Μετά το άρθρο 15 και πριν το άρθρο 16 του ν.3068/2002 (Α΄274), προστίθεται άρθρο 15 Α ως εξής:
«1. Το δικαστήριο, με απόφαση που λαμβάνεται σε συμβούλιο, μπορεί να κηρύσσει καταργημένες τις εκκρεμείς δίκες για αιτήσεις ακυρώσεως και να απορρίπτει αιτήσεις αναστολής που ασκήθηκαν μέχρι 31-1-2010 και αφορούν ακυρωτικές διαφορές, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου και του τριμελούς διοικητικού εφετείου, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων, που εκδόθηκαν κατ’εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών (άρθρ. 15 του ν.3068/2002).
2. Με την ίδια απόφαση τίθενται στο αρχείο οι δικογραφίες που αφορούν τις υποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου. Πριν την έκδοση της παραπάνω απόφασης περί κατάργησης της δίκης και τη θέση της δικογραφίας στο αρχείο, ενημερώνεται εγγράφως ή προφορικώς, με σχετική επισημείωση ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ επί του φακέλου της υπόθεσης, από την αρμόδιο Γραμματεία του Δικαστηρίου, ο υπογράφων δικηγόρος, στη δηλωθείσα από αυτόν διεύθυνση ή βάσει των λοιπών δηλωθέντων από αυτόν στοιχείων επικοινωνίας, προκειμένου να υποβάλλει δήλωση εντός τριάντα (30) ημερών από την παραλαβή του εγγράφου ή την ειδοποίηση, ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υπόθεσης, προσκομίζοντας σχετική εξουσιοδότηση του αλλοδαπού διαδίκου, θεωρημένη αρμοδίως για το γνήσιο της υπογραφής του τελευταίου.
3. Στην περίπτωση κατάργησης της δίκης, κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους, η τυχόν χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή ή η απόφαση περί αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, παύουν να ισχύουν αυτοδικαίως από την κατάργηση της δίκης και τη θέση της δικογραφίας στο αρχείο, χωρίς να απαιτείται ανάκλησή τους από το Δικαστήριο».
Ι. Περί της συνταγματικότητας της ρύθμισης
Με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντ. κατοχυρώνεται ένα θεμελιώδες δικαίωμα στενά συνυφασμένο με την αρχή του κράτους δικαίου. Πρόκειται για το δικαίωμα στην παροχή δικαστικής προστασίας, το ατομικό-δικονομικό δηλαδή δικαίωμα καθενός, είτε ημεδαπού είτε αλλοδαπού, να προσφεύγει με τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου όταν βλάπτονται τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του από ενέργειες είτε φυσικών είτε νομικών προσώπων είτε κρατικών οργάνων.
Η παρεχόμενη προστασία θα πρέπει να είναι (α) πλήρης, (β) έγκαιρη, υπό την έννοια ότι απονέμεται σε χρονικά όρια, τα οποία δεν στερούν τη δικαστική απόφαση που εκδίδεται σχετικώς από τα συνταγματικά προβλεπόμενα αποτελέσματά της, και (γ) αποτελεσματική, με την έννοια ότι εξασφαλίζεται η προστασία και η αποκατάσταση του δικαιώματος ή του εννόμου συμφέροντος που τραυματίστηκε από την επίδικη πράξη ή συμπεριφορά. Η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας εγγυάται, δηλαδή σε κάθε περίπτωση την έκδοση (όχι αναγκαίως ευνοϊκής) απόφασης με την οποία χορηγείται οριστική δικαστική προστασία επί της ουσίας της διαφοράς.
Η παροχή δικαστικής προστασίας εξαρτάται από την ύπαρξη σχετικής δικονομικής διάταξης, με την οποία προσδιορίζεται η αρμοδιότητα του δικαστηρίου και η τηρούμενη διαδικασία. Πράγματι, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντ. έχει τεθεί η ρήτρα «όπως νόμος ορίζει». Ωστόσο, η σχετική ρήτρα δεν έχει την έννοια ότι ο νομοθέτης μπορεί να ορίζει κυριαρχικά και περιοριστικά εάν και πότε θα ασκηθεί το σχετικό δικαίωμα. Ο νόμος μπορεί να προβλέπει πως θα ασκηθεί το δικαίωμα, προβαίνοντας στην κατάλληλη δικονομική-διαδικαστική οργάνωση, ώστε να ασκηθεί αποτελεσματικά. Όπως χαρακτηριστικά γίνεται δεκτό από τη νομολογία (αντί άλλων ΣτΕ 647/2004 ΕΔΔΔ2004,581 = Αρμ 2004,766) η συνταγματική προστασία της παροχής δικαστικής προστασίας δεν αποκλείει στο νομοθέτη την ευχέρεια να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, όπως πχ. την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο, την υπογραφή του δικογράφου από δικηγόρο, την πρόβλεψη δικαστικής δαπάνης και παραβόλου, την πρόβλεψη προθεσμιών κ.α. Οι προβλεπόμενες δικονομικές προϋποθέσεις και διατυπώσεις πρέπει όμως να συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και να μην επάγονται άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου ατομικού δικαιώματος.
