Άρθρο 2

Κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου  αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας, ή έφεση, αν πρόκειται για ακυρωτική διαφορά. Αν το Συμβούλιο της Επικρατείας διαπιστώσει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, δύναται, εφόσον η απόφαση αυτή υπέκειτο και σε έφεση ενώπιον άλλου δικαστηρίου, να του παραπέμψει την υπόθεση προς εκδίκαση.

  • 25 Σεπτεμβρίου 2010, 00:33 | Σίμος Ι. Σαμαράς

     
    Με το σχολιαζόμενο άρθρο του προσχεδίου νόμου (εφεξής ΠρσχΝ) παρέχεται η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης στις διαφορές ουσίας ή έφεσης στις ακυρωτικές κατά παρέκκλιση κάθε διάταξης, εφόσον κρίνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει ήδη κριθεί το ζήτημα με άλλη απόφαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ). Η αρνητική προϋπόθεση της μη μη ύπαρξης νομολογίας προϋποθέτει στο τριτενέργεια του δεδικασμένου, η οποία με τη σειρά απαιτεί συνταγματικό ή υπερνομοθετικό έρεισμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάτι τέτοιο ισχύει στη χώρα μας μόνο για τις αποφάσεις του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου στην περίπτωση του άρθ. 100 § 4 Συντ. και σε επίπεδο διεθνών οργανισμών με τη συμμετοχή της χώρας μας για τις αποφάσεις των του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ) και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί εγκύρως να τεθεί αυτή η αρνητική προϋπόθεση. Εξάλλου, τίποτε δεν εμποδίζει το ΣτΕ, που έκρινε με ορισμένο τρόπο τη συνταγματικότητα ή μη ορισμένης διάταξης νόμου σε κάποια υπόθεση, να την κρίνει διαφορετικά σε κάποια άλλη μεταβάλλοντας τη νομολογία του εξετάζοντας το πράγμα καλύτερα, όπως λόγω καταδίκης της χώρας μας από το ΕΔΔΑ.
     
    Περαιτέρω, κρίσιμο είναι το ζήτημα γενικά της συμφωνίας ή με το Σύνταγμα και όχι μόνο της κήρυξης αντισυνταