Α. Στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 – Α΄ 99):
1. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6, αντικαθίσταται ως εξής:
«β) των φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών, των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο. Εάν το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000), αλλά υπολείπεται του ποσού των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ανήκει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. Εάν το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο τριμελές διοικητικό εφετείο.».
2. Μετά την περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6, προστίθεται νέα περίπτωση γ΄ ως εξής: «των διαφορών που προκύπτουν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), στο άρθρο 18 παρ. 10 του ν. 1644/1986 (Α΄ 131), στις παραγράφους 2 περιπ. δ΄ και στ΄, 3 περιπ. α΄, β΄ και γ΄ και 4 περιπ. α΄, β΄, ζ΄, η΄ και θ΄ του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), στο άρθρο 5 παρ. 12 του ν. 1734/1987 (Α΄ 189) και στο άρθρο 66 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), ανήκει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο.».
3. Οι ήδη υπάρχουσες περιπτώσεις γ΄ και δ΄, αναγραμματίζονται σε δ΄ και ε΄ αντιστοίχως.
4. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 63 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Επί απορρίψεως ενδίκου βοηθήματος, που ασκήθηκε κατά αποφάσεως Ανεξάρτητης Διοικητικής Επιτροπής, συσταθείσας με το ν. …………, με την ίδια, κατά τα ουσιώδη σημεία της, αιτιολογία, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, καταδικάζει το διάδικο που άσκησε το ένδικο βοήθημα, να καταβάλει στον νικήσαντα διάδικο ποσό πολλαπλάσιο, έως και πενταπλάσιο, της εκάστοτε οριζομένης δικαστικής δαπάνης».
Β. Στον ν. 702/1977 (Α΄ 268):
Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 8 καταργούνται και η παράγραφος 3 δεν αριθμείται.
Γ. Στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999 – Α΄ 45):
1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας αντικαθίσταται ως εξής: «Στα έντυπα αναφέρονται οι προβλεπόμενες από τη νομοθεσία προϋποθέσεις για την ικανοποίηση του αιτήματος, οι εφαρμοστέες διατάξεις, τα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίσει ο ενδιαφερόμενος, ο χρόνος μέσα στον οποίο θα δοθεί η απάντηση καθώς και ότι με την άπρακτη πάροδο της ειδικά προβλεπόμενης νόμιμης προθεσμίας, άλλως τριμήνου, συντελείται παράλειψη (σιωπηρή άρνηση) και έκτοτε κινείται η προθεσμία για την άσκηση διοικητικών προσφυγών ή ένδικων βοηθημάτων».
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής:
«Στην ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται, επίσης, η τυχόν δυνατότητα άσκησης της, κατ΄ άρθρο 25, ειδικής διοικητικής ή ενδικοφανούς προσφυγής, γίνεται δε μνεία του αρμοδίου για την εξέτασή της οργάνου, της προθεσμίας, του καταβαλλομένου παραβόλου, της υποχρεώσεως προβολής όλων των αιτιάσεων, καθώς και των συνεπειών παράλειψης της άσκησής της ή της πλημμελούς άσκησής της, επί του δικαιώματος (ή της εκτάσεως του δικαιώματος) ασκήσεως στη συνέχεια ένδικης προσφυγής».
Δ. Στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994 – Α΄ 151):
Η παράγραφος 8 του άρθρου 70 Β όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή κατά της σιωπηρής απόρριψης της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 ενδικοφανούς προσφυγής (λόγω παρόδου απράκτου της προθεσμίας προς έκδοση απόφασης), ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της αρμόδιας Ανεξάρτητης Διοικητικής Επιτροπής, εφ’ όσον η αμφισβητούμενη από αυτόν διαφορά του κυρίου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου υπερβαίνει τις 300.000 ευρώ. Κατά της απορριπτικής, εν όλω ή εν μέρει, απόφασης της Επιτροπής αυτής ή κατά της τεκμαιρόμενης (λόγω παρόδου απράκτου της προθεσμίας) απόρριψης της εν λόγω διαδοχικής ενδικοφανούς προσφυγής, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Στην εν λόγω περίπτωση, προσφυγή στα Διοικητικά Δικαστήρια, απευθείας κατά της πράξης που εξέδωσε η φορολογική αρχή ή κατά της απόφασης (ρητής ή σιωπηράς), που εξέδωσε η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης, είναι απαράδεκτη».Περιεχόμενο Άρθρου