1. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 35 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από το διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.
4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της. Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, το όριο αυτό ορίζεται σε διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Τα ποσά αυτά μπορεί να αναπροσαρμόζονται με διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μετά από γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κ.λπ. χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν εφαρμογή και όταν το ένδικο μέσο που ασκήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους. Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τον ιδιώτη διάδικο, η αρμόδια κατά περίπτωση αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υποβάλλουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με μέριμνα της Γραμματείας του Δικαστηρίου, σημείωμα για το παραπάνω ποσό της διαφοράς. Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από το διάδικο, διοικητική αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή από τον προϊστάμενο τους Υπουργό, το εν λόγω σημείωμα συνυποβάλλεται με την κατάθεση του δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως».
2. Από την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 56 του π.δ. 18/1989 διαγράφονται οι λέξεις «ή πλημμελής εφαρμογή».
3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Η έφεση επιτρέπεται, μόνον όταν προβάλλεται από το διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου».
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους διατυπώνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις :
Με την προτεινόμενη ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 12, το επιτρεπτό άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως συναρτάται αποκλειστικά και μόνο με τη μη ύπαρξη νομολογίας του ΣτΕ ή την αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του δικαστηρίου αυτού ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου, είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.
Η ρύθμιση αυτή, σε συνδυασμό με:
α. τη διατήρηση των υψηλότατων χρηματικών ορίων για το παραδεκτό της άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως αυτά ισχύουν μετά την αύξησή τους με το άρθρο 35 του Ν. 3772/2009 (200.000 ευρώ στις διοικητικές συμβάσεις και 40.000 ευρώ ως γενικό όριο),
β. τη χωρίς δικαιολογητική βάση κατάργηση της κατ’ εξαίρεση άσκησης αναίρεσης, για σπουδαίο νομικό ζήτημα ή για ευρύτερες οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις,
γ. την ταυτόχρονη κατάργηση της «πλημμελούς εφαρμογής του νόμου», ως λόγου αναιρέσεως (παρ. 2 του άρθρου 12),
δ. την κατάτμηση, σε μικρά σχετικώς ποσά, των απαιτήσεων του Δημοσίου, οι οποίες όμως λόγω του μεγάλου αριθμού τους συνεπάγονται υψηλή δημόσια δαπάνη,
αναιρεί τους λόγους που επιβάλλουν την ύπαρξη αναιρέσεως δηλαδή την ενότητα της νομολογίας και την καθοδήγηση των δικαστηρίων ουσίας, και
παραγνωρίζει, ενώ οι περιστάσεις δεν το δικαιολογούν, τις τρέχουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και εξελίξεις, που επιτάσσουν η επιδιωκόμενη επιτάχυνση της διοικητικής δίκης να μην αποβαίνει σε βάρος του Δημοσίου, και περιορίζει χωρίς δικαιολογητική βάση (και δη ουσιωδώς) το δικαίωμα του κοινωνικού συνόλου που υπηρετείται από το Δημόσιο στην παροχή έννομης προστασίας, αφού ουσιαστικά ισοδυναμεί με κατάργηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. Ούτε η αποσυμφόρηση του ΣτΕ από υποθέσεις ήσσονος σημασίας, ούτε ο εξορθολογισμός της δικονομίας του προς το σκοπό ταχείας απονομής δικαιοσύνης, δικαιολογούν έναν τόσο δραστικό περιορισμό του ενώπιόν του απευθυνομένου ενδίκου μέσου. Η επιδιωκόμενη επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι δυνατόν να μην είναι ισόρροπη προς τις ανάγκες της δικαστικής προστασίας και της ασφάλειας του δικαίου, που εγγυάται η αναιρετική διαδικασία. Η ισορροπία αυτή ανατρέπεται όταν, όπως επιχειρείται με τις παρούσες ρυθμίσεις, αποκλείεται, άλλως παρεμποδίζεται υπέρμετρα, το δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια τόσο στους πολίτες, όσο και στο Δημόσιο. Ούτε, βεβαίως, επιτυγχάνεται με το νομοθετικό περιορισμό των λόγων παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως. Η ίδια παρατήρηση προσήκει και για την προτεινόμενη ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 12 (έφεση επί «υπαλληλικών προσφυγών»).
