1. Η αίτηση ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου που εκδόθηκε μετά από δίκη για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειάς της. Ο αιτών δεν μπο¬ρεί να ζητήσει δίκαιη ικανοποίηση για υπέρβαση εύλογης διάρκειας της δίκης, η οποία έλαβε χώρα σε προηγούμενο βαθμό δικαιοδοσίας, με την αίτηση για καθυστέρηση δίκης από ανώτερο δικαστήριο.
2. Αν η αίτηση αφορά καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης από την Ολομέλεια ή από Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η αίτηση ασκείται εντός της ανωτέρω προθεσμίας, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης. Ο αιτών δεν μπορεί να ζητήσει δίκαιη ικανοποίηση για υπέρβαση εύλογης διάρκειας της δίκης, η οποία έλαβε χώρα σε Τμήμα αυτού, με αφορμή την κατάθεση αίτησης για καθυστέρηση δίκης από την Ολομέλειά του.
3. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών
4. Η αίτηση, συνοδευόμενη από τα στοιχεία της παραγράφου 4 του άρθρου 4, κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση και περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση κατοικίας εκείνου που την ασκεί, χρονολογία, υπογραφή, καθώς και την ηλεκτρονική διεύθυνση ή τον αριθμό τηλεφώνου ή του τηλεομοιοτύπου (φαξ) του αιτούντος ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Με το πρωτότυπο του δικογράφου υποβάλλονται και δύο αντίγραφα αυτού. Η αίτηση επιδίδεται με επιμέλεια του αιτούντος, με κάθε πρόσφορο μέσο στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της ως άνω απόφασης και η δικογραφία έχει διαβιβαστεί σε άλλο δικαστήριο, το τελευταίο διαβιβάζει αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αίτηση.
5. Η αίτηση υπογράφεται από δικηγόρο. Για την παροχή πληρεξουσιότητας στο δικηγόρο εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 94 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εάν η αίτηση ασκείται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, ή 17 επ. του π.δ. 1225/1981, εάν αυτή ασκείται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
6. Για την άσκηση της αίτησης καταβάλλεται παράβολο, το οποίο ορίζεται σε διακόσια (200) ευρώ υπέρ του Δημοσίου. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών. Η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν δεν καταβληθεί παράβολο μέχρι τη συζήτηση.
Τέλος, με δεδομένη την προτεινόμενη ρύθμιση, περί έναρξης της 6μηνης προθεσμίας από τη δημοσίευση της απόφασης που καθυστέρησε, είναι πολύ πιθανόν να υπάρξουν σοβαρά προβλήματα εφαρμογής των οικείων διατάξεων στις περιπτώσεις που επί του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου δεν εκδόθηκε απόφαση με τη συνήθη διαδικασία, αλλά απόφαση με την εν συμβουλίω διαδικασία των άρθρων 108Α παρ. 3 και 117 Α του ΠΔ 1225/1981. Στις περιπτώσεις αυτές δεν δημοσιεύεται, αλλά εκδίδεται(εν συμβούλιω) απόφαση επί του προδήλως βάσιμου ή αβάσιμου βοηθήματος ή μέσου, δίχως μάλιστα να έχει προηγηθεί συζήτηση στο ακροατήριο. Επίσης, οι αποφάσεις της εν λόγω διαδικασίας, ενώ είναι δικαιοδοτικές, επιλύουν δηλαδή την εκκρεμή διαφορά, κατ’ ακριβολογία δεν καθίστανται «οριστικές» αμέσως μετά την έκδοσή τους. Και τούτο, διότι ο εκάστοτε ηττηθείς διάδικος δύναται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της εν συμβουλίω απόφασης σε εκείνον δύναται, κατά τρόπο δεσμευτικό για το δικαστήριο, να ζητήσει την («επαν»)εισαγωγή του επίμαχου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου στο ακροατήριο, κατά τη συνήθη διαδικασία, προκειμένου δηλαδή να εκδικασθεί σε δημόσια συνεδρίαση.
Με τα δεδομένα αυτά, αφενός τεχνικά-νομικά δεν υπάρχει χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας για την προτεινόμενη αίτηση (αφού δεν προβλέπεται δημοσίευση, αλλά έκδοση των οικείων αποφάσεων). Αφετέρου, τουλάχιστον μέχρι την πάροδο των 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στους διαδίκους, δεν υπάρχει ακόμη οριστική απόφαση με την παραδοσιακή – δικονομική έννοια του όρου. Έτσι, εάν ως χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας θεωρηθεί η έκδοση της απόφασης, είναι αντιληπτό ότι θα έχουμε να κάνουμε με μία πολύ ανεπιεική λύση για τον ιδιώτη διάδικο, ο οποίος πληροφορήθηκε (και θα μπορούσε να έχει πληροφορηθεί) το πρώτον την έκδοση της απόφασης που τον αφορά, από την κοινοποίησή της με επιμέλεια του Δικαστηρίου. Και σαν να μην έφθανε αυτό, είναι εξίσου πιθανόν να θεωρηθεί ότι η εν λόγω απόφαση που κοινοποιήθηκε στον ιδιώτη διάδικο δεν είναι οριστική (και άρα δεν χωρεί παραδεκτώς η άσκηση της προτεινόμενης αίτησης) παρά μόνο εφόσον παρέλθουν 30 ημέρες από την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης στον αντίδικό του.
