Πρώτο Βιβλίο: Γενικές Διατάξεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α`
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Άρθρο 1
Στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν:

α) Οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β) οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που ο νόμος έχει υπαγάγει σ’ αυτά, γ) οι υποθέσεις δημόσιου δικαίου που ο νόμος έχει υπαγάγει σ` αυτά και δ) οι διοικητικές διαφορές που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων.

Άρθρο 2
Tα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται τα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές να επεμβαίνουν σε διαφορές ή υποθέσεις του ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται μόνο η εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως.

Άρθρο 3
1. Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει Αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου.

2. Εξαιρούνται από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων οι αλλοδαποί που έχουν ετεροδικία, εκτός αν πρόκειται για τις διαφορές που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 29.

Άρθρο 4
Τα δικαστήρια ερευνούν την έλλειψη δικαιοδοσίας και αυτεπαγγέλτως στις περιπτώσεις των άρθρων 1 και 2. Στις περιπτώσεις του άρθρου 3 την ερευνούν αυτεπαγγέλτως, αν ο εναγόμενος δεν παρίσταται στην Συζήτηση ή αν πρόκειται για διαφορές που αφορούν ακίνητα που βρίσκονται στο εξωτερικό. Το δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση, αν δεν έχει δικαιοδοσία.

Άρθρο 5
1. Αν είναι ανάγκη να γίνουν διαδικαστικές πράξεις στο εξωτερικό, τα δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν να γίνουν είτε από τις ελληνικές προξενικές αρχές του εξωτερικού, είτε από τις αρμόδιες αλλοδαπές αρχές. Στην τελευταία περίπτωση μεσολαβεί για την διαβίβαση της αίτησης το Υπουργείο Δικαιοσύνης, εκτός αν διεθνείς συμβάσεις ορίζουν διαφορετικά.

2. Η πράξη της αλλοδαπής αρχής είναι έγκυρη, αν έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του δικού της δικαίου ή είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου.

Άρθρο 6
1. Τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να ενεργούν ορισμένες διαδικαστικές πράξεις της δικαιοδοσίας τους που τους ζητούν αλλοδαπές αρχές, εκτός αν διεθνείς συμβάσεις ορίζουν διαφορετικά ή η εκτέλεσή τους είναι αντίθετη στη δημόσια τάξη.

2. Τα ελληνικά δικαστήρια, όταν εκτελούν τις αιτήσεις αυτές, ενεργούν και αυτεπαγγέλτως, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, εκτός αν διεθνείς συμβάσεις ορίζουν διαφορετικά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ

Άρθρο 7
Όταν η αρμοδιότητα των δικαστηρίων ή η διαδικασία ή το παραδεκτό ενδίκου μέσου καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις.

Άρθρο 8
Ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς ανήκει στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου το οποίο, αν χρειάζεται, μπορεί να διατάξει απόδειξη.
Άρθρο 9
Για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής. Δεν συνυπολογίζονται οι παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα. Συνυπολογίζονται περισσότερες απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή. Σε περίπτωση ομοδικίας, αν πρόκειται για διαιρετά δικαιώματα, λαμβάνεται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος ή το αιτούμενο από κάθε εναγόμενο, και αν οι απαιτήσεις υπάγονται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα διαφόρων δικαστηρίων, αρμόδιο είναι το ανώτερο από αυτά. Σε περίπτωση επικουρικής σώρευσης αγωγών, η αξία του αντικειμένου της διαφοράς προσδιορίζεται από το ανώτερο ως προς την αξία αίτημα.

Άρθρο 10
Για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που ασκείται η αγωγή.
Άρθρο 11
Η αξία του αντικειμένου της διαφοράς προσδιορίζεται: 1) για τη νομή και την κυριότητα, από την αξία του πράγματος και για την ψιλή κυριότητα, από το μισό της αξίας του πράγματος, 2) για το ενέχυρο, την υποθήκη, την εγγύηση και κάθε άλλη ασφάλεια, από την αξία που έχει η ασφαλιζόμενη απαίτηση, αν όμως το πράγμα που δόθηκε για ασφάλεια έχει μικρότερη αξία, λαμβάνεται υπόψη αυτή, 3) για την πραγματική δουλεία, από την αξία που έχει η δουλεία για το δεσπόζον κτήμα, εκτός αν το ποσό, κατά το οποίο η δουλεία ελαττώνει την αξία του δουλεύοντος κτήματος, είναι μεγαλύτερο, οπότε λαμβάνεται υπόψη αυτό, 4) για την προσωπική δουλεία, από το μισό της αξίας του κτήματος, 5) για την διανομή, από την αξία του αντικειμένου που πρέπει να διανεμηθεί, 6) για τις διαφορές που αφορούν την ύπαρξη, τη διάρκεια, την εκτέλεση ή την ακυρότητα μισθωτικής σύμβασης, από το μίσθωμα ενός έτους. Αν όμως η διάρκεια της μίσθωσης είναι μικρότερη, λαμβάνεται υπόψη το ποσό του μισθώματος για το χρονικό αυτό διάστημα, 7) για τις έννομες σχέσεις, από τις οποίες πηγάζουν περιοδικές παροχές, από την αξία της ετήσιας παροχής, και ειδικότερα από το δεκαπλάσιο της ετήσιας παροχής, αν η επέλευση του γεγονότος από το οποίο εξαρτάται η παύση της παροχής είναι βέβαιη, αβέβαιος όμως ο χρόνος της, και αν οι παροχές διαρκούν απεριόριστα, από το εικοσαπλάσιο της ετήσιας παροχής. Αν οι παροχές έχουν ορισμένη διάρκεια, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των μελλοντικών παροχών, αλλά ποτέ πάνω από το δεκαπλάσιο της ετήσιας παροχής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ`
ΚΑΘ` ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

Άρθρο 12
1. Δύο μόνο βαθμοί δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων υπάρχουν, των οποίων την τήρηση το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως.

2. Αυτοτελής αίτηση δεν επιτρέπεται να υποβληθεί απευθείας σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Άρθρο 13
Για την εκδίκαση των υποθέσεων που υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια σε πρώτο βαθμό τα ειρηνοδικεία, τα μονομελή πρωτοδικεία και τα πολυμελή πρωτοδικεία.

Άρθρο 14
Στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται:

1. α) όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ,

β) όλες οι διαφορές, κύριες ή παρεπόμενες, από σύμβαση μίσθωσης, καθώς και οι διαφορές του άρθρου 601 του Αστικού Κώδικα, εφόσον σε όλες τις περιπτώσεις αυτές το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα τετρακόσια (400) ευρώ.

2. Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ, δεν υπερβαίνει όμως το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.

Άρθρο 15
Στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς: 1) οι διαφορές από επίμορτη αγροληψία που αφορούν την παράδοση της χρήσης του μισθίου ή την απόδοσή της για οποιοδήποτε λόγο, 2) οι διαφορές που αφορούν ζημίες σε δέντρα, κλήματα, καρπούς, σπαρτά, ρίζες, και γενικά φυτά, που έγιναν με παράνομη βοσκή ζώων ή με οποιοδήποτε άλλον τρόπο, 3) οι διαφορές που προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 1003 έως 1009, 1018 έως 1020 και 1023 έως 1031 του Αστικού Κώδικα, καθώς και εκείνες που αναφέρονται σε ζημίες που προκλήθηκαν από την παράβασή τους, 4) οι διαφορές που αφορούν τον καθορισμό των αποστάσεων που επιβάλλουν οι νόμοι και οι κανονισμοί ή οι επιτόπιες συνήθειες για το φύτεμα δέντρων ή φυτειών ή για την ανέγερση φραχτών ή για τη διάνοιξη τάφρων, 5) οι διαφορές που αφορούν την παρεμπόδιση της ελεύθερης χρήσης δρόμων και μονοπατιών, καθώς και τις ζημίες που προκαλούνται από την παρεμπόδιση αυτής, 6) οι διαφορές που αφορούν τη χρήση του τρεχούμενου νερού ή την παρεμπόδιση της χρήσης του, 7) οι διαφορές που προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 834 έως 839 του Αστικού Κώδικα, 8) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 834 και 839 του Αστικού Κώδικα ή των καθολικών διαδόχων τους, εναντίον των πελατών τους ή των καθολικών διαδόχων τους, 9) οι διαφορές από σύμβαση μεταφοράς προσώπων με οποιοδήποτε μέσο, για τις απαιτήσεις που έχουν από αυτήν οι μεταφορείς ή οι καθολικοί διάδοχοί τους, 10) οι διαφορές που αφορούν τις απαιτήσεις των σωματείων και των συνεταιρισμών εναντίον των μελών τους ή των καθολικών διαδόχων τους, για την εισφορά που τους οφείλουν, καθώς και οι διαφορές που αφορούν τις απαιτήσεις που έχουν εναντίον των σωματείων και των συνεταιρισμών τα μέλη ή οι καθολικοί διάδοχοί τους για χρηματική ή άλλη παροχή, 11) οι διαφορές που αφορούν
τις απαιτήσεις των δικηγόρων ή των καθολικών διαδόχων τους για τις αμοιβές και τα έξοδά τους, εφόσον πρόκειται για υπηρεσίες τους σε δίκες στο ειρηνοδικείο ή στο πταισματοδικείο, 12) οι διαφορές που αφορούν δικαιώματα ή αποζημιώσεις ή έξοδα των μαρτύρων που εξετάστηκαν σε οποιοδήποτε δικαστήριο ή σε διαιτητές, καθώς και εκείνες που αφορούν τα δικαιώματα ή αποζημιώσεις ή έξοδα των διερμηνέων, των μεσεγγυούχων, και των φυλάκων, με οποιοδήποτε τρόπο και αν διορίστηκαν, και των καθολικών διαδόχων όλων αυτών, 13) οι διαφορές που προκύπτουν από πώληση ζώων, εξαιτίας πραγματικών ελαττωμάτων ή έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων.

Άρθρο 16
Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ:

1) οι διαφορές από μίσθωση πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή από επίμορτη αγροληψία που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, 2) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την εργασία αυτή, ανάμεσα στους εργαζομένους ή τους διαδόχους τους ή εκείνους στους οποίους ο νόμος δίνει δικαιώματα από την παροχή της εργασίας των πρώτων και στους εργοδότες ή τους διαδόχους τους, 3) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία, με αφορμή την εργασία αυτή, ανάμεσα σε εκείνους που εργάζονται από κοινού στον ίδιο εργοδότη, 4) οι διαφορές ανάμεσα στους επαγγελματίες ή τους βιοτέχνες, είτε μεταξύ τους είτε με τους πελάτες τους, από την παροχή εργασίας ή ειδών που κατασκεύασαν αυτοί, 5) οι διαφορές από συλλογική σύμβαση εργασίας ή από διατάξεις που εξομοιώνονται με διατάξεις συλλογικής σύμβασης, είτε ανάμεσα σ` αυτούς, που δεσμεύονται από αυτές, είτε ανάμεσα σ` αυτούς και τρίτους, 6) οι διαφορές ανάμεσα σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και στους ασφαλισμένους σ` αυτούς ή τους διαδόχους τους ή εκείνους που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από τη σχέση ασφάλισης, 7) οι διαφορές που αφορούν τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων, εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρ. 15 αρ. 11, συμβολαιογράφων, , άμισθων δικαστικών επιμελητών, γιατρών, οδοντογιατρών, διπλωματούχων μαιών, κτηνιάτρων, μηχανικών και χημικών διπλωματούχων ανώτατων και ανώτερων σχολών, μεσιτών που έχουν διοριστεί νόμιμα, ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών, όπως και αν χαρακτηρίζεται η σχέση από την οποία προκύπτουν και ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής ή για τον τρόπο της πληρωμής της, 8) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις διαιτητών, εκτελεστών διαθηκών, διαχειριστών σε ιδιοκτησία κατά ορόφους ή διαχειριστών που διορίστηκαν από δικαστική αρχή, εκκαθαριστών εταιριών ή νομικών προσώπων ή κληρονομιών ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών για τις αμοιβές και τα έξοδά τους, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής ή για τον τρόπο της πληρωμής της, 9) οι διαφορές που αφορούν το ποσοστό ή την πληρωμή του ασφαλίστρου, 10) οι διαφορές που αφορούν τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα των πραγματογνωμόνων, των διαιτητών πραγματογνωμόνων και των εκτιμητών, με οποιοδήποτε τρόπο και αν διορίστηκαν, ή των καθολικών διαδόχων τους, 11) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες από αυτοκίνητο, ανάμεσα στους δικαιούχους ή τους διαδόχους τους και εκείνους που έχουν υποχρέωση για αποζημίωση ή τους διαδόχους τους, όπως και οι απαιτήσεις από σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου, ανάμεσα στις ασφαλιστικές εταιρίες και τους ασφαλισμένους ή τους διαδόχους τους, 12) οι διαφορές από προσβολή της νομής ή κατοχής κινητών ή ακινήτων.

Άρθρο 17
Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται πάντοτε:

1) οι διαφορές που αφορούν το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου, την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του γάμου, τις σχέσεις των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, οι οποίες πηγάζουν από αυτόν, καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592.

2) οι διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ. 3, καθώς και εκείνες που αφορούν τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης και την κατανομή των κινητών μεταξύ των συζύγων σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, 3) οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας, καθώς και οι διαφορές ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ` ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων και διαμερισμάτων και 4) οι διαφορές που αφορούν την ακύρωση αποφάσεων της γενικής συνέλευσης σωματείων ή συνεταιρισμών.

Άρθρο 17Α
(Η διάταξη αυτή καταργείται)

Άρθρο 18
Στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται: 1) όλες οι διαφορές, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα ειρηνοδικεία ή τα μονομελή πρωτοδικεία, 2) οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους.

Άρθρο 19
Στην αρμοδιότητα των εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών και μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους.

Άρθρο 20
1. Στην αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου υπάγονται οι αναιρέσεις κατά αποφάσεων οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου.

2. Στην αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου ανήκουν επίσης, εφόσον δεν έχουν οριστεί άλλα δικαστήρια, α) οι αιτήσεις για παραπομπή, σε περίπτωση εξαίρεσης των δικαστών πολυμελούς πολιτικού δικαστηρίου, β) οι αιτήσεις για καθορισμό δικαστηρίου, αν δεν υπάρχει πια το δικαστήριο που είχε εκδώσει την απόφαση που προσβλήθηκε με ένδικο μέσο.

Άρθρο 21
Αρμόδιο να δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας ή την αναψηλάφηση είναι το δικαστήριο που είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ`
ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

Άρθρο 22
Κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Άρθρο 23
1. Αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό, αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη διαμονή του. Αν ο τόπος που διαμένει δεν είναι γνωστός, αρμόδιο είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου είχε την τελευταία κατοικία του στην Ελλάδα και αν δεν είχε κατοικία, την τελευταία διαμονή του.

2. Αν ο εναγόμενος έχει ειδική κατοικία, είναι αρμόδιο και το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται αυτή.

Άρθρο 24
Έλληνες που έχουν προνόμιο ετεροδικίας, καθώς και οι κρατικοί υπάλληλοι που είναι διορισμένοι στο εξωτερικό, υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου κατοικούσαν πριν από την αποστολή τους, και αν πριν από την αποστολή τους δεν είχαν κατοικία, στα δικαστήρια της πρωτεύουσας του κράτους. Το ίδιο ισχύει για τη σύζυγο και τα τέκνα τους.

Άρθρο 25
1. Το δημόσιο υπάγεται στην Αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου είναι η έδρα της αρχής η οποία, σύμφωνα με το νόμο, το εκπροσωπεί στις δίκες που έχει κάθε φορά.

2. Τα μη φυσικά πρόσωπα που έχουν ικανότητα να είναι διάδικοι, υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα ή υποκατάστημα τους, εφόσον πρόκειται για διαφορές που αφορούν την εκμετάλλευση του.

Άρθρο 26
Δικηγόροι και συμβολαιογράφοι υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ασκούν τα καθήκοντά τους.

Άρθρο 27
1. Διαφορές από την εταιρική σχέση ανάμεσα σε μια εταιρία και στους εταίρους της ή ανάμεσα στους εταίρους μεταξύ τους υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου η εταιρία έχει την έδρα της.

2. Στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου που ορίζει η παρ. 1 υπάγονται και οι διαφορές που δημιουργούνται μετά τη διάλυση και την εκκαθάριση της εταιρίας και αφορούν τη διανομή της εταιρικής περιουσίας, εφόσον η αγωγή ασκηθεί μέσα σε δύο χρόνια από την περάτωση της διανομής.

Άρθρο 28
Διαφορές που αφορούν τη διαχείριση, η οποία διεξάγεται ύστερα από εντολή δικαστηρίου, υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου που έδωσε την εντολή και αν την εντολή την έδωσε άλλη δικαστική αρχή, στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η αρχή αυτή.

Άρθρο 29
1. Διαφορές που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα επάνω σε ακίνητα, τη νομή ή την κατοχή τους, διαίρεση κοινού, κανονισμό ορίων, απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε διακατόχου, αποζημίωση για αναγκαστική απαλλοτρίωση, καθώς και διαφορές από μίσθωση ακινήτου ή δικαιώματος που συνδέεται με την εκμετάλλευσή του ή από επίμορτη αγροληψία, υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο.

2. Αν το ακίνητο βρίσκεται στις περιφέρειες περισσότερων δικαστηρίων, ο ενάγων έχει το δικαίωμα επιλογής.

Άρθρο 30
1. Διαφορές που αφορούν την αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος ή διανομή κληρονομίας, απαιτήσεις του κληρονόμου εναντίον του νομέα ή του κατόχου της κληρονομίας, απαιτήσεις από κληροδοτήματα ή απαιτήσεις από άλλες διατάξεις αιτία θανάτου ή απαιτήσεις από νόμιμη μοίρα ή απαιτήσεις εναντίον εκτελεστών διαθήκης για την εκτέλεση των διατάξεών της, υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε, είχε την
κατοικία του και αν δεν είχε κατοικία τη διαμονή του.

2. Απαιτήσεις μεταξύ των κληρονόμων έως τη διανομή της κληρονομίας, απαιτήσεις τρίτων εξαιτίας χρεών του κληρονομουμένου ή της κληρονομίας, καθώς και εμπράγματες απαιτήσεις για κινητά που δεν περιλαμβάνονται στην παρ. 1 υπάγονται, για δύο χρόνια από το θάνατο του κληρονομουμένου, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου είχε αυτός την κατοικία του και, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του.

Άρθρο 31
1. Δίκες που έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου, ιδίως οι παρεμπίπτουσες αγωγές, οι αγωγές για εγγύηση, οι παρεμβάσεις, και άλλες όμοιες υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης.

2. Στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του μονομελούς και του ειρηνοδικείου, και στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου.

3. Αν πρόκειται για κύριες δίκες που είναι συναφείς μεταξύ τους, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα το δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο και εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη της παραγράφου 2.

Άρθρο 32
Δημόσιοι υπάλληλοι υπάγονται και στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ασκούν τα καθήκοντά τους. Οι στρατιωτικοί υπάγονται και στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η μονάδα, το κατάστημα ή η υπηρεσία όπου υπηρετούν.

Άρθρο 33
Διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή, και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Στο ίδιο δικαστήριο μπορούν να εισαχθούν και οι διαφορές για αρνητικό διαφέρον, καθώς και για αποζημίωση εξαιτίας πταίσματος κατά τις διαπραγματεύσεις.

Άρθρο 34
Οι ανταγωγές μπορούν να εισαχθούν στο δικαστήριο όπου εκκρεμεί η αγωγή, εφόσον υπάγονται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του ιδίου ή κατώτερου δικαστηρίου.

Άρθρο 35
Διαφορές από αδικοπραξία μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου
όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή επίκειται η επέλευση του.

Άρθρο 36

Διαφορές από διαχείριση που έγινε χωρίς δικαστική εντολή μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έγινε η διαχείριση.

Άρθρο 37
1. Όταν ενάγονται περισσότερα πρόσωπα που συνδέονται με το δεσμό της ομοδικίας, αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του, και αν δεν έχει κατοικία, τη διαμονή του, οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους.

2. Διαφορές ανάμεσα στα ίδια πρόσωπα, οι οποίες έχουν την ίδια βάση και αφορούν εμπράγματα δικαιώματα επάνω σε ακίνητα που βρίσκονται στις περιφέρειες διαφορετικών δικαστηρίων, μπορούν να εισαχθούν σε ένα από τα δικαστήρια αυτά.
Άρθρο 38
Απαιτήσεις εναντίον προσώπων που έχουν ικανότητα δικαστικής παράστασης και, εξαιτίας ειδικών συνθηκών, έχουν σε ορισμένο τόπο διαμονή με μακρότερη διάρκεια, όπως είναι ιδίως οι υπάλληλοι, οι υπηρέτες, οι σπουδαστές, οι μαθητές, εφόσον το αντικείμενό τους είναι περιουσιακό, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος διαμονής τους.

Άρθρο 39
Γαμικές διαφορές μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων.

Άρθρο 39Α
Διαφορές που αφορούν αξιώσεις διατροφής μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου έχει την κατοικία του ή τη διαμονή του ο δικαιούχος της διατροφής.

Άρθρο 40
1. Δίκες εναντίον προσώπων που δεν έχουν κατοικία στην Ελλάδα, εφόσον το αντικείμενό τους είναι περιουσιακό, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει περιουσία του εναγομένου ή βρίσκεται το επίδικο αντικείμενο.

2. Αν η περιουσία συνίσταται σε χρηματικές απαιτήσεις του εναγομένου εναντίον τρίτου, θεωρείται πως η περιουσία βρίσκεται στον τόπο της κατοικίας του τρίτου.

Άρθρο 41
Ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια , ο ενάγων έχει το δικαίωμα επιλογής. Η προτεραιότητα μεταξύ τους κανονίζεται από το χρόνο που ασκήθηκε η αγωγή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε`
ΠΑΡΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 42
1. Πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Η συμφωνία πρέπει να είναι ρητή, όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα.

2. Θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία, αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο στην συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας.

Άρθρο 43
Η συμφωνία των διαδίκων, με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές.

Άρθρο 44
Οι συμφωνίες κατά τα άρθρα 42 και 43 δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα εκτός αν από την ίδια τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ`
ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 45
Το δικαστήριο που ήταν καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο όταν ασκήθηκε η αγωγή, είναι αρμόδιο έως την περάτωση της δίκης, ακόμη και αν, στη διάρκειά της, μεταβληθούν τα πραγματικά περιστατικά που καθορίζουν την αρμοδιότητα.

Άρθρο 46
Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ` ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι` αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Οι συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται.

Άρθρο 47
Απόφαση πολυμελούς ή μονομελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου. Το ίδιο εφαρμόζεται αναλόγως και για τις αποφάσεις του πολυμελούς πρωτοδικείου, σχετικά με τις υποθέσεις που ανήκουν στην αρμοδιότητα του μονομελούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ`
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΑΠΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Άρθρο 48
Παραπομπή από ένα δικαστήριο σε άλλο, ισόβαθμο και ομοειδές γίνεται με αίτηση: 1. αν από ένα δικαστήριο εξαιρεθούν τόσοι δικαστές, ώστε οι υπόλοιποι να μην αρκούν για τη νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου.
2. αν, εξαιτίας ασθένειας ή από οποιοδήποτε άλλο λόγο, δεν υπάρχει ο αριθμός των δικαστών που απαιτείται από το νόμο για τη συγκρότηση του δικαστηρίου, 3) αν από τη Συζήτηση της υπόθεσης σε ορισμένο τόπο προκύπτει κίνδυνος για την κοινή ασφάλεια.

Άρθρο 49
Την παραπομπή έχει δικαίωμα να ζητήσει οποιοσδήποτε διάδικος και αυτεπαγγέλτως ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου εφαρμόζοντας αναλόγως τις διατάξεις του άρθρου 307, στις περιπτώσεις 1 και 2 του άρθρου 48 και μόνον ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην περίπτωση 3 του ίδιου άρθρου.

Άρθρο 50
Για την παραπομπή, στις περιπτώσεις 1 και 2 του άρθρου 48, έχει Αρμοδιότητα: 1) το πολυμελές πρωτοδικείο, αν πρόκειται για παραπομπή από ειρηνοδικείο σε ειρηνοδικείο, 2) το εφετείο, αν πρόκειται για παραπομπή από μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείο σε μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείο, 3) ο Άρειος Πάγος, σε κάθε άλλη περίπτωση. Για την παραπομπή στην περίπτωση 3 του άρθρου 48, έχει Αρμοδιότητα πάντοτε ο Άρειος Πάγος.

Άρθρο 51
Η αίτηση για παραπομπή γίνεται με έγγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου και δικάζεται κατά τη διαδικασία που τηρείται στο δικαστήριο αυτό, χωρίς να χρειάζεται παραπομπή της υπόθεσης σε εισηγητή. Για την παραδοχή της αίτησης αρκεί πιθανολόγηση των λόγων για τους οποίους ζητείται η παραπομπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η`
ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ

Άρθρο 52
1. Δικαστές, εισαγγελείς και υπάλληλοι της γραμματείας, με οποιαδήποτε ιδιότητα και αν ενεργούν, μπορούν να προτείνουν την εξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν από οποιοδήποτε διάδικο: α) αν είναι διάδικοι ή συνδέονται με έναν από τους διαδίκους ως συνδικαιούχοι, συνυπόχρεοι ή είναι υπόχρεοι σε Αποζημίωση ή έχουν άμεσο ή έμμεσο συμφέρον στη δίκη, β) αν συνδέονται με κάποιο διάδικο σε ευθεία γραμμή, με συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ή με υιοθεσία, αν είναι συγγενείς σε πλάγια γραμμή με συγγένεια εξ αίματος έως τον τέταρτο βαθμό ή με συγγένεια εξ αγχιστείας έως το δεύτερο βαθμό, αν είναι ή υπήρξαν σύζυγοι ή μνηστήρες ενός από τους διαδίκους, γ) αν είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, σε ευθεία γραμμή ή συνδέονται με υιοθεσία, ή είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας σε πλάγια γραμμή έως το δεύτερο βαθμό προσώπου, το οποίο παίρνει μισθό ή άλλη χορηγία με
χρηματική αξία είτε για τις υπηρεσίες που παρέχει, είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οποιασδήποτε μορφής εταιρία που έχουν άμεσο ή έμμεσο ιδιωτικό συμφέρον στην έκβαση της δίκης, δ) αν στην ίδια υπόθεση εξετάστηκαν ως μάρτυρες ή παραστάθηκαν ως δικηγόροι ή γενικά ως πληρεξούσιοι ή παραστάθηκαν ή μπορούν να παραστούν ως νόμιμοι αντιπρόσωποι κάποιου από τους διαδίκους, ε) αν διεξήγαγαν την υπόθεση, από την οποία προήλθε η διαφορά ή έχουν ενεργήσει στη δίκη ως πραγματογνώμονες ή σύμβουλοι ή διαιτητές ή έχουν συντάξει το έγγραφο που προσβάλλεται ή είχαν μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου του οποίου η απόφαση είχε προσβληθεί με έφεση ή αναίρεση, στ) αν έχουν προκαλέσει ή προκαλούν υπόνοια μεροληψίας, ιδίως αν έχουν με κάποιο διάδικο ιδιαίτερη φιλία, ιδιαίτερες σχέσεις καθηκόντων ή εξάρτησης, έριδα ή έχθρα.

