1. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά κατωτέρω:
α) Στο στάδιο της ανάκρισης για τα αδικήματα των άρθρων 4, 5, 6 παρ. 1, 2 και του άρθρου 8 του ν.3213/2003 όταν με διάταξη του ανακριτή, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, λαμβάνονται τα μέτρα που προβλέπονται από το άρθρο 11 του ν. 3213/2003,
β) Στο στάδιο της τακτικής ανάκρισης, της ανάκρισης για το βασικό έγκλημα ή της προανάκρισης για τα αδικήματα των άρθρων 2 και 3 του ν.3691/2008, όταν με διάταξη του ανακριτή ή βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου λαμβάνονται τα μέτρα που προβλέπονται από το άρθρο 48 του ν.3691/2008,
γ) Στο στάδιο της ανάκρισης για τα αδικήματα του άρθρου 1 του ν.4022/2011, όταν με διάταξη του ανακριτή, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, λαμβάνονται τα μέτρα που προβλέπονται από την παράγραφο 6 του άρθρου 2 του ν. 4022/2011, με την ίδια διάταξη ή το οικείο βούλευμα , συστήνεται ενέχυρο υπέρ του Ελληνικού Δημόσιου, ν.π.δ.δ., Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν.1232/1982, επί χρηματικών καταθέσεων τηρούμενων σε τραπεζικό λογαριασμό του κατηγορουμένου ή του ύποπτου τέλεσης της αξιόποινης πράξης ή και του τρίτου, κατά των οποίων λαμβάνονται τα ανωτέρω μέτρα, μέχρι του ποσού της φερόμενης απαίτησης ή ζημίας ή αξίωσης του Ελληνικού Δημοσίου ή των ανωτέρω νομικών προσώπων, με κοινοποίηση της οικείας διάταξης ή βουλεύματος, στο πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό , όπου τηρούνται οι τραπεζικοί λογαριασμοί.
2. α) Όταν λαμβάνονται μέτρα διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση φοροδιαφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 2523/1997 (Α’ 179), όπως ισχύει, η φορολογική αρχή, με τη σχετική ειδική έκθεση ελέγχου της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν.2523/1997, συστήνει ενέχυρο υπέρ του Ελληνικού Δημόσιου, επί χρηματικών καταθέσεων τηρούμενων σε τραπεζικούς λογαριασμούς του υπόχρεου, μέχρι του ποσού της φερόμενης απαίτησης ή ζημίας, ή αξίωσης του Δημοσίου, με κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό, όπου τηρούνται οι τραπεζικοί λογαριασμοί του υπόχρεου, κατά του οποίου λαμβάνονται τα ανωτέρω μέτρα.
β) Όταν λαμβάνονται μέτρα διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση λαθρεμπορίας ή απάτης, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 153 του ν.2960/2001, όπως ισχύει, η τελωνειακή αρχή, με τη σχετική ειδική έκθεση ελέγχου της παραγράφου 4 του άρθρου 153 του ν.2960/2001, συστήνει ενέχυρο υπέρ του Ελληνικού Δημόσιου, επί χρηματικών καταθέσεων τηρούμενων σε τραπεζικούς λογαριασμούς του υπόχρεου, μέχρι του ποσού της φερόμενης απαίτησης ή ζημίας, ή αξίωσης του Δημοσίου, με κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό, όπου τηρούνται οι τραπεζικοί λογαριασμοί του υπόχρεου, κατά του οποίου λαμβάνονται τα ανωτέρω μέτρα.
3. α) Η σύσταση του ενεχύρου, που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, διενεργείται σε εξασφάλιση της φερόμενης απαίτησης ή ζημίας ή αξίωσης του Ελληνικού Δημοσίου, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν.1232/1982, η οποία δεν απαιτείται να είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη. Αντίγραφο της σχετικής διάταξης ή βουλεύματος ή ειδικής έκθεσης ελέγχου, με την οποία συστήνεται το ενέχυρο, κοινοποιείται και στον κατηγορούμενο, τον ύποπτο τέλεσης της αξιόποινης πράξης, τον τρίτο και τον φορολογούμενο στη γνωστή κατοικία του ή στην έδρα της επιχείρησής του. Κατά της σχετικής διάταξης ή βουλεύματος ή ειδικής έκθεσης ελέγχου, με την οποία συστήνεται το ενέχυρο, τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν τα αναφερόμενα στα άρθρα 11 παράγραφος 4 του ν.3213/2003, 48 παράγραφος 4 του ν.3691/2008, 2 παράγραφος 6 του ν.4022/2011, 14 παράγραφος 4 του ν.2523/1997 και 153 παράγραφος 4 του ν.2960/2001 δικαιώματα.
