1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 233 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «Σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όταν πρόκειται να εξετασθεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή μάρτυρας o οποίος δεν ομιλεί ή δεν κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα, του παρέχεται χωρίς καθυστέρηση διερμηνεία».
2. Εφ’ όσον τούτο είναι αναγκαίο, διατίθεται διερμηνεία για την επικοινωνία μεταξύ των κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας.
3. Το δικαίωμα σε διερμηνεία κατά τις παραγράφους 1 και 2 περιλαμβάνει την προσήκουσα συνδρομή σε άτομα με πρόβλημα ακοής ή ομιλίας.
4. Σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας εξακριβώνεται με κάθε πρόσφορο μέσο κατά πόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος ομιλούν και κατανοούν την ελληνική γλώσσα και αν χρειάζονται τη συνδρομή διερμηνέα.
5. Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχουν δικαίωμα να ασκήσουν αντιρρήσεις κατά της απόφασης με την οποία κρίθηκε ότι δεν είναι αναγκαία η παροχή διερμηνείας, καθώς και αντιρρήσεις σχετικά με την ποιότητά της.
6. Εφ’ όσον απαιτείται, μπορεί να γίνεται χρήση τεχνολογίας επικοινωνιών όπως η τηλεδιάσκεψη, το τηλέφωνο ή το διαδίκτυο, εκτός αν η προσωπική παρουσία του διερμηνέα είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της διεξαγωγής δίκαιης δίκης.
7. Σε εκζητούμενους βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, οι οποίοι δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν την ελληνική γλώσσα, παρέχεται διερμηνεία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
8. Η διερμηνεία που παρέχεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο πρέπει να έχει επαρκή ποιότητα ώστε να επιτυγχάνεται η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, και να διασφαλίζεται ιδίως ότι ο κατηγορούμενος γνωρίζει το περιεχόμενο της σε βάρος του δικογραφίας και ότι είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμα υπεράσπισής του.