2. Οι εισαγγελείς δεν εξαιρούνται, όταν ενεργούν ως διάδικοι.

Άρθρο 53
1. Είναι απαράδεκτη η αίτηση για την εξαίρεση ολόκληρου του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ή όλων των μελών της εισαγγελίας του ή τόσων αρεοπαγιτών, ώστε με τον αριθμό που απομένει να μην είναι δυνατή η νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου αυτού.

2. Οι διατάξεις της παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν η αίτηση για την εξαίρεση αφορά όλα τα εφετεία, τα πρωτοδικεία ή τα ειρηνοδικεία του κράτους.

3.Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη αν δεν συνοδεύεται από παράβολο εκατό (100) ευρώ, το οποίο επιστρέφεται αν γίνει αυτή ολικά ή μερικά δεκτή. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Άρθρο 54
Αρμόδιο να αποφανθεί για την εξαίρεση είναι το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος. Σε περίπτωση εξαίρεσης δικαστή μονομελούς πρωτοδικείου ή ειρηνοδίκη, είναι αρμόδιο το πολυμελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια αυτά. Σε περίπτωση εξαίρεσης υπαλλήλου γραμματείας, είναι αρμόδιος ο προϊστάμενος του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος.

Άρθρο 55
1. Δικαστές πολυμελών δικαστηρίων και εισαγγελείς, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον πρόεδρο του δικαστηρίου.

2. Υπάλληλοι της γραμματείας των πολυμελών δικαστηρίων, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον προϊστάμενο της γραμματείας.
3. Δικαστές μονομελών πρωτοδικείων και ειρηνοδίκες, καθώς και υπάλληλοι της γραμματείας τους, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου και να απόσχουν από τα καθήκοντά τους εωσότου αυτό αποφασίσει.

4. Το δικαστήριο αποφασίζει χωρίς τη συμμετοχή εκείνου που υπέβαλε τη
δήλωση και χωρίς Συζήτηση στο ακροατήριο.

Άρθρο 56
Το αρμόδιο δικαστήριο έχει εξουσία να αποφασίσει για την εξαίρεση των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 52 και αυτεπαγγέλτως, ύστερα από πρόταση του προέδρου ή του εισαγγελέα, έχοντας τη δυνατότητα να ακούσει και τον εξαιρούμενο.

Άρθρο 57
1. Η εξαίρεση προτείνεται από τον διάδικο πέντε ημέρες πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο, ενώ αργότερα έως ότου περατωθεί η συζήτηση στο ακροατήριο, μόνο αν πιθανολογείται ότι η περίπτωση ή οι λόγοι της εξαίρεσης προέκυψαν ή έγιναν γνωστοί στον διάδικο μετά την πάροδο της πενθήμερης προθεσμίας. Στην τελευταία περίπτωση, αν η εξαίρεση γίνει δεκτή, μπορούν, ύστερα από αίτηση, να κηρυχθούν άκυρες οι πράξεις της διαδικασίας στις οποίες είχε συμπράξει εκείνος του οποίου ζητείται η εξαίρεση.
2. Δεν επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης: α) όλων των μελών του δικαστηρίου, στο οποίο υπηρετούν πράγματι περισσότεροι από πέντε δικαστές, β) μελών του δικαστηρίου ή του γραμματέα του δικαστηρίου, το οποίο αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης κατά το άρθρο 54, γ) περισσοτέρων των οκτώ δικαστών για κάθε δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν πράγματι τουλάχιστον δώδεκα δικαστές, δ) περισσοτέρων των τεσσάρων δικαστών για κάθε δικαστήριο, στο οποίο υπηρετούν πράγματι τουλάχιστον επτά δικαστές και περισσοτέρων των δύο όταν υπηρετούν πράγματι λιγότεροι από επτά δικαστές, ε) μελών του δικαστηρίου, το οποίο αποφασίζει για την παραπομπή της αίτησης εξαίρεσης από δικαστήριο σε δικαστήριο κατά το άρθρο 50.
3. Αίτηση εξαίρεσης, η οποία υποβάλλεται παρά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται από το ίδιο το δικαστήριο, του οποίου ζητείται η εξαίρεση μελών του. Η αίτηση αυτή δεν αποτελεί λόγο αποχής από την άσκηση των καθηκόντων τους για τα πρόσωπα των οποίων ζητείται η εξαίρεση.

Άρθρο 58
1. Η αίτηση για την εξαίρεση που υποβάλλεται έως την έναρξη της συζήτησης γίνεται με την κατάθεση εγγράφου στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου. Στην αίτηση πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι της εξαίρεσης, διαφορετικά είναι απαράδεκτη.
2. Η αίτηση για την εξαίρεση ανακοινώνεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον εξαιρούμενο για να λάβει θέση, και συζητείται το αργότερο έως την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά τη διαδικασία που εφαρμόζει το δικαστήριο που τη δικάζει, χωρίς συμμετοχή του εξαιρουμένου. Οι διάδικοι καλούνται να παραστούν στη συζήτηση με την επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου. Ο εξαιρούμενος, από τότε που θα του ανακοινωθεί ότι έχει υποβληθεί η αίτηση, οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια, εκτός αν προκύπτει κίνδυνος από την αναβολή.

Άρθρο 59
Η αίτηση για την εξαίρεση, όταν υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της συζήτησης στο ακροατήριο, γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα Πρακτικά και αναφέρει τους λόγους της εξαίρεσης. Στα πολυμελή δικαστήρια συζητείται αμέσως, χωρίς συμμετοχή του εξαιρουμένου. Ο εξαιρούμενος, από τότε που θα μάθει ότι έχει υποβληθεί αίτηση, οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια, εκτός αν προκύπτει κίνδυνος από την αναβολή.

Άρθρο 60
1. Η απόφαση για την αίτηση της εξαίρεσης εκδίδεται αμέσως, με απλή πιθανολόγηση των λόγων της εξαίρεσης. Η απόφαση για την εξαίρεση υπαλλήλου της γραμματείας καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση.
2. Σε περίπτωση που η αίτηση γίνει δεκτή, δεν επιδικάζονται έξοδα.

3. Όταν η αίτηση εξαίρεσης κατά ενός, περισσοτέρων ή όλων των μελών του δικαστηρίου, κρίνεται ότι είναι αόριστη ως προς τα πραγματικά γεγονότα ή προδήλως ανεπίδεκτη εκτίμησης ή ασκείται καταχρηστικά, απορρίπτεται στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται.

Άρθρο 61
Αν η αίτηση για την εξαίρεση δικαστή μονομελούς πρωτοδικείου ή ειρηνοδίκη γίνει δεκτή και το δικαστήριο δεν μπορεί να συγκροτηθεί, το πολυμελές πρωτοδικείο, με την ίδια απόφαση για την εξαίρεση παραπέμπει την υπόθεση σε άλλο μονομελές πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο της περιφερείας του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ`
ΔΙΑΔΙΚΟΙ

Άρθρο 62
Όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι.

Άρθρο 63
1. Όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με δικό του όνομα. Όποιος έχει περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία ή βρίσκεται, κατά το χρόνο που επιχειρεί συγκεκριμένη δήλωση της βούλησης του, σε κατάσταση που δεν επιτρέπει να είναι αυτή έγκυρη, μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, μόνο όπου κατά το ουσιαστικό δίκαιο έχει ικανότητα για δικαιοπραξία ή όπου ο νόμος επιτρέπει την αυτοπρόσωπη παράσταση του.
2. Στα ασφαλιστικά μέτρα για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος από την αναβολή μπορεί να παρίσταται και όποιος δεν είναι ικανός για δικαιοπραξία.

Άρθρο 64
1. Όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους.
2. Τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί. Στις περιπτώσεις που χρειάζεται προηγούμενη άδεια για τη διεξαγωγή της δίκης, η απεριόριστη χορήγησή της περιλαμβάνει και τη δίκη κατ` έφεση, Αναψηλάφηση και αναίρεση.
3. Οι ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να αποτελούν σωματείο, καθώς και οι εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους.
4. Αν δεν υπάρχει διάταξη που ρυθμίζει τη δικαστική παράσταση των προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 3, τα πρόσωπα αυτά εκπροσωπούνται από όποιους τα αντιπροσωπεύουν στις συναλλακτικές τους σχέσεις.

Άρθρο 65
1. Πράξεις για την εξώδικη ενέργεια των οποίων από το νόμιμο αντιπρόσωπο του διαδίκου απαιτείται, κατά τους ορισμούς του ουσιαστικού δικαίου, ειδική εξουσιοδότηση είναι ισχυρές και χωρίς αυτήν, ως διαδικαστικές πράξεις, αν έχει δοθεί γενική εξουσιοδότηση για τη διεξαγωγή της δίκης.
2. Ο συμβιβασμός, η αναγνώριση ή η παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής και η συμφωνία για διαιτησία είναι ανίσχυρες, χωρίς εξουσιοδότηση για την ενέργεια των πράξεων αυτών.

Άρθρο 66
Αλλοδαπό πρόσωπο που δεν έχει σύμφωνα με το δίκαιο της ιθαγένειάς του ικανότητα για δικαστική παράσταση με το δικό του όνομα, θεωρείται πως έχει ικανότητα να παρίσταται στα ελληνικά δικαστήρια αν έχει αυτή την ικανότητα σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο.

Άρθρο 67
1. Αν υπάρχουν ελλείψεις σχετικά με την ικανότητα των διαδίκων για δικαστική παράσταση με το δικό τους όνομα ή σχετικά με τη νόμιμη εκπροσώπησή τους και την άδεια ή εξουσιοδότηση που απαιτείται για την διεξαγωγή της δίκης, εφόσον μπορούν να συμπληρωθούν, το δικαστήριο αναβάλλει την πρόοδο της δίκης και ορίζει προθεσμία για τη συμπλήρωση των ελλείψεων. Αν από την αναβολή απειλείται κίνδυνος για τα συμφέροντα του διαδίκου, μπορεί να επιτρέψει σ` αυτόν ή στον αντιπρόσωπό του να συνεχίσει τη δίκη ή να ενεργήσει τις διαδικαστικές πράξεις που χρειάζονται για να αποφευχθεί ο κίνδυνος, δεν έχει όμως την εξουσία να εκδώσει οριστική απόφαση προτού συμπληρωθούν οι ελλείψεις ή προτού περάσει η προθεσμία που έταξε για το σκοπό αυτόν. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν, εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση των ελλείψεων.
2. Αν η συμπλήρωση των ελλείψεων είναι αδύνατη ή πέρασε άπρακτη η προθεσμία που ορίστηκε για το σκοπό αυτόν, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Άρθρο 68
Δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον.

Άρθρο 69
1. Επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία και α) αν η παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή συνδέεται με την επέλευση χρονικού σημείου, προτού επέλθει το χρονικό σημείο, β) στην περίπτωση του άρθρου 378 του αστικού κώδικα, γ) αν ο ενάγων ζητεί να του παραδοθεί ένα πράγμα και, για την περίπτωση που δεν του παραδοθεί το ίδιο το πράγμα, ζητεί το διαφέρον, δ) αν η γένεση ή η άσκηση του δικαιώματος εξαρτάται από την έκδοση της απόφασης, ε) αν το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος, στ) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι ο οφειλέτης θα αποφύγει την έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής.

2. Στην περίπτωση του εδαφ. α` της προηγουμένης παραγράφου, ο εναγόμενος καταδικάζεται να καταβάλλει τα χρήματα ή να παραδώσει το πράγμα μόλις επέλθει το χρονικό σημείο. Στην περίπτωση του εδαφ. 1 καταδικάζεται να πληρώσει αποζημίωση αν δεν βρεθεί το πράγμα στο στάδιο της εκτέλεσης. Στην περίπτωση του εδαφ. ε` καταδικάζεται στην παροχή, μόλις πληρωθεί η αίρεση ή επέλθει το γεγονός και αυτό διαπιστωθεί με τον τρόπο που ορίζει η απόφαση.

Άρθρο 70
Όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή.

Άρθρο 71
Δικαστική προστασία μπορεί να ζητήσει όποιος επιδιώκει τη σύσταση, τη μεταβολή ή την κατάργηση έννομης σχέσης στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.

Άρθρο 72
Οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη τους εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί, εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπό του.

Άρθρο 73
Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 62 έως 72.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι`
ΟΜΟΔΙΚΙΑ

Άρθρο 74
Περισσότερα πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν από κοινού , ως ομόδικοι, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζουν άλλες διατάξεις, 1) αν, σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς, έχουν κοινό δικαίωμα ή κοινή υποχρέωση ή αν τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις τους στηρίζονται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία, ή 2) αν αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ιστορική και νομική βάση και συγχρόνως το δικαστήριο έχει Αρμοδιότητα για τον καθέναν από τους εναγόμενους.

Άρθρο 75
1. Κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί στη δίκη ανεξάρτητα από τους άλλους. Οι πράξεις και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν, ούτε ωφελούν τους άλλους.

2. Κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα να επισπεύσει τη δίκη. Το δικαστήριο αν κρίνει αναγκαία την ενιαία διεξαγωγή της δίκης, έχει το δικαίωμα να διατάξει το διάδικο που επισπεύδει τη διαδικασία να καλέσει και τους ομοδίκους που δεν κάλεσε.

Άρθρο 76
1. Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνον ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται.

2. Η διάταξη της παρ. 1 δεν εφαρμόζεται στο συμβιβασμό, στην αναγνώριση, στην παραίτηση από τη δίκη και στη συμφωνία για διαιτησία.

3. Οι απόντες ομόδικοι καλούνται σε κάθε μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη.

4. Η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ.1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους.

Άρθρο 77
Στις περιπτώσεις του άρθρου 76, αν οι ομόδικοι προτείνουν αντιφατικούς ισχυρισμούς, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την επιρροή τους στη διαδικασία και στην απόφαση, και μπορεί να καθορίσει τα αποτελέσματά τους, χωριστά για κάθε ομόδικο.

Άρθρο 78
Αν λείπουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας, το δικαστήριο διατάζει το χωρισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ`
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ

Άρθρο 79
1. Αν τρίτος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, έχει δικαίωμα να παρέμβει κυρίως.
2. Όποιος παρεμβαίνει κατά την παράγραφο 1, δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει να τεθεί εκτός δίκης οποιοσδήποτε από τους αρχικούς διαδίκους, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά ή αν συμφωνούν σ` αυτό όλοι οι διάδικοι.

Άρθρο 80
Αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν.

Άρθρο 81
1. Η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται εκούσια ή ύστερα από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Το δικόγραφο της παρέμβασης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για κάθε δικόγραφο α) αναγραφή των διαδίκων και της διαφοράς που εκκρεμεί, β) προσδιορισμό του έννομου συμφέροντος που έχει ο παρεμβαίνων στην εκκρεμή δίκη, καθώς και του δικαιώματος με βάση το οποίο αντιποιείται το επίδικο, γ) σε περίπτωση πρόσθετης παρέμβασης, καθορισμό του διαδίκου για την υποστήριξη του οποίου γίνεται η παρέμβαση.

2. Η άσκηση της κύριας παρέμβασης έχει τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής.

3. Ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη. Σε περίπτωση πρόσθετης παρέμβασης έχει δικαίωμα να προτείνει την έλλειψη κλήτευσης και ο διάδικος για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση.

Άρθρο 82
Όποιος προσθέτως παρεμβαίνει έχει δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις που επιτρέπονται στη δίκη προς το συμφέρον εκείνου για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και έχει την υποχρέωση να δεχτεί τη δίκη στη θέση που βρίσκεται κατά το χρόνο της παρέμβασής του. Οι πράξεις που ενεργεί είναι ισχυρές, εφόσον δεν είναι αντίθετες προς τις πράξεις του διαδίκου, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση. Αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση.

Άρθρο 83
Αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78.

Άρθρο 84
Όποιος άσκησε Πρόσθετη παρέμβαση, στις σχέσεις του με το διάδικο για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση, δεν έχει δικαίωμα να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα τη διαφορά έτσι όπως του υποβλήθηκε. Έχει δικαίωμα να προτείνει ότι ο διάδικος, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση, διεξήγαγε τη δίκη κατά τρόπο πλημμελή, αλλά μόνον όταν είτε εξαιτίας της στάσης, στην οποία βρισκόταν η δίκη όταν άσκησε την παρέμβασή του, είτε από τις πράξεις του διαδίκου, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση, εμποδίστηκε να προτείνει ισχυρισμούς ή όταν ο διάδικος για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση , παράλειψε από δόλο ή από βαριά αμέλεια να προτείνει ισχυρισμούς που ήταν άγνωστοι σε εκείνον που άσκησε την παρέμβαση.

Άρθρο 85
Όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση έχει δικαίωμα, αν συμφωνούν και οι δύο διάδικοι, να συμμετάσχει στη δίκη ως κύριος διάδικος, οπότε παίρνει τη θέση του διαδίκου για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση και εκείνος τίθεται εκτός δίκης. Η απόφαση που θα εκδοθεί δεν ισχύει εναντίον του αρχικού διαδίκου, που με τη συναίνεση όλων των διαδίκων τέθηκε εκτός δίκης.

Άρθρο 86
Στις περιπτώσεις του άρθρου 76, αν μόνο ένας ή μερικοί από τους ομοδίκους ασκούν την αγωγή, ενώ οι άλλοι δεν θέλουν να συμπράξουν μαζί τους, οι πρώτοι έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν τους τελευταίους για τη συζήτηση της υπόθεσης. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εναγόμενος, αν μόνον ένας ή κάποιος από τους ομοδίκους άσκησαν εναντίον του την αγωγή ή αν ο ενάγων άσκησε την αγωγή μόνον εναντίον ενός ή μερικών από τους ομοδίκους.

Άρθρο 87
Όποιος ενάγεται με εμπράγματη αγωγή, αν κατέχει το επίδικο πράγμα ή αν ασκεί εμπράγματο δικαίωμα στο όνομα άλλου, έχει δικαίωμα να τον προσεπικαλέσει στη δίκη.

Άρθρο 88
Ο ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν στη δίκη εκείνους από τους οποίους έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας.

Άρθρο 89
H προσεπίκληση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται στον προσεπικαλούμενο. Η άσκηση της προσεπίκλησης έχει τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής.

Άρθρο 90
Αν υπάρχει περίπτωση να προσεπικαλέσει ένας διάδικος κάποιον τρίτο και το δικαστήριο κρίνει αναγκαία την παρέμβασή του στη δίκη, έχει εξουσία να διατάξει και αυτεπαγγέλτως την προσεπίκλησή του, με απόφαση που ορίζει με την επιμέλεια ποιού διαδίκου θα γίνει η προσεπίκληση καθώς και το χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να γίνει. Η προσεπίκληση που διατάχθηκε επιτρέπεται να γίνει και με την επιμέλεια οποιουδήποτε άλλου διαδίκου.

Άρθρο 91
1. Όποιος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ανακοινώσει τη δίκη σε τρίτους, ώσπου να εκδοθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οριστική απόφαση για την ουσία της υπόθεσης, με την επιφύλαξη του άρθρου 238.

2. Η ανακοίνωση γίνεται με δικόγραφο, που πρέπει να αναφέρει και την αιτία, για την οποία γίνεται η ανακοίνωση, καθώς και τη στάση στην οποία βρίσκεται η δίκη. Με την επιφύλαξη του άρθρου 238, η ανακοίνωση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται στον τρίτον.

3. Η ανακοίνωση δεν δίνει σε εκείνον που ανακοινώνει τη δίκη το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης ή παράταση των προθεσμιών της.

Άρθρο 92
Ο τρίτος, στον οποίο έγινε η ανακοίνωση, έχει δικαίωμα να συμμετάσχει στη δίκη, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την παρέμβαση. Με την επιφύλαξη του άρθρου 238, αν εκείνος προς τον οποίο έγινε η ανακοίνωση δεν συμμετάσχει στη δίκη, και η ανακοίνωση έγινε πριν από την συζήτηση στο ακροατήριο, δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει τριτανακοπή εναντίον της απόφασης που θα εκδοθεί.

Άρθρο 93
Αν παρέμβει στη δίκη τρίτος, αντιποιούμενος επίδικη απαίτηση, με αντικείμενο που μπορεί να κατατεθεί, εφόσον ο εναγόμενος το καταθέσει δημόσια και παραιτηθεί από το δικαίωμα να το αναλάβει, το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του εναγομένου τον θέτει εκτός δίκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ`
ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

Άρθρο 94
1. Στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο.
2. Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο μόνο για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος.
3. Στην περίπτωση της παρ. 2 ο δικαστής έχει δικαίωμα, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις, να υποχρεώσει το διάδικο να προσλάβει δικηγόρο.

Άρθρο 95
Αν στην ίδια δίκη εκπροσωπούν το διάδικο περισσότεροι πληρεξούσιοι δικηγόροι, έχουν δικαίωμα να ενεργούν είτε από κοινού είτε ο καθένας χωριστά. Αντίθετος όρος του πληρεξούσιου εγγράφου δεν ισχύει απέναντι στον αντίδικο, εκτός αν το πληροφορήθηκε με κοινοποίηση.

Άρθρο 96
1. Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων.

2. Η πληρεξουσιότητα μιας αρχής μπορεί να δοθεί σε δικηγόρο και με έγγραφο της που περιέχει τα στοιχεία που αναγράφονται στην παράγραφο 1.

3. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου και στις περιπτώσεις του άρθρου 98 η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση.

Άρθρο 97
1. Η πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα, να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγών, παρεμβάσεων, προσεπικλήσεων και ένδικων μέσων, να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα και να επιδιώκει την εκτέλεση, καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές.
2. Περιορισμός της πληρεξουσιότητας ισχύει μόνον αν δηλωθεί ρητά, όταν χορηγήθηκε.
3. Η πληρεξουσιότητα για όλες τις δίκες παύει να ισχύει μετά πέντε χρόνια από τη χορήγησή της.

Άρθρο 98
Η πληρεξουσιότητα που δίνεται κατά το άρθρο 96 δεν περιλαμβάνει, εκτός αν το αναφέρει ειδικά, α) το δικαίωμα να ασκηθεί αγωγή κακοδικίας, καθώς και να διεξαχθεί δίκη που αφορά γαμικές διαφορές ή σχέσεις των τέκνων με τους γονείς τους, β) το δικαίωμα να συμφωνηθεί συμβιβασμός και διαιτησία, να γίνει αναγνώριση, παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής ή των ενδίκων μέσων, καθώς και την προσβολή εγγράφου ως πλαστού.

Άρθρο 99
Ο διάδικος, όταν εμφανίζεται μαζί με πληρεξούσιο, έχει δικαίωμα να ανακαλεί αμέσως τις ομολογίες εκείνου.

Άρθρο 100
Η πληρεξουσιότητα παύει :
1) όταν πεθάνει ο πληρεξούσιος ή μεταβληθεί η ικανότητά του για δικαστική παράσταση,
2) όταν περατωθεί η δίκη ή η πράξη για την οποία είχε δοθεί η πληρεξουσιότητα,
3) όταν ο πληρεξούσιος δικηγόρος παραιτηθεί ή παυθεί περισσότερο από τρεις μήνες ή εκπέσει από το λειτούργημά του,
4) όταν ανακληθεί η πληρεξουσιότητα,
5) όταν ο πληρεξούσιος παραιτηθεί από την πληρεξουσιότητα.

Άρθρο 101
Σε περίπτωση θανάτου εκείνου που έδωσε την πληρεξουσιότητα ή μεταβολής της ικανότητας για δικαστική παράσταση του ίδιου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, η πληρεξουσιότητα εξακολουθεί και παύει μόνο όταν διακοπεί η δίκη για έναν από τους λόγους αυτούς.

Άρθρο 102
1. Η παύση της πληρεξουσιότητας για την διεξαγωγή δίκης ή την ενέργεια ορισμένων διαδικαστικών πράξεων, που προκλήθηκε με την ανάκλησή της ή με την παραίτηση του πληρεξουσίου, ισχύει απέναντι στον αντίδικο μόνο από τότε που του κοινοποιείται η ανάκληση ή η παραίτηση ή από τη δήλωση που καταχωρίζεται στα Πρακτικά. Όπου ο νόμος απαιτεί να διοριστεί άλλος πληρεξούσιος δικηγόρος, η παύση ισχύει από τότε που θα γνωστοποιηθεί στον αντίδικο και ο διορισμός του νέου πληρεξουσίου.

2. Η παύση που επέρχεται με ανάκληση της πληρεξουσιότητας πρέπει να κοινοποιηθεί και στον ανακαλούμενο πληρεξούσιο, καθώς και στο συμβολαιογράφο που έχει συντάξει το πληρεξούσιο έγγραφο ο οποίος είναι υποχρεωμένος να σημειώσει την ανάκληση στο πρωτότυπο του πληρεξουσίου εγγράφου.
Άρθρο 103
Επί ένα μήνα μετά την παύση της πληρεξουσιότητας που προκλήθηκε με παραίτηση του πληρεξουσίου, αν δεν ανέλαβε τη διεξαγωγή της δίκης αντικαταστάτης, ο πληρεξούσιος που παραιτήθηκε έχει δικαίωμα και υποχρέωση να ενεργεί στη δίκη μόνο τις πράξεις που είναι αναγκαίες για να προστατευθούν τα συμφέροντα εκείνου που έδωσε την πληρεξουσιότητα και να αποτραπούν επιβλαβείς συνέπειες εξαιτίας της παραίτησης.