β) Για τη σύσταση ενεχύρου ή ρευστοποίηση της ενεχυριασθείσας απαίτησης δεν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του κατηγορουμένου ή του ύποπτου τέλεσης της αξιόποινης πράξης ή και του τρίτου, κατά των οποίων λαμβάνονται τα ανωτέρω μέτρα, ή του φερόμενου ως υπόχρεου και δικαιούχου του τραπεζικού λογαριασμού. Κατά τα λοιπά ισχύει αναλογικά η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 44 επ. του ν.δ. 17-7/13.8.1923.
4. α) Σε περίπτωση παροχής σύμφωνης γνώμης του δικαιούχου του λογαριασμού για την ρευστοποίηση, σύμφωνα με τα ανωτέρω, του ενεχύρου που συστάθηκε σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, σε πλήρη ικανοποίηση της απαίτησης ή ζημίας ή αξίωσης του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. , Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν. 1232/1982 ή της καθοιονδήποτε τρόπο πλήρους ικανοποίησης του Ελληνικού Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων : αα) μέχρι την απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον του ανακριτή, επιβάλλεται στον κηρυχθέντα ένοχο ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, ββ) μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επιβάλλεται σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών και γγ) μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιβάλλεται σ’ αυτόν ποινή κάθειρξης έως δέκα ετών.
β) Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης (α) δεν εφαρμόζονται στα εγκλήματα των άρθρων 375, 386 και 390 του Ποινικού Κώδικα, όταν αυτά στρέφονται κατά του Ελληνικού Δημόσιου και των λοιπών νομικών προσώπων που αναφέρονται σε αυτήν.
γ) Οι ανωτέρω υπό στοιχεία (α) και (β) ρυθμίσεις ισχύουν και στη περίπτωση της από κοινού ικανοποίησης της απαίτησης ή ζημίας ή αξίωσης του Δημοσίου, ν.π.δ.δ., Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν.1232/1982 από περισσότερους συγκατηγορουμένους για την ίδια πράξη. Αν κάποιος εκ των συμμετόχων αντιλέγει, η υπόθεση χωρίζεται γι’ αυτόν και δεν υπάγεται στην ανωτέρω ρύθμιση.
5. Σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλαγής του κατηγορουμένου ή του ύποπτου τέλεσης αξιόποινης πράξης ή του τρίτου, για πράξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή έκδοσης σχετικής αμετάκλητης απόφασης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, που απαλλάσσει τον υπόχρεο από τους φερόμενους ως οφειλόμενους δασμούς, φόρους, λοιπές επιβαρύνσεις και νόμιμες προσαυξήσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, κάθε χρηματικό ποσό που έχει ενεχυριασθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος, αποδίδεται ή συμψηφίζεται με άλλες εκκαθαρισμένες οφειλές τους, προς το Ελληνικό Δημόσιο, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν.1232/1982 , με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 975 ΚΠολΔ.
6. Το Ελληνικό Δημόσιο, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή ή εν γένει κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν. 1232/1982 φέρουν την ευθύνη του θεματοφύλακα κατ’ άρθρο 831 επ. ΑΚ για την τυχόν υποχρέωση απόδοσης του ενεχυριασθέντος χρηματικού ποσού, μέχρι την τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου κατά περίπτωση Δικαστηρίου για τη φερόμενη κατά τα ανωτέρω απαίτηση ή ζημία ή αξίωσή τους.
7. Η σύσταση του ενεχύρου υπέρ του Ελληνικού Δημόσιου, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν. 1232/1982, επί χρηματικών καταθέσεων τηρούμενων σε τραπεζικό λογαριασμό , επί των οποίων έχει ήδη διενεργηθεί δέσμευση ή έχουν ληφθεί μέτρα διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου , σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις , διενεργείται: α) για τις υπό παράγραφο 1 περιπτώσεις με διάταξη του ανακριτή ή με βούλευμα του κατά περίπτωση αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου και β) για τις υπό παράγραφο 2 περιπτώσεις με διάταξη ή απόφαση του κατά περίπτωση αρμοδίου οργάνου, εφόσον, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, δεν έχει περατωθεί η αποδεικτική διαδικασία σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κατά τα λοιπά έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 3 έως 6 του παρόντος.