Με την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 28 του εν λόγω σχεδίου νόμου προβλεπεται η δυνατότητα κατάργησης, από το Δικαστήριο εν Συμβουλίω, εκκρεμών δικών για αιτήσεις ακυρώσεως και συναφούς απόρριψης αιτήσεων αναστολής που ασκήθηκαν μέχρι 31-1-2010 και αφορούν ακυρωτικές διαφορές, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου και του τριμελούς διοικητικού εφετείου, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων, που εκδόθηκαν κατ’εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών και ασύλου (όχι ιθαγενείας) εκτός εάν υποβληθεί εκ μέρους του πληρεξουσίου δικηγόρου δήλωσης εντός τριάντα (30) ημερών από σχετική έγγραφη ή προφορική ενημέρωσή του, ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υπόθεσης, προσκομίζοντας σχετική εξουσιοδότηση του αλλοδαπού διαδίκου, θεωρημένη αρμοδίως για το γνήσιο της υπογραφής του τελευταίου.
Η εν λόγω διάταξη εισάγει μία νέα ειδική υποκειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού του συναφούς ενδίκου βοηθήματος, άμεσα συναρτώμενη με το έννομο συμφέρον του αιτούντος, και δη το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του για την τελική εκδίκαση του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματός του ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών πρωτοδικείων και εφετείων. Στην περίπτωση μη υποβολής της σχετικής δήλωσης περί συζήτησης τεκμαίρεται ότι εκλείπει για αντικειμενικούς λόγους το αντικείμενο της εν λόγω δίκης, ωστε πλέον να πρέπει να καταργηθεί.
Η συγκεκριμένη διάταξη φαίνεται να εξυπηρετεί το νόμιμο καταρχήν σκοπό της επιτάχυνσης της δίκης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Πράγματι, αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων και εφετείων αφορά σε πράξεις εκδοθείσες σύμφωνα με τη νομοθεσία περί αλλοδαπών. Το γεγονός, όμως, αυτό οφείλεται, κυρίως στην πολυπλοκότητα της μεταναστευτικής νομοθεσίας αλλά και τις εν γένει παθογένειες της Ελληνικής Διοίκησης, η οποία μάλιστα πολλές φορές εξακολουθεί να εφαρμόζει εσφαλμένα τις οικείες διατάξεις, παρά την μέχρι σήμερα διαμορφωθείσα αντίθετη πλούσια νομολογία των σχετικών δικαστηρίων και όχι στην άσκηση τυχόν «προπετών» ενδίκων βοηθημάτων. Αντί λοιπόν να καταβληθεί προσπάθεια περί ορθολογικής εφαρμογής της μεταναστευτικής νομοθεσίας, με παράλληλη τυχόν αύξηση της θέσεων των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών, των κενών θέσεων των γραμματέων και της εν γένει υλικοτεχνικής υποδομής των δικαστηρίων κ.λπ. επιλέγεται τελικώς, μία «ιδιότυπη» (αναδρομική) κατάργηση των νομίμως ασκηθέντων ενδίκων βοηθημάτων και εκκρεμών δικών μέχρι 31.1.2010. Αναδρομική, παρά το γεγονός ότι κατα γενικό δικονομικό κανόνα το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως και της υπαλληλικής προσφυγής κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή της συντέλεσης της προσβαλλόμενης παράλειψης. (ΣτΕ 1789/1987, 654/1993, 1108/2006, Επ. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Β΄Τόμος, σελ. 80).