Τα ίδια ισχύουν εν πολλοίς και για τη διαδικασία ενώπιον των Κλιμακίων του ΕΣ, που επίσης δεν «δημοσιεύουν» αποφάσεις, αλλά «εκδίδουν» Πράξεις, εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι και η διαδικασία αυτή αποτελεί «δίκη» κατά την έννοια του άρ. 1 του προτεινόμενου σ/ν.
*Πρόκειται για την ΣτΕ 4467/2012 Τμήματος Γ΄ Μονομελούς.
Επίσης, ενόψει και της ρύθμισης του άρθρου 8 του σ/ν, θα πρέπει να διευκρινισθεί εάν η 6μηνη προθεσμία καταλαμβάνει και αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου (βλ. συναφώς ΣτΕ Γ΄Μον, η οποία εκδόθηκε για καθυστέρηση απόφασης που είχε δημοσιευθεί πολύ πριν τη θέση σε ισχύ του αντίστοιχου ν. 4055/2012). Αν δεν διευθετηθεί το ζήτημα με κάποια μεταβατική ρύθμιση, θα υπάρξουν εκατοντάδες περιπτώσεις ιδιωτών οι οποίοι, εφόσον δεν έχουν ήδη προσφύγει στο ΕΔΔΑ (για την οποία προσφυγή δεν έχει άλλωστε εκκινήσει ακόμη η σχετική προθεσμία), ενδέχεται να χάσουν την 6μηνη προθεσμία της προτεινόμενης εθνικής αίτησης, λίγες μόλις μέρες μετά την θέση σε ισχύ του σχολιαζόμενου ν/σ.
Παράδειγμα: Απόφαση Τμήματος ΕΣ επί εφέσεως συνταξιούχου, δημοσιευθείσα την 1.1.2013 και μη κοινοποιηθείσα ακόμη στον ιδιώτη διάδικο, με επιμέλεια του Δικαστηρίου. Στις 28.6.2013 δημοσιεύεται το προτεινόμενο σ/ν (ήδη νόμος). Κατά τη δημοσίευση του νόμου, ο ιδιώτης διάδικος δεν έχει ήδη προσφύγει στο ΕΔΔΑ (σημ: δεν έχει καν εκκινήσει η σχετική προθεσμία) και συνεπώς δεν θα μπορέσει να ακολουθήσει την διαδικασία της εθνικής αίτησης, επωφελούμενος των διατάξεων του άρθρου 8 του σ/ν. Εφόσον ήθελε όμως κριθεί ότι οι διατάξεις του σ/ν περί 6μηνης προθεσμίας από τη δημοσίευση της απόφασης που καθυστέρησε καταλαμβάνουν και αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου ( βλ. ΣτΕ Γ΄Μον,ό.π.) στον ιδιώτη του παραδείγματος απομένουν μόλις 2 μέρες ώστε να ασκήσει εμπροθέσμως την αίτηση του σ/ν.
Ίσως λοιπόν θα ήταν προτιμότερο να ορισθεί η εκκίνηση της προθεσμίας από την κοινοποίηση της απόφασης με επιμέλεια του Δικαστηρίου, όπου αυτή προβλέπεται και ότι για ένα μεταβατικό διάστημα (π.χ. 6 μηνών) θα υπάρχει δυνατότητα να υποβάλλονται αιτήσεις για αποφάσεις που κοινοποιήθηκαν ή δημοσιεύθηκαν εντός του 2013 ή κάτι ανάλογο. Πάντως, το μόνο βέβαιο είναι ότι τα ζητήματα του χρονικού πεδίου εφαρμογής των προτεινόμενων ρυθμίσεων θα πρέπει να διευκρινισθούν με νομηματικά ξεκάθαρους κανόνες προβλέψιμης εφαρμογής.