Άρθρο 104
Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβαση της.

Άρθρο 105
1. Αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης και να επιτρέψει σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά . Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της έλλειψης.

2. Η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού συμπληρωθεί η έλλειψη ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε.

3. Αν δεν συμπληρώθηκε η έλλειψη μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδικάζει εκείνον που παραστάθηκε χωρίς πληρεξουσιότητα, να πληρώσει τα έξοδα που προκλήθηκαν από την παράστασή του αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ`
ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 106
Το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Άρθρο 107
Το δικαστήριο διατάζει και αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή απόδειξης με οποιαδήποτε κατάλληλα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπει ο νόμος, και αν δεν τα επικαλέστηκαν οι διάδικοι.

Άρθρο 108
Οι διαδικαστικές πράξεις ενεργούνται με πρωτοβουλία και επιμέλεια των διαδίκων, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Άρθρο 109
1. Δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί από κανέναν χωρίς τη θέλησή του, ο δικαστής που ορίζει ο νόμος γι` αυτόν.

2. Το αρμόδιο δικαστήριο δεν μπορεί να μεταβιβάσει τη δικαιοδοσία του, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Μόνο ειδικές διαδικαστικές πράξεις μπορούν να ανατεθούν και σε άλλα δικαστήρια ή δικαστές, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.
Άρθρο 110
1. Οι διάδικοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις και είναι ίσοι ενώπιον του δικαστηρίου.

2. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται σε όλες τις συζητήσεις της υπόθεσης, ακόμη και όταν γίνονται κεκλεισμένων των θυρών και πρέπει για το σκοπό αυτό να καλούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου.

3. Οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να εμφανίζονται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, όταν τους καλεί για το σκοπό αυτό.

Άρθρο 111
1. Η διαδικασία στο ακροατήριο στηρίζεται στην έγγραφη προδικασία.

2. Καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η αίτηση που έχει εισαχθεί χωρίς προδικασία απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως.

Άρθρο 112
Η Προδικασία και η διαδικασία έξω από το ακροατήριο δεν είναι δημόσιες επιτρέπεται όμως να προσέρχονται σε αυτές οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοί τους.

Άρθρο 113
1. Οι συνεδριάσεις όλων των πολιτικών δικαστηρίων γίνονται δημόσια. Η διάσκεψη για την έκδοση της απόφασης γίνεται μυστικά.

2. Όποιος διευθύνει τη διαδικασία ορίζει κατά την κρίση του τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να μείνουν στην αίθουσα των συνεδριάσεων και έχει την εξουσία να διατάξει τον αποκλεισμό των ανηλίκων, εκείνων που οπλοφορούν, καθώς και εκείνων που εμφανίζονται με τρόπο ανάρμοστο και αντίθετο προς την τάξη και την ευπρέπεια της συνεδρίασης.

Άρθρο 114
1. Αν η διεξαγωγή της συζήτησης θα μπορούσε να είναι επιβλαβής για τα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή ολόκληρης της συζήτησης ή ενός μέρους της κεκλεισμένων των θυρών. Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι, οι πληρεξούσιοι και οι τεχνικοί σύμβουλοί τους έχουν δικαίωμα να παρίστανται. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να παραμείνουν στο ακροατήριο τα πρόσωπα που έχουν εντολή να τηρούν την τάξη, οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες καθώς και να επιτρέψει, ύστερα από αίτηση διαδίκου να παραμείνουν στο ακροατήριο έως τρία πρόσωπα της εκλογής του.

2. Η απόφαση της παραγράφου 1 δεν επιτρέπεται να εκδοθεί χωρίς προηγουμένη ακρόαση των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους και του εισαγγελέα, αν αυτός παρίσταται. Η συζήτηση γίνεται δημόσια, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να γίνει και αυτή κεκλεισμένων των θυρών.

3. Η απόφαση που διατάζει να γίνει η συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών, καθώς και η απόφαση για την υπόθεση δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση.

4. Ο εισαγγελέας που ήταν παρών καθώς και οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν αμέσως και αυτοτελώς τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης εναντίον της απόφασης που διέταξε να γίνει η συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών. Τα ένδικα αυτά μέσα δεν αναστέλλουν τη συζήτηση της υπόθεσης.

Άρθρο 115
1. Η διαδικασία πριν από τη δημόσια συνεδρίαση και έξω από το ακροατήριο είναι πάντοτε έγγραφη.
2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 237 και 238 στον πρώτο βαθμό καθώς και στις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική.
3. Η κατάθεση των προτάσεων είναι υποχρεωτική.
4. (Η παρ. 4 καταργείται)

Άρθρο 116
1. Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοί τους οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν, με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις.
2. Το δικαστήριο, οι διάδικοι, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι και οι νόμιμοι εκπρόσωποι των διαδίκων οφείλουν να συμβάλλουν με την εν γένει δικονομική τους συμπεριφορά και ιδίως με την επιμελή διεξαγωγή της δίκης, την εμπρόθεσμη επιχείρηση διαδικαστικών πράξεων, την έγκαιρη προβολή ισχυρισμών και προσαγωγή αποδεικτικών μέσων στην επίσπευση της δίκης και στην ταχεία επίλυση της διαφοράς.

Άρθρο 116Α
1. Το δικαστήριο ενθαρρύνει τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, υποστηρίζει σχετικές πρωτοβουλίες των διαδίκων και μπορεί να διατυπώσει προτάσεις συμβιβασμού με συνεκτίμηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης.
2. Το δικαστήριο μπορεί να προτείνει στους διαδίκους την προσφυγή σε διαδικασία διαμεσολάβησης. Σε περίπτωση αποδοχής της πρότασης η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ`
ΕΚΘΕΣΕΙΣ

Άρθρο 117
1. Ουσιώδη προαπαιτούμενα για κάθε έκθεση είναι:
α) να συντάσσεται όταν γίνεται η πράξη με την παρουσία όσων συμπράττουν,
β) να αναφέρει τον τόπο και το χρόνο που γίνεται η πράξη, το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο και την κατοικία κάθε προσώπου που είναι παρόν,
γ) να διαβάζεται στους παρόντες διαδίκους και στα άλλα πρόσωπα που συμπράττουν και να επιβεβαιώνεται από αυτούς,
δ) να υπογράφεται από το δικαστή ή δικαστικό υπάλληλο που τη συνέταξε, από το γραμματέα που συνέπραξε, από τους παρόντες διαδίκους και τα άλλα πρόσωπα που συνέπραξαν ή να αναφέρεται η άρνηση ή η αδυναμία τους να υπογράψουν.

2. Η σύνταξη της έκθεσης μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ`
ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

Άρθρο 118
Τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν :
1) το δικαστήριο ή το δικαστή, ενώπιον του οποίου διεξάγεται η δίκη ή η διαδικαστική πράξη,
2) το είδος του δικογράφου,
3) το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο και την κατοικία όλων των διαδίκων και των νόμιμων αντιπροσώπων τους και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και την έδρα τους,
4) το αντικείμενο του δικογράφου, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο και
5) τη χρονολογία και την υπογραφή του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου ή του δικαστικού πληρεξουσίου του και, όταν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, την υπογραφή του δικηγόρου.

Άρθρο 119
1. Τα δικόγραφα της αγωγής, της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αναίρεσης, της αναψηλάφησης, της τριτανακοπής, της ανακοπής εναντίον εξώδικων και δικαστικών πράξεων, της κύριας και πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοίνωσης και της προσεπίκλησης πρέπει να περιέχουν, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρον 118, και ακριβή καθορισμό της διεύθυνσης, και ιδίως οδό και αριθμό της κατοικίας ή του γραφείου ή του καταστήματος του διαδίκου που ενεργεί τη διαδικαστική πράξη, του νόμιμου αντιπροσώπου του και του δικαστικού πληρεξουσίου του. Τα δικόγραφα περιέχουν επίσης τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των πληρεξούσιων δικηγόρων.
2. Η διάταξη της παραγράφου 1 εφαρμόζεται και στο δικόγραφο της δήλωσης για την εκούσια επανάληψη της δίκης, καθώς και στις προτάσεις που υποβάλλονται για πρώτη φορά σε κάθε δικαστήριο, εφόσον ο διάδικος δεν είχε κοινοποιήσει δικόγραφο από εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
3. Κάθε μεταβολή της διεύθυνσης πρέπει να γνωστοποιείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλο ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, επισυνάπτεται στη δικογραφία και κοινοποιείται στον αντίδικο.
4. Τα δικόγραφα είναι δυνατόν να υποβάλλονται και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 150/2001 (Α` 125). Το δικόγραφο που έχει υποβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι κατατέθηκε, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη, που θα φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την άνω έννοια και θα περιέχει και την έκθεση κατάθεσης.

Άρθρο 120
Η επίδοση εγγράφου που αφορά την εκκρεμή δίκη, καθώς και η επίδοση της οριστικής απόφασης, που γίνεται στη διεύθυνση της κατοικίας ή του γραφείου ή του καταστήματος, η οποία είχε αναφερθεί σύμφωνα με το άρθρον 119, είναι έγκυρη, ακόμη και αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν είχε ή δεν έχει πια εκεί την κατοικία ή το γραφείο ή το κατάστημά του.

Άρθρο 121
Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 119, επιτρέπεται να γίνουν όλες οι επιδόσεις στον αντίκλητο, ακόμη και εκείνες που πρέπει να γίνουν στον ίδιο το διάδικο. Αν δεν υπάρχει αντίκλητος ή υπάρχει αλλά είναι άγνωστη η διεύθυνσή του, καθώς και του διαδίκου, οι επιδόσεις αυτές μπορεί να γίνουν στη γραμματεία του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου διεξάγεται η δίκη. Για την κρίση αν είναι άγνωστη η διεύθυνση του διαδίκου ή του αντικλήτου, όταν υπάρχει αρκεί και απλή πιθανολόγηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ`
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Άρθρο 122
1. Η επίδοση κάθε εγγράφου γίνεται με δικαστικό επιμελητή διορισμένο στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία ή τη διαμονή του, όταν γίνεται η επίδοση, εκείνος προς τον οποίο αυτή απευθύνεται.

2. Οι επιδόσεις που γίνονται με την επιμέλεια του δικαστηρίου μπορούν να γίνουν και από ποινικό κλητήρα της περιφέρειας ή από όργανο της ελληνικής αστυνομίας ή της δασοφυλακής, ή από το γραμματέα του δήμου.
3. Αν δεν υπάρχει δικαστικός επιμελητής στον τόπο της επίδοσης ή αν κατά την κρίση του εισαγγελέα πρωτοδικών ή του ειρηνοδίκη της περιφέρειας όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση είναι δύσκολη η μετάβαση του δικαστικού επιμελητή στον τόπο αυτόν, η επίδοση μπορεί να γίνει και από ποινικό κλητήρα της περιφέρειας ή από όργανο της ελληνικής αστυνομίας ή της δασοφυλακής ή από τον γραμματέα του δήμου που ορίζεται από τον προαναφερόμενο εισαγγελέα η ειρηνοδίκη.
4. Με διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να καθιερωθεί και η επίδοση με το ταχυδρομείο ή με τηλεγράφημα ή τηλέφωνο, όλων ή μερικών από τα προαναφερόμενα έγγραφα και παράλληλα να οριστεί ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται και θα αποδεικνύεται η επίδοση.
5. Τα δικόγραφα είναι δυνατόν να επιδίδονται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 150/2001. Το δικόγραφο που έχει επιδοθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι επιδόθηκε, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από τον παραλήπτη ηλεκτρονική απόδειξη, που θα φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την άνω έννοια και θα ισχύει ως έκθεση επίδοσης.

Άρθρο 123
1. Η επίδοση γίνεται με την επιμέλεια του διαδίκου ύστερα από παραγγελία που δίνεται είτε από τον ίδιο ή τον πληρεξούσιό του, είτε με αίτησή τους, από τον αρμόδιο δικαστή, και προκειμένου για πολυμελή δικαστήρια από τον πρόεδρό τους.
2. Η παραγγελία για επίδοση δίνεται εγγράφως κάτω από το έγγραφο που επιδίδεται.

Άρθρο 124
1. Η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει.
2. Αν το πρόσωπο έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, είτε μόνο του είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του.
3. Η επίδοση δεν επιτρέπεται να γίνει σε εκκλησία, την ώρα που γίνεται ιεροτελεστία ή άλλη θρησκευτική τελετή ή προσευχή, ούτε σε αίθουσα δικαστηρίου όταν αυτό συνεδριάζει.

Άρθρο 125
1. Η επίδοση δεν επιτρέπεται να γίνει νύχτα, Σάββατο ή Κυριακή ή άλλη εορτή που ορίζεται από το νόμο ως αργία, χωρίς να συναινεί ο παραλήπτης ή χωρίς άδεια του αρμόδιου δικαστή στον οποίο εκκρεμεί η υπόθεση και, αν πρόκειται για πολυμελή δικαστήρια, του προέδρου τους. Αν δεν εκκρεμεί δίκη, η άδεια δίνεται από τον ειρηνοδίκη, στην περιφέρεια του οποίου πρόκειται να γίνει η επίδοση.
2. Η νύχτα θεωρείται ότι διαρκεί από τις 7 το βράδυ ως τις 7 το πρωί.
3. Η άδεια που δίνεται στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 πρέπει να σημειώνεται στο έγγραφο που επιδίδεται και στην έκθεση της επίδοσης.

Άρθρο 126
1. Η επίδοση γίνεται α) προσωπικά σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο, β) για πρόσωπα που δεν έχουν ικανότητα δικαστικής παράστασης, στο νόμιμο αντιπρόσωπό τους, γ) για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων, στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, δ) για το δημόσιο, σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο.
2. Αν υπάρχουν περισσότεροι νόμιμοι αντιπρόσωποι, αρκεί η επίδοση σε έναν από αυτούς.
Άρθρο 127
1. Η επίδοση συνίσταται στην παράδοση του εγγράφου στα χέρια του προσώπου προς το οποίο γίνεται.
2. Αν η επίδοση γίνεται στο νόμιμο αντιπρόσωπο περισσότερων ανίκανων προσώπων ή στον αντίκλητο περισσοτέρων, αρκεί να του παραδοθεί ένα μόνο αντίγραφο ή πρωτότυπο του εγγράφου που πρέπει να επιδοθεί.

Άρθρο 128
1. Αν ο παραλήπτης δε βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους συγγενείς ή τα πρόσωπα που συνοικούν μαζί του που έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη.
2. Κατοικία με την έννοια της παραγράφου 1, είναι το σπίτι ή το διαμέρισμα που είναι προορισμένο για διημέρευση ή διανυκτέρευση του παραλήπτη, ακόμη και αν για πολύ μικρό διάστημα δεν χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό.
3. Σύνοικοι θεωρούνται εκείνοι που διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, οι θυρωροί πολυκατοικιών και τα μέλη της οικογενείας τους, που συνοικούν μαζί τους, οι διευθυντές ξενοδοχείων και οικοτροφείων, καθώς και το υπηρετικό και υπαλληλικό προσωπικό τους, όχι όμως οι ένοικοι άλλου διαμερίσματος ή δωματίου της ίδιας κατοικίας.
4. Αν κανείς από όσους αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στην κατοικία,
α) το έγγραφο πρέπει να κολληθεί στην πόρτα της κατοικίας και σε ενσφράγιστο φάκελο, επί του οποίου θα υπάρχουν μόνο τα στοιχεία του δικαστικού επιμελητή και του προς όν η επίδοση, μπροστά σε ένα μάρτυρα. Σε περιπτώσεις πολυκατοικιών, οι οποίες είναι κλειστές και δεν είναι δυνατόν να κολληθεί το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας, η επικόλληση μπορεί να γίνεται κατά τα ανωτέρω και στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας,
β) το αργότερο την επομένη εργάσιμη ημέρα μετά τη θυροκόλληση, αντίγραφο του εγγράφου, που συντάσσεται ατελώς, πρέπει να παραδοθεί στα χέρια του προϊσταμένου του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας και αν λείπει ο προϊστάμενος, στον αξιωματικό ή υπαξιωματικό υπηρεσίας ή στο σκοπό του αστυνομικού καταστήματος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η παράδοση βεβαιώνεται με απόδειξη που συντάσσεται ατελώς κάτω από την έκθεση της επίδοσης που αναφέρεται στο άρθρο 140 παράγραφος 1. Η απόδειξη αυτή πρέπει να αναφέρει την ημερομηνία που έγινε η παράδοση, και το ονοματεπώνυμο, καθώς και την ιδιότητα εκείνου που παρέλαβε το αντίγραφο, ο οποίος υπογράφει την απόδειξη και τη σφραγίζει με την υπηρεσιακή σφραγίδα. Το αντίγραφο που παραδόθηκε φυλάγεται σε ιδιαίτερο φάκελο στο υπηρεσιακό γραφείο, όπου υπηρετεί εκείνος που το παρέλαβε,
γ) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παράδοση, σύμφωνα με την περίπτωση β`, εκείνος που ενήργησε την επίδοση του εγγράφου πρέπει να ταχυδρομήσει σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η επίδοση έγγραφη ειδοποίηση στην οποία πρέπει να αναφέρεται το είδος του εγγράφου που επιδόθηκε, η διεύθυνση της κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλληση του, η ημερομηνία της θυροκόλλησης, η αρχή στην οποία παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και η ημερομηνία της παράδοσης. Η ειδοποίηση ταχυδρομείται με έξοδα εκείνου που ζητεί να γίνει η επίδοση. Το γεγονός ότι ταχυδρομήθηκε η ειδοποίηση βεβαιώνεται με Απόδειξη, την οποία συντάσσει και υπογράφει ατελώς, κάτω από την επιδοτήρια έκθεση της παραγράφου 1 του άρθρου 140, εκείνος που ενεργεί την επίδοση. Η βεβαίωση πρέπει να αναφέρει το ταχυδρομικό γραφείο, με το οποίο έστειλε την ειδοποίηση, και τον υπάλληλο που την παρέλαβε, ο οποίος προσυπογράφει τη βεβαίωση. Ύστερα από προφορική αίτηση του παραλήπτη, η αρχή στην οποία είχε παραδοθεί το αντίγραφο, σύμφωνα με την άνω περίπτωση β` του παρόντος, του το παραδίδει, με έγγραφη Απόδειξη που συντάσσεται ατελώς.

Άρθρο 129

1. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν βρίσκεται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο, που προβλέπει το άρθρο 124 παράγραφος 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου, ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης.
2. Αν κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 128 παράγραφος 4.

Άρθρο 130
1. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης ή τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 128 και 129 αρνηθούν να παραλάβουν το έγγραφο ή να υπογράψουν την έκθεση της επίδοσης ή αν δεν μπορούν να την υπογράψουν, το όργανο της επίδοσης επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας, του γραφείου, του καταστήματος ή του εργαστηρίου, μπροστά σε έναν μάρτυρα.
2. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν έχει κατοικία, γραφείο, κατάστημα ή εργαστήριο και είτε αρνείται να παραλάβει το έγγραφο είτε δεν μπορεί ή αρνείται να υπογράψει την έκθεση της επίδοσης και η άρνηση του παραλήπτη ή η αδυναμία του βεβαιώνεται και από ένα μάρτυρα που προσλαμβάνεται από το όργανο της επίδοσης για το σκοπό αυτόν, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 128 παράγραφος 4 εδάφιο β`.

Άρθρο 131
Αν ο παραλήπτης της επίδοσης νοσηλεύεται σε νοσοκομείο ή κρατείται σε φυλακή και δεν είναι δυνατή η επικοινωνία μαζί του, σύμφωνα με βεβαίωση της διεύθυνσης του νοσοκομείου ή της φυλακής, που σημειώνεται στην έκθεση της επίδοσης, η επίδοση μπορεί να γίνει στο διευθυντή του νοσοκομείου ή της φυλακής, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να παραδώσει το έγγραφο στα χέρια εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση.

Άρθρο 132
1. Αν εκείνος προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση υπηρετεί σε εμπορικό πλοίο που βρίσκεται σε ελληνικό λιμάνι, αν απουσιάζει ή αρνείται να παραλάβει το έγγραφο ή αρνείται ή δεν μπορεί να υπογράψει την έκθεση, η επίδοση γίνεται στον πλοίαρχο του πλοίου ή στον αναπληρωτή του και αν απουσιάζουν ή αρνούνται και αυτοί να το παραλάβουν, η επίδοση γίνεται στο λιμενάρχη, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ειδοποιήσει εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση.
2. Αν εκείνος προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση υπηρετεί σε εμπορικό πλοίο που δεν βρίσκεται σε ελληνικό λιμάνι, η επίδοση γίνεται στην κατοικία του, σύμφωνα με το άρθρο 128 και αν δεν έχει κατοικία, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής. Σε κάθε περίπτωση η επίδοση γίνεται και στα γραφεία του πλοιοκτήτη στην Ελλάδα, ή, διαφορετικά, στα γραφεία του πράκτορα του πλοίου σε ελληνικό λιμάνι, εφόσον υπάρχουν.

Άρθρο 133
1. Για πρόσωπα που ανήκουν σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες και βρίσκονται σε ενεργή υπηρεσία, αν δεν είναι δυνατή η επίδοση στους ίδιους ή στους συγγενείς ή υπηρέτες, που συνοικούν μαζί τους, γίνεται, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 128, καθώς και α) για εκείνους που υπηρετούν γενικά στις ένοπλες δυνάμεις της ξηράς, στο διοικητή της μονάδας ή του καταστήματος ή της υπηρεσίας, όπου ανήκει ο παραλήπτης της επίδοσης. Αν είναι άγνωστη η μονάδα, το κατάστημα ή η υπηρεσία, η επίδοση γίνεται στον αρχηγό του αντίστοιχου κλάδου, β) για αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και ναύτες του πολεμικού ναυτικού, στον αρχηγό του γενικού επιτελείου ναυτικού, γ) για αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και σμηνίτες της πολεμικής αεροπορίας, στον αρχηγό του γενικού επιτελείου αεροπορίας, δ) για αξιωματικούς και υπαξιωματικούς της αστυνομίας πόλεων, της χωροφυλακής και του λιμενικού σώματος, καθώς και για αστυφύλακες, χωροφύλακες και λιμενοφύλακες, στον προϊστάμενο της υπηρεσίας τους, ε) για εκείνους που ανήκουν στο προσωπικό των φάρων, των φανών και των σηματοφόρων, στο λιμενάρχη της περιφέρειας, όπου ασκούν τα καθήκοντά τους.
2. Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 α` έως ε`, όταν λάβουν το έγγραφο, είναι υποχρεωμένοι να το στείλουν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση σε εκείνον στον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση με το πιο γρήγορο και πιο ασφαλές μέσο.

Άρθρο 134
1. Αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο. Για έγγραφα που αφορούν την εκτέλεση, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών, στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η εκτέλεση, και για εξώδικες πράξεις, στον εισαγγελέα της τελευταίας στο εσωτερικό κατοικίας ή γνωστής διαμονής του παραλήπτη της επίδοσης και αν δεν υπάρχει κατοικία ή γνωστή διαμονή στο εσωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών της πρωτεύουσας.
2. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 η Παραγγελία για επίδοση πρέπει να περιέχει με ακρίβεια τον τόπο και τη διεύθυνση του παραλήπτη της επίδοσης.
3. Ο εισαγγελέας, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον Υπουργό των Εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση.

Άρθρο 135
1. Αν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 134 και συγχρόνως δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα, ύστερα από υπόδειξη του εισαγγελέα στον οποίο γίνεται η επίδοση, περίληψη του δικογράφου που κοινοποιήθηκε. Η περίληψη συντάσσεται και υπογράφεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση και πρέπει να αναφέρει το ονοματεπώνυμο των διαδίκων, το είδος του δικογράφου που επιδόθηκε, το αίτημά του και, προκειμένου για απόφαση, το διατακτικό, το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή τον υπάλληλο που ενεργεί την εκτέλεση και, αν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση καλείται να εμφανιστεί ή να ενεργήσει ορισμένη πράξη, πρέπει να αναφέρεται ο τόπος και ο χρόνος εμφάνισης, καθώς και το είδος της πράξης.
2. Όποιος επισπεύδει την επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής, μπορεί να δημοσιεύσει σε εφημερίδες προσκλήσεις προς καθέναν που γνωρίζει τον τόπο και τη συγκεκριμένη διεύθυνση διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, να ανακοινώσει ενυπογράφως τα στοιχεία αυτά με αναφορά της συγκεκριμένης διεύθυνσής του, στη γραμματεία του πρωτοδικείου Αθηνών ή του πρωτοδικείου της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του. Ως προς τις εφημερίδες εφαρμόζεται ανάλογα η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού. Ο προσδιορισμός τους γίνεται από τον εισαγγελέα, που είναι αρμόδιος σύμφωνα με το άρθρ. 134 παράγραφος 1, ύστερα από αίτηση εκείνου που επισπεύδει την επίδοση. Οι δημοσιεύσεις γίνονται σε εμφανές μέρος των εφημερίδων και μάλιστα σε δύο φύλλα που απέχουν μεταξύ τους οκτώ ημέρες. Στις προσκλήσεις που δημοσιεύονται με τον τρόπο αυτόν δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ο λόγος, για τον οποίο ζητούνται τα στοιχεία. Αν, ύστερα από οκτώ ημέρες μετά την τελευταία δημοσίευση, δεν φτάσει ανακοίνωση σε καμιά από τις γραμματείες αυτές, ισχύει το τεκμήριο ότι ο τόπος ή η συγκεκριμένη διεύθυνση διαμονής του παραλήπτη της επίδοσης είναι άγνωστα και η ανταπόδειξη αποκλείεται.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που το Υπουργείο Εξωτερικών βεβαιώσει ότι δεν είναι δυνατή η αποστολή του εγγράφου σε πρόσωπο που διαμένει ή εδρεύει στο εξωτερικό.