8. Η σύσταση του ενεχύρου υπέρ του Ελληνικού Δημόσιου, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν. 1232/1982, επί χρηματικών καταθέσεων τηρούμενων σε τραπεζικό λογαριασμό, σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι υποχρεωτική σε κάθε περίπτωση που επιβάλλεται δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών ή ποσοστού τους ή απαγόρευση κίνησης αυτών.
Το άρ. 1 του νομοσχεδίου εγείρει πολλά ζητήματα. Θα περιοριστώ μόνο σε ένα ζήτημα αναφορικά με την παρ. 4 περ. β΄ [ορθότερα: στοιχείο, αλλά στο κείμενο του νομοσχεδίου αναφέρεται περίπτωση] του υπό σχολιασμό άρθρου: Αναφέρεται στην διάταξη ότι «οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης (α) δεν εφαρμόζονται στα εγκλήματα των άρθρων 375, 386 και 390 του Ποινικού Κώδικα, όταν αυτά στρέφονται κατά του Ελληνικού Δημόσιου και των λοιπών νομικών προσώπων που αναφέρονται σε αυτήν». Ως προς τα άρ. 375 [«κοινή» υπεξαίρεση] και 390 [«κοινή» απιστία] του ΠΚ, τίθεται το ερώτημα για ποιον λόγο οι δράστες των εγκλημάτων που προβλέπονται στις ως άνω διατάξεις να τίθενται σε δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με τους δράστες των εγκλημάτων των άρ. 256 [απιστία σχετική με την υπηρεσία] και 258 [υπεξαίρεση στην υπηρεσία] ΠΚ.
Παράδειγμα: ενώ είναι δυνατή η εφαρμογή της ευνοϊκής διάταξης για τους δημοσίους υπαλλήλους (αλλά και άλλους λειτουργούς, κατά το άρ. 263 Α ΠΚ) εάν λ.χ. τελέσουν υπεξαίρεση χρημάτων που κατέχουν λόγω της υπηρεσίας τους, να μην είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης για τον δράστη που έχει τελέσει «κοινή» κακουργηματική υπεξαίρεση εις βάρος του οποίου έχει κινηθεί η ποινική διαδικασία δυνάμει του ν. 4022/2011 και έχουν εφαρμοστεί τα μέτρα που προβλέπονται από τον ως άνω νόμο. Καταδεικνύεται, επομένως, ζήτημα άνισης μεταχείρισης, το οποίο φυσικά δεν μπορεί να ελαφρυνθεί δια αναλογικής εφαρμογής της διάταξης και στην απιστία στην υπηρεσία, αφού αυτό θα ήταν απαγορευμένη εις βάρος του κατηγορουμένου αναλογία.
Επίσης σοβαρό είναι το ζήτημα της συρροής αδικημάτων: λ.χ. ο Α κατηγορείται (κατά την διαδικασία του ν. 4022/2011) για κακουργηματική απάτη, κακουργηματική πλαστογραφία [σημ.: εδώ βλέπουμε ότι μίας μορφή ικανοποίησης αξίωσης μπορεί να άρει το αξιόποινο κακουργηματικής πλαστογραφίας, εάν όμως δεν κινηθεί η διαδικασία του νομοσχεδίου η κακουργηματική ποινή παραμένει χωρίς δυνατότητα απαλλαγής!] και για ξέπλυμα χρήματος κατά τον ν. 3691/2008: Εδώ θα επιτρέπεται η εφαρμογή της παρ. 4 περ. α) του άρθρου; Η λογική της ερμηνευτικής αρχής in dubio pro mitiore οδηγεί σε καταφατικό συμπέρασμα. Τα προβλήματα όμως εφαρμογής παραμένουν.
Αξιότιμοι κύριοι
Με το παρόν σχέδιο νόμου στην πραγματικότητα δεν επιτυγχάνεται η δέσμευση της περιουσίας του κατηγορουμένου ή του υπόπτου αλλά μόνο η ελάχιστη ποινή και αποφυλάκιση του. Και αυτό γιατί αναγράφει στην παρ. 1γ ότι ενεχυριάζεται η περιουσία του κατηγορουμένου ή του υπόπτου μέχρι το ποσό της αναφερομένης απαίτησης ή ζημίας ενώ στην παρ.5 αναγράφει ότι «Σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλαγής του κατηγορουμένου ή του ύποπτου τέλεσης αξιόποινης πράξης ή του τρίτου, για πράξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή έκδοσης σχετικής αμετάκλητης απόφασης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, που απαλλάσσει τον υπόχρεο από τους φερόμενους ως οφειλόμενους δασμούς, φόρους, λοιπές επιβαρύνσεις και νόμιμες προσαυξήσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, κάθε χρηματικό ποσό που έχει ενεχυριασθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος, αποδίδεται ή συμψηφίζεται με άλλες εκκαθαρισμένες οφειλές τους, προς το Ελληνικό Δημόσιο, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν.1232/1982 , με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 975 ΚΠολΔ.».