Ακόμα πιο προβληματικό παρίσταται το γεγονός ότι η προτεινόμενη διάταξη επιχειρεί να καταργήσει επί μακρόν εκκρεμούσες (άνευ υπαιτιότητας των προσφευγόντων) δίκες μόνο αναφορικά με υποθέσεις εισόδου και διαμονής αλλοδαπών και όχι λοιπές εκκρεμείς υποθέσεις, πολλές εκ των οποίων ήδη εκκρεμούν, επίσης, προς εκδίκαση για αρκετά χρόνια. Εφόσον λοιπόν κρίνεται σκόπιμο λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που έχει μεσολαβήσει από την κατάθεση των ενδίκων βοηθημάτων η έμπρακτη εκδήλωση ενδιαφέροντος για την εκδίκαση της υποθέσεως, δεν προκύπτει γιατί αυτό κρίνεται σκόπιμο μόνο για τις υποθέσεις αλλοδαπών και όχι για τις λοιπές υποθέσεις, πολλές εκ των οποίων μάλιστα μπορεί να εκκρεμούν προς εκδίκαση για ίσο ή και ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τις αντίστοιχες περι αλλοδαπών. Τέλος, δεν λαμβάνεται οιαδήποτε πρόνοια για τις περιπτώσεις που δεν κατέστη εφικτή η έγκαιρη υποβολή εντός 30 ημερών αίτησης συζήτησης για λόγους ανωτέρας βίας. Μόνη δυνατότητα σε αυτή την περίπτωση φαίνεται να απομένει η άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ωστόσο, το γεγονός αυτό οδηγεί τελικώς σε απώλεια του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, δυσχεραίνοντας τη δικονομική θέση των διαδίκων για λόγους που δεν οφείλονται σε δική τους υπαιτιότητα.
Ενόψει αυτών, η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 28 του εν λόγω σχεδίου νόμου αποτελεί έναν δυσανάλογο περιορισμό σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και οδηγεί εκ των πραγμάτων σε έμμεση κατάλυση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας ενώ δει είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το σχετικό δικαίωμα εξαφαλίζεται μέσω της ενημέρωσης του υπογράφοντος το σχετικό ένδικο βοήθημα δικηγόρου προκειμένου να κατατεθεί σχετική αίτηση περί συζητήσεως της υποθέσεως. Τούτο, ενόψει των χιλιάδων εκκρεμών συναφών υποθέσεων αλλά και της πρακτικής δυσκολίας ενημέρωσης τόσο του ιδίου του πληρεξουσίου δικηγόρου όσο και κυρίως του ιδίου του αλλοδαπού. (βλ. κατωτέρω ενότητα περί πρακτικής εφαρμογής της διάταξης).
Τέλος, η συγκεκριμένη διάταξη θέτει, επίσης, ζητήματα συμβατότητας με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, και δη της ΕΣΔΑ και του κοινοτικού δικαίου. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη διάταξη είναι, για τους λόγους που ήδη αναλύθηκαν καταρχάς αμφίβολο εάν πράγματι συμβιβάζεται με το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα ενός πραγματικού και αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος κατά των τυχόν παραβιάσεων της Σύμβασης, καθώς και του αντιστοίχου περιεχομένου άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. αλλά και των επιμέρους διατάξεων του παράγωγου κοινοτικού δικαίου στον τομέα της μετανάστευσης (μέλη οικογένειας πολίτη ΕΕ, πρόσφυγες, σπουδαστές κ.λπ), που προβλέπουν ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις σε περίπτωση άρνησης εισόδου, διαμονής ή απέλασης των ενδιαφερομένων.
ΙΙ. Περί της πρακτικής εφαρμογής της διάταξης
Σύμφωνα με την προτεινόμενη διάταξη: «Πριν την έκδοση της παραπάνω απόφασης περί κατάργησης της δίκης και τη θέση της δικογραφίας στο αρχείο, ενημερώνεται εγγράφως ή προφορικώς, με σχετική επισημείωση ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ επί του φακέλου της υπόθεσης, από την αρμόδιο Γραμματεία του Δικαστηρίου, ο υπογράφων δικηγόρος, στη δηλωθείσα από αυτόν διεύθυνση ή βάσει των λοιπών δηλωθέντων από αυτόν στοιχείων επικοινωνίας, προκειμένου να υποβάλλει δήλωση εντός τριάντα (30) ημερών από την παραλαβή του εγγράφου ή την ειδοποίηση, ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υπόθεσης, προσκομίζοντας σχετική εξουσιοδότηση του αλλοδαπού διαδίκου, θεωρημένη αρμοδίως για το γνήσιο της υπογραφής του τελευταίου.»
