1. Η υλοποίηση, λειτουργία και συντήρηση του συστήματος ηλεκτρονικής επιτήρησης ανατίθεται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ( εφεξής ‘’ανάδοχος’’ ). Ο ανάδοχος οφείλει: α) να διατηρεί κέντρο ελέγχου και επιτήρησης στην Αθήνα, που λειτουργεί καθημερινώς, αδιαλείπτως και σε 24ωρη βάση με επαρκές διοικητικό και τεχνικό προσωπικό, για τον έλεγχο των επιτηρουμένων προσώπων, για τη λειτουργία και συντήρηση του συστήματος, για την ειδοποίηση και έλεγχο σε περίπτωση παραβιάσεων ή δυσλειτουργιών αυτού, για την τοποθέτηση και αφαίρεση των συσκευών επιτήρησης, για την τήρηση μονάδος και αρχείου συλλογής, καταγραφής, επεξεργασίας, αποθήκευσης και χρήσης των στοιχείων και δεδομένων των επιτηρουμένων προσώπων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5, β) να διατηρεί και να λειτουργεί σύστημα επικοινωνίας, αναφοράς παραβιάσεων επιτήρησης και ειδοποίησης των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και γ) να διατηρεί και να μεριμνά για τη λειτουργία εγκατάστασης τερματικού, με πλήρη πρόσβαση στο αρχείο σε πραγματικό χρόνο, για την άσκηση του έργου της Τριμελούς Επιτροπής Εποπτείας, που προβλέπεται στο άρθρο 4 του παρόντος.
2. Για την τοποθέτηση της συσκευής επιτήρησης και τη διαχείριση του συστήματος απαιτείται η καταβολή του κόστους λειτουργίας των μέσων ηλεκτρονικής επιτήρησης. Η δαπάνη αυτή βαρύνει τον κρατούμενο ή υπόδικο και καταβάλλεται σε λογαριασμό Τράπεζας εδρεύουσας στην Ελλάδα, που υποδεικνύει ο ανάδοχος. Το σχετικό παραστατικό κατατίθεται από τον επιτηρούμενο στον ανακριτή που εξέδωσε τη διάταξη περιοριστικών όρων ή στη διεύθυνση του καταστήματος κράτησης όπου εκτίει την ποινή ο κατάδικος. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής αποδεδειγμένης οικονομικής αδυναμίας του επιτηρούμενου να καταβάλει το σύνολο ή μέρος του κόστους λειτουργίας των μέσων ηλεκτρονικής επιτήρησης, αυτό βαρύνει, εν όλω ή εν μέρει το Δημόσιο. Η κρίση για την οικονομική αδυναμία γίνεται από το αρμόδιο να αποφανθεί για την τοποθέτηση των συσκευών επιτήρησης όργανο, βάσει των στοιχείων που προσκομίζονται από τον αιτούντα. Η τοποθέτηση των συσκευών ηλεκτρονικής επιτήρησης δεν εξαρτάται στην περίπτωση αυτή από την προηγούμενη καταβολή του κόστους λειτουργίας.
3.Το βούλευμα, η δικαστική απόφαση ή η διάταξη, με την οποία επιβάλλεται το μέτρο της ηλεκτρονικής επιτήρησης, πρέπει να εμπεριέχουν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο υπόδειγμα του Παραρτήματος (όπως διεύθυνση μόνιμης κατοικίας, τυχόν διεύθυνση εργασίας ή χώρου εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης ή συμμετοχής σε προγράμματα, πιθανές εμφανίσεις σε δικαστικές αρχές, σταθερή τηλεφωνική σύνδεση ). Η ύπαρξη σταθερής τηλεφωνικής σύνδεσης στην οικία του επιτηρουμένου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση της διάταξης, της απόφασης ή του βουλεύματος. Η γραμματεία του ανακριτή, του εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών ή της διεύθυνσης του καταστήματος κράτησης συντάσσει πίνακα στοιχείων του επιτηρουμένου, όπως αυτός περιγράφεται στο υπόδειγμα του Παραρτήματος, τον οποίο παραδίδει στον επιτηρούμενο και στον ανάδοχο, επί αποδείξει.
4. Η γραμματεία του ανακριτή, του εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών ή της διεύθυνσης του καταστήματος κράτησης καλεί αμέσως μετά την κατάθεση του παραστατικού καταβολής του κόστους λειτουργίας του συστήματος και σε κάθε περίπτωση εντός 24ώρου, τον ανάδοχο για την τοποθέτηση των συσκευών επιτήρησης. Η ειδοποίηση του αναδόχου γίνεται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή μέσω συσκευής τηλεμοιοτυπίας και σε εξαιρετικές περιπτώσεις τηλεφωνικά. Στη συνέχεια παραδίδεται στον ανάδοχο επί αποδείξει η σχετική ειδοποίηση. Ταυτόχρονα από την οικεία γραμματεία ειδοποιούνται η αρμόδια Διεύθυνση Ασφαλείας, το Αστυνομικό Τμήμα στο οποίο υπάγεται η δηλωθείσα κατοικία του επιτηρουμένου και η Τριμελής Επιτροπή Εποπτείας.
