χορηγηθεί η απόλυση αυτή. Ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
2. Η απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να χορηγηθεί, αν ο ανήλικος δεν έχει παραμείνει σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τέταρτο της ποινής του.
3. Η απόλυση του παρόντος άρθρου μπορεί να ανακληθεί, όταν ο ανήλικος κατάδικος δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν. Σε περίπτωση ανάκλησης ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη θεωρείται ότι έχει εκτιθεί. Ο κατάδικος διατηρεί το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 129.
4. Η απόλυση του παρόντος άρθρου αίρεται, όταν ο ανήλικος, κατά το χρονικό διάστημα που διαρκεί η απόλυση του παρόντος άρθρου, τελέσει από δόλου πράξη που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν πλημμέλημα για την οποία καταδικάστηκε οποτεδήποτε αμετακλήτως. Στην περίπτωση αυτή εκτίεται από τον ανήλικο κατάδικο εντός του ειδικού καταστήματος κράτησης νέων το σύνολο της χρονικής διάρκειας της χορηγηθείσας απόλυσης του παρόντος άρθρου. Ο ανήλικος διατηρεί το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 129.
5. Η απόλυση του παρόντος άρθρου αίρεται όταν ο ανήλικος, κατά το χρονικό διάστημα που διαρκεί η απόλυση του παρόντος άρθρου, τελέσει πράξη, που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα, για την οποία καταδικάστηκε οποτεδήποτε αμετακλήτως. Στην περίπτωση αυτή ο ανήλικος εκτίει εντός του ειδικού καταστήματος κράτησης νέων το σύνολο της χρονικής διάρκειας της χορηγηθείσας απόλυσης του παρόντος άρθρου κι αποκτά το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 129, αφού παραμείνει σ’ αυτό ένα επιπλέον έτος σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 129 παρ. 1 και 4. Δεν εφαρμόζεται το προηγούμενο εδάφιο, εάν κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη είχε ήδη χορηγηθεί η απόλυση υπό όρο κατ’ άρθρο 129 χωρίς να έχει ανακληθεί, με αποτέλεσμα να θεωρείται η ποινή για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση ήδη εκτιθείσα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 129 παρ. 7. Εάν κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί η απόλυση υπό όρο κατ’ άρθρο 129, χωρίς όμως να έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο άρθρο 129 παρ. 7, τότε αίρεται αναδρομικώς η χορηγηθείσα απόλυση κατ’ άρθρο 129 κι ο κατάδικος αποκτά το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 129, αφού παραμείνει στο ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ένα επιπλέον έτος σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 129 παρ. 1 και 4.
6. Αντίστοιχα ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 110 Β παρ. 3, 7, 8, 110 Γ παρ. 1 εδ. γ΄, παρ. 3 εδ. γ΄, 129 παρ. 2 εδ. α΄ και γ΄, παρ. 4 εδ α΄, παρ.5 εδ α΄, παρ. 8 και 10.»
3. Στον Ποινικό Κώδικα μετά το άρθρο 173 προστίθεται άρθρο 173 Α ως εξής:
«Άρθρο 173 Α
Παραβίαση περιορισμού κατ’ οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση
1. Όποιος, κατά το χρόνο που τελεί υπό ηλεκτρονική επιτήρηση, με σκοπό να διαφύγει από την επιτήρηση των αρμοδίων αρχών: α) αφαιρεί, καταστρέφει, φθείρει ή με οποιοδήποτε τρόπο επεμβαίνει στη συσκευή ή στο σύστημα ηλεκτρονικής επιτήρησης, β) με οποιοδήποτε τρόπο αλλοιώνει τα συναφή με την επιτήρηση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, κατά το χρόνο που τελεί υπό ηλεκτρονική επιτήρηση, εκμεταλλευόμενος βλάβη ή μη ορθή λειτουργία της συσκευής ή του συστήματος ηλεκτρονικής επιτήρησης, διαφεύγει από την επιτήρηση των αρμοδίων αρχών.
Η ποινή των παραπάνω αδικημάτων εκτελείται ολόκληρη μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ο ηλεκτρονικά επιτηρούμενος ήταν κρατούμενος
2. Οποιοσδήποτε συμμετέχει στις παραπάνω πράξεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αν ο συμμετέχων έχει την ιδιότητα του σωφρονιστικού ή αστυνομικού υπαλλήλου ή του υπαλλήλου αρμόδιας για την ηλεκτρονική επιτήρηση υπηρεσίας, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.»
4. Στο άρθρο 182 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 3 με το εξής περιεχόμενο:
«3. Με την ποινή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τιμωρείται όποιος, κατόπιν υποβολής του σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, παραβιάζει περιορισμούς που του έχουν επιβληθεί νόμιμα στην ελευθερία της διαμονής του και τις σχετικές υποχρεώσεις του.»