Άρθρο 136
1. Η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε προκειμένου για τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 131 έως 134, μόλις παραδοθεί το έγγραφο στις αρχές ή τα πρόσωπα που ορίζονται εκεί, ανεξάρτητα από το χρόνο αποστολής και παραλαβής του, και για τα πρόσωπα άγνωστης διαμονής η επίδοση θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε από τη δημοσίευση της περίληψης, σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 1.
2. Στις επιδόσεις του άρθρου 128 παράγραφος 4 η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε με τη θυροκόλληση του εγγράφου στην πόρτα της κατοικίας εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, με την προϋπόθεση, ότι έγιναν όσα ορίζονται στην παράγραφο αυτή με τα στοιχεία β` και γ`.

Άρθρο 137
Η επίδοση σε εκείνους που έχουν τη διαμονή ή την έδρα τους στο εξωτερικό μπορεί να γίνει και με τις διατυπώσεις του αλλοδαπού νόμου, από τα όργανα που αυτός ορίζει.

Άρθρο 138
Αν τα γραφεία ή καταστήματα που αναφέρονται στα άρθρα 128 παράγραφος 4, στοιχείο β`, 131, 132 και 133, είναι κλειστά ή οι αρχές ή τα πρόσωπα που αναφέρονται σ` αυτά αρνούνται να παραλάβουν το επιδιδόμενο έγγραφο ή να υπογράψουν την έκθεση της επίδοσης, όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει σχετική έκθεση και παραδίδει το επιδιδόμενο έγγραφο στον εισαγγελέα πρωτοδικών, στην Αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο τόπος της επίδοσης, ο οποίος αποστέλλει το έγγραφο σε εκείνον που είχε αρνηθεί να το παραλάβει ή να υπογράψει την έκθεση. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 136.

Άρθρο 139
1. Όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία εκτός από όσα απαιτεί το άρθρο 117, πρέπει να περιέχει και α) την Παραγγελία για επίδοση, β) σαφή καθορισμό του εγγράφου που επιδόθηκε και των προσώπων που αφορά, γ) μνεία της ημέρας και της ώρας της επίδοσης, δ) μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138.
2. Η έκθεση υπογράφεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση, καθώς και από εκείνον που παραλαμβάνει το έγγραφο και σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του, υπογράφεται και από το μάρτυρα που είχε προσληφθεί για το σκοπό αυτόν.
3. Όποιος ενεργεί την επίδοση σημειώνει επάνω στο επιδιδόμενο έγγραφο την ημέρα και την ώρα της επίδοσης και υπογράφει. Η σημείωση αυτή αποτελεί Απόδειξη υπέρ εκείνου προς τον οποίο έγινε η επίδοση. Αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην έκθεση της επίδοσης και στη σημείωση, υπερισχύει η έκθεση.

Άρθρο 140
1. Η έκθεση του άρθρου 139 συντάσσεται σε δύο πρωτότυπα, από τα οποία το ένα παραδίδεται σε εκείνον που είχε δώσει την παραγγελία της επίδοσης, ενώ το άλλο ατελώς φυλάγεται από το όργανο της επίδοσης. Για την επίδοση γίνεται περιληπτική σημείωση σε ειδικό βιβλίο που τηρεί το όργανο της επίδοσης.
2. Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει να δίνει αντίγραφα από το πρωτότυπο που έχει στο αρχείο του, ύστερα από αίτησή τους, σε όποιον είχε δώσει την Παραγγελία για επίδοση και σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται και σε καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, αν ο πρόεδρος πρωτοδικών της περιφέρειας, όπου έγινε η επίδοση, το εγκρίνει με σημείωσή του, επάνω στην αίτηση.
3. Αν η επίδοση έγινε από τα όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 122 παράγραφοι 2 και 3, τα όργανα αυτά καταθέτουν το δεύτερο πρωτότυπο στο γραφείο του δήμου ή της κοινότητας, στην περιφέρεια του οποίου έγινε η επίδοση, όπου φυλάγεται σε ιδιαίτερο φάκελο, από τον οποίο ο αρμόδιος υπάλληλος του δήμου ή της κοινότητας εκδίδει τα αντίγραφα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο. Τα όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 122 παράγραφοι 2 και 3 δεν τηρούν το ειδικό βιβλίο της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.

Άρθρο 141
1. Στις περιπτώσεις που η επίδοση γίνεται αυτεπαγγέλτως την παραγγελία δίνει η γραμματεία η οποία οφείλει να επιβλέψει για την πραγματοποίηση της επίδοσης και να φροντίσει να αρθούν οι ενδεχόμενες ελλείψεις.

2. Ύστερα από έγγραφη αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου, ο γραμματέας μπορεί να επιτρέψει να γίνει η επίδοση με την επιμέλεια του αιτούντος, ορίζοντας την προθεσμία, μέσα στην οποία ο διάδικος αυτός πρέπει να προσκομίσει την έκθεση της επίδοσης. Αν ο διάδικος δεν την προσκομίσει μέσα στην προθεσμία, η επίδοση γίνεται με την επιμέλεια της γραμματείας.
3. Η επίδοση για το διάδικο που τη ζήτησε θεωρείται ότι έγινε από την υποβολή της αίτησης.

Άρθρο 142
1. Κάθε διάδικος ή άλλος ενδιαφερόμενος μπορεί να διορίσει αντίκλητο για να παραλαμβάνει τα έγγραφα που του κοινοποιούνται. Ο διορισμός γίνεται για όλες ή ορισμένες από τις δικαστικές ή εξώδικες επιδόσεις που του απευθύνονται και αφορούν μία ή περισσότερες ή όλες τις υποθέσεις του. Ο διορισμός γίνεται με δήλωση στη γραμματεία του πρωτοδικείου της κατοικίας του και αν τη δήλωση την κάνει κάτοικος του εξωτερικού, γίνεται στη γραμματεία του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας. Στη δήλωση αναφέρεται με ακρίβεια η διεύθυνση της κατοικίας ή του γραφείου του αντικλήτου. Η δήλωση γίνεται αυτοπροσώπως ή με ειδικό πληρεξούσιο. Ο αρμόδιος υπάλληλος της γραμματείας συντάσσει έκθεση που υπογράφει ο ίδιος και εκείνος που κάνει τη δήλωση και καταχωρίζεται σε ευρετήριο με την αλφαβητική σειρά των επωνύμων.
2. Με τον τρόπο της παραγράφου 1 γίνεται και η αντικατάσταση ή η ανάκληση του αντικλήτου, η οποία σημειώνεται κάτω από την πράξη του διορισμού. Το ίδιο ισχύει και όταν ο αντίκλητος δηλώσει παραίτηση.
3. Η εξουσία του αντικλήτου παύει α) όταν πεθαίνει, β) όταν περατωθεί η υπόθεση ή η πράξη για την οποία διορίστηκε, γ) δύο πλήρεις ημέρες μετά την ανάκληση του αντικλήτου ή την παραίτησή του.
4. Μπορεί να διοριστεί έγκυρα αντίκλητος και με ρήτρα σε σύμβαση. Στον αντίκλητο που διορίστηκε με τον τρόπο αυτόν, και μάλιστα στη διεύθυνσή του που αναφέρεται στη σύμβαση, ύστερα από παραγγελία του αντισυμβαλλομένου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του, γίνεται η επίδοση όλων των εξώδικων ή διαδικαστικών πράξεων που έχουν σχέση με τη σύμβαση, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια από τον παραλήπτη της επίδοσης, εκτός αν η σύμβαση έχει ρητά διαφορετική ρύθμιση. Σε περίπτωση αμφιβολίας η επίδοση στον αντίκλητο που διορίστηκε με σύμβαση, είναι δυνητική. Η παράγραφος 3 εφαρμόζεται και γι` αυτούς τους αντικλήτους, αλλά η ανάκληση ή η παραίτηση ισχύει απέναντι στον αντισυμβαλλόμενο ή στους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους του, μόνο αν περιέχει διορισμό άλλου αντικλήτου στην ίδια πόλη, με σημείωση της συγκεκριμένης διεύθυνσής του. Τα ίδια ισχύουν και σε περίπτωση που μεταβληθεί η διεύθυνση του διορισμένου αντικλήτου, η οποία είχε δηλωθεί στη σύμβαση ή στο μεταγενέστερο διορισμό του.
5. Ο αρμόδιος γραμματέας στέλνει αντίγραφα των δηλώσεων των παραγράφων 1 και 2 στο γραμματέα του πρωτοδικείου Αθηνών, ο οποίος τα καταχωρίζει σε ευρετήριο με την αλφαβητική σειρά των επωνύμων.

Άρθρο 143
1. Ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η επίδοση της οριστικής απόφασης.
2. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον αντίκλητο, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια του ενδιαφερομένου, οι οποίες πρέπει να επιδίδονται στον ίδιο.
3. Η επίδοση της κλήσης για την συζήτηση αγωγής ή ενδίκου μέσου μπορεί να γίνει και σε όποιον τα έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος.
4. Η επίδοση σε πρόσωπο που έχει τη διαμονή ή την έδρα του στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής πρέπει να γίνεται υποχρεωτικά στον αντίκλητο, εφόσον αναφέρεται στον κύκλο των υποθέσεων για τις οποίες έχει γίνει ο διορισμός του, και όταν ακόμη πρόκειται για αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια του παραλήπτη της επίδοσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ`
ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

Άρθρο 144
1. Οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση ή μετά τη συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας και λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας και αν αυτή είναι κατά το νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα τη επομένης μη εξαιρετέας ημέρας.
2. Οι προθεσμίες που αρχίζουν με την επίδοση εγγράφων τρέχουν εναντίον και εκείνου με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση.
3. Το Σάββατο θεωρείται για τον παρόντα Κώδικα εξαιρετέα και μη εργάσιμη ημέρα.

Άρθρο 145
1.Η προθεσμία που προσδιορίζεται σε έτη λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους.
2. Η προθεσμία που προσδιορίζεται σε μήνες λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί αριθμητικά στην ημέρα έναρξης, και αν δεν υπάρχει τέτοια αντιστοιχία, τότε υπολογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα.
3. Προθεσμία μισού έτους ισχύει ως προθεσμία έξι μηνών και προθεσμία μισού μήνα ισχύει ως προθεσμία δεκαπέντε ημερών.
4. Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε ώρες, δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες που μεσολαβούν και είναι κατά το νόμο εξαιρετέες.
5. Αν η ορισμένη προθεσμία αποτελείται από μήνες και ημέρες υπολογίζονται πρώτα οι μήνες και μετά προσθέτονται οι ημέρες.

Άρθρο 146
1. Αν κάποιος διάδικος πεθάνει, ενώ διαρκεί η προθεσμία, αυτή διακόπτεται.
2.Αν η προθεσμία που διακόπηκε είχε αρχίσει με την επίδοση εγγράφου, η νέα προθεσμία αρχίζει με τη νέα επίδοση σ` αυτούς που κατά το νόμο διαδέχθηκαν εκείνον που πέθανε. Αν η προθεσμία που διακόπηκε είχε αρχίσει με κάποιο άλλο γεγονός, η νέα προθεσμία αρχίζει με την επίδοση σχετικής δήλωσης στα παραπάνω πρόσωπα.
3. Η διακοπή της δίκης που επέρχεται κατά τη διάρκεια κάποιας προθεσμίας διακόπτει και την προθεσμία και η νέα προθεσμία αρχίζει με την επανάληψη της δίκης.

Άρθρο 147
1. Οι συντηρητικές αποδείξεις που έχουν επιτραπεί διεξάγονται σε όλη τη διάρκεια των διακοπών.
2. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για τις προθεσμίες των άρθρων 503, 518 παράγραφος 1, 545 παράγραφοι 1 και 2, 564 παράγραφοι 1 και 2, καθώς και των άρθρων 153, 598, 636 παράγραφος 1, 633 παράγραφος 2, 642, 715 παράγραφος 5, 729 παράγραφος 5, 847 παράγραφος 1, 926 παράγραφος 2, 934 παράγραφος 1 στοιχεία α` και β`, 943 παράγραφος 4, 955, 966 παράγραφοι 2 και 3, 971 παράγραφος 1, 972 παράγραφος 1 εδάφιο τρίτο, 973, 974, 979 παράγραφος 2, 985 παράγραφος 1, 986, 988 παράγραφος 1, 995, 997 παρ. 2 και 999.
3. Το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών δεν υπολογίζεται στην
προθεσμία του άρθρου 938 παράγραφος 4.

Αρθρο 148
Οι προθεσμίες που ορίζει ο νόμος ή ο δικαστής και αφορούν τη διαδικασία μπορούν να παραταθούν από τους διαδίκους, με συμφωνία αυτών, μόνο εφόσον συμφωνεί ο δικαστής ή από τον ίδιο το δικαστή, ο οποίος σταθμίζει τις ειδικές κάθε φορά περιστάσεις. Η δυνατότητα αυτή δεν ισχύει για τις προθεσμίες ένδικων μέσων.

Άρθρο 149
(Το άρθρο 149 έχει καταργηθεί)

Άρθρο 150

1.Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης, εφόσον πιθανολογούνται σπουδαίοι λόγοι, μπορούν με απόφασή τους ύστερα από αίτηση κάποιου διάδικου, που δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. να διατάξουν τη σύντμηση των νόμιμων προθεσμιών, με εξαίρεση τις προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων.
2. Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν τη σύντμηση των νόμιμων ή δικαστικών προθεσμιών.

Άρθρο 151
Η παρέλευση νόμιμης η δικαστικής προθεσμίας συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα να επιχειρηθεί η πράξη για την οποία είχε οριστεί η προθεσμία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ`
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Άρθρο 152
1. Αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
2. Πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου δεν αποτελεί λόγο για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
3. Η αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δεν μπορεί να στηριχθεί σε περιστατικά τα οποία ο δικαστής, όταν εξέταζε την αίτηση για παράταση της προθεσμίας ή για αναβολή, είχε κρίνει ανεπαρκή για τη χορήγηση της παράτασης ή της αναβολής.

Άρθρο 153
Η επαναφορά πρέπει να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου.

Άρθρο 154
Η επαναφορά ζητείται από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκη ή, αν υπάρχει εκκρεμοδικία, ζητείται από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για το αν ασκήθηκε εμπρόθεσμα η πράξη για την ενέργεια της οποίας είχε ταχθεί η προθεσμία.

Άρθρο 155
1.Η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο.
2. Η αίτηση της παραγράφου 1 πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η προθεσμία, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας τους και να περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί και εφόσον για την άσκηση της πράξης χρειάζεται ιδιαίτερος τύπος, πρέπει να αναφέρεται και ότι τηρήθηκε ο τύπος.

Άρθρο 156
Η συζήτηση της αίτησης γίνεται μαζί με τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης, εφόσον είναι εκκρεμής, το δικαστήριο όμως μπορεί να διατάξει τη χωριστή εκδίκασή τους.

Άρθρο 157
Η άσκηση της αίτησης δεν αναστέλλει την πρόοδο της κύριας δίκης ή την εκτέλεση της απόφασης που εκδίδεται, εκτός αν το δικαστήριο που έχει Αρμοδιότητα σύμφωνα με το άρθρο 154, διατάξει την αναστολή της προόδου της δίκης ή της εκτέλεσης, ύστερα από πρόταση διάδικου που υποβάλλεται κατά την εκδίκαση της αίτησης.

Άρθρο 158
Δεν επιτρέπεται να υποβληθεί αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, αν χάθηκε η προθεσμία του άρθρου 153 από οποιοδήποτε λόγο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΘ`
ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ

Άρθρο 159
Η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο 1) αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, 2) αν για την παράβαση αυτή επιτρέπεται αναίρεση ή Αναψηλάφηση, 3) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας.

Άρθρο 160
1. Η ακυρότητα δεν μπορεί να απαγγελθεί χωρίς πρόταση του διαδίκου, εκτός αν ο νόμος παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκε η διάταξη.
2. Δεν έχει δικαίωμα να προτείνει την ακυρότητα εκείνος που είχε ενεργήσει την προσβαλλόμενη σαν άκυρη πράξη ή εκείνος του οποίου η συμπεριφορά προκάλεσε την ακυρότητα ή εκείνος που, αφού είχε γίνει η άκυρη πράξη, παραιτήθηκε ρητώς ή σιωπηρώς από την πρόταση της ακυρότητας.
3. Η Πρόταση της ακυρότητας είναι απαράδεκτη, αν δεν γίνει κατά την πρώτη διαδικαστική πράξη, ύστερα από εκείνη που προσβάλλεται ως άκυρη, εκτός αν νόμος δίνει στο δικαστήριο την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκε η διάταξη ή αν εξαιτίας της ακυρότητας μπορεί να ζητηθεί αναίρεση.

Άρθρο 161
Το δικαστήριο, όταν απαγγέλλει την ακυρότητα, διατάζει αυτεπαγγέλτως να επαναληφθεί η πράξη μέσα σε ορισμένη προθεσμία, αν κρίνει ότι αυτό είναι δυνατό, εκτός αν έχει ήδη επέλθει έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ`
ΕΓΓΥΟΔΟΣΙΑ

Άρθρο 162
Το δικαστήριο διατάζει εγγυοδοσία στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, με την επιφύλαξη ότι οι διάδικοι δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, εκτιμώντας ελεύθερα και καθορίζοντας το μέγεθος της ποσότητας που πρέπει να δοθεί, καθώς και την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να γίνει η παροχή αυτή.

Άρθρο 163
Η εγγυοδοσία γίνεται με την κατάθεση μετρητών χρημάτων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Το γραμμάτιο της κατάθεσης πρέπει να κατατεθεί, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 162, στη γραμματεία του δικαστηρίου που διέταξε την εγγυοδοσία.

Άρθρο 164
Το δικαστήριο, όταν διατάζει εγγυοδοσία, μπορεί ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, να επιτρέψει, αντί για μετρητά χρήματα, να δοθεί 1)με τίτλους παραστατικούς αξίας, στους οποίους πρέπει να είναι προσαρτημένα τα μη ληξιπρόθεσμα τοκομερίδια ή οι μη απαιτητές μερισματοποδείξεις, 2) με εγγυητική επιστολή αξιόχρεης τράπεζας, 3) με εγγραφή υποθήκης σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα. Οι παραστατικοί αξίας τίτλοι και τα ακίνητα υπολογίζονται για την εγγύηση στα τρία τέταρτα της αξίας τους.

Άρθρο 165
1. Η εγγύηση με τίτλους παραστατικούς αξίας γίνεται με την κατάθεσή τους στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Αν πρόκειται για εγγυοδοσία με ονομαστικούς τίτλους, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ανακοινώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την κατάθεση αυτή στην ανώνυμη εταιρία που τους έχει εκδώσει, η οποία αμέσως το σημειώνει στα βιβλία της.
2. Το γραμμάτιο που βεβαιώνει την κατάθεση των τίτλων, η εγγυητική επιστολή της αξιόχρεης τράπεζας και το πιστοποιητικό εγγραφής της υποθήκης πρέπει να κατατεθούν , μέσα στην προθεσμία του άρθρου 162, στη γραμματεία του δικαστηρίου που διέταξε την εγγυοδοσία .Το μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό διέταξε την εγγυοδοσία, μπορεί να παρατείνει την προθεσμία αυτή για δεκαπέντε ημέρες, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.

Άρθρο 166
Από την κατάθεση ως εγγυοδοσίας των χρημάτων ή των παραστατικών αξίας τίτλων εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εγγύηση αποκτά δικαίωμα ενεχύρου επάνω σ` αυτά για την απαίτηση για την οποία δόθηκε η εγγύηση.

Άρθρο 167
Αν μετά τη χορήγηση της εγγύησης γίνει φανερό ότι είναι ανεπαρκής ή αν μεσολαβήσουν νέα γεγονότα που δικαιολογούν την αντικατάστασή της, μπορεί να ζητηθεί συμπλήρωση ή αντικατάσταση από το μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό είχε διατάξει την εγγυοδοσία ,κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Η σχετική αίτηση δεν αναστέλλει την πρόοδο της κύριας δίκης.

Άρθρο 168
Αν πάψει η αιτία για την οποία δόθηκε η εγγύηση, αυτή αίρεται και αν πραγματοποιηθεί ο λόγος για τον οποίο δόθηκε, επέρχεται κατάπτωση της εγγύησης υπέρ εκείνου, για τον οποίο είχε δοθεί. Σχετικά αποφασίζει το μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό είχε διατάξει την εγγύηση, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Άρθρο 169
Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγόμενου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε Κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα, ή το διάδικο που άσκησε Κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του στα έξοδα.

Άρθρο 170
Δεν επιτρέπεται εγγυοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 169,1) αν ο ενάγων ή ο διάδικος που άσκησε Κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο έχει το ευεργέτημα της πενίας,2) σε περίπτωση ανταγωγής, 3) στις γαμικές διαφορές, στις διαφορές που αναφέρονται στις σχέσεις γονέων και τέκνων και γενικά στις μη περιουσιακές διαφορές, 4) στις διαφορές διατροφής, 5)στις διαφορές από συναλλαγματικές ή άλλους τίτλους εις διαταγήν,6) στις εργατικές διαφορές και στις διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας.

Άρθρο 171
Ο εναγόμενος ή ο διάδικος εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει στην αγωγή ή στην κύρια παρέμβαση ώσπου να κατατεθεί η εγγύηση που διατάχθηκε. Το δικαστήριο δεν προχωρεί στη συζήτηση του ένδικου μέσου, ώσπου να κατατεθεί η εγγύηση που διέταξε σχετικά με το ένδικο αυτό μέσο.

Άρθρο 172
Αν η προθεσμία που ορίστηκε για την εγγυοδοσία περάσει άπρακτη, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που είχε ζητήσει την εγγύηση, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η αγωγή ή η κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ`
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ

Άρθρο 173
1. Όποιος προκαλεί κύρια ή παρεμπίπτουσα δίκη καταβάλλει τα τέλη για τις συζητήσεις της δίκης αυτής.
2. Όποιος προσβάλλει απόφαση με ένδικο μέσο προκαταβάλλει τα τέλη για την συζήτησή του.
3. Ο διάδικος που προκαλεί διαδικαστική πράξη προκαταβάλλει τα έξοδα και τα τέλη της.
4. Σε δίκες διατροφής, όποιος έχει υποχρέωση σύμφωνα με το νόμο ή με δικαιοπραξία να δώσει διατροφή, προκαταβάλλει και τα, κατά την κρίση του δικαστή, έξοδα και τέλη του ενάγοντος, έως το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
5. Στις υποθέσεις που αφορούν σε ενήλικο θύμα των εγκλημάτων που ορίζονται στα άρθρα 323, 323Α και 351 του Π.Κ. ή σε ανήλικο θύμα των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 323Β εδάφιο α`, 324, 336, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351 και 351Α του Π.Κ., ο εναγόμενος προκαταβάλλει τα κατά την κρίση του δικαστή έξοδα και τέλη του ενάγοντος (θύματος) έως το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Άρθρον 174
1. Όταν ο νόμος δεν προσδιορίζει με ακρίβεια τα έξοδα και τέλη που πρέπει να προκαταβληθούν για κάποια διαδικαστική πράξη ή συζήτηση, τα προσδιορίζει ο δικαστής, στον οποίο εκκρεμεί η δίκη και όταν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, ο πρόεδρος, με πράξη που γράφεται επάνω στη σχετική αίτηση και κοινοποιείται στον υπόχρεο για να τα προκαταβάλει.
2. Η Απόδειξη της προκαταβολής των τελών και εξόδων που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 173 πρέπει να προσάγεται στο γραμματέα, όταν συζητείται η υπόθεση ή όταν επιχειρείται η πράξη.

Άρθρο 175
Ο υπόχρεος σε προκαταβολή των τελών και εξόδων, αν τη παραλείψει, θεωρείται ότι δεν εμφανίστηκε.

Άρθρο 176
Ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα. Θεωρείται ότι νικήθηκε και εκείνος, του οποίου απορρίφθηκε η αίτηση, ως προς το μέρος που ο αντίδικος δεν είχε ομολογήσει ή αναγνωρίσει.

Άρθρο 177
Αν ο εναγόμενος δεν προκάλεσε με τη στάση του την άσκηση της αγωγής και αμέσως μετά την άσκησή της την αποδέχεται ή ομολογεί πλήρως τη βάση της, το δικαστήριο επιβάλλει τα έξοδα στον ενάγοντα.

Άρθρο 178

1. Σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του καθενός.
2. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ο δικαστής μπορεί να επιβάλλει το σύνολο των εξόδων σε βάρος του ενός μόνο διαδίκου, αν το μέρος που απορρίφθηκε από την αίτηση του άλλου διαδίκου είναι ελάχιστο και δεν έδωσε αφορμή για να αυξηθούν τα έξοδα ή αν ο καθορισμός του μεγέθους της απαίτησης είχε εξαρτηθεί από την κρίση του δικαστή ή από την εκτίμηση πραγματογνωμόνων.

Άρθρο 179
Το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

Άρθρο 180
1. Αν καταδικαστούν περισσότεροι, είτε είναι ομόδικοι είτε όχι, να πληρώσουν τα έξοδα, ενέχονται κατά ίσα μέρη, το δικαστήριο όμως μπορεί κατά την κρίση του, να κατανείμει τα έξοδα με βάση το μερίδιο που αναλογεί σε καθέναν επάνω στο επίδικο αντικείμενο.
2. Τα έξοδα της ιδιαίτερης πράξης ή της ιδιαίτερης διαδικασίας που προκάλεσε ένας μόνο ομόδικος, επιβάλλονται αποκλειστικά σε βάρος του.
3. Αν καταδικαστούν περισσότεροι ως συνοφειλέτες εις ολόκληρον, έχουν εις ολόκληρον υποχρέωση και για την πληρωμή των εξόδων, εφόσον η απόφαση δεν ορίζει διαφορετικά, με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 2.