5. Η εγκατάσταση και ενεργοποίηση του συστήματος στους καταδίκους γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 56 παράγραφος 6 του Σωφρονιστικού Κώδικα, ενώ στους υποδίκους, για τους οποίους τέθηκε ο όρος του κατ’ οίκον περιορισμού, γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 283Α παράγραφος 5 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και εντός 24 ωρών από τη γνωστοποίηση του πίνακα στοιχείων του επιτηρουμένου στον ανάδοχο.
6. Η συσκευή επιτήρησης τοποθετείται στο πόδι του επιτηρούμενου πάνω από την περιοχή του αστραγάλου και σε περίπτωση που λόγοι υγείας δεν το επιτρέπουν, τοποθετείται στον καρπό του χεριού. Η συσκευή πρέπει να εκπέμπει διαρκή σήματα στο κέντρο ελέγχου και επιτήρησης με την αναγκαία συχνότητα για την επαρκή παρακολούθηση. Στον επιτηρούμενο ταυτόχρονα με την εφαρμογή της συσκευής γίνεται ενημέρωση για τους όρους λειτουργίας και του χορηγείται επί αποδείξει φυλλάδιο που περιέχει σαφείς και κατανοητές οδηγίες χρήσης και τις σχετικές με αυτές υποχρεώσεις του .
7. Αφού ο ανάδοχος τοποθετήσει και ενεργοποιήσει το σύστημα, ειδοποιεί αμέσως μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μέσω συσκευής τηλεμοιοτυπίας το γραφείο του Ανακριτή που εξέδωσε τη σχετική διάταξη ή του Εισαγγελέα Εκτέλεσης Ποινών ή τη Διεύθυνση του Καταστήματος Κράτησης, εφόσον κρατείται σε αυτό ο επιτηρούμενος, την αρμόδια Διεύθυνση Ασφαλείας, το Αστυνομικό Τμήμα στο οποίο υπάγεται η δηλωθείσα κατοικία του επιτηρουμένου και την Τριμελή Επιτροπή Εποπτείας.
8. Με την ολοκλήρωση της περιόδου επιτήρησης ή σε περίπτωση διακοπής αυτής, για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του παρόντος, ο ανάδοχος, μετά από εντολή του αρμόδιου Ανακριτή ή του Εισαγγελέα Εκτέλεσης Ποινών ή του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης, αφαιρεί τον εξοπλισμό από τον επιτηρούμενο, ενημερώνει το σύστημα επιτήρησης και συντάσσει σχετική αναφορά, την οποία αποστέλλει στους ανωτέρω και στην Τριμελή Επιτροπή Εποπτείας .
1.Κρίνεται σκόπιμη η λειτουργία κινητού εφεδρικού Κέντρου Ελέγχου.
2.Θα πρέπει να καταγράφονται όλες οι τηλεφωνικές συνομιλίες, μηνύματα τηλεομοιοτυπίας – ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
3.Να μην υπάρχει δυνατότητα αλλοίωσης των αρχείων καταγραφής των συστημάτων.
4.Να καθοριστούν οι λεπτομερείς διαδικασίες απομακρυσμένης πρόσβασης.
5.Ο επιτηρούμενος θα προκαταβάλλει όλο το ποσό;
6.Πως θα γίνεται η ταυτοποίηση και η αποφυγή εξαπάτησης (π.χ. δίδυμος αδελφός, πλαστή ταυτότητα) κατά την εγκατάσταση του μέσου ηλεκτρονικής επιτήρησης;
7.Αναφέρεται «Υπόδειγμα Παραρτήματος» χωρίς να υπάρχει.
8.Κατά τη χρήση του ηλεκτρονικούταχυδρομείου ή μέσω συσκευής τηλεομοιοτυπίας και σε εξαιρετικές περιπτώσεις τηλεφωνικώς, δεν καθορίζεται επακριβώς πως θα πιστοποιείται το περιεχόμενο και η επικοινωνία γενικότερα (αποδεικτικό παραλαβής).