Καλό θα ήταν οι προτεινόμενες ρυθμίσεις-όπως και οι αντίστοιχες των άρθρων 53 επ. του ν. 4055/2012- να ενταχθούν στους αντίστοιχους Κώδικες. Αν όχι, τουλάχιστον να ορισθεί η αναλογική εφαρμογή των Κωδίκων αυτών όχι μόνο για το ζήτημα της νομιμοποίοησης του Δικηγόρου, αλλά γενικώς. Ακόμη, δεν μπορεί να παραγνωρισθεί ότι προτεινόμενη διαδικασία είναι μάλλον «βαριά» και διατρέχει τον κίνδυνο να κριθεί μη συμβατή προς τις απαιτήσες της ΕΣΔΑ (Βλ. Αθανασίου κατά Ελλάδας – ταχύτητα – όχι απαγορευτικό κόστος-). Συναφώς, θα μπορούσε να ορισθεί χαμηλότερο παράβολο, να επιτρατπεί η υπογραφή της αίτησης ή/και η παράσταση χωρίς δικηγόρο (ως έχει η ρύθμιση για καθυστερήσεις στην Ολ. ΕΣ ή ΑΠ χρειάζεται παράσταση δικηγόρου παρ’ Αρείω), ή ότι είναι δυνατή παράσταση με «δήλωση» κατά το πρότυπο του ΚΔΔ. Πολύ περισσότερο, θα μπορούσαν οι εν λόιγω αιτήσεις να δικάζονται από μη ειδικά μη δικαιοδοτικά όργανα. Διότι δεν αποικλείεται τα ήδη επιβαρυμένα Δικαστήρια (ιδίως το ΕΣ) να «πνιγούν» από τις χιλιάδες αιτήσεις που πιθανόν θα ασκηθούν. Όπως γνωρίζετε, επί συνταξιοδοτικών π.χ. διαφορών, τα Τμήματα του ΕΣ εκδίδουν αποφάσεις κατά μέσο όρο 6 έτη μετά την άσκησή τους, ακόμη και επί προδήλως βάσιμων ενδίκων βοηθημάτων, δεδομένου ότι ο θεσμός της «ταχείας δίκης», δεν έχει -τουλάχιστον μέχρι σήμερα- αποδώσει τα αναμενόμενα. Επίσης, προβλήματα ενδέχεται να προκαλέσει η εκκίνηση της προθεσμίας της προτεινόμενης αίτησης από τη δημοσίευση της απόφασης του ΕΣ και όχι από την κοινοποίησή της.
Στα θετικά ότι ορίσθηκε κατά τρόπο εύληπτο αυτή την φορά (πρβλ. την αντίστοιχη ρύθμιση του ν. 4055/2012) ότι το παράβολο κατατίθεται έως τη συζήτηση της υπόθεσης.
θα ήθελα να επισημάνω οτι με το ανωτέρω νόμο είναι βεβαία η αθρόα κατάθεση αιτήσεων αφενός μεν λογω του γνωστού προβλήματος στην απονομή της δικαιοσύνης και αφετέρου λόγω του πολύ χαμηλού παραβόλου. Η αόριστη δε έννοια του » υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης» θα ευνοήσει την κατάθεση τέτοιων αιτήσεων κυρίως στην περίπτωση διαδίκων που έχουν δυσαρεστηθεί από την έκβαση της εκάστοτε δίκης, αφού θα είναι βεβαία, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η καθυστέρηση, είτε κατά το στάδιο του προσδιορισμού εκδίκασης της υπόθεσης, είτε εκδίκασης, είτε και έκδοσης της απόφασης. Χρήσιμο θα ήταν πρωτίστως να λυθεί ουσιαστικά το θέμα της ταχύτητας με τη μείωση της ύλης που θα εισέρχεται στα πολιτικά (ουσιαστική εξωδικαστική επίλυση κατά τα πρώτυπα Ευρωπαικών κρατών) αλλά και στα ποινικά δικαστήρια ( αποποινικοποίηση αδικημάτων κυρίως αυτών με τα οποία επιδιώκεται κατ’ ουσίαν η είσπραξη δημοσίων εσόδων καθώς και εκείνων των αδικημάτων που ποινικοποιούν ιδιωτικές διαφορές ήσσονος σημασίας για την ελληνικη πολιτεία π.χ. συκοφαντική δυσφήμιση). Τονίζεται οτι η λύση στο πρόβλημα της απονομής δεν δίνεται ούτε με αυτό το νομοθέτημα, ούτε φυσικά με τις -ανεδαφικά σύντομες για τον όγκο εργασίας- προθεσμίες έκδοσης δικαστικών αποφάσεων, που υπονομεύουν την ποιότητα στην απονομή της δικαιοσύνης, λόγω της πληθώρας των υποθέσεων, της ποικιλίας των ζητημάτων, του βαθμού δυσκολίας αυτών και της υποχρέωσης για τον Έλληνα Δικαστή έκδοσης ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένης απόφασης ( με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την ταχύτητα αφού ταχύτητα και ποιότητα εκ των πραγμάτων δεν συνδυάζονται- βλ.ιδίως ως προς την έκτασης τους και την αιτιολογία τους τις αστικές αποφάσεις Γερμανικών Δικαστηρίων). Εν κατακλείδι το Ελληνικό Δημόσιο θα κληθεί να καταβάλει μεγάλα ποσά σε αποζημίωσεις. Ευχαριστώ!!