Στην πραγματικότητα θα παραμένουν δεσμευμένα όπως ακριβώς και σήμερα, χωρίς να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να μειώσουν το δημόσιο χρέος όπως είναι η πρόθεση της πολιτείας.
Και όχι μόνο δεν έρχονται στην κυριότητα του δημοσίου αλλά στην παράγραφο 6 αναγράφει ότι : «Το Ελληνικό Δημόσιο, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν. 1232/1982 φέρουν την ευθύνη του θεματοφύλακα κατ’ άρθρο 831 επ. ΑΚ για την τυχόν υποχρέωση απόδοσης του ενεχυριασθέντος χρηματικού ποσού, μέχρι την τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου κατά περίπτωση Δικαστηρίου για τη φερόμενη κατά τα ανωτέρω απαίτηση ή ζημία ή αξίωσή τους». Δηλαδή γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη και κοστοβόρα η διαδικασία εμπλέκοντας περισσότερους κρατικούς λειτουργούς και ορίζοντας τους ως δημοσίους υπολόγους.
Η λύση για τα θέματα διαφθοράς είναι πολύ πιο απλή από όσο περιγράφεται στο παρόν σχέδιο νόμου. Οι δίκες για τα συγκεκριμένα εγκλήματα πρέπει να γίνονται άμεσα (εντός 2 μηνών) και κάθε ένας επόμενος βαθμός κρίσης εντός 3 μηνών. Σε ένα χρόνο θα πρέπει να είναι οριστική και αμετάκλητη η απόφαση, να δημεύεται και να εκποιείται η περιουσία των καταδικασθέντων. Και εάν η ποινή είναι τα ισόβια, να είναι πραγματικά τα ισόβια. Κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει γιατί το μέγιστο της ποινής είναι τα 10 χρόνια κάθειρξης και όχι τα ισόβια.
Η ρύθμιση αποτελεί ουσιαστικά ένα «ρήγμα» στο νόμο 1608/50 περί καταχραστών του Δημοσίου, αφού επιτρέπει για πρώτη φορά να «σπάσουν» τα ισόβια.
Μέχρι σήμερα έχοντας την ποινή των ισοβίων συνέβαιναν όλα όσα συνέβαιναν και όλοι γνωρίζουμε. Με τα 10 χρόνια κάθειρξης (δηλαδή περίπου 2-3 χρόνια εγκλεισμού) θα μειωθεί η διαφθορά ή θα γιγαντωθεί? Και ποιος θα είναι υπεύθυνος για την γιγάντωση της?
Είναι προφανές ότι το άρθρο 1 προτρέπει τους έλληνες πολίτες και κυρίως τους δημόσιους λειτουργούς να καταχρώνται την περιουσία του ελληνικού δημοσίου , εάν και όποτε συλληφθούν και αποδειχθεί ότι έχουν διαπράξει την κατάχρηση ή την απάτη αυτή, να παρέχουν την σύμφωνη γνώμη τους και να καταδικάζονται σε μια ελάχιστη ποινή 2 ετών. Όταν έχει εξασφαλιστεί η ελάχιστη αυτή ποινή , τότε στον επόμενο βαθμό κρίσης θα επικαλείται ότι πιέσθηκε στην πρώτη δίκη να αποδεχθεί την ενεχυρίαση της περιουσίας του και είτε θα του επιβάλλεται ποινή μικρότερη των 2 ετών ή θα αθωώνεται!!
Γιατί λοιπόν να μην αποπειραθεί ένας δημόσιος λειτουργός να καταχραστεί ένα σημαντικά μεγάλο ποσό όταν η μόνη ποινή που θα του επιβληθεί θα είναι, εάν τον εντοπίσουν, απλά να επιστρέψει το ποσό αυτό. Είναι μια μηδενικού ρίσκου επιχειρηματική δραστηριότητα με πάρα πολύ υψηλά κέρδη και καταξίωση στην κοινωνία (αφού θα είναι εύπορος πλέον και θα εμφανίζεται στα διάφορα έντυπα και την τηλεόραση).