Άρθρο 181
1. Σε περίπτωση κύριας παρέμβασης, τα έξοδα της κύριας δίκης και της παρέμβασης, αν η τελευταία γίνει δεκτή, επιβάλλονται κατά ίσα μέρη σε βάρος των αρχικών διαδίκων.
2. Αν η Κύρια παρέμβαση απορριφθεί ως απαράδεκτη ή άκυρη, όποιος άσκησε την παρέμβαση καταδικάζεται στα έξοδα των αρχικών διαδίκων τα οποία προκλήθηκαν από την άσκησή της.
3. Αν η Κύρια παρέμβαση απορριφθεί στην ουσία, τα έξοδά της επιβάλλονται σε βάρος εκείνου που άσκησε την παρέμβαση, ενώ τα έξοδα της κύριας δίκης επιβάλλονται, κατά ίσα μέρη, σε βάρος εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αρχικού διαδίκου που νικήθηκε.
4. Οι διατάξεις των άρθρων 178 έως 180 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

Άρθρο 182
1. Στην Πρόσθετη παρέμβαση τα έξοδα που προκλήθηκαν από αυτήν σε περίπτωση νίκης του διαδίκου για το συμφέρον του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση επιβάλλονται σε βάρος του αντιδίκου, ενώ σε περίπτωση ήττας του καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση, σε βάρος εκείνου που άσκησε την Πρόσθετη παρέμβαση.
2. Οι διατάξεις των άρθρων 178 έως 180 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.
3. Στις περιπτώσεις που εκείνος ο οποίος άσκησε Πρόσθετη παρέμβαση θεωρείται ομόδικος εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 180.

Άρθρο 183
Τα έξοδα που προκάλεσε η άσκηση και η εκδίκαση ένδικου μέσου επιβάλλονται, σε περίπτωση που απορριφθεί, σε βάρος του διαδίκου που το άσκησε, ενώ σε περίπτωση που γίνει δεκτό, σε βάρος του διαδίκου που νικήθηκε. Οι διατάξεις των άρθρων 176 έως 182 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

Άρθρο 184
Τα έξοδα της ερήμην δίκης, καθώς και εκείνα που προκάλεσε η αναβολή της συζήτησης ή της ενέργειας κάποιας διαδικαστικής πράξης, επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου που δικάστηκε ερήμην ή που ζήτησε την αναβολή. Αν η Ερημοδικία κριθεί άκυρη ή η αναβολή προκλήθηκε από υπαιτιότητα του αντιδίκου, τα έξοδα επιβάλλονται σε βάρος του.

Άρθρο 185
Όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους μπορούν να επιβληθούν σε βάρος του διαδίκου που νίκησε 1) αν ο δικαστής κρίνει ότι ο διάδικος αυτός δεν τήρησε το καθήκον της αλήθειας, 2) αν καθυστερημένα πρότεινε επιθετικό ή αμυντικό μέσο ή έφερε αποδεικτικό μέσο, ενώ ο δικαστής κρίνει ότι μπορούσε να το προτείνει ή να το φέρει νωρίτερα, 3) αν έγινε υπαίτιος για την ακυρότητα διαδικαστικής πράξης ή της συζήτησης.

Άρθρο 186
1. Υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, δικαστικοί επιμελητές , πληρεξούσιοι ή αντιπρόσωποι των διαδίκων, μάρτυρες και πραγματογνώμονες μπορούν να καταδικαστούν να πληρώσουν τα έξοδα, ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως, α) όταν έγιναν υπαίτιοι, από βαριά αμέλεια ή από δόλο, ακυρότητας διαδικαστικής πράξης ή Συζήτησης ή αναβολής της ή αν προξένησαν περιττά έξοδα και β) όταν το ορίζει ρητώς ο νόμος.

2. Η απόφαση μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή, σύμφωνα με τα άρθρα 583 επ.

Άρθρο 187
Με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας των ενδιαφερομένων, τα έξοδα του δικαστικού συμβιβασμού επιβαρύνουν εξίσου τους διαδίκους, ενώ τα έξοδα της καταργούμενης δίκης συμψηφίζονται.

Άρθρο 188
1. Αν γίνει ανάκληση διαδικαστικής πράξης ή παραίτηση είτε από αυτήν είτε από όλη τη δίκη, τα έξοδα επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου που ανακαλεί ή παραιτείται.
2. Σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής ή ένδικου μέσου, τα έξοδα της δίκης, που τερματίζεται με την αποδοχή, επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου που αποδέχεται με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 177.

Άρθρο 189
1. Αποδίδονται μόνο τα Δικαστικά έξοδα που ήταν απαραίτητα για την διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης και ιδίως: α) τα τέλη χαρτοσήμου για την σύνταξη των αποφάσεων, των δικογράφων, των δικαστικών εκθέσεων και των άλλων εγγράφων της δίκης και για την ενέργεια των διαδικαστικών πράξεων, β) το τέλος δικαστικού ενσήμου, γ) η αμοιβή των δικηγόρων ή άλλων δικαστικών πληρεξουσίων και των δικαστικών υπαλλήλων, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν, δ) τα ποσά που καταβάλλονται στους μάρτυρες για έξοδα και Αποζημίωση, καθώς και στους πραγματογνώμονες για έξοδα και αμοιβή, σύμφωνα με τις διατιμήσεις που ισχύουν, ε) τα ποσά που καταβλήθηκαν για την προσαγωγή άλλων αποδεικτικών μέσων, καθώς και τα έξοδα ταξιδιού και αλληλογραφίας που κατέβαλε ο διάδικος για να εμφανιστεί στη δίκη.
2. Δεν αποδίδονται τα έξοδα που έγιναν α) από απείθεια, απροσεξία ή σφάλμα του ίδιου του διαδίκου, β) από υπερβολική πρόνοιά του.

Άρθρο 190
1. Για τον προσδιορισμό και την εκκαθάριση του ποσού των εξόδων που πρέπει να αποδοθούν, κάθε διάδικος πρέπει να επισυνάψει στη δικογραφία, έως την συζήτηση στο ακροατήριο, κατάλογο των εξόδων και να φέρει, έως το τέλος της συζήτησης, τις παρατηρήσεις του για τον κατάλογο εξόδων που έχει υποβάλει ο αντίδικός του.
2. Ο κατάλογος της παραγράφου 1 μπορεί να περιληφθεί και στις προτάσεις που υποβάλλονται στην συζήτηση στο ακροατήριο.
3. Για την εκκαθάριση των εξόδων αρκεί πιθανολόγηση.

Άρθρο 191
1. Όταν το δικαστήριο αποφασίζει οριστικά για ολόκληρη την κύρια ή την παρεμπίπτουσα δίκη ή για ένα μέρος της, πρέπει, εφόσον έχει υποβληθεί ο κατάλογος του άρθρου 190, να περιλάβει διάταξη στην απόφαση για την υποχρέωση της πληρωμής των εξόδων, καθορίζοντας και το ποσό τους.
2. Αν δεν υποβληθεί ο κατάλογος εξόδων, το δικαστήριο προχωρεί στην εκκαθάρισή τους, αν έχει υποβληθεί αίτημα για την επιδίκασή τους.
3. Αν η απόφαση δεν περιέχει διάταξη για τα έξοδα, μπορεί να υποβληθεί σχετική αίτηση στο ίδιο δικαστήριο.

Άρθρο 192
Σε περίπτωση αποδοχής ή ανάκλησης διαδικαστικής πράξης ή παραίτησης, είτε από αυτήν είτε από ολόκληρη τη δίκη, αν εκδίδεται οριστική απόφαση, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 191, διαφορετικά η εκκαθάριση των εξόδων γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 679 επ. από το μονομελές πρωτοδικείο ή από το ειρηνοδικείο, για τις δίκες που διεξάγονται σ’ αυτό.

Άρθρο 193
Δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ`
ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑ ΠΕΝΙΑΣ

Άρθρο 194
1. Το ευεργέτημα της πενίας παρέχεται σε όποιον αποδεδειγμένα δεν μπορεί να καταβάλει τα έξοδα της δίκης και τα παράβολα χωρίς να περιορισθούν από αυτό τα απαραίτητα μέσα για τη διατροφή του ίδιου και της οικογένειας του.
2.Το ευεργέτημα της πενίας μπορεί να δοθεί και σε νομικά πρόσωπα κοινωφελή ή που δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό καθώς και σε ομάδες προσώπων που έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι, αν αποδεικνύουν ότι με την προκαταβολή των εξόδων γίνεται πια αδύνατη ή προβληματική η εκπλήρωση του σκοπού τους.
3.Η διάταξη της παραγράφου 2 εφαρμόζεται και σε ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρείες, καθώς και σε συνεταιρισμούς, εφόσον η καταβολή των εξόδων δεν μπορεί να γίνει ούτε από το ταμείο τους ούτε από τα μέλη, χωρίς να περιοριστούν τα απαραίτητα μέσα για τη διατροφή των ιδίων και της οικογένειάς τους.
4.Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται μόνο εφόσον η δίκη δεν παρουσιάζεται φανερά άδικη ή ασύμφορη.

Άρθρο 195
Με τις προϋποθέσεις του άρθρου 194 μπορεί να δοθεί το ευεργέτημα της πενίας σε αλλοδαπούς και σε πρόσωπα που αποδεδειγμένα δεν έχουν ιθαγένεια.

Άρθρο 196
1. Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται ύστερα από αίτηση, από τον ειρηνοδίκη, το δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη και, αν πρόκειται για πράξεις που είναι άσχετες με δίκη, από τον ειρηνοδίκη της κατοικίας του αιτούντος.
2. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει συνοπτικά το αντικείμενο της δίκης ή της πράξης, τα αποδεικτικά μέσα που υπάρχουν για την κύρια υπόθεση, καθώς και τα στοιχεία που βεβαιώνουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 194.
3. Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται:
α) πιστοποιητικό, ατελώς, του δημάρχου όπου είναι η κατοικία ή η μόνιμη διαμονή του αιτούντος, το οποίο βεβαιώνει την επαγγελματική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του, καθώς και όσα ορίζονται στο άρθρο 194 παράγραφοι 1 έως 3, και β) πιστοποιητικό, ατελώς, του οικονομικού εφόρου της κατοικίας ή της μόνιμης διαμονής του αιτούντος το οποίο βεβαιώνει αν ο αιτών υπέβαλε κατά την τελευταία τριετία δήλωση φόρου εισοδήματος ή οποιουδήποτε άλλου άμεσου φόρου, καθώς και την εξακρίβωση της, ύστερα από έλεγχο.

Άρθρο 197
1. Όταν δικάζεται η αίτηση, δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο και μπορεί να διαταχθεί η κλήτευση του αντιδίκου του αιτούντος. Για την παραδοχή της αίτησης αρκεί πιθανολόγηση, το δικαστήριο μπορεί όμως να ζητήσει και αυτεπαγγέλτως συμπληρωματικές αποδείξεις, να εξετάσει μάρτυρες, καθώς και τον αιτούντα, με όρκο ή χωρίς όρκο, όπως επίσης να ζητήσει πληροφορίες από τον δικαστή της υπόθεσης και γνώμη δικηγόρου ότι η διεξαγωγή της δίκης δεν εμφανίζεται φανερά άδικη ή ασύμφορη.
2.Ο δικαστής που δικάζει την αίτηση, όταν διατάζει να κλητευθεί ο αντίδικος του αιτούντος, μπορεί να ορίσει ότι η εκδίκαση της αίτησης θα συνεχιστεί ατελώς.

Άρθρο 198
Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται χωριστά για κάθε δίκη, ισχύει για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας για κάθε δικαστήριο και περιλαμβάνει την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης.

Άρθρο 199
1. Όποιος έλαβε το ευεργέτημα της πενίας απαλλάσσεται προσωρινά από την υποχρέωση να καταβάλει τα έξοδα της δίκης και γενικά της διαδικασίας, ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος του απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα παράβολα, τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, των μαρτύρων και άλλων δικαστικών πληρεξουσίων, καθώς και από την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά.

2. Με την απόφαση που χορηγεί το ευεργέτημα της πενίας μπορεί να οριστεί ότι ο άπορος απαλλάσσεται προσωρινά από την προκαταβολή ενός μέρους μόνο από τα έξοδα αυτά.
3. Η παραχώρηση του ευεργετήματος της πενίας δεν επηρεάζει την υποχρέωση να πληρωθούν τα έξοδα που επιδικάστηκαν στον αντίδικο.

Άρθρο 200
1. Ύστερα από αίτηση του διαδίκου, η απόφαση που χορηγεί το ευεργέτημα της πενίας ή και μεταγενέστερη απόφαση διορίζει ένα δικηγόρο ή δικολάβο, ένα συμβολαιογράφο και ένα δικαστικό επιμελητή, με την εντολή να υπερασπιστούν τον άπορο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να του δώσουν την βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν οι διάφορες πράξεις. Αυτοί έχουν υποχρέωση να δεχτούν την εντολή και να δίνουν τη βοήθειά τους στον άπορο χωρίς αξίωση προκαταβολής αμοιβής δικαιωμάτων.
2. Ο διορισμός δικηγόρου με την απόφαση ισχύει ως παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας από τον άπορο, στην έκταση που ορίζει το άρθρο 97, εκτός αν η απόφαση ύστερα από αίτηση του απόρου, την περιορίζει ή την επεκτείνει.

Άρθρο 201
Το ευεργέτημα της πενίας παύει με το θάνατο του φυσικού προσώπου ή με τη διάλυση του νομικού προσώπου ή της εταιρίας ή άλλης ομάδας προσώπων. Πράξεις που δεν επιδέχονται αναβολή μπορούν να ενεργηθούν και αργότερα με βάση το ευεργέτημα που δόθηκε.

Άρθρο 202
Το ευεργέτημα της πενίας μπορεί να ανακληθεί ή να περιοριστεί με απόφαση του αρμόδιου δικαστή, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της παροχής του είτε δεν υπήρχαν εξαρχής, είτε έπαψαν να υπάρχουν αργότερα, είτε μεταβλήθηκαν.

Άρθρο 203
1. Η εκκαθάριση των εξόδων της δίκης, όταν είχε προηγηθεί ευεργέτημα πενίας, γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 190 έως 193 και περιλαμβάνει όσα έξοδα δεν είχαν προκαταβληθεί προσωρινά σύμφωνα με το άρθρο 199.
2. Αν η απόφαση επιβάλει τα έξοδα σε βάρος του αντιδίκου του απόρου, η είσπραξη των τελών χαρτοσήμου, του δικαστικού ενσήμου, του απογράφου και του αντιγράφου, καθώς και των προσαυξήσεών τους, γίνεται σύμφωνα με το νόμο για την είσπραξη των δημόσιων εσόδων, ενώ εκείνων που οφείλονται στον άπορο, τους δικηγόρους ή άλλους δικαστικούς πληρεξούσιους και στους άλλους δικαστικούς υπαλλήλους επιδικάζονται στα πρόσωπα αυτά και εισπράττονται κατά τις διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με τον ίδιον τρόπο γίνεται η είσπραξη των εξόδων, αν επιβληθούν σε βάρος του απόρου, αμέσως μόλις πάψουν να υπάρχουν όλες ή μερικές από τις προϋποθέσεις για την παροχή του ευεργετήματος της πενίας και βεβαιωθεί αυτό με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 202.

Άρθρο 204
Αν οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποι τους πέτυχαν την παροχή του ευεργετήματος της πενίας με αναληθείς δηλώσεις και στοιχεία, ο δικαστής, που αποφασίζει την ανάκληση του ευεργετήματος, τους καταδικάζει σε χρηματική ποινή από εκατό (100) ευρώ έως διακόσια (200) ευρώ που περιέρχονται στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, χωρίς να αποκλείεται υποχρέωση τους να καταβάλουν τα ποσά από τα οποία είχαν απαλλαγεί, ούτε και η ποινική τους δίωξη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΓ`
ΠΟΙΝΕΣ

Άρθρο 205
Το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφαση του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από πεντακόσια (500) ευρώ έως χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, που περιέρχονται στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε, ότι, αν και το γνώριζαν: 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας.

Άρθρο 206
Ο δικαστής μπορεί, ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις και να επιβάλλει, αν έγιναν στο ακροατήριο ασυγχώρητες παραδρομές και παραβάσεις, πειθαρχικές ποινές σε υπαλλήλους της γραμματείας, συμβολαιογράφους και δικαστικούς επιμελητές.

Άρθρο 207
1. Αν όταν ενεργείται κάποια πράξη, είτε στο ακροατήριο είτε και έξω από αυτό, γίνει θόρυβος ή εκδηλωθεί ανυπακοή στα μέτρα που έχουν ληφθεί ή στις διαταγές που δόθηκαν, ο δικαστής και, αν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, ο πρόεδρος έχει εξουσία να επιβάλλει σε αυτόν που θορυβεί ή στον παραβάτη είτε χρηματική ποινή από εκατό (100) ευρώ έως πεντακόσια (500) ευρώ είτε την απομάκρυνση του από τον τόπο όπου ενεργείται η πράξη είτε κράτηση 24 ωρών.
2. Αν αυτός που θορυβεί ή ο παραβάτης είναι δικηγόρος, το δικαστήριο, είτε πρόκειται για συνεδρίαση στο ακροατήριο, είτε πρόκειται για ενέργεια πράξης έξω από αυτό, μπορεί να εφαρμόσει τα άρθρα 70, 71 και 73 του Δικηγορικού Κώδικα.
3. Οι πράξεις αυτές μπορούν να ανακληθούν από εκείνον που τις έχει εκδώσει.
4. Κατά τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων στο ακροατήριο εφαρμόζονται και τα άρθρα 116 και 117 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

«Σας παρακαλούμε να σχολιάσετε τα επι μέρους σημεία του Κώδικα αναφέροντας το συγκεκριμένο άρθρο, παράγραφο ή εδάφιο στο οποίο αναφέρεται το σχόλιό σας

  • 28 Μαρτίου 2014, 14:52 | Αναστασία – Άννα Α. Σπηλιοπούλου

    Τα άρθρα 169, 170, 171 και 172, ουδεμία πραγματική ανάγκη εξυπηρετούν, αλλά αντιθέτως κατ’ ουσίαν αποβαίνουν σε άρνηση του συνταγματικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη και στέρηση αγώγιμων περιουσιακών δικαιωμάτων επί τη βάσει αποκλειστικώς οικονομικών κριτηρίων. Περαιτέρω, ουδόλως μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι τα άρθρα 169-172 ΚΠολΔ αποσκοπούν στην αποτροπή καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη, δεδομένου ότι τουλάχιστον υπό την ισχύουσα και ανωτέρω μορφή τους για την επιβολή εγγυοδοσίας δεν απαιτείται καν πιθανολόγηση του βασίμου του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ήτοι αυτά θεωρούνται a priori ως καταχρηστικά με μόνο κριτήριο την οικονομική αδυναμία του ενάγοντος. Ούτε δε το άρθρο 170 παρέχει ικανά εχέγγυα υπέρ των οικονομικώς αδυνάτων εναγόντων δεδομένου ότι δεν καλύπτει όλο το εύρος το περιπτώσεων, με χαρακτηριστικότερη ίσως περίπτωση αυτή των πτωχών εταιρειών. Άλλωστε, τα άρθρα 169-172 δεν διασφαλίζουν καν τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου δεδομένου ότι κατά το χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως επιβολής εγγυοδοσίας, ο εναγόμενος έχει ήδη προβεί στις δαπάνες της δίκης (δικηγορικές αμοιβές για σύνταξη προτάσεων και παράσταση στο δικαστήριο). Τέλος, σε κάθε περίπτωση κατά τη στάθμιση των συμφερόντων των διαδίκων μερών είναι προφανές ότι το περιοριζόμενο από τις ανωτέρω διατάξεις θεμελιώδες δικαίωμα της προσφυγής στη δικαιοσύνη είναι ανώτερο του όποιου δικαιώματος στα -αβέβαια μάλιστα κατά το στάδιο της επιβολής της εγγυοδοσίας- δικαστικά έξοδα.

  • 28 Μαρτίου 2014, 13:56 | Αθηνά Δημοπούλου, Επ. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής Αθηνών

    Τα άρθρα 169, 170, 171, 172 (εγγυοδοσία & ανάκληση αγωγής) πρέπει να καταργηθούν ως αντίθετα στο άρθρο 20.1 του Συντάγματος,και τα άρθρα 6.1 ΕΣΔΑ, 1 Πρ. Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, 21 & 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθ’όσον λειτουργούν ως εμπόδιο για την πρόσβαση σε ουσιαστική δικαστική κρίση οικονομικά ασθενών, κατά απαγορευόμενη διάκριση επί τη βάσει αμιγώς περιουσιακού κριτηρίου. Δεν προβλέπεται ανώτατο ποσό(πλαφόν) για την εγγυοδοσία, δεν προβλέπεται υποχρέωση πιθανολόγησης της ευδοκίμησης ή μη της αγωγής (αντιθέτως αυτή αποκλείεται κατά μέρος της νομολογίας), ούτε εκτίμηση του ενδεχομένου συμψηφισμού δικαστικής δαπάνης, ούτε κριτήρια ευλόγου του ύψους της αιτουμένης εγγυοδοσίας, δεν εξαιρούνται τα ενάγοντα πτωχά νομικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα σε περίπτωση επιβολής εγγυοδοσίας κατ’άρθρο 169 ΚΠολΔ να καθίσταται αδύνατη η έννομη προστασία οικονομικά ασθενών και να στερούνται οριστικά, άνευ δικαστικής κρίσεως ουσίας, το περιουσιακό δικαίωμα που αποτελει κάθε αγώγιμη αξίωσή τους (καθώς, εσφαλμένα, αποκλείεται και το δικαίωμα εφέσεως επί των συναφών αποφάσεων που επιβάλλουν εγγυοδοσία ή ανακαλούν αγωγές). Οι διατάξεις αυτές αποτελούν κατάλοιπα παλαιότερης διαδικασίας, ενώ πλέον δεν προστατεύουν καν τον εναγόμενο από τυχόν δικαστικά έξοδα, καθότι αυτά (δικηγορικές αμοιβές) τα έχει ήδη επιβαρυνθεί κατά τη στιγμή της εκδόσεως της απόφασης περί εγγυοδοσίας, πλην όμως ούτε καλείται και να αποδείξει το ύψος τους δια νομίμων παραστατικών. Επιφυλάξεις για τη συνταγματικότητα των ως άνω άρθρων ΚΠολΔ έχουν διατυπωθεί παλαιόθεν, η δε διατήρησή τους ιδίως εν μέσω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης είναι αντίθετη με τις αρχές του Κράτους Δικαίου (Χ. Φραγκίστας, η ρύθμιση «ενδέχεται να εμποδίση τους οικονομικώς ασθενείς εις την δικαστική επιδίωξιν των δικαιωμάτων των», Πρακτικά αναθεωρητικής επιτροπής ΚΠολΔ, σελ. 74, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική – Νομολογιακή ανάλυση, σελ. 975, «…δεν πρέπει να εφαρμόζεται η διάταξη ως αντισυνταγματική», απόφαση 1738/2012 ΠολΠρΑθ, «έχει βάσιμα υποστηριχθεί πως οι εν λόγω προβλέψεις, καθ` ό μέτρο προβλέπουν τη συνέπεια του άρθρου 172 ΚΠολΔ, ήτοι την άρνηση παροχής έννομης προστασίας και καθώς είναι αποσυνδεδεμένες από σταθερά κριτήρια, προσκρούουν στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η ευχέρεια προσφυγής στη δικαιοσύνη για την προστασία των ίδιων δικαιωμάτων και νομίμων συμφερόντων, όπως και το δικαίωμα υπεράσπισης σε κάθε στάση και βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να τυχαίνουν ίσης εφαρμογής ως προς πάντες, ανεξαρτήτως διαφοράς προσωπικών ή κοινωνικών προϋποθέσεων [Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία Τεύχος Α`(1972) σελ. 80-81, όπου και παραπομπή στην υπ` αριθμ. 67/1960 απόφαση του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο απεφάνθη ότι οι αντίστοιχες διατάξεις του Ιταλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είναι αντισυνταγματικές (βλ. Rivista di Diritto Processuale, 1961.285)», και ad hoc, Ι. Καράκωστας (ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών) «Το άρθρο 169 ΚΠολΔ και η ανάγκη αναθεώρησής του», ΕφΑΔ, Δεκ. 2009, σελ. 1318 επ.

  • 28 Μαρτίου 2014, 11:49 | Γιάννης Καμπούρης Παρασκευή Φράγγου για τον Όμιλο Νομικού Προβληματισμού Έρεισμα Δράσης

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
    Άρθρο 14
    Καθ’ ύλην αρμοδιότητα
    ΑΛΛΑΓΗ: Μεταβολή της καθ’ ύλην αρμοδιότητας – μείωση των ποσών
    ΣΧΟΛΙΟ: Μειώνεται η ύλη των ειρηνοδικείων και αποφορτίζονται τα ήδη βεβαρημένα πινάκια του.

    Άρθρο 18
    ΑΛΛΑΓΗ: Επιστροφή έφεσης κατά αποφάσεως ειρηνοδικείου σε Πολυμελές
    ΣΧΟΛΙΟ: Κινείται προς την ορθή κατεύθυνση λόγω της πολυμελούς σύνθεσης

    Άρθρο 79
    ΑΛΛΑΓΗ: Κατάργηση δυνατότητας για άσκηση κύριας παρεμβάσεως για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο
    ΣΧΟΛΙΟ: Αντίκειται στην αρχή της οικονομίας της δίκης

    Άρθρο 89, 91 & 92
    ΑΛΛΑΓΗ: Υποχρέωση τήρησης προθεσμίας για κοινοποίηση προσεπίκλησης
    ΣΧΟΛΙΟ: Αποτρέπεται ο αιφνιδιασμός του καθ’ ου η προσεπίκλησης και ως εκ τούτου διασφαλίζεται το δικαίωμα άμυνας

    Άρθρο 94
    ΑΛΛΑΓΗ: Υποχρέωση παράσταση σε όλα τα δικαστήρια
    ΣΧΟΛΙΟ: Κατοχύρωση του δικηγορικού επαγγέλματος και ταυτόχρονα διασφάλιση δικαιωμάτων διαδίκων π.χ. από κίνδυνο αοριστίας της αγωγής.

    Άρθρο 115
    ΑΛΛΑΓΗ: Υποχρεωτική η κατάθεση των προτάσεων στα ειρηνοδικεία.
    ΣΧΟΛΙΟ: Συνδέεται με το προηγούμενο σχόλιο για υποχρεωτική παράσταση των δικηγόρων.

    Άρθρα 116
    ΑΛΛΑΓΗ: Προστίθεται μια δεύτερη παράγραφο
    ΣΧΟΛΙΟ: Δεν προβλέπεται κύρωση από την παραβίαση (lex imperfecta)– Να προβλεφθεί το απαράδεκτο της σχετικής πράξης.
    Άρθρο 116Α
    ΠΡΟΣΘΗΚΗ: Συμβιβαστική επίλυση με πρωτοβουλία του δικαστηρίου
    ΣΧΟΛΙΟ: Μεταφορά της δυνατότητας που προέβλεπε το άρθρο 233§§ 2-4 – καταργείται η λεπτομερής διαδικασία που καθιέρωνε η προηγούμενη διάταξη

    Άρθρο 119
    ΑΛΛΑΓΗ: Προσθήκη ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
    ΣΧΟΛΙΟ: Εκσυγχρονισμός του δικηγορικού επαγγέλματος.

    Άρθρο 148
    ΑΛΛΑΓΗ: Η συμφωνία της παράτασης της προθεσμίας δεν αφορά τα ένδικα μέσα.
    ΣΧΟΛΙΟ: Αφού έχουν τη δυνατότητα να μην επιδώσουν την απόφαση οπότε δε χρειάζεται και πρόβλεψη για παράταση της προθεσμίας για άσκηση ενδίκων μέσων.
    ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

    Άρθρο 208 επ.
    ΑΛΛΑΓΗ: Κατάργηση της υποχρεωτικής απόπειρας του ειρηνοδίκη για συμβιβασμό των διαδίκων
    ΣΧΟΛΙΟ: Δεν εφαρμοζόταν στην πράξη – άλλωστε διατηρείται η ευχέρεια του άρθρου 209.

    Άρθρο 215
    ΑΛΛΑΓΗ: Επίδοση αγωγής εντός 30 ημερών από την κατάθεση της αγωγής.
    ΣΧΟΛΙΟ: Παρέχεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στον αντίδικο του ενάγοντος για προετοιμασία της υπόθεσης – Μετά την κατάθεση της αγωγής θα πρέπει να γίνεται άμεσα η επίδοση, οπότε δύσκολα θα ξεχνά ο δικηγόρος να κάνει την επίδοση της αγωγής. Αποφεύγεται έτσι η αναβολή της συζήτησης για εμπρόθεσμη επίδοση.

    Άρθρο 237
    ΑΛΛΑΓΗ: Μεταβάλλεται το σύστημα κατάθεσης των προτάσεων – Υποχρεωτική η κατάθεση των προτάσεων πριν τη συζήτηση της υπόθεσης – Περιορισμός της προφορικότητας και ενίσχυση της έγγραφης προδικασίας.
    ΣΧΟΛΙΟ: Αναμφίβολα, πρόκειται για κάτι εντελώς καινούργιο για το ελληνικό δικονομικό σύστημα. Η υποβάθμιση του αποδεικτικού μέσου των μαρτύρων, καθώς πλέον αποκτούν επικουρικό ρόλο, δεν είναι σίγουρο ότι θα δημιουργήσει προβλήματα. Η δυνατότητα για συζήτηση της υπόθεσης χωρίς την παρουσία των πληρεξούσιων δικηγόρων σε συνδυασμό με τον κατ’ αρχήν αποκλεισμό των μαρτύρων επιταχύνει τη διαδικασία, καθώς εξοικονομείται πολύτιμος χρόνος, του οποίου γινόταν σπατάλη στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Πρόβλημα δημιουργείται με τη δυνατότητα αναβολής της συζήτησης, καθώς αφού δεν υπάρχει στάδιο στο οποίο μπορεί να προβληθεί το σχετικό αίτημα. Ίσως όταν και τα δυο μέρη συμφωνούν σε αναβολή της συζήτησης, να πρέπει να δηλώνεται αυτό στις προτάσεις που θα καταθέτει το κάθε ένα μέρος ξεχωριστά.

    Άρθρο 238
    ΑΛΛΑΓΗ: Υποχρέωση κατάθεσης της παρέμβαση, προσεπίκλησης κλπ μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεση της αγωγής.
    ΣΧΟΛΙΟ: Ακόμη μια διάταξη που εντάσσεται στο γενικότερο πνεύμα της προώθησης της προδικασίας. Στα θετικά σημεία της αλλαγής συγκαταλέγεται ότι μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από την κατάθεση της αγωγής ξεκαθαρίζει το υλικό της δίκης, οπότε έχει αποκρυσταλλωθεί πλήρως η διαφοράς ως προς τις βασικές της πτυχές. Ωστόσο, μειονέκτημα αποτελεί η ικανοποίηση αναγκών που θα ανακύψουν μετά την εξηκοστή ημέρα από την κατάθεση της αγωγής. Σε αντίθεση με τη βασική διακήρυξη ότι επιδιώκεται και με αυτό νομοθέτημα η επιτάχυνση της διαδικασίας η εν λόγω διάταξη λειτουργεί μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ειδικά, για τις ανακοινώσεις και τις παρεμβάσεις θα έπρεπε να απαλειφθεί η ρύθμιση για την τήρηση της προδικασίας ώστε να εξασφαλισθεί μεγαλύτερη ελαστικότητα.

    Άρθρο 251
    ΑΛΛΑΓΗ: Πλήρης κατάργηση του καθήκοντος καθοδήγησης του ειρηνοδίκη.
    ΣΧΟΛΙΟ: Ενόψει της υποχρεωτικής παράστασης με δικηγόρο στις διαδικασίες ενώπιον του ειρηνοδικείο και με δεδομένο ότι διατηρείται ακέραιη η γενική διάταξη του άρθρου 236 (που καθιερώνει την καθοδηγητική υποχρέωση του δικαστή) η εν λόγω ρύθμιση στερείται πλέον αντικείμενου και ορθώς καταργείται.

    Άρθρο 260
    ΑΛΛΑΓΗ: Μη ασκηθείσα η αγωγή εάν δεν προσδιοριστεί νέα συζήτηση μέσα σε 60 ημέρες από την ματαίωση.
    ΣΧΟΛΙΟ: Πρέπει να διευκρινισθεί ότι ματαιώνεται η συζήτηση μόνο εάν και οι δυο οι διάδικοι δεν λάβουν κανονικά μέρος στη δίκη. Εάν μόνο ένας από αυτούς δεν παρίσταται κανονικά, τότε η συζήτηση της υπόθεσης θα πρέπει να διεξάγεται, συνεκτιμώμενης της μη κανονικής παράστασης του ενός διαδίκου. Σε σχέση με τη θεώρηση της αγωγής ως μη ασκηθείσας εάν δεν προσδιοριστεί νέα συζήτηση της υπόθεσης μέσα σε 60 ημέρες από την ματαίωση της, είναι αναγκαίο να παρατηρηθεί ότι αποσκοπεί στην οριστική εκκαθάριση της διαφοράς μέσα σε σύντομο χρόνο. Ωστόσο για μη δημιουργηθούν προβλήματα από την εν λόγω διάταξη που σχετίζονται με την παραγραφή των αξιώσεων, θα πρέπει να γίνει δεκτή εν προκειμένω η εφαρμογή του άρθρου 263 ΑΚ. Επομένως, σε περίπτωση που η αγωγή λογισθεί ως μη ασκηθείσα εξαιτίας του μη προσδιορισμού νέας συζήτησης μέσα 60 ημέρες από την ματαίωση, τότε ο ενάγων θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει νέα αγωγή μέσα σε 6 μήνες ώστε να θεωρηθεί ότι η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της πρώτης αγωγής.

    Άρθρο 268
    ΑΛΛΑΓΗ: Κατάργηση ευχέρειας για κατάθεση ανταγωγής με προτάσεις.
    ΣΧΟΛΙΟ: Αφού ο τρόπος και η προθεσμία για κατάθεση της ανταγωγής προβλέπεται στο άρθρο 238, παρέλκει η σχετική αναφορά στο άρθρο 268. Διαπιστώνεται, όμως, ότι καταργείται η δυνατότητα για κατάθεση ανταγωγής με τις προτάσεις, καθώς πλέον αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνο με αυτοτελές δικόγραφο. Επίσης, με αυτόν τον τρόπο αποτρέπεται ο αιφνιδιασμός του αντιδίκου.

    Άρθρο 269
    ΑΛΛΑΓΗ: Πλήρης κατάργηση.
    ΣΧΟΛΙΟ: Η εισαγωγή ενός νέου τρόπου εισαγωγής του πραγματικού υλικού της δίκης, όπως αυτός καθιερώνεται στα άρθρα 237 και 238, θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου τη ρύθμιση του άρθρου 269 και ως εκ τούτου ορθώς καταργήθηκε πλήρως.

    Άρθρο 271
    ΑΛΛΑΓΗ: Η εμπρόθεσμη επίδοση της αγωγής ανάγεται σε όρο του παραδεκτού της αγωγής.
    ΣΧΟΛΙΟ: Εξαιρετικά αυστηρή η νέα ρύθμιση. Προφανώς επιδιώκει να αποτρέψει το φαινόμενο της μη επιδόσεως της αγωγής ώστε να ζητείται αναβολή κατά την πρώτη συζήτηση. Η μη εμπρόθεσμη κλήτευση, που δεν είναι σπάνιο γεγονός, δεν είναι δυνατόν να εξομοιώνεται με μη κλήτευση. Άλλωστε, ο κανόνας είναι ότι η μη εμπρόθεσμη επίδοση μιας πράξης δεν έχει ως συνέπεια το ανυπόστατο αυτής (εξαίρεση αποτελεί η μη εμπρόθεσμη επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης). Με τη νέα ρύθμιση ουσιαστικά η μη εμπρόθεσμη κλήτευση εξομοιώνεται με την περίπτωση που η αγωγή κατατίθεται στην γραμματεία χωρίς να επιδίδεται ποτέ -έστω και εκπρόθεσμα- στον εναγόμενο.

    Ιωάννης Καμπούρης

    _____
    Άρθρο 215: Άσκηση αγωγής με κατάθεση και επίδοση.
    Η αλλαγή έγκειται στην επίδοση, η οποία θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μέσα σε 30 ημέρες από την κατάθεση. Η αγωγή επιδίδεται χωρίς πράξη προσδιορισμού της συζήτησής της (άρθρα 237§1 και 215 §2, βλ. και κατάργηση άρθρου 229 ΚΠολΔ). Επιπλέον, αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην ως άνω προθεσμία, θεωρείται μη ασκηθείσα.
    ΣΧΟΛΙΟ: Εάν η επίδοση είναι εκπρόθεσμη, η αγωγή θεωρείται μη ασκηθείσα. Θα πρέπει να προσδιορισθεί ποια η τύχη των συνεπειών που επέρχονται από την κατάθεση της αγωγής, δηλαδή των δικονομικών, βλ. εκκρεμοδικία.
    Άρθρα 237 επ.: Aλλαγή συνολικά της διαδικασίας της συζήτησης στο ακροατήριο. Ειδικότερα:
    Μέσα σε 100 ημέρες από την κατάθεση ο διάδικος υποχρεούται να καταθέσει προτάσεις και σχετικά. Από την παρέλευση των 100 ημερών παρέχεται η δυνατότητα για αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου με προσθήκη που κατατίθεται μέσα σε 15 ημέρες. Με την παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας κλείνει ο φάκελος (237 §§1,2).
    Μέσα σε 15 ημέρες από το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας ορίζεται η σύνθεση του δικαστηρίου ή ο εισηγητής δικαστής (στο Πολυμελές Πρωτοδικείο) και προσδιορίζεται η συζήτηση του δικογράφου σε χρόνο όχι μεγαλύτερο των 30 ημερών από την παρέλευση της ως άνω 15νθήμερης προθεσμίας. Ορίζεται ότι κατά την ορισμένη δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους. Περαιτέρω, δεν επιτρέπεται αναβολή της συζήτησης (237§4).
    Μάρτυρες εξετάζονται εφόσον τούτο κριθεί αναγκαίο από το Δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή διατάσσεται επανάληψη της συζήτησης σε χρόνο όχι μικρότερο των δεκαπέντε ημερών. Η ολοκλήρωση της εξέτασης των μαρτύρων επιφέρει το τέλος της επανάληψης της συζήτησης (237§6).
    ΣΧΟΛΙΟ: Με τη διάταξη του άρθρου 237 προβλέπεται η καθιέρωση μια τελείως διαφορετικής διαδικασίας στα πρωτοβάθμια δικαστήρια από αυτήν που ισχύει μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η επιχείρηση διαδικαστικών πράξεων (κατάθεση προτάσεων, αντίκρουση ισχυρισμών) μέσα σε προθεσμίες που έχουν ως σημείο εκκίνησης την ΚΑΤΑΘΕΣΗ και ΟΧΙ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της αγωγής, η οποία σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 θα προσδιορίζεται σε 145 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής.
    Ωστόσο, ο στόχος της επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης είναι αμφίβολο αν θα επιτευχθεί με τις εν λόγω αλλαγές στον ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η υλοποίηση των προβλεπόμενων ρυθμίσεων προϋποθέτει όχι μόνο υλικοτεχνική υποδομή (λ.χ σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης δικογράφων και πινακίων), αλλά και επιπλέον ανθρώπινο δυναμικό που αφορά τόσο δικαστικούς λειτουργούς όσο και υπαλλήλους. Με βάση τις κρατούσες σήμερα συνθήκες, εκτός από συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων (λ.χ μισθωτικές διαφορές, μικροδιαφορές), ο προσδιορισμός της συζήτησης σε 145 το πολύ ημέρες από την κατάθεση της αγωγής παρίσταται ως γράμμα κενό εάν δεν επέλθουν και άλλες αλλαγές που αφορούν το σύστημα απονομής δικαιοσύνης και ειδικά την οργάνωση και υποδομή του (βλ. 237 §1,2,4 ΚΠολΔ). Καταρχήν, προτείνεται ο διορισμός επιπλέον δικαστικών λειτουργών, ιδίως σε Πρωτοδικεία με μεγάλο φόρτο εργασίας, η εύρεση περισσότερων αιθουσών ακροατηρίων και ο εκσυγχρονισμός του συστήματος μηχανοργάνωσης.
    237§§ 4,6: Διαφαίνεται μια τάση αποδυνάμωσης της προφορικότητας της διαδικασίας και ενίσχυσης της έγγραφης προδικασίας. Το αποδεικτικό μέσο του μάρτυρα περιορίζεται και υποκαθίσταται ουσιαστικά από τις ένορκες βεβαιώσεις (βλ. και προσθήκη ειδικού κεφαλαίου για τις ένορκες, άρθρα 421-424 ΚΠολΔ), πράγμα που αποτελεί ρωγμή στο σύστημα της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας.
    Οι επιχειρούμενες αλλαγές αποσκοπούν στον περιορισμό ή και την εξάλειψη των δυσάρεστων φαινομένων που συντελούν στην καθυστέρηση ολοκλήρωσης της διαδικασίας στο ακροατήριο.
    Εντούτοις, για τις περιπτώσεις που το υλικό της δίκης δεν συνίσταται σε νομικούς μόνο ισχυρισμούς, οπότε και η εξέταση μαρτύρων ή των διαδίκων παρέλκει, η προφορικότητα της διαδικασίας θα πρέπει να διασφαλιστεί. Οι μάρτυρες αποτελούν αποδεικτικό μέσο που συνδέεται με την αμεσότητα της διαδικασίας και συνακόλουθα διευκολύνουν το δικαστή στην ανεύρεση της αλήθειας. Ακόμα και οι «εκπαιδευμένοι» μάρτυρες υφίστανται τη «βάσανο» του ακροατηρίου και εναπόκειται στην ευχέρεια του δικάζοντος η αξιολόγηση της μαρτυρικής κατάθεσης, δυνατότητα που τις περισσότερες φορές δεν παρέχεται με την καθ’ υπαγόρευση σύνταξη των ενόρκων βεβαιώσεων. Με την παρουσία μαρτύρων και ορισμένες φορές ακόμα και των ίδιων των διαδίκων παρέχεται στον δικάζοντα η δυνατότητα να σχηματίσει ολοκληρωμένη άποψη για τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.

    Άρθρο 260: Ματαίωση της συζήτησης αν οι διάδικοι δεν λάβουν κανονικά μέρος σε αυτή. Η αλλαγή αφορά τις συνέπειες εάν δεν ζητηθεί ο προσδιορισμός της συζήτησης μέσα σε 60 ημέρες από τη ματαίωση: η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα.
    ΣΧΟΛΙΟ: Η ρύθμιση στοχεύει στην ταχεία εκκαθάριση των πινακίων από εκκρεμείς υποθέσεις. Η ρύθμιση συνδέεται με το ζήτημα διακοπής της παραγραφής, συνέπεια που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής. Ορθότερη η εφαρμογή της ΑΚ 263 και σε αυτήν την περίπτωση.
    Άρθρο 268: Η ανταγωγή ασκείται πλέον μόνο με αυτοτελές δικόγραφο (όχι με προτάσεις). Ο τρόπος άσκησης της ανταγωγής προβλέπεται πλέον στο 238 ΚΠολΔ.
    Άρθρο 269: Κατάργηση συγκεντρωτικού συστήματος
    ΣΧΟΛΙΟ: Η κατάργηση της διάταξης συνάδει με το γενικότερο πνεύμα επιτάχυνσης της διαδικασίας. Ο χρόνος πρότασης των ισχυρισμών (προτάσεις-αντίκρουση) προβλέπεται στη νέα διάταξη του 237 ΚΠολΔ (βλ. και 238 ΚΠολΔ σχετικά με την παραδεκτή άσκηση παρέμβασης, προσεπίκλησης, ανταγωγής, ανακοίνωσης δίκης). Ωστόσο, ζήτημα ανακύπτει με τη δυνατότητα πρότασης οψιγενών ισχυρισμών, δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα που γεννώνται από το χρονικό σημείο του προσδιορισμού της συζήτησης της αγωγής, μέχρι την συζήτηση. Για λόγους οικονομίας της δίκης, θα πρέπει να προβλεφθεί ειδική ρύθμιση για την περίπτωση αυτή.
    Άρθρο 271: Εάν η αγωγή ή η κλήση προς συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, η αγωγή λογίζεται μη ασκηθείσα.
    ΣΧΟΛΙΟ: αυστηρή ρύθμιση που προβλέπει εξομοίωση μη εμπρόθεσμης κλήτευσης με μη κλήτευση.
    Παρασκευή Φράγγου

  • Π λ η ρ ε ξ ο υ σ ι ό τ η τ α π ρ ο ς δ ι κ η γ ό ρ ο

    Με το άρθρο 94 §§ 1 & 2 του προσχεδίου νόμου του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας επεκτείνεται η υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου στο Ειρηνοδικείο και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η ρύθμιση αυτή φαινομενικά ευνοεί τους επαγγελματίες δικηγόρους, των οποίων διευρύνεται ο κύκλος των υποθέσεων. Αναφύεται, όμως το εξής λογικό ερώτημα. Ήταν, άραγε, περισσότερο ικανοί ή λογικοί οι πολίτες πριν από μισό αιώνα, ώστε να μη χρειάζονται δικηγόρο στο Ειρηνοδικείο και τα ασφαλιστικά μέτρα – όταν το επίπεδο αναλφαβητισμού ήταν υψηλό και, φυσικά, ασύγκριτα μεγαλύτερο σε σχέση με σήμερα; Ή μήπως ο νομοθέτης μέχρι σήμερα ήταν τόσο ανάλγητες ώστε να εκθέτει ευαίσθητες κατηγορίες των πολιτών, λόγω της εξαιρετικής καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, στον κίνδυνο της απώλειας μιας δίκης. Σαφέστατα και η απάντηση είναι αρνητική σε αμφότερα.
    Η εκπροσώπηση με δικηγόρο θα πρέπει να επιβάλλεται, όταν το είδος της δίκης ή του δικαστηρίου το απαιτούν, όπως το ΚΠολΔ 94 προ του Ν. 3994/2011, κάτι που υπαγορεύει η λογική, κι όχι με βάση το βραχυπρόθεσμο οικονομικό συμφέρον μιας τάξης επαγγελματιών που βλέπουν, όπως όλοι, να μειώνονται τα έσοδά τους. Η επιλογή του δικαστικού παραστάτη θα πρέπει να είναι προϊόν ενσυνείδητης επιλογής κι όχι εξαναγκασμού, διότι τότε η ανάγκη αντιμετωπίζεται ως έξωθεν επιβεβλημένο έξοδο που απαξιώνει τον επαγγελματία, ακόμα και όταν λειτουργεί ευσυνείδητα, κάτι που έγινε στην περίπτωση των συμβάσεων μεταβίβασης ακινήτων προκαλώντας εντέλει την αποβολή των δικηγόρων από τη διαδικασία.
    Άλλωστε, ας μη λησμονούμε ότι υπάρχει μια ικανή κατηγορία πολιτών που, όντας νομικοί, δεν χρήζουν αντικειμενικώς πρόσθετης νομικής συμπαράστασης, όπως συμβολαιογράφοι, δικαστικοί λειτουργοί, υπάλληλοι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και λοιποί νομικοί που υπηρετούν σε θέσεις δημοσίων υπαλλήλων, κατηγορίες που θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να εξαιρεθούν από την υποχρεωτική συμπαράσταση δικηγόρου με αντίστοιχη προσθήκη στο ΠρσχΚΠολΔ 94 § 2.

    Δ ι κ ο ν ο μ ι κ έ ς π ο ι ν έ ς

    Στην περίπτωση που το ένδικο βοήθημα και γενικότερα η διαδικαστική πράξη απορρίπτεται ως απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη, είναι προφανές ότι ευθύνεται ο δικηγόρος που συνέταξε το αντίστοιχο δικόγραφο, αφού είναι υπεύθυνος για τη νομική κατάστρωση. Θα έπρεπε, λοιπόν, να καταπίπτει εκ του νόμου χρηματική ποινή στον πληρεξούσιο δικηγόρο που συνέταξε την ούτως απορριφθείσα διαδικαστική πράξη και τον εντολέα του, υπό τον όρο της τελεσιδικίας προς αποτροπή σφαλμάτων, με σχετική προσθήκη στο ΠρσχΚΠολΔ 203 του προσχεδίου νόμου του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αυτό θα λειτουργούσε πράγματι αποτρεπτικά για ένδικα βοηθήματα-«πυροτεχνήματα», αντίθετα προς τις σχεδόν ανύπαρκτες σήμερα δικονομικές ποινές.

    ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος
    Διαπ. Διαμεσολαβητής ADRg Ηνωμένου Βασιλείου
    Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
    http://www.nomologio.wordpress.com

  • 27 Μαρτίου 2014, 10:06 | ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΜΠΑΛΑΔΗ – ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ – ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΜΕΝΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΡΙΑ – ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΜΕΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΡΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ

    Ο προτεινόμενος εν έτει 2014 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας να περιλαμβάνει ουσιαστικά ΕΝΑ άρθρο για την Διαμεσολάβηση, το οποίο προβλέπει στην δεύτερη παράγραφό του ότι «….το δικαστήριο μπορεί να προτείνει στους διαδίκους την προσφυγή σε διαδικασία διαμεσολάβησης. Σε περίπτωση αποδοχής της πρότασης, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται». Μετά λύπης διαπιστώνεται η έλλειψη βούλησης του Έλληνα νομοθέτη να προάγει την διαμεσολάβηση στη θέση που της αρμόζει πραγματικά! Ένας αδιαμφισβήτητα επιτυχημένος θεσμός στο εξωτερικό, ο οποίος όχι μόνο δεν ανταγωνίζεται την δικαιοσύνη αλλά δρα παράλληλα με αυτή με μοναδικό σκοπό να εξυπηρετήσει όσο καλύτερα γίνεται τα πραγματικά συμφέροντα των αντιμαχόμενων μερών καθώς και να αποφορτίσει παράλληλα τα δικαστήρια, έτσι ώστε εκείνα να επιλυθούν των υποθέσεων που πραγματικά δεν μπορούν να επιλυθούν έξω από τις δικαστικές αίθουσες, βρίσκεται δυστυχώς παραγκωνισμένος στον νέο κώδικα πολιτικής δικονομίας!
    Η διαμεσολάβηση είναι στην υπηρεσία του «απλού πολίτη» και αποτελεί ένα σημαντικό και πολύτιμο όπλο του! Θα πρέπει για αυτό το λόγο να γίνει ευρέως γνωστή στο ευρύτερο κοινό, με διάφορους τρόπους όπως δημοσιεύματα, διαφημίσεις, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, εκδηλώσεις καθώς και ημερίδες. Ένας επίσης πολύ σημαντικός τρόπος προώθησης του θεσμού, είναι οι διάδικοι να περνούν πρώτα από τη διαμεσολάβηση σε κάποιες υποθέσεις που θα ορίζει ο νόμος και αυτό, όχι μόνο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά όπως ακούγεται έντονα ! Αλήθεια, τι περιθώριο διαπραγμάτευσης θα έχει ο υπερχρεωμένης οφειλέτης απέναντι στην παντοδύναμη και αδιάλακτη τράπεζα? Το σχέδιο του ΚΠολΔ είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για να αναφέρει ποιες υποθέσεις θα υπάγονται υποχρεωτικά σε πρώτο στάδιο στη διαμεσολάβηση – ακολουθώντας με αυτόν τον τρόπο το παράδειγμα της Ιταλίας – με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης στο δικαστήριο, εάν δεν υπάρξει προγενέστερα απόπειρα επίλυσης της διαφοράς των μερών μέσω του θεσμού της διαμεσολάβησης. Ενδεικτικά, η διαμεσολάβηση ενδείκνυται στις εργατικές διαφορές, στις οικογενειακές διαφορές (και κυρίως τις παράπλευρες οικονομικές και διαδικαστικές διαφορές και όχι το διαζύγιο), στις εμπορικές διαφορές μέχρι κάποιου ποσού, καθώς και στις οικογενειακές διαφορές.
    Ελπίζουμε ο Έλληνας νομοθέτης να ακούσει πραγματικά την ανάγκη του αγανακτισμένου απλού πολίτη, που ζητάει να επιλύσει τις διαφορές του με τον καλύτερο, ταχύτερο και οικονομικότερο δυνατό τρόπο! Η διαμεσολάβηση θα συμβάλει αδιαμφισβήτητα στο επιθυμητό αυτό αποτέλεσμα, αποφορτίζοντας έτσι τα δικαστήρια, τα οποία θα μπορέσουν πλέον να επιτελέσουν με το καλύτερο τρόπο το πολύ σημαντικό θεσμικό έργο τους!

  • 27 Μαρτίου 2014, 01:22 | Α.Μ.

