1. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, με εξαίρεση τις πράξεις που αναφέρονται στην περίπτωση 3 της παρούσης παραγράφου: α) των πταισμάτων και β) των υφ’ όρον πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση αυτή, αν ο υπαίτιος τελέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των δύο μηνών ή σε χρηματική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων (500) ευρώ, συνεχίζεται κατ’ αυτού η παυθείσα ποινική δίωξη. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο ενδιάμεσος χρόνος από την παύση της δίωξης αυτής μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
2. Οι δικογραφίες, που αφορούν στα κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις εγκλήματα, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Για την τύχη των πειστηρίων, επί μεν πλημμελημάτων αποφαίνεται αμετάκλητα το συμβούλιο πλημμελειοδικών, επί δε πταισμάτων ο αρμόδιος πταισματοδίκης.
3. Η παύση της ποινικής δίωξης κατά την περίπτωση, δεν ισχύει για τις ακόλουθες παραβάσεις των άρθρων 358 και 377 Π.Κ. για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση και του ν. 690/1945.