Όταν αξιότιμοι κύριοι κάποιος λαμβάνει μια μίζα της τάξεως των 10.000.000€ για παράδειγμα, η ζημιά που προκαλείται στο δημόσιο μπορεί να είναι της τάξεως των 2 ή των 5 δισ. ευρώ. Γιατί δεν είναι μόνο το ποσό που έλαβε ως «δώρο», αλλά το επιπλέον κόστος της προμήθειας που διενεργήθηκε. Αν ένα υλικό κοστίζει 1.000.000€ και το δημόσιο καταβάλει 100.000.000€, τότε η ζημία είναι 99.000.000€ και όχι το 1.000.000€. Και ποιος θα το αποτιμήσει αυτό και πότε?
Εάν κάποιος υπαίτιος έχει καταχραστεί 10.000.000€ και έχει σπαταλήσει τα 9.000.000€ ή έχει καταφέρει να τα αποκρύψει, ποιο ποσό θα δηλώνει ότι θα επιστρέψει στο ελληνικό δημόσιο για να έχει την ευνοϊκή μεταχείριση?
Συμπτωματικά και μόνο κάποιοι βρέθηκε να έχουν λάβει παράνομα χρήματα μετά από 7 και πλέον χρόνια δημοσιευμάτων, καταγγελιών , ερευνών και προανακρίσεων.
Το πόσο ζημιώθηκε το δημόσιο δεν θα το μάθουμε πότε. Ποιο λοιπόν ποσό θα κληθούν να επιστρέψουν? Το 1.000.000€, τα 10.000.000€ ή τα 5 δισ.€ που πραγματικά ήταν η ζημιά του δημοσίου?
Συμπερασματικά επειδή ποτέ το δημόσιο δεν θα καταφέρει να υπολογίσει την ακριβή ζημία του, ας δικαστούν όλοι αυτοί όπως απαιτεί μια εύλογη και δίκαιη δίκη και ας κατάσχεται το σύνολο της περιουσίας τους καθώς και σε όσους την έχουν μεταβιβάσει προηγουμένως εκ του πονηρού. Η απονομή της δικαιοσύνης δεν επιτρέπει διακρίσεις για ευμενέστερη μεταχείριση όσων έβλαψαν το δημόσιο συμφέρον και δημιούργησαν το δυσβάσταχτο χρέος των 350 δισ.€ τα τελευταία χρόνια.
Θα ήθελα να σας θυμίσω ότι ο Ζακ Σιράκ, ήταν ο πρώτος πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας που εμφανίστηκε ενώπιον της δικαιοσύνης το 2011 και έπρεπε να απαντήσει για γεγονότα που ανάγονταν στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, όταν ήταν δήμαρχος του Παρισιου. Τι ακριβώς είχε κάνει ο κ. Ζακ Σιράκ? Είχε παράνομα προσλάβει 20 υπαλλήλους στον δήμο των Παρισίων. Είχε δεχθεί να πληρώσει το 1.000.000€ που είχε ζημιωθεί ο δήμος. Όμως η δικαιοσύνη του απήντησε ότι άλλο θέμα είναι η αποζημίωση του δήμου που θα γίνει ούτως ή άλλως και άλλο θέμα η απόδοση της δικαιοσύνης για την παράνομη ενέργεια του ως δήμαρχος. Και πλήρωσε και δικάστηκε και καταδικάστηκε! Στο Εφετείο ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Ζακ Σιράκ, 78 ετών, δεν είχε «πλέον την πλήρη ικανότητα να συμμετάσχει» και απέστειλε επιστολή στο δικαστήριο στην οποία δήλωνε στο δικαστήριο την ευχή η δίκη να φθάσει στο τέλος της και την επιθυμία του να αναλάβει τις ευθύνες του ακόμη και αν δεν έχει πλέον την πλήρη ικανότητα να συμμετάσχει στην εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας. Ζητούσε λοιπόν όπως οι συνήγοροί του μπορέσουν να τον εκπροσωπήσουν και να μεταφέρουν τη φωνή του στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Στην επιστολή αυτή ο Σιράκ «ανέφερε ακόμη την προσήλωσή του σε μια από τις αρχές που θεμελιώνουν το δημοκρατικό σύμφωνο της Γαλλίας και που απαιτούσε όλοι οι Γάλλοι να είναι ίσοι έναντι της δικαιοσύνης».