    Η αιτία για τις μακρινές δικασίμους στα Ειρηνοδικεία (λογικά οι προηγούμενοι σχολιαστές αναφέρονται σε αυτά της Αθήνας και Θεσσαλονίκης, στην επαρχία θεωρώ ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο έντονο) είναι όχι η αύξηση της αρμοδιότητας αλλά ο τεράστιος όγκος των υπερχρεωμένων. Η Πολιτεία πρέπει να παρέμβει δραστικά σε αυτό το ζήτημα και να κατανοήσει ότι δεν είναι δυνατό δέκα εκατομμύρια Έλληνες να περάσουν από τα ειρηνοδικεία, γιατί προς τα εκεί οδεύει η κατάσταση. Η φημολογούμενη καθιέρωση υποχρεωτικής διαμεσολάβησης δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα αφού θα καταστεί μία τυπική διαδικασία όπως ο πρώην εξωδικαστικός. Απαιτείται αυστηροποίηση των κριτηρίων του νόμου ώστε να μην είναι πλέον τόσο ελκυστικός στους πολίτες. Ο νόμος είναι τόσο ευνοϊκός που μόνο ένας ανόητος θα δεχόταν να έλθει σε συμβιβασμό με την τράπεζα και να μην προσφύγει στο δικαστήριο. Αν δεν γίνει αυτό οποιαδήποτε μείωση της αρμοδιότητας των ειρηνοδικείων θα πέσει στο κενό και θα οδηγήσει ξανά στην συμφόρηση των πρωτοδικείων. Υπάρχουν δικηγόροι που προτιμούν να μειώσουν το ύψος της απαίτησης και να καταθέσουν την αγωγή τους στο ειρηνοδικείο γιατί ξέρουν ότι και πιο γρήγορα θα δικαστεί και ακόμα πιο γρήγορα θα πάρουν την απόφαση. Θα επιμείνω ότι η δρομολογούμενη μείωση της αρμοδιότητας των ειρηνοδικείων συνιστά υποβάθμιση του ρόλου τους με στόχο την μετατροπή των ειρηνοδικών σε λογιστές που θα με την διαδικασία των ασφαλιστικών θα ρυθμίζουν νυχθημερόν δόσεις υπερχρεωμένων. Αν επιφυλάσσεται μόνο αυτός ο ρόλος στους Ειρηνοδίκες σε συνδυασμό με άλλα υφιστάμενα καθήκοντα που ουδόλως συνάδουν με το ρόλο του δικαστή -ένορκες βεβαιώσεις, δηλώσεις τρίτου και πολλά άλλα- τότε είναι καλύτερο η πολιτεία να προχωρήσει στην κατάργηση του θεσμού.

  • 26 Μαρτίου 2014, 09:42 | ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΤΖΕΛΕΠΗ

    Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν.3994/2011 σχετικά με την αντικατάσταση του άρθρου 19 ΚΠολΔ « Άρθρο 4 .Από όλες τις δυνατές επιλογές, προκρίθηκε για την αποσυμφόρηση των υποθέσεων αυτή που προκαλεί τα λιγότερα προβλήματα. Οι αποφάσεις των μονομελών πρωτοδικείων θα ελέγχονται από το εφετείο, που θα έχει στη σύνθεση του έναν μόνον εφέτη. Όλες οι αποφάσεις που εκδίδονται από δικαστήριο μονομελούς συνθέσεως θα κρίνονται κατ’ αναίρεση από τον Άρειο Πάγο, που θα δικάζει με τριμελή σύνθεση. Η κρίση επί της ουσίας της υποθέσεως κατ’ έφεση γίνεται κατά κανόνα με βάση το υλικό και τα στοιχεία της πρωτοβάθμιας δίκης, όπως αυτά περιέχονται στα πρακτικά. Δεν λαμβάνει εκεί χώρα δια ζώσης επανεκδίκαση της υποθέσεως, ώστε να είναι απολύτως απαραίτητη και η γνώμη περισσότερων δικαστών. Στην πράξη, το ιστορικό της υποθέσεως και σήμερα άλλωστε μόνον ο εισηγητής το επεξεργάζεται (κατά κανόνα). Αν προκύψουν κρίσιμα νομικά προβλήματα, ο δρόμος της αναίρεσης είναι πάντοτε ανοικτός.Οι ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν στα δικαστήρια πολυμελούς συνθέσεως, που δικάζουν κατά τεκμήριο τις σημαντικότερες υποθέσεις, παραμένουν άθικτες….» . Κατά την άποψη μου, από τη μέχρι σήμερα λειτουργία του Μονομελούς Εφετείου, δεν έχουν προκύψει επαρκή στοιχεία για τη δυσμενή επίδρασή του στην ποιότητα και ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, σε βαθμό τέτοιο που να κρίνεται ,με ασφάλεια ,ότι δεν επιτεύχθηκε ο σκοπός του νομοθέτη και να παρίσταται αναγκαία και απαραίτητη η άμεση κατάργηση αυτού του Δικαστηρίου .Αντίθετα, θεωρώ ότι η Μονομελής σύνθεση του Εφετείου συνέβαλε στην επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης, αφού για τις υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητά του δεν διενεργείται διάσκεψη των μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου, ούτε απαιτείται η υποβολή του σχεδίου της απόφασης από τον Εισηγητή Δικαστή στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, και η μελέτη του από τον τελευταίο , πριν τελικά δημοσιευθεί. Σε ότι αφορά την ποιότητα της δικαιοδοτικής κρίσης αυτή διασφαλίζεται επαρκέστατα, ενόψει του ότι προέρχεται από ανώτερο Δικαστή (Πρόεδρο Εφετών ή Εφέτη), δηλαδή από Δικαστικό Λειτουργό που έχει κριθεί και διαθέτει την προσήκουσα κατάρτιση και εμπειρία.Σε κάθε περίπτωση,πρέπει να σημειωθεί ότι η μονομελής σύνθεση του Εφετείου επιβάλλεται ιδιαίτερα στις υποθέσεις εκείνες,που εκδικάζονται με τις ειδικές διαδικασίες διότι η φύση τους (εργατικές,μισθωτικές, επιμέλειας και διατροφών τέκνων κλπ) επιβάλλει την ταχύτερη επίλυσή τους .Συνοψίζοντας , κατά την άποψή μου η κατάργηση του Μονομελούς Εφετείου , και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από τη θέσπιση και λειτουργία του, όχι μόνο δεν θα έχει θετικά αποτελέσματα, αλλά αντίθετα θα επιδράσει αρνητικά στην ταχύτητα καιεν γένει λειτουργία απονομής της δικαιοσύνης.

  • 26 Μαρτίου 2014, 09:08 | Ματίνα

    Αρθρο 14 παρ.1β : Η επιδιωκώμενη μείωση της καθ’ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου στις μισθωτικές διαφορές [μηνιαίο μίσθωμα μέχρι 400 ευρώ αντί των 600 ευρώ που επιτυχώς ίσχυσε έως σήμερα] θεωρώ ότι είναι άστοχη. Προτείνω να παραμείνει η αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου στις μισθωτικές διαφορές όπως καθοριστηκε με τον Ν.3994/2011 διότι υπήρχε ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης. Ενδεικτικώς αναφέρω ότι αναμένω απόφαση επί μισθωτικής διαφοράς αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου ΑΘηνών εδώ και 11 μήνες [δικάσιμος 26/4/2013].

  • 24 Μαρτίου 2014, 23:44 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Εφέτης

    Όσον αφορά το άρθρο 19 και συγκεκριμένα την κατάργηση της αρμοδιότητας του Μονομελούς Εφετείου αναφέρω τα ακόλουθα. Η θέσπιση του Μονομελούς Εφετείου (άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 3994/2011) ήταν μέτρο που αναμφίβολα συνέβαλε στην επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης, ενόψει του ότι για τις υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητά του περιορίζονται τα στάδια που απαιτούνται για την έκδοση αντίστοιχης αποφάσεως, έναντι των υπαγομένων στο Τριμελές Εφετείο. Ειδικότερα, ενόψει της μονομελούς συνθέσεως του εν λόγω Δικαστηρίου, για τις σχετικές υποθέσεις δεν διενεργείται διάσκεψη των μελών της συνθέσεως του Δικαστηρίου, ούτε υφίστανται τα στάδια της υποβολής του σχεδίου της αποφάσεως από τον Εισηγητή Δικαστή στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, η μελέτη από τον τελευταίο αυτού (και σε μερικές περιπτώσεις επιστροφή του προς διόρθωση) πριν παραδοθεί αρμοδίως προς δημοσίευση της αποφάσεως. Επίσης, θεωρώ ότι δεν υφίσταται σοβαρό ζήτημα ως προς την ποιότητα της δικαιοδοτικής κρίσης του εν λόγω Μονομελούς Δικαστηρίου, αφού αυτή διασφαλίζεται σε σημαντικό βαθμό, ενόψει του ότι προέρχεται από ανώτερο Δικαστή (Πρόεδρο Εφετών ή Εφέτη), δηλαδή από Δικαστικό Λειτουργό με σημαντικό χρόνο ευδόκιμης υπηρεσίας που διαθέτει την προσήκουσα κατάρτιση και εμπειρία. Μάλιστα, η τελευταία άποψη ενισχύεται από το ότι σημαντικός αριθμός αποφάσεων του Μονομελούς Εφετείου, ήδη, έχει δημοσιευθεί στο νομικό τύπο συμβάλλοντας θετικά στη διάπλαση της νομολογίας. Ακόμη, από τη μέχρι σήμερα λειτουργία του Μονομελούς Εφετείου, θεωρώ ότι δεν έχουν προκύψει επαρκή στοιχεία περί της δυσμενούς επιδράσεως του στην απονομή της δικαιοσύνης, μάλιστα τέτοια που να δικαιολογούν την άμεση κατάργηση του Δικαστηρίου αυτού. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι στις υποθέσεις που εκδικάζονται με την εφαρμογή ειδικής διαδικασίας (όχι τακτικής), σε κάθε περίπτωση, προσήκει η δικαιοδοτική λειτουργία του Μονομελούς Εφετείου, ενόψει του ότι με τις δικονομικές διατάξεις, που αφορούν τις τελευταίες υποθέσεις, επιδιώκεται η περαιτέρω επίσπευση της διαδικασίας έκδοσης σχετικής αποφάσεως, στην οποία, κατά τα προεκτεθέντα, συμβάλλει η μονομελής σύνθεση του Δικαστηρίου. Έτσι, η κατάργηση του Μονομελούς Εφετείου έχω την άποψη ότι θα επιδράσει αρνητικά στην επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης, που αποτελεί το κυρίως ζητούμενο σε κάθε σύγχρονη δικονομική μεταρρύθμιση, χωρίς να θεραπεύει τυχόν άλλα δυσμενή φαινόμενα αυτής.

  • 24 Μαρτίου 2014, 13:22 | Γ.Τ

    Ορθή είναι η μείωση της αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων, καθώς, αφενός λόγω της οικονομικής κρίσης το χρηματικό ύψος των διαφορών έχει μειωθεί κατά πολύ και αφετέρου η προχειρότητα με την οποία έγινε η τελευταία αύξηση της αρμοδιότητας, σε συνδυασμό με τα υπερχρεωμένα και την εκουσία, το μόνο που κατάφερε ήταν να πνίξει τα Ειρηνοδικεία, δεδομένου ότι έγινε μεταφορά ύλης από τα Πρωτοδικεία, χωρίς όμως και ανάλογη μετάταξη ή αύξηση προσωπικού στα Ειρηνοδικεία. Εάν ο νομοθέτης επιθυμεί μεταφορά ή αύξηση αρμοδιοτήτων θα πρέπει από πριν να έχει φροντίσει να προετοιμάσει τις υποδομές για να τη δεχτούν, ειδάλλως το μόνο που καταφέρνει είναι να δίνονται δικάσιμοι το 2020!
    Ορθή είναι και η μεταφορά της αρμοδιότητας της έφεσης κατά απόφασης ειρηνοδικείου στο πολυμελές πρωτοδικείο. Δεν είναι δυνατόν να κρίνεται η απόφαση ενός Ειρηνοδίκη που υπηρετεί 10-15 χρόνια στο σώμα από έναν Πρωτοδίκη 1ου έτους, όπως συμβαίνει έως τώρα στα μικρά Πρωτοδικεία.

  • 22 Μαρτίου 2014, 23:04 | ΜΓ

    Είναι επιβεβλημένη η μείωση της αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων. Είναι πασιφανές ότι με την υπάρχουσα κατάσταση τα Ειρηνοδικεία έχουν μπλοκάρει, οι δικάσιμες που δίνονται είναι μακρινές, ο φόρτος εργασίας αφόρητος και δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της ορθότερης και ταχύτερης απονομής Δικαιοσύνης. Θα πρέπει επίσης να αναλογιστούμε και τα υπόλοιπα καθήκοντα του Ειρηνοδίκη (προανάκριση, έρευνες, αναπλήρωση στο Τριμελές σε μόνιμη βάση κλπ). Τέλος, δεν αντιλαμβάνομαι τα επιχειρήματα τύπου «δεν πρέπει να μειωθεί η αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων για να μην υποβαθμίζεται ο ρόλος του Ειρηνοδίκη». Οι διατάξεις του ΚΠολΔ έχουν τεθεί για να εξυπηρετούν την απονομή Δικαιοσύνης και όχι για να αναδεικνύουν ή να υποβαθμίζουν τον ρόλο οποιουδήποτε Δικαστή.

  • 22 Μαρτίου 2014, 11:56 | Χ.Α.

    Επιβεβλημένη η μείωση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων, διότι ο όγκος των υποθέσεων που έχει συσσωρευθεί στα Ειρηνοδικεία κατά το τελευταίο διάστημα, μετά την αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ, τη εν γένει μεταφορά των υποθέσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας και τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των υποθέσεων των υπερχρεωμένων νοικοκυριών,καθιστά αδύνατη την ταχεία και αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης στα Ειρηνοδικεία.

  • 21 Μαρτίου 2014, 07:38 | Σ. Σ.

    Θετικότατη η μείωση της αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων. Δε συνιστά υποβάθμιση των ειρηνοδικών. Ο σεβασμός στο θεσμό του Ειρηνοδίκη δε σχετίζεται με την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου. Τα Ειρηνοδικεία υπερφορτώθηκαν χωρίς να έχουν τις αντίστοιχες υποδομές. Δικάσιμοι που δίνονται, ειδικά στα μεγάλα ειρηνοδικεία φτάνουν, σήμερα, και ξεπερνούν το 2020! Αυτό συνιστά αρνησιδικία. Χωρίς τον αντίστοιχο προγραμματισμό και τις κατάλληλες υποδομές πάρθηκαν αρμοδιότητες από τα Πρωτοδικεία και ουσιαστικά «πετάχτηκαν» στα Ειρηνοδικεία. Το σχέδιο, στο θέμα αυτό κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.
    Αναφορικά με το σχόλιο «15 Μαρτίου 2014, 09:51 | Ρ.Γ.» να υπενθυμίσω ότι οι Ειρηνοδίκες πέραν των πολιτικών υποθέσεων, δικάζουν και πταίσματα, κάνουν προανάκριση, έρευνες, μετέχουν στις συνθέσεις Τριμελούς, επιθεωρούν ληξιαρχεία, δικαστικούς επιμελητές κλπ.

  • Στο αρθ. 116Α ΚΠολΔ, η ρύθμιση για ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης εφόσον τα μέρη αποδεχθούν την πρόταση του Δικαστηρίου για προσφυγή στη διαμεσολάβηση έρχεται σε αντίθεση με την παρ. 2 του αρθ. 3 Ν. 3898/2010 για την διαμεσολάβηση, όπου προβλέπεται ότι, σε αντίστοιχη περίπτωση, το Δικαστήριο αναβάλλει υποχρεωτικά τη συζήτηση σε δικάσιμο μετά την πάροδο τριμήνου και όχι πέραν του εξαμήνου. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον με το αρθ. 260 παρ. 3 ΚΠολΔ του σχεδίου, εάν παρέλθουν εξήντα ημέρες από την ματαίωση χωρίς να ζητηθεί προσδιορισμός νέας δικασίμου η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα, είναι σαφές ότι, εάν το αρθ. 116Α παραμείνει ως έχει, θα λειτουργεί εκβιαστικά για τα μέρη, τα οποία θα γνωρίζουν ότι η επίτευξη της συμφωνίας στα πλαίσια της διαμεσολάβησης θα πρέπει να γίνει οπωσδήποτε μέσα σε εξήντα ημέρες.

  • 20 Μαρτίου 2014, 17:21 | giannis

    1) ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΑ ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ Η ΚΑΘ’ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΩΝ. ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΑ…
    2) Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗ ΚΑΙ ΘΕΤΙΚΗ.

  • 20 Μαρτίου 2014, 12:59 | ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΡΥΔΗΣ

    Να προβλεφθεί ότι η επίδοση μπορεί να γίνεται από το δικηγόρο του διαδίκου ατελώς, εφόσον ενεργείται στα πλαίσια ήδη ανοιγείσας δίκης και η επίδοση γίνεται στον πληρεξούσιο του αντιδίκου: π.χ. κλήση για να παραστεί ο αντίδικος σε ένορκη κατάθεση μάρτυρα, άσκηση εφέσεως κ.λπ..
    Με τον τρόπο αυτό:
    α) επιταχύνεται η δίκη,
    β) μειώνεται το κόστος εκδίκασης,
    γ) αναδεικνύεται ο θεσμικός ρόλος των δικηγόρων.

  • ΠΡΟΣΟΧΗ: Το άρθρο 39Α πρέπει να διαγραφεί, αφού ίδια ρύθμιση περιέχεται και στο προτεινόμενο άρθρο 593 § 2.

  • 15 Μαρτίου 2014, 15:02 | ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ειρηνοδίκης Αθηνών

    Το αρθρ. 67 θα μπορούσε, εφόσον υπάρξει η αντίστοιχη υποδομή, να γίνεται με υποβολή αντίστου μηνύματος στο e-mail του δικηγόρου, προς αποφυγή παρανοήσεων και καθυστερήσεων. Διότι διαφορετικά είναι προβληματική η τήρηση του. Το αρθρ. 94 που υποχρεώνει σε λήψη πληρεξούσιου δικηγόρου και καταργεί τη δυνατότητα του διαδίκου, να παρίσταται από μόνος του, έστω και στις υποθέσεις που το αντικείμενο δεν υπερβαίνει τις 12.000,00ευρώ, πρέπει οπωσδήποτε να συνδιαστεί με αλλαγή των διατάξεων, που αφορούν το «ευεργέτημα πενίας». Οι τελευταίες θα πρέπει να αλλαχθούν και να εξορθολογιστούν, ανταποκρινόμενες στα σημερινά δεδομένα, παύοντας να αποτελούν «συγκυρία κανόνων».Αυτη τη στιγμή, με δεδομένες τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, αφενός δεν εξυπηρετούν, αφετέρου είναι ασαφείς. Η μείωση της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου κατά το αρθρ. 14 παρίσταται τυχαία και δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Αυτή τη στιγμή από στατιστικά στοιχεία ο μεγάλος όγκος των υποθέσεων δεν είναι εκείνες που έχουν αντικείμενο 20.000,00€, αλλά αφενός υποθέσεις μικροδιαφορών, αφετέρου υποθέσεις τραπεζών. Οι διατάξεις τέλος των αρθρ. που αφορούν την «δικαστική δαπάνη» πρέπει να αλλάξουν και να τεθούν σαφείς όροι για την εκκαθάρισή τους, που να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά και τον ορθό τρόπο και τους κανόνες κάτω από τους οποίους γίνεται. Αυτή τη στιγμή τα πράγματα εμφαίνονται τυχαία κι όχι ορθά και δίκαια.

  • 15 Μαρτίου 2014, 09:51 | Ρ.Γ.

    Ο περιορισμός της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των ειρηνοδικείων είναι τεράστιο λάθος. Πρέπει με την πρόσληψη νέων ειρηνοδικών και την καθιέρωση του θεσμού (οσονούπω) της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης στις υποθέσεις των υπερχρεωμένων νοικοκυριών να αναβαθμιστεί ο ρόλος τόσο των ειρηνοδικών όσο και των ειρηνοδικείων ως πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (όχι μόνο να παραμείνει στο ποσό των 20.000 ευρώ αλλά και να αυξηθεί η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων ακόμα και στις 50.000 ευρώ). Η εκδίκαση υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας μπορεί να παραμείνει στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων με αντίστοιχη νομοθετική πρόβλεψη για την απλοποίηση των σχετικών υποθέσεων (να υπάρχει η δυνατότητα έκδοσης διάταξης -και όχι απόφασης- σε περισσότερες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως η διόρθωση μιας ληξιαρχικής πράξης).

    Επίσης, κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να μεταφερθεί στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων η εκδίκαση των γαμικών διαφορών. Τα συναινετικά διαζύγια, τα διαζύγια διετούς διάστασης (που πιστεύω ότι μπορεί να γίνει και τροποποποίηση στην αντίστοιχη διάταξη του ΑΚ ώστε να απαιτείται για το τεκμήριο ισχυρού κλονισμού διάσταση ενός έτους, γιατί παρατηρείται το εξής παράδοξο: μετά από ένα χρόνο διάστασης οι σύζυγοι προσφεύγουν σε δικηγόρο, ο οποίος ασκεί αγωγή με βάση είτε την εγκατάλειψη είτε την διάσταση και την προσδιορίζει μετά από ένα χρόνο ώστε να έχει συμπληρωθεί κατά τη συζήτηση το απαιτούμενο διάστημα της διετίας ή ενδεχομένως ζητεί και αναβολή μέχρι να συμπληρωθεί), ακόμα και τα διαζύγια με αντιδικία είναι απλές υποθέσεις (9 στις 10 φορές είναι ερήμην τα διαζύγια με τη διαδικασία των γαμικών διαφορών) που μπορούν να εκδικαστούν σε πρώτο βαθμό από τους ειρηνοδίκες. Παράλληλα θα μπορούσαν να μεταφερθούν και υποθέσεις που αφορούν τις σχέσεις γονέων τέκνων (επιμέλεια, διατροφή, γονική μέριμνα κλπ), που επίσης δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυσκολία.

    Έτσι αναβαθμίζεται ο ρόλος του ειρηνοδίκη ως πρωτοβάθμιου δικαστή και ελαφρύνονται τα μονομελή πρωτοδικεία. Εξάλλου οι ειρηνοδίκες δεν επιβαρύνονται με την έκδοση ποινικών αποφάσεων σε αντίθεση με τους πρωτοδίκες (στα μονομελή πλημ/κεία ή ως προεδρεύοντες σε τριμελή πλημ/κεία).

    Θεωρώ, επιπλέον, ότι αναφορικά με το χρόνο προσκομιδής του δικαστικού ενσήμου, θα πρέπει να οριστεί ρητά ότι πρέπει να προσκομίζεται μέχρι τη συζήτηση, γιατί τώρα με την οικονομική κρίση παρατηρείται το εξής φαινόμενο: συζητείται η υπόθεση και ο δικηγόρος ή ο και ο ίδιος πολλές φορές ο διάδικος κλαίγεται στον δικαστή ζητώντας συνεχώς χρόνο για να συγκεντρώσει τα χρήματα για το απαιτούμενο ένσημο, επικαλούμενος την οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα ο δικαστής (συμπονώντας τον διάδικο) να περιμένει μέχρι και 6 ή 7 μήνες (έχοντας γράψει την απόφαση), ενώ ο δικηγόρος θα μπορούσε εξαρχής να ζητήσει την αναβολή της υπόθεσης μετά από 6 μήνες και να το προσκομίσει νομότυπα κατά τη συζήτηση.

    Τέλος,ως προς την επαναφορά των πολυμελών δικαστηρίων ως εφετείων νομίζω ότι θα είναι άσκοπη, αφού, για εμάς τους «γνωρίζοντες», οι διασκέψεις των εφέσεων ουσιαστικά (στις περισσότερες των περιπτώσεων και συγγνώμη που το λέω) ήταν ένας μονόλογος του εισηγητή, ενώ ακόμα και στα μονομελή εφετεία υπάρχει πάντα η δυνατότητα μιας άτυπης διάσκεψης με τον πρόεδρο ή και κάποιον αρχαιότερο δικαστή

    Αυτά είναι όλα ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν.
    Αυτό όμως που παρατηρώ εγώ είναι η επαναφορά πληθώρας διατάξεων που ίσχυαν πριν το ν. 4055/2012 και η τροποποίηση επι μέρους διατάξεων του ήδη ισχύοντος κπολδ (όχι ένας νέος-καινούργιος κπολδ).

  • 15 Μαρτίου 2014, 00:37 | A.M.

    Θετική η υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο και στα ειρηνοδικεία. Το φαινόμενο της αυτοπρόσωπης παράστασης διαδίκων έχει λάβει πλέον πολύ μεγάλες διαστάσεις. Ο πολίτης πρέπει πλέον να συνειδητοποιήσει ότι η προσφυγή στη δικαιοσύνη συνεπάγεται και κάποια έξοδα.

  • 14 Μαρτίου 2014, 23:32 | A.M.

    Είναι απαράδεκτο αυτό το ατελείωτο πινγκ πονγκ αρμοδιοτήτων μεταξύ Μονομελούς και Ειρηνοδικείου, αφού δημιουργεί σύγχυση και καταργεί κάθε έννοια ασφάλειας δικαίου. Με τις νέες ρυθμίσεις καταργούνται όλα όσα προέβλεψαν οι 3994 και 4055. Να μην γίνει καμία μεταβολή στην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων η οποία το μόνο που θα επιφέρει είναι το πήξιμο για άλλη μία φορά των Μονομελών και την υποβάθμιση του ρόλου των Ειρηνοδικείων. Οι δικαστές που υπηρετούν στα Ειρηνοδικεία είναι ικανοί να φέρουν σε πέρας και δύσκολες υποθέσεις και όχι απλώς να κάνουν τους λογιστές ρυθμίζοντας από το πρωί έως το βράδυ υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Συμφωνώ απολύτως με τον σχολιαστή «Π.Ν. 11 Μαρτίου 2014 01:51».

  • 11 Μαρτίου 2014, 17:31 | ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

    Ήδη από το άρθρο 1 αντιλαμβάνομαι μία υφέρπουσα προχειρότητα.
    Τι σημαίνει ότι στην δικαιδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν και οι διοικητικές διαφορές, οι οποίες δεν υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια;;Και γιατί είναι αναγκαία μία τέτοια προσθήκη, παρά μόνο για λόγους πανηγυρικούς;;Σαφέστατα η έως σήμερα καθιερωμένη ερμηνεία του άρθρου 1 περ. γ) περιλαμβάνει και την κατ`εξαίρεση υπαγωγή διοικητικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια με βάση διαπλασμένα νομολογιακά κριτήρια και σε κάθε περίπτωση η γενική αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, όταν θα διασπάται υπέρ των πολιτικών, αυτό θα γίνεται προφανώς υποχρεωτικώς με νομοθετική διάταξη. Συνεπώς πλεοναστική η περίπτωση δ` και μάλλον αχρείαστη.