9.Ο επιτηρούμενος πρέπει να συμπληρώνει αίτηση για τη διαθεσιμότητα σταθερής τηλεφωνικής γραμμής και κάλυψης γύρω από την περιοχή που διαμένει του δικτύου κινητής τηλεφωνίας και στην περίπτωση που τα στοιχεία δεν είναι ορθά και δεν είναι δυνατή η εγκατάσταση του συστήματος, θα επιβαρύνεται ο ίδιος ο επιτηρούμενος το κόστος εγκατάστασης.
10.Η ενημέρωση του επιτηρουμένου για τους όρους λειτουργίας της συσκευής καθώς και τα φυλλάδια οδηγιών χρήσης θα είναι στην Ελληνική και Αγγλική γλώσσα. Οι επιτηρούμενοι θα πρέπει να μπορούν να επικοινωνούν ικανοποιητικά προφορικά και γραπτά στην Ελληνική ή Αγγλική γλώσσα.
11.Δεν αναφέρεται επακριβώς η διαδικασία απεγκατάστασης της συσκευής.
Στο Άρθρο 2, Παρ.3, αναφέρεται ως απαραίτητη η ύπαρξη σταθερής τηλεφωνικής σύνδεσης στην οικία του επιτηρουμένου για την έκδοση της διάταξης, της απόφασης ή του βουλεύματος.
Με αφορμή αυτήν την αναφορά, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι ως απαραίτητη προϋπόθεση για την σωστή και πλήρης λειτουργικότητα της ηλεκτρονικής επιτήρησης υπόδικων, κατάδικων και κρατούμενων σε άδεια, είναι η ταυτόχρονη ύπαρξη στις συσκευές ηλεκτρονικής επιτήρησης όλων των παρακάτω ενσωματωμένων τεχνολογιών:
1) Σύστημα Γεω-Εντοπισμού (GPS) με δυνατότητα τεχνολογίας A-GPS (Assisted-GPS)
2) Σύστημα Ταυτοποίησης μέσω Ραδιοσυχνοτήτων (RFID)
3) Σύστημα Επικοινωνιών μέσω Κινητής Τηλεφωνίας (GSM) με υποστήριξη GPRS/3G
Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί ως απαραίτητη στην οικία του επιτηρουμένου και η ύπαρξη modem/router συνδεδεμένο σε Ψηφιακή Γραμμή Internet (DSL), ούτως ώστε να διασυνδέεται εκεί ο πομποδέκτης (transceiver) του Συστήματος Ταυτοποίησης μέσω Ραδιοσυχνοτήτων (RFID antenna).
Θεωρούμε ότι όλα τα παραπάνω είναι απαραίτητα και αναγκαία να ενσωματώνονται στις συσκευές ηλεκτρονικής επιτήρησης για την εύρυθμη λειτουργία της ηλεκτρονικής επιτήρησης υπόδικων, κατάδικων και κρατούμενων σε άδεια.
Για ποιο λόγο επιβάλλεται ο ανάδοχος να διατηρεί κέντρο ελέγχου στην Αθήνα και όχι σε κάποια άλλη πόλη της Ελλάδος? Δεν είναι κάποια τέτοια απόφαση περιοριστική για το ποιος μπορεί να καταβάλει πρόταση; Ιδιαιτέρως, αφού το πρόγραμμα θα ισχύσει αρχικά σε καταστήματα της Βορείου Ελλάδος, όπως ορίζει το άρθρο 7.
(Παράγραφος 3)
Η αδιάλειπτη και συνεχής λειτουργία μεταξύ των φορέων επιτήρησης (βραχιολάκια) και του Κέντρου Ελέγχου Σημάτων, βασίζεται επίσης και στην σωστή υποδομή που ήδη θα υπάρχει στον χώρο του επιτηρούμενου (π.χ τηλεφωνική σύνδεση, ADSL). Το μέτρο δύναται να τοποθετηθεί και να εφαρμοστεί και εντός εργασιακού χώρου η κάποιου κέντρου, όπου θα παρευρίσκεται ο επιτηρούμενος.
Ποιά θα είναι αυτη η διαδικασία έγκρισης για την συγκατάθεση των εργοδοτών ή Υπευθύνων, για την τοποθέτηση του ανάλογου εξοπλισμού εντός ενός γραφείου ή κέντρου?
Πιθανή άρνηση απο εργοδότες για την εγκατάσταση ανάλογου εξοπλισμού, σε χώρο όπου θα εργαστεί μελλοντικά ο επιτηρούμενος, θα είναι και προυπόθεση άρνησης για έκδοση της διάταξης?
Και αν εγκρίνεται απο τους εργοδότες, που θα μεταφέρεται το κόστος χρήσης λειτουργίας της γραμμής? Στον επιτηρούμενο, στον εργοδότη, ή στον ανάδοχο?
Ευχαριστώ.