Όπως προελέχθη, ένα μεγάλο μέρος των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων και εφετείων, ιδίως των δικαστηρίων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, αφορά σε πράξεις εκδοθείσες σύμφωνα με τη νομοθεσία περί αλλοδαπών. Ενόψει του μεγάλου όγκου των σχετικών υποθέσεων καθίσταται πρακτικά ανέφικτη η έγκαιρη ενημέρωση του πληρεξουσίου δικηγόρου και κατ’ επέκταση του αλλοδαπού προσφεύγοντος, και υποβολή σχετικής αίτησης περι συζήτησης της υποθέσεως με ταυτόχρονη προσκόμιση εξουσιοδότησης του αλλοδαπού διαδίκου εντός 30 ημερών.
Δεν θα πρέπει δε να διαφύγει της προσοχής ότι σε ένα μεγάλο μέρος των συγκεκριμένων υποθέσεων, οι εν λόγω αλλοδαποί στερούνται σχετικής ειδικής βεβαίωσης νόμιμης προσωρινής διαμονής, είτε διότι έληξε η προηγούμενη και δεν έχει εκδοθεί ήδη νέα είτε διότι δεν διαθέτουν λόγω μη συνδρομής των πρϋποθέσεων της σχετικής ΚΥΑ. π.χ. περιπτώσεις «παρανόμων» αλλοδαπών, που ουδέποτε διέθεταν νόμιμη διαμονή στη χώρα, των οποίων ωστόσο η απέλαση έχει ανασταλεί με σχετική διάταξη του διοικητικού δικαστηρίου. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι ενδιαφερόμενοι αντιμετωπίζουν πολλές φορές την άρνηση θεώρησης του γνησίου της υπογραφής εκ μέρους των αρμοδίων διοικητικών αρχών ενόψει της γενικής απαγόρευσης παροχής υπηρεσιών σε αλλοδαπούς που στερούνται νόμιμης διαμονής στη χώρα, απαγόρευση που ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 84 του Ν 3386/2005. Μόνη διέξοδος γι’ αυτούς απομένει η σύνταξη σχετικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου προς εκπροσώπηση ενώπιον δικαστηρίων (επιτρεπτό κατ’ άρθρο 85 Ν 3386/2005), ωστόσο είναι ζήτημα εάν κατα πόσο αφενός διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους για τη καταβολή των σχετικών δικαιωμάτων αφετέρου κατα πόσο τελικά μπορεί η όλη περιγραφόμενη διαδικασία να λάβει χώρα εντός 30 ημερών από την ειδοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου ενόψει του μεγάλου όγκου των υποθέσεων.
Σε κάθε δε περίπτωση η συναφής προθεσμία των 30 ημερών για την υποβολή δήλωσης περί συζήτησης είναι εξαιρετικά σύντομη και θα πρέπει σε περίπτωση τελικής υιοθέτησης της συγκεκριμένης διάταξης να επιμηκυνθεί.
Περαιτέρω, είναι προφανές ότι η προφορική ενημέρωση του υπογράφοντος με σχετική επισημείωση επί του φακέλου της υπόθεσης από τον αρμόδιο γραμματέα του δικαστηρίου δεν είναι δυνατόν να αρκεί για την έγκαιρη και πλήρη απόδειξη της πλήρους γνώσης της συναφούς υποχρέωσης περί υποβολής αίτησης περί συζήτησης της υπόθεσης και των έννομων συνεπειών που επάγεται η παράλειψη υποβολής αυτής. Επομένως, θα πρέπει η σχετική ενημέρωση, να γίνεται πάντοτε εγγράφως, με τη σύνταξη σχετικού αποδεικτικού και όχι ασφαλώς προφορικώς.
Τέλος, δεν λαμβάνεται οιαδήποτε πρόνοια για την προσβολή της πράξης περι κατάργησης της δίκης, σε όσες περιπτώσεις δεν κατέστη εφικτή η έγκαιρη υποβολή αίτησης συζήτησης για λόγους ανωτέρας βίας. Μόνη δυνατότητα σε αυτή την περίπτωση φαίνεται να απομένει η άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ωστόσο, το γεγονός αυτό οδηγεί τελικώς σε απώλεια του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, δυσχεραίνοντας τη δικονομική θέση των διαδίκων για λόγους που δεν οφείλονται σε δική τους υπαιτιότητα.
Πουλαράκης Ευστάθιος,
Δικηγόρος Αθηνών
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής