Το άρθρο 15 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών.
2. Για την εκδίκαση των διαφορών της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 2 έως και 4 του ν. 702/1977. Οι αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων επί των εν λόγω διαφορών υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 702/1977.
3. Υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν:
α) την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης του 1951 περί του νομικού καθεστώτος των προσφύγων και του συναφούς Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967,
β) την κτήση και απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας.
4. Η διάταξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν καταλαμβάνει τις διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή πράξεων που αφορούν την άρνηση χορηγήσεως σε αλλοδαπό άδειας ασκήσεως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, την άρνηση ανανεώσεως ή την ανάκληση τέτοιας άδειας, όταν οι πράξεις αυτές δεν εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών αλλά κατ’ εφαρμογή ειδικής νομοθεσίας, εφαρμοζομένης και επί ημεδαπών, με την οποία η άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας έχει υπαχθεί σε καθεστώς προηγούμενης άδειας».
Από καταβολής ελληνικού κράτους και μέχρι πριν από μερικούς μήνες, οι απορριπτικές αποφάσεις επί αιτήσεων πολιτογράφησης δεν αιτιολογούνταν. Το αναχρονιστικό αυτό καθεστώς μεταβλήθηκε μόλις πρόσφατα, με το νόμο 3838/2010. Έτσι, ενώ μέχρι πρό τινος ο δικαστικός έλεγχος επί της ουσίας των αποφάσεων αυτών δεν ήταν καν νοητός, υπό το νέο νόμο θα πρέπει να διαπλασθεί, σταδιακά και εκ του μηδενός, νέα νομολογία σχετικά με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις πολιτογράφησης και τα όρια της αντίστοιχης διακριτικής ευχέρειας. Το ζήτημα είναι εξαιρετικά ευαίσθητο, καθώς στην εναρκτήρια αυτή περίοδο κάθε νομολογιακή αβλεψία, προς τη μιάν ή την άλλη κατεύθυνση (υπερβολικός δικαστικός παρεμβατισμός ή υπερβολική αυτοσυγκράτηση), θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα το όλο σύστημα. Έχουν σκεφτεί τα συναρμόδια Υπουργεία, Εσωτερικών & Δικαιοσύνης, μήπως τυχόν σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο είναι αναγκαίο, αντί να διασπαρεί η σχετική δικαιοδοσία στις διάφορες συνθέσεις των Διοικητικών Εφετείων όπως ορίζεται στο προτεινόμενο νέο άρθρο 15 παρ. 3β΄ ν. 3068/2002, να παραμείνει συγκεντρωμένη στα χέρια του Συμβουλίου Επικρατείας, τουλάχιστον για μιά μεταβατική περίοδο μέχρι την αποκρυστάλλωση βασικών νομολογιακών κατευθύνσεων;
Με 20ετή περίπου εμπειρία σε θέματα που αφορούν στην εφαρμογή της Σύμβασης για το Καθεστώς των Προσφύγων από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές (διοικητικές και δικαστικές) και λαμβάνοντας υπόψη την ορθή εφαρμογή και ερμηνεία του διεθνούς αυτού κειμένου από το Συμβούλιο της Επικρατείας στη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων που έχουν υποβληθεί στην κρίση του αλλά και την κατάρρευση της διοικητικής διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα (που προκάλεσε την έκδοση δυσμενών εκθέσεων από διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, όπως είναι μεταξύ άλλων η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ο Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η ΕΕ, η Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων) η υπαγωγή των υποθέσεων της παραγράφου 3, εδάφιο α του άρθρου στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Διοικητικού Εφετείου στην παρούσα φάση δεν θα συνεισφέρει ουσιαστικά στη βελτίωση της εφαρμογής του διεθνούς κειμένου (που σημειώνεται ότι κοινοτικοποιήθηκε με τις σχετικές Οδηγίες που έχει υιοθετήσει η ΕΕ και έχουν ήδη μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο με τα Π.Δ. 96/2008 και 90/2008,όπως αυτό τροποποιήθηκε με το 81/2009), που ρυθμίζει ζητήματα προστασίας των προσφύγων. Η υλοποίηση του Σχεδίου Δράσης για την αναμόρφωση του συστήματος ασύλου στην Ελλάδα, όπως αυτή δημοσιοποιήθηκε από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη και γνωστοποιήθηκε σε όλα τα διεθνή και περιφερειακά όργανα που «παρακολουθούν» την εφαρμογή της Σύμβασης για το Καθεστώς των Προσφύγων στην Ελλάδα, είναι προαπαιτούμενο για την υπαγωγή των σχετικών υποθέσεων στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Εφετείου.