  • 11 Μαρτίου 2014, 16:31 | χ.τ.

    αρ 14 επ.
    πολύ θετική η μείωση της καθ’ύλην αρμοδιότητας στα ειρηνοδικεία, καθώς μετά τους Ν.3994/11, 4055/12 και 3869/10 πολλά μεγάλα ειρηνοδικεία έχουν «μπλοκαριστεί» και δίνουν πολύ μακρινές δικασίμους, κάτι ανεπίτρεπτο για μικρού οικονομικού αντικειμένου υποθέσεις
    εύλογη η επαναφορά της εκδίκασης των εφέσεων από πολυμελή β’βάθμια δικαστήρια (πολυμελή πρωτοδικεία και εφετεία αντίστοιχα)καθώς η δευτεροβάθμια και τελεσίδικη κρίση ορθό είναι να παρέχεται απο πολυμελή σύνθεση, άλλως θα ήταν απλώς τυχαία επανάκριση του ίδιου ζητηματος από άλλο δικαστή

  • 11 Μαρτίου 2014, 12:57 | χρυσάνθη τέλιου

    άρθρα 14 και 18
    εξαιρετικά θετική η μείωση της καθ’ύλην αρμοδιότητας των ειρηνοδικείων, καθώς η απότομη αλλαγή της με τους νόμους 3994/2011 (ως προς το ποσοτικό όριο των μικροδιαφορών), 3869/2010 και 4055/2012 (εκουσία και 20.000 ευρώ) «μπλοκάρισε» τον όγκο δουλειάς σε κεντρικά ειρηνοδικεία, που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν, με αποτέλεσμα να δίδονται πολύ μακρινές δικάσιμοι, κάτι ανεπίτρεπτο για υποθέσεις χαμηλού οικονομικού αντικειμένου.
    εύλογη η υπαγωγή των εφέσεων κατά αποφάσεων μονομελών και ειρηνοδικείων σε ΠΟΛΥΜΕΛΗ δικαστήρια (εφετεία και πρωτοδικεία αντίστοιχα), χωρίς να αμφισβητείται η ικανότητα και αντίληψη των πρωτοβάθμιων δικαστών, η μομφή κατά των αποφάσεών τους θα πρέπει να κρίνεται απο πολυμελή σύνθεση, άλλως πρόκειται για απλή επανάκριση από ΕΝΑΝ άλλον άνθρωπο, που μπορεί να έχει ή να μην έχει την ίδια γνώμη, χωρίς να παρέχεται η ασφαλέστατη κρίση που απαιτείται επί τελεσίδικης απόφασης.

  • 11 Μαρτίου 2014, 11:51 | ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

    Άρθρο 94
    1. Στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο.

    Η υποχρωτική παρασταση με δικηγόρο θα συμβαλει θετικως στην καλυτερη και πληρεστερη προστασία των εννομων συμφερόντων των διαδίκων. Ως Ειρηνοδίκης δεν ησαν λίγες οι φορές που διαδικος είχε παρασταθεί άνευ Δικηγόρου και θα έπρεπε η αγωγή του να γινει δεκτή στην ουσία ωστόσο το δικογραφο είχε αοριστίες που δεν μπορούσαν να παραβλεφθούν λόγω έλλειψης (όπως είναι φυσικό) δικονομικών γνώσεων του πολίτη.

  • 11 Μαρτίου 2014, 11:54 | ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

    Προς τη σωστη κατευθυνση είναι η μείωση της αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων καθώς ο διπλασιασμός της καθ’ ύλην αρμοδιοτητας του κατά την προηγούμενη τροποποίηση του Κ.ΠΟΛΔ. χωρίς τον διπλασιασμο των αντίστοιχων οργανικών θέσεων δημιούργησε σε κεντρικά Ειρηνοδικεία τεράστιο όγκο υποθέσεων!Για υποθέσεις τακτικής διαδικασίες που εισήχθησαν το ετος 2013 υπήρξαν δικάσιμοι το έτος 2016, γεγονός ανεπίτρεπτο για τις διαφορές χαμηλών ποσών (πχ. 6.000 ευρώ-οι) που θα πρέπει η συζήτηση τους να γίνεται μέσα σε εύλογο χρόνο. Μετά ταύτα η ανωτέρω τροποποίηση θα είναι πολυ θετική για την επιταχυνση της πρώτου βαθμού διαδικασίας στο Ειρηνοδικείο.

  • 11 Μαρτίου 2014, 01:51 | Π.Ν

    Ανεπίτρεπτη μεταβολή της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, όπως πολλοί σχολιαστές επισήμαναν.
    Αντί να αναβαθμισθεί ο θεσμός, και με εισαγωγή Ειρηνοδικών στην ΕΣΔΙ, υποβαθμίζεται, με ανάλογες συνέπειες για την απονομή δικαιοσύνης.
    Αναβαθμίστε το θεσμό ή καταργήστε τον.

    Οι Εφέσεις κατά αποφάσεων πρέπει να κρίνονται από Εφέτες και όχι από Πρωτοδίκες. Θα ήταν αποτελεσματικότερο οι Εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων να κρίνονται από Εφέτες.

    Κατά τα άλλα συμφωνώ απολύτως με τον σχολιαστή της «8 Μαρτίου 2014, 10:49 | ΔΙΚΑΣΤΗΣ»

  • 10 Μαρτίου 2014, 19:03 | EΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ

    Η μεταβολή προς τα κάτω της γενικής καθ’ ύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων υποβαθμίζει το ρόλο τους ως πρωτοβαθμίων δικαστηρίων και των Δικαστών τους ως άρτιων νομικών. Αντίθετα πρέπει να γίνει αύξηση της γενικής καθ’υλην αρμοδιότητάς τους.

    Σωστή η επαναφορά της εκουσίας δικαιοδοσίας στα Πρωτοδικεία, καθότι με το ν. 3869/2010 ο φόρτος των υποθέσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών είναι μεγάλος.

    Σωστή η υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου και ενώπιον του Ειρηνοδικείου.

    Κρίνεται ορθότερη η καθιέρωση αρμοδιότητας Μονομελούς Εφετείου για την εκδίκαση των εφέσεων κατά αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, έτσι αποσυμφορίζεται και ο φόρτος εργασιών των Πρωτοδικείων.

  • Συμφωνώ απόλυτα με το σχόλιο του ΔΙΚΑΣΤΗ, παρακάτω. Προχειρότητα και πάλι προχειρότητα. Χθες θεσμοθετήθηκε το Μονομελές Εφετείο και σήμερα καταργείται ! Με ποιο σκεπτικό; Για να κάνει κάποιος σχόλια ουσίας, θα πρέπει να συγγράψει ολόκληρο βιβλίο και ο χρόνος που δίδεται για διαβούλευση είναι εξαιρετικά περιορισμένος.
    Καλό θα ήταν να δημοσιευθούν και τα ονόματα της Επιτροπής.

  • 10 Μαρτίου 2014, 18:35 | Κώστας Δημητρίου

    άρθρα 195 επ.
    Πρέπει να γίνουν πιο ουσιαστικά ό,τι αφορούν το ευεργέτημα πενίας – πρόβλεψη λ.χ. πλήρους ατέλειας με σαφή αναφορά και παραπομπή στον σχετικό νόμο για νομική βοήθεια

  • 10 Μαρτίου 2014, 18:57 | Ελενη Βιτσεντζακη

    Να καταργηθεί το άρθρο 227. Έχω κουραστεί να ζητάω το δικαστικό ένσημο και το γραμμάτιο προείσπραξης και πολλά άλλα,ιδίως σε υποθέσεις εκουσίας. Να περιμένω να τα φέρει ο δικηγόρος, για να ξανανοίξω τη δικογραφία και να δω μετά ότι λείπει η έκθεση επίδοσης και να απασχολούμαι ξανα εγώ και η γραμματεία με τηλέφωνα, έγγραφα και σημειώματα.

  • 10 Μαρτίου 2014, 17:51 | Βάσια

    Η μείωση της αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων στα 15.000 ευρώ και το τεράστιο εύρος της αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου από 15.000 έως 150.000 ευρώ, θα επιφέρει την ελάφρυνση των πρώτων και την αφόρητη επιβάρυνση των δεύτερων.Θα πρέπει να γίνει ανάλογος καθορισμός ώστε να λειτουργούν αποτελεσματικά μακροπρόθεσμα και τα δυο Πρωτοβάθμια Δικαστήρια, που λειτουργούν ευέλικτα λόγω τη μονομελούς σύνθεσής τους, διαφορετικά σε σύντομο χρονικό διάστημα θα πρέπει να ακολουθήσει ανάστροφη ρύθμιση της αρμοδιότητας πχ Διαφορές χρηματικώς αποτιμητές μέχρι 50.000 στο Ειρηνοδικείο και μέχρι 150.000 στο Μονομελές Πρωτοδικείο.

  • 10 Μαρτίου 2014, 01:34 | ΒΑΓΙΑΝΟΣ ΣΤΕΛΙΟΣ

    Σχόλια στο άρθρο 17 παρ. 3
    Το άρθρο 17 παρ.3 ορίζει ότι οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας, κτλ κτλ υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου.
    Κατ’ ακολουθία αυτής της διάταξης, αγωγές ή διαταγές πληρωμής που αφορούν καταβολή κοινόχρηστων δαπανών ελάχιστων δεκάδων ή εκατοντάδων ευρώ να πρέπει να υποβληθούν στο Μονομελές Πρωτοδικείο, με αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη αύξηση του όγκου των υποθέσεων αυτού.
    Έτσι αγωγή για καταβολή κοινόχρηστων δαπανών π.χ. 200 ευρώ, θα πρέπει να υποβληθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο, όπου τα έξοδα δικηγορικής αμοιβής ανέρχονται σε 268 ευρώ + 23% ΦΠΑ.
    Για την αποκλειστική αρμοδιότητα του Μονομελούς Βλ. Παπαδάκη Διαταγές Πληρωμής έκδοση 2011 σελ 331-332.
    Πρόταση:
    Θα πρέπει να προστεθεί περίπτωση 14 στο άρθρο 15 ώστε ειδικά οι διαφορές από κοινόχρηστες δαπάνες μεταξύ ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων καθώς και οι διαφορές ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ` ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων και διαμερισμάτων από την ίδια αιτία, να υπαχθούν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου (ασχέτως ποσού).

  • Για το κεφάλαιο Α

    Στο άρθρο 1 το στοιχείο δ) είναι απολύτως περιττό αφού οι διοικητικές διαφορές ανήκουν ούτως ή άλλως είτε στα διοικητικά δικαστήρια είτε στα πολιτικά δικαστήρια ( αν και εφόσον προβλέπει αυτό ο νόμος ).

  • 9 Μαρτίου 2014, 15:09 | βασιλης αλεξιου

    θα ηταν αποτελεσματικοτερο να υπαρχουν ειρηνοδικια και μονομελη εφετεια για τις εφεσεις κατά των αποφασεων τους .ετσι ο ιδιος αριθμος δικαστων θα μπορουσε να διεκπεραιωσει μεγαλυτερο αριθμο υποθεσεων.επισης τα ειρηνοδικια και τα εφετεια τους πρεπει να στεγάζονται στα κτηρια των δημων για να εχουν οι πολιτες ευκολοτερη προσβαση.θα ηταν καλυτερα να εργαζονταν από τις οχτω το πρωι εως τις δωδεκα το βραδυ σε δυο ξεχωριστες βαρδιες με διαφορετικούς εργαζομενους και υποθεσεις σε κάθε βαρδια 365 μερες το χρονο.ετσι μονο θα είχαμε υπερταχεια απονομή της δικαιοσυνης αντι να δινεται δικάσιμος από ειρηνοδικειο για το 2021.πολυμελλη δικαστηρια δεν εχουν λογο υπαρξης εφόσον δεν υπαρχει ζητημα με την επαρκεια και την εντιμοτητα των δικαστικων λειτουργων.και βεβαίως υπαρχει και ο αρειος παγος για την αναιρεση της αποφασης οποιουδηποτε πολιτικου δικαστηριου.

  • 9 Μαρτίου 2014, 04:46 | ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΤΗΝ [ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ ΧΑΝΙΩΝ]

    το άρθρο 205, να αυξηθεί το πλαίσιο της χρηματικής ποινής σε 1000 ευρώ εως 3.000 ευρώ και να προβλεφθεί ρητά οτι εαν δεν καταβληθεί η χρηματική ποινή στο Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΟΧΡΕΟ, τότε είναι ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ η άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου κατα της απόφασης ΑΠ΄ ΑΥΤΟΝ.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
    1 – Πλαίσιο ποινής 1000 ευρώ εως 3.000 ευρώ στο αρθρο 205 ΚΠολΔ και
    2 – Ρητή πρόβλεψη οτι εαν δεν καταβληθεί η απο το Δικαστήριο επιβαλλόμενη χρηματική ποινή στο Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΟΧΡΕΟ, τότε είναι ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ η άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου κατα της απόφασης ΑΠ΄ ΑΥΤΟΝ.

  • 9 Μαρτίου 2014, 03:09 | ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΤΗΝ [ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ ΧΑΝΙΩΝ]

    Στο άρθρο 53 παρ. 3, να αυξηθεί το παράβολο απο 100 ευρώ σε 500 ευρώ και να προβλεφθεί ρητά οτι πρέπει να προσκομιστεί ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ παραχρήμα ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο μετέχει ο υπο εξαίρεση Δικαστικός. Και τούτο, διότι ως Δικαστής είδα με τα μάτια μου το εξής θλιβερό φαινόμενο: Σε σύνθεση Μονομελούς Πρωτοδικείου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγομένου ζήτησε αναβολή σε υπόθεση που είχε ΗΔΗ ΑΝΑΒΛΗΘΕΙ 4 ΦΟΡΕΣ και οταν ο Δικαστης απέρριψε το σχετικό αίτημα, ο δικηγόρος του εναγομένου υπέβαλλε αίτημα εξαίρεσης του Δικαστή και με το τρόπο αυτό κατάφερε να «ΚΕΡΔΙΣΕΙ» την πολυπόθητη αναβολή, αφού η υπόθεση διεκόπει για να αποφανθεί το αρμόδιο Δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε μετά απο 1-2 μήνες και ασφαλώς απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης. Δυστυχώς όμως με το τροπο αυτό ο εναγομενος καταφερε ουσιαστικάνα πάρει σχεδόν εκβιαστικά την αναβολή και η απονομή της δικαιοσύνης να καθυστερήσει.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
    1 – Παραβολο 500 ευρώ στο αρθρο 53 παρ. 3 ΚΠολΔ
    2 – και κατάθεση του ως ανω παραβόλου ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ παραχρήμα ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο μετέχει ο υπο εξαίρεση Δικαστικός.

  • 9 Μαρτίου 2014, 02:36 | ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΤΗΝ [ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ ΧΑΝΙΩΝ]

    Η αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων λόγω ποσού πρέπει να αυξηθεί απο τις 20.000 ευρώ που είναι σήμερα σε 50.000 ευρώ. Τούτο θα ελαφρύνει τρομερά τα Μονομελή Πρωτοδικεία και θα αναβαθμίσει το ρόλο του Ειρηνοδικείου ως Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.
    Ήδη για τα Ειρηνοδικεία έχουν γίνει προσλήψεις με αντίστοιχες τοποθετήσεις νέων Δικαστών, οι οποίοι έχουν κριθεί ως ικανότατοι απο το ανώτατο Δικαστήριο της χώρας δηλ. τον Άρειο Πάγο. Δεν κατανοώ λοιπόν την περιορισμένη χρήση του Ειρηνοδικείου ως Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

    Το άρθρο 14 παρ. 1α΄ ΚΠολΔ πρέπει λοιπόν να τροποποιηθεί, ώστε η αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων λόγω ποσού να αυξηθεί απο τις 20.000 ευρώ που είναι σήμερα σε 50.000 ευρώ.

  • 8 Μαρτίου 2014, 21:19 | Κ.Σ.

    Στο άρθρο 421 το ρήμα «προσάγουν» πρέπει να αντικατασταθεί με το ρήμα «προσκομίσουν».

  • 8 Μαρτίου 2014, 21:42 | Κ.Σ.

    Στα άρθρα 14 και 16, ο περιορισμός της λόγω ποσού καθ’ ύλην αρμοδιότητας των δικαστηρίων είναι κατά τη γνώμη μου άσκοπος, διότι είναι βέβαιο πως το πολύ σε ένα χρόνο θα ζητηθεί και πάλι η αύξηση των εν λόγω ποσών και άντε πάλι να τυπώνουμε καινούριο κώδικα. Με το σκεπτικό αυτό, η αλλαγή αυτή φαντάζει τελείως προσχηματική και μπορεί να ωφελήσει μόνο τους εκδοτικούς οίκους που σε λίγο καιρό μετά την ψήφιση του νέου κώδικα θα κληθούν και πάλι να τυπώσουν καινούριο κώδικα.
    Ευχαριστώ.

  • 8 Μαρτίου 2014, 21:02 | Κ.Σ.

    Στο άρθρο 237 η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων ορίζεται σε 100 ημέρες. Προτείνεται να τροποποιηθεί το άρθρο, ώστε η προθεσμία να ορίζεται σε μήνες, διότι είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει δυσχέρεια στον υπολογισμό των ημερών και θα δημιουργηθούν προβλήματα στην εφαρμογή της διάταξης, ενόψει των πολλών αργιών, του ζητήματος των εργάσιμων και μη ημερών, και της συνήθειας των δικηγόρων να καταθέτουν δικόγραφα την τελευταία ώρα της τελευταίας ημέρας της εκάστοτε προθεσμίας κατάθεσης δικογράφου.
    Ευχαριστώ.

  • 8 Μαρτίου 2014, 20:01 | Κ.Σ.

    Το ίδιο σχόλιο (8 Μαρτίου 2014, 20:15) κάνω και για το στοιχ. β` του άρθρου 232 σε ό,τι αφορά τον εσφαλμένο όρο «προσαγωγή» (βλ. και παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπου ορθώς χρησιμοποιείται το ρήμα «προσκομίζω» αντί του ρήματος «προσάγω»).

  • 8 Μαρτίου 2014, 20:15 | Κ.Σ.

    Στο άρθρο 232 στοιχ. γ`, ο όρος «προσαγωγή» είναι εσφαλμένος και θα πρέπει να αντικατασταθεί από τον όρο «προσκόμιση» (ή «προσκομιδή»), διότι, ως γνωστόν, τα φυσικά πρόσωπα «προσάγονται», ενώ τα έγγραφα «προσκομίζονται».
    Ευχαριστώ.

  • 8 Μαρτίου 2014, 10:49 | ΔΙΚΑΣΤΗΣ

    Προσωπικά δεν βλέπω έναν καινούριο κώδικα πολιτικής δικονομίας αλλά μία εκτεταμένη τροποποίηση του προηγούμενου (δείτε το άρθρο 17Α και θα καταλάβετε τί εννοώ). Από τα λίγα που είδα υπάρχουν κάποιες καλές κινήσεις (η μείωση της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, συμμάζεμα κάπως των ειδικών διαδικασιών) αλλά εξακολουθεί να είναι μια τροποποίηση που παραμένει θνησιγενής. Εξακολουθεί να κουβαλάει τα κουσούρια των προηγούμενων τροποποιήσεων. Κάντε ένα καινούριο κώδικα, καινοτόμο και ρηξικέλευθο!!! ΜΗΝ τροποποιείτε ένα αναχρονιστικό, ανομοιογενές και αποτυχημένο πλέον κείμενο! Δυστυχώς το σύστημα των σχολίων δεν επιτρέπει τον ουσιαστικό σχολιασμό των ρυθμίσεων, αφού δίνει τη δυνατότητα σχολίων ανά βιβλίο και όχι ανά άρθρο!!! Θέλω να ρωτήσω τέλος, ποιοί είναι αυτοί που έχουν κάνει αυτή τη δουλειά, με τί προσόντα και πόσο χρόνο αφιέρωσαν!! Γιατί προσωπικά θα ντρεπόμουν να βάλω το όνομά μου ως μέλος της συντακτικής επιτροπής του Νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και πχ στον ίδιο κώδικα να υπάρχει το ευεργέτημα πενίας (ακριβώς ο ίδιος αριθμός άρθρου με τον προηγούμενο κώδικα) τη στιγμή που οι διατάξεις του ευεργετήματος έχουν παραμεριστεί από το 2004 και εφαρμόζεται έκτοτε ο νόμος για τη νομική βοήθεια!!! Τα μέλη της συντακτικής επιτροπής το ξέρουν αυτό ή απλά κάνανε copy- paste τον παλιό κώδικα?? Αφού είναι τροποποίηση πείτε το τροποποίηση μη μας κοροΪδεύετε και έτσι! Και κάτι τελευταίο… Προφανώς, τα μέλη της συντακτικής επιτροπής αφιέρωσαν πολύ χρόνο στο συγκεκριμένο έργο. Κάντε τον κόπο και μέχρι να φθάσει στη Βουλή (εάν ποτέ φθάσει όπως πολλά άλλα) βάλτε και τίτλους σε κάθε άρθρο κατά το πρότυπο του ΑΚ, ΠΚ και ΚΠοινΔ, το 1968 οι τότε συντάκτες του ισχύοντος κώδικα δεν τον είχαν σκεφθεί. Πενήντα χρόνια μετά κάποιος πρέπει να το σκεφτεί…. Θα είναι μια ουσιαστική συνδρομή στο έργο, θα διευκολύνει τους εφαρμοστές του δικαίου. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δε θα μπορέσετε να το κάνετε copy-paste αλλά θα πρέπει να γράψετε τον τίτλο κάθε άρθρου. Για να γλιτώσετε τον χρόνο, αγοράστε ένα κώδικα της Νομικής Βιβλιοθήκης ή του Σάκκουλα.. Έχουν ήδη κάνει την δουλειά για σας.

  • 7 Μαρτίου 2014, 18:51 | Κώστας Δημητρίου

    άρθρο 5
    όσα αναφέρονται σχετικά με διαδικασίες στο εξωτερικό πρέπει να γίνουν πιο συγκεκριμένα – να γίνει πιο αναλυτικό το άρθρο και να μην αναζητείται εγκύκλιος ή άλλο νομοθέτημα για τέτοιες περιπτώσεις
    άρθρο 12
    να είναι επιτρεπτή η εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό αν συναινούν σε αυτό όλοι οι διάδικοι με ρητή δήλωση στο δικαστήριο είτε από κοινού , είτε ο καθένας ξεχωριστά -> με ρητή παραίτηση του δικαιώματος άσκησης έφεσης -> υποθετική μεν περίπτωση, αλλά είναι δυνατό να γίνει σε κάποιες περιπτώσεις
    άρθρο 14
    ανεπίτρεπτη μεταβολή προς τα κάτω της καθ’ ύλη αρμοδιότητας -> ίσως υπάρχει και συνταγματικό θέμα -> θέλει επανεξέταση το θέμα αυτό, γιατί αφορά την κοινή καθ’ ύλη αρμοδιότητα και όχι την εξαιρετική
    άρθρο 18
    είναι σωστή η επαναφορά του πολυμελούς πρωτοδικείου ως κατ’ έφεση αρμόδιο δικαστήριο σε εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου
    άρθρο 19
    στην αρμοδιότητα ποιου εφετείου υπάγονται οι εφέσεις κατά αποφάσεων μον.και πολ. πρωτοδικείου; δεν αναφέρεται ρητά – > κατά τη γνώμη μου πρέπει να οριστεί ως αρμόδιο καθ’ ύλη το τριμελές εφετείο για εκδίκαση όλων των εφέσεων του σχηματισμού των πρωτοδικείων
    άρθρο 40
    πρέπει να επανέλθει το άρθρο 40Α που καταργήθηκε και καθόριζε ότι κατά τόπο αρμόδιο για εκδίκαση αγωγών είναι και το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έλαβε χώρα το τροχαίο ατύχημα
    άρθρο 52
    στην περίπτωση που προτείνουν αυτοεξαίρεση οι δικαστικοί λειτουργοί ή οι δικαστικοί υπάλληλοι πρέπει σε μονομελή δικαστήρια να προβλέπεται οτι η υπόθεση αναβάλλεται χωρίς υποχρέωση καταβολής τέλους από τους διαδίκους (εγγραφή στο πινάκιο ατελώς όχι με καταβολή ενσήμων) στην αμέσως επόμενη δικάσιμο ανεξάρτητα αριθμού υποθέσεων για εκδίκαση του ίδιου δικαστηρίου, εκτός αν ζητηθεί είτε από έναν διάδικο ή από κοινού προσδιορισμός άλλης δικασίμου για λόγους ανωτέρας βίας (είναι γνωστό το πρόβλημα λόγω συγκεκριμένων συνθέσεων, ιδίως σε δικαστήρια της επαρχίας, να αναβάλλεται πάνω από μια φορά η υπόθεση λόγω κωλύματος που τυχόν έχει ο δικαστής – όπως λ.χ. εμπλοκής του ως δικηγόρου που μπορεί να είχε εντολέα έναν εκ των διαδίκων κλ)
    άρθρο 94
    δεν αναφέρεται τι γίνεται με την κατάθεση δικογράφων – πότε θα είναι (αν είναι επιτρεπτή) η κατάθεση από τον διάδικο του δικογράφου
    άρθρο 122
    να γίνει πιο συγκεκριμένη η διαδικασία για επίδοση από άλλο όργανο σε περίπτωση που δεν εδρεύει στην περιοχή δικαστικός επιμελητής
    άρθρα 134 και 135
    να γίνουν πιο συγκεκριμένες οι διαδικασίες για επίδοση στο εξωτερικό και για επίδοση σε πρόσωπο αγνώστου διαμονής
    αρθρο 147
    να ορισθεί ρητά και κατηγορηματικά αναστολή προθεσμιών για όλο το διάστημα δικαστικών διακοπών , δηλαδή από 1/7 έως και 15/9 και ρητή αναφορά για το ότι δεν θεωρείται εργάσιμη και το Σάββατο καθώς και συγκεκριμένες αργίες ή διαστήματα αργιών