Στην εισηγητική έκθεση επί των διατάξεων νόμου για τη σύσταση θέσης εθνικού συντονιστή για την καταπολέμηση της διαφθοράς αναγράφεται ότι η «καταπολέμηση της διαφθοράς αποτελεί καθοριστικής σημασίας παράγοντα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ Κράτους και Πολιτών, για την αποτελεσματική και χρηστή λειτουργία των θεσμών καθώς και για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Για την Ελλάδα η διαφθορά συνιστά ένα σοβαρό και διαχρονικό πρόβλημα εξ αιτίας του οποίου, αφενός υποβαθμίζεται η αξιοπιστία των δημοσίων υπηρεσιών και το επίπεδο εξυπηρέτησης που αυτές παρέχουν στο κοινωνικό σύνολο και αφετέρου επιβαρύνεται η εθνική οικονομία. Μια συστημική προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος της διαφθοράς απαιτεί τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης δημόσιας πολιτικής, η οποία να επεμβαίνει τόσο στην πρόληψη, όσο και στην αντιμετώπιση του φαινομένου, μέσω συνεκτικών δράσεων : αποτροπή των αιτιών της διαφθοράς (πρόληψη), εντοπισμός υφιστάμενων εστιών διαφθοράς και εξάλειψη αυτών, ποινική δίωξη και επιβολή κυρώσεων, ευαισθητοποίηση και αλλαγή της συμπεριφοράς και της αντίληψης στα σχετικά θέματα αλλά και ισχυρούς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.
Το έλλειμμα στην πολιτική κατά της διαφθοράς παρουσιάζεται στον τομέα της πρόληψης με εστίαση σε επιλεγμένους τομείς που ευνοούν τα φαινόμενα διαφθοράς και σε προκαθορισμένα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Η διαφθορά αποτελεί σύμπτωμα και η αναζήτηση των αιτίων του καταλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο μέρος τόσο των ρυθμίσεων αλλά και της οργάνωσης και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών». Στο παρόν σχέδιο νόμου υλοποιείται κάτι από τα παραπάνω? Πως είναι δυνατόν σε δυο σχέδια νόμου να αναγράφονται αντικρουόμενα στοιχεία? Μήπως
τα στοιχεία του κ. Καρκατσούλη που καταθέτει σε κάθε ευκαιρία καταδεικνύουν με ποιο τρόπο δημιουργείται η διαφθορά και η κακοδιοίκηση? Συγκεκριμένα, από το 1975 και μέσα σε 30 χρόνια, όπως ανέφερε, έχουν κατατεθεί 3.430 νόμοι, ενώ παράλληλα έχουν εκδοθεί 175.000 ρυθμίσεις, 20.580 Προεδρικά Διατάγματα και 111.905 Υπουργικές Αποφάσεις. Μάλιστα όπως τονίζει με έμφαση η κατάσταση έχει χειροτερέψει τα τελευταία χρόνια με τις εγκυκλίους που έχουν υποκαταστήσει τη νομοθεσία, ενώ παρατηρεί ότι γίνεται κατάχρηση και των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου ενώ έφερε ως παράδειγμα της απροθυμίας να σταματήσει η αυθαιρεσία των πολιτικών με τη μη εφαρμογή του νόμου για την «Καλή νομοθεσία», που ψηφίστηκε στις αρχές του 2012.
Η Ελλάδα αξιολογείται αρνητικά αφού κατατάσσεται μεταξύ των ουραγών στην εφαρμογής της Συνθήκης της Διεθνούς Διαφάνειας, καθώς σύμφωνα με την έκθεση της, για μία ακόμη χρονιά βρίσκεται μεταξύ των χωρών που ελάχιστα ή καθόλου εφαρμόζουν την εν λόγω Συνθήκη. Στην Ελλάδα η έλλειψη επίσημων στοιχείων για την ύπαρξη και εξέλιξη δικαστικών υποθέσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της Συνθήκης, καταγράφεται αρνητικά στην έκθεση αξιολόγησης. Θα ήταν σκόπιμο, επισημαίνεται, το υπουργείο Δικαιοσύνης να προβαίνει ανά τακτά διαστήματα στη δημοσίευση σχετικών στοιχείων, προκειμένου να γίνεται αντιληπτό σε ποιο βαθμό η Ελλάδα τηρεί τις δεσμεύσεις της απέναντι στον ΟΟΣΑ ως προς την εφαρμογή της Συνθήκης.
Στις εκθέσεις – κόλαφο του ΟΟΣΑ για τη χώρα μας, η διαφθορά κοστίζει στην Ελλάδα 14 δισ.€ το χρόνο ή 6,8% του ΑΕΠ και μας κατατάσσει στην πρώτη θέση των διεφθαρμένων χωρών στην Ευρώπη. Τον Ιούνιο του 2012 , ο ΟΟΣΑ εξέφρασε την ανησυχία του για την ολιγωρία που επιδεικνύει η Ελλάδα απέναντι σε «σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς σε διεθνικό επίπεδο».
Όπως σημειωνόταν στην ανακοίνωση του ΟΟΣΑ «Η Ελλάδα αμελεί να ερευνήσει σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς σε διεθνικό επίπεδο», γεγονός που προκαλεί «έντονες ανησυχίες». Επιπλέον, η Αθήνα δεν έδωσε «σε εύθετο χρόνο πληροφορίες για τις προσπάθειες που καταβάλει» για την καταπολέμηση της διαφθοράς».
Επίσης το 2012 η Ελλάδα τέθηκε σε καθεστώς αυστηρής επιτήρησης μέχρι το τέλος του έτους από την Επιτροπή κατά της Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO) για «την πλήρη ανεπάρκεια που παρουσιάζει στον τομέα πάταξης της διαφθοράς στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και στη διασφάλιση της διαφάνειας στη χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων».
Στην έκθεση στηλιτευόταν το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές εφάρμοσαν μόνο μία από τις 27 συστάσεις που είχε απευθύνει, πριν από δύο χρόνια, η GRECO.
«Ακόμα και αν η σχεδόν παντελής έλλειψη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μπορεί να είναι κατανοητή δεδομένης της δύσκολης κατάστασης στην Ελλάδα, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι καμία πρόοδος δεν έχει καταγραφεί ούτε για τις λίγες προτάσεις που δεν θα απαιτούσαν, κατ ανάγκη, την αλλαγή του νόμου», συμπέραινε η Επιτροπή.
Η Επιτροπή επισήμαινε ότι, παρά τις συστάσεις, οι ελληνικές Αρχές:
• Δεν θεσμοθέτησαν ευρύτερα το αδίκημα της διαφθοράς για δικαστές, κατηγόρους και μέλη των εθνικών επιτροπών, ξένων και διεθνών συμφερόντων, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και για τις οποία δεν υπάρχει ποινικοποίηση του αδικήματος της διαφθοράς.
• Δεν κατήργησαν την προθεσμία παραγραφής που υπάρχει για την άσκηση ποινικών διώξεων σε μέλη και πρώην μέλη των ελληνικών κυβερνήσεων που κατηγορούνται για διαφθορά και δεν κατήργησαν τη νομική φόρμουλα που επιτρέπει την παύση της δίωξης πολιτικών για αδικήματα, με την αιτιολογία ότι η δίωξη αυτή ενδέχεται να διαταράξει τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
Σημειωνόταν, οι ελληνικές Αρχές ανέφεραν ότι η συμμόρφωση με τη σύσταση αυτή θα απαιτούσε μια αλλαγή στο Σύνταγμα, η οποία δεν είναι δυνατόν να γίνει πριν από το 2013.
Στην έκθεση περιλαμβανόταν ακόμη ο ισχυρισμός των ελληνικών αρχών ότι, σε απάντηση στην αυξανόμενη δημόσια αγανάκτηση, πολλοί εισαγγελείς έχουν προσπαθήσει να παρακάμψουν το εμπόδιο της ειδικής παραγραφής, κατηγορώντας πρώην υπουργούς για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και ψευδείς δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων.
Η GRECO, ωστόσο, επιμένει ότι η ειδική παραγραφή είναι ακόμα σε ισχύ και εξακολουθεί να αποτελεί εμπόδιο για τη δίωξη των εν ενεργεία και πρώην μελών των ελληνικών κυβερνήσεων, για τα αδικήματα δωροδοκίας και διαφθοράς, όπως παραδέχονται και οι ίδιες οι ελληνικές Αρχές.
Από το περιεχόμενο του πορίσματος της GRECO προέκυπτε ότι οι ελληνικές αρχές στις απαντήσεις που έδωσαν, υποστήριζαν ότι όλες οι σχετικές ρυθμίσεις, για την ποινικοποίηση της ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας, στο δημόσιο τομέα και σε εκείνον που αφορά δραστηριότητες πρώην υπουργών, βουλευτών, δικαστών και ανώτατων στελεχών της δημόσιας διοίκησης, θα περιλαμβάνονται στο παρόν σχέδιο νόμου.
Στην έκθεση αξιολόγησης της Επιτροπής, ωστόσο, επισημαινόταν ότι «η αναποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, σε περιπτώσεις δίωξης και εκδίκασης εγκλημάτων διαφθοράς, οδηγεί σε μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη για ατιμωρησία και αποτελεί πηγή μεγάλης ανησυχίας στην Ελλάδα».
