Στο άρθρο 50 του π.δ. 18/1989 προστίθενται παράγραφοι 4, 5 και 6, οι δε υφιστάμενες παράγραφοι 4 και 5 αναριθμούνται σε 7 και 8
«4. Το δικαστήριο, αν άγεται σε ακύρωση της ατομικής πράξης που προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως λόγω πλημμελείας που μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων, και εφόσον κρίνει ότι, ενόψει της φύσης της πλημμελείας, και της επίδρασής της στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, η ακύρωση της πράξης δεν είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας και για τη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του αιτούντος δύναται, κατ’ εκτίμηση και των εννόμων συμφερόντων των διαδίκων, να εκδώσει προδικαστική απόφαση και να ζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια ώστε να αρθεί η πλημμέλεια, τάσσοντας προς τούτο αποκλειστική εύλογη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα. Κανένα στοιχείο δεν λαμβάνεται υπόψη αν προσκομισθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής.
5. Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά κανονιστικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά τον χρόνο εφαρμογής της, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, δύναται να ορίσει, μετά από αίτημα ενός από τους διαδίκους που υποβάλλεται με υπόμνημα που κατατίθεται πριν τη δικάσιμο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 25 του παρόντος, ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της.
6. Η διαπίστωση παρανομίας κανονιστικής πράξης κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχό της είναι δυνατόν να μην οδηγήσει σε ακύρωση ατομικής πράξης, εφ’ όσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου μετά από σχετικό αίτημα ενός από τους διαδίκους, που υποβάλλεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, έχει παρέλθει μακρό, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος της κανονιστικής πράξης που ελέγχεται παρεμπιπτόντως και οι συνέπειες της παρανομίας της σε βάρος της ατομικής πράξης μπορεί να κλονίσουν την ασφάλεια του δικαίου».