Η διάταξη πρέπει να απαλειφθεί διότι μπορεί να οδηγήσει σε στατικότητα της νομολογίας η οποία σε βάθος χρόνου ενδεχομένως να απηχεί παρωχημένες συνθήκες και αντιλήψεις ενώ παράλληλα στερεί από τους διαδίκους το θεμελιώδες δικαίωμα να επιδιώξουν την μεταβολή της νομολογίας του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου.
Με την ίδια ρύθμιση διατηρούνται μεν τα υψηλότατα όρια του ποσού της διαφοράς που δύναται να αχθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (γενικό όριο 40.000€ και για τις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις 200.000€ ) υπό την ισχύ των οποίων εξαιρείται από τον αναιρετικό έλεγχο πληθώρα υποθέσεων, χωρίς να προκύπτει ο δικαιολογητικός λόγος της ταυτόχρονης κατάργησης των ασφαλιστικών δικλείδων της κατ’ εξαίρεση ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως (ύπαρξη ευρύτερων οικονομικών ή δημοσιονομικών επιπτώσεων κλπ).
Σοβαρό προβληματισμό δημιουργεί επίσης η κατάργηση με το ίδιο άρθρο ως λόγου αναιρέσεως της πλημμελούς εφαρμογής του νόμου.
Τέλος για την εκάστοτε αύξηση του ορίου του ποσού των διαφορών που κατά τα άνω υπόκεινται σε αναίρεση, θεωρούμε, ιδίως υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, επιβεβλημένη την έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος όχι μόνο κατόπιν προτάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά μετά και τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών.
Η προτεινόμενη τροποποίηση της παραγράφου 3 του άρθρου 53 ΠΔ 18/1989 είναι απαράδεκτη και προτείνεται να αποσυρθεί, διότι:
(α) Καθιερώνει τη νομολογία (μάλιστα δε, όχι μόνο του ΣτΕ και άλλων ανωτάτων δικαστηρίων, αλλά και την απορρέουσα από ανέκκλητη απόφαση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου !!!) ως πηγή δικαίου.
(β) Εμμέσως, αλλά σαφώς, περιορίζει τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), αφού, αν υπάρχει για κάποιο ζήτημα νομολογία του Αρείου Πάγου (ανώτατο δικαστήριο) θα εμποδίζεται η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ και, επομένως, δεν θα καλείται το ΑΕΔ να άρει την (καταφατική ή αποφατική) σύγκρουση από τις ενδεχόμενα αντίθετες αποφάσεις επί του αυτού ζητήματος. Πλην, όμως, η δικαιοδοσία αυτή του ΑΕΔ (άρση της συγκρούσεως) προβλέπεται από το Σύνταγμα (αρθρο 100 § 1 εδαφ. δ και ε).
Σημειωτέον δε, ότι αφού η προτεινόμενη ρύθμιση αφορά μόνο τη διοικητική δίκη, όχι και την πολιτική ή ποινική, έπεται ότι ο μεν Αρειος Πάγος θα έχει τη δυνατότητα να δικάζει αναιρετικές αιτήσεις για ζητήματα, που έχουν κριθεί από το ΣτΕ, το οποίο, όμως, δεν θα έχει τέτοια δυνατότητα, αν για το φερόμενο ενώπιόν του ζήτημα έχει ήδη αποφανθεί ο Αρειος Πάγος. Αλλωστε, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα δύο αυτά ανώτατα δικαστήρια (ΣτΕ και ΑΠ) έχουν διατυπώσει διαφορετική άποψη στο ίδιο ζήτημα. Αν, λοιπόν, ο ΑΠ «προλάβει» να «λύσει» κάποιο ζήτημα, το ΣτΕ δεν θα μπορεί να έχει αντίθετη άποψη.
(γ) Καταργεί τη δυνατότητα μεταστροφής της νομολογίας, έστω και μετά από την πάροδο πολλών ετών και την αλλαγή των αντιλήψεων στην κοινωνία, αφού η υπάρχουσα νομολογία θα εμποδίζει στο διηνεκές την επανεξέταση του ιδίου ζητήματος.
(δ) Τέλος υποχρεώνει τον διάδικο σε κάτι αδύνατο. Δηλαδή στο να γνωρίζει, προκειμένου να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως, αν υπάρχει ήδη νομολογία ανωτάτου δικαστηρίου στο ζήτημα που τον αφορά.