Ίσως λοιπόν να ήταν πιο χρήσιμο η Ελλάδα να έδινε τα συγκεκριμένα στοιχεία στους διεθνείς φορείς και να ήταν πιο αξιόπιστη στα στοιχεία που δίνει και στα αποτελέσματα που μπορεί να επιτύχει.
Τέλος στο 3ο μνημόνιο και στην παράγραφο 3.2.3 αναφέρει τις υποχρεώσεις της Ελλάδος σχετικά με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και της διαφθοράς. Τι πραγματικά έχει γίνει από αυτά?
Τέλος στο άρθρο 13 του νόμου 3580/2007 αναγραφόταν ότι η «Η παράβαση των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου συνεπάγεται, πέραν των πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος των παραβατών που προβλέπονται από τις γενικές διατάξεις, και την επιβολή, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, προστίμου: α) μέχρι του διπλάσιου της αξίας των προϊόντων σε περίπτωση παράνομης προμήθειας ή υπηρεσίας και β) μέχρι 2.000,00 ευρώ για κάθε άλλη παρατυπία, στο αρμόδιο για τον Προγραμματισμό Προμηθειών όργανο του φορέα στον οποίο διενεργήθηκε η παράνομη προμήθεια ή διαπιστώθηκε η παρατυπία.» Δηλαδή αν η ζημιά για το δημόσιο ήταν 1.000.000€, ο υπεύθυνος για αυτήν θα ήταν 2.000.000€.Υπήρχε ένα ανασταλτικός παράγοντας για κάποιον που θα σκεφτόταν κάτι αρνητικό για το δημόσιο συμφέρον.
Αυτό άλλαξε στον νόμο 3918/2010, άρθρο 5, παρ.3 και η αποζημίωση του δημοσίου για κάθε έναν διεφθαρμένο συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα του Διοικητή της Υγειονομικής Περιφέρειας που τιμωρείται με πρόστιμο από 5.000 μέχρι 50.000 ευρώ, ανάλογα με το ύψος της απόκλισης από την αποδεκτή τιμή μονάδας των προϊόντων. Το έλλειμμα λοιπόν των νοσοκομείων μεγάλωσε, όπως και ο αριθμός των κρουσμάτων διαφθοράς. Και είναι λογικό αφού κανείς ζημιώνει το δημόσιο 2.000.000 € και πληρώνει μόνο 50.000.
Αξιότιμοι κύριοι
Η Ελλάδα κάθε χρόνο διολισθαίνει στην παγκόσμια κατάταξη της διαφθοράς. Το 2012 ήταν στην 94 θέση, μαζί με την Κολομβία, ανάμεσα σε 176 χώρες. Αν ψηφιστεί το προτεινόμενο άρθρο 1 του παρόντος σχεδίου νόμου, σίγουρα η Ελλάδα σε λίγα χρόνια θα είναι στην τελευταία θέση (176η) ενώ το χρέος της θα ξεπεράσει τα 500 δισ.€ και το έλλειμμα το 250%. Είμαι σίγουρος ότι δεν επιδιώκεται κάτι τέτοιο και σίγουρα τα αναγραφόμενα στο άρθρο 1 του σχεδίου νόμου είναι εκ παραδρομής και θα απαλειφθούν κατά την ψήφιση του.
Ο ΔΥ κώδικας ρυθμίζει θέματα αποσπάσεων στο εσωτερικό αλλά και θέματα Εθνικών εμπειρογνωμόνων (εξωτερικό). Γιατί τώρα υπάρχει αυτό το άρθρο 51 σε ένα άσχετο νομοσχέδιο το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τον ΔΥ κώδικα και οποίο είναι και αντισυνταγματικό αφού χωρίζει τους δημοσίους υπάλληλους σε δυο κατηγορίες χωρίς κάποιο εμφανή λόγο. Δηλαδή οι υπάλληλοι των υπουργείων μπορούν να αποσπαστούν ενώ των ανεξάρτητων αρχών συνταγματικά και μη κατοχυρωμένων ακόμα και αν δεν εποπτεύονται από το Υπουργείο δικαιοσύνης απαγορεύεται. Τέλος το Υπουργείο διοικητικής μεταρρύθμισης και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης δεν είναι αρμόδιο για τις μετακινήσεις του προσωπικού και όχι το Δικαιοσύνης. Τέλος ο νόμος αφορά ποιους; Αυτούς με σύμβαση αόριστου και το ειδικό επιστημονικό προσωπικό ή και τους μόνιμους δημόσιους υπάλληλους (που υπόκεινται στον ΔΥ κώδικα) που πολλές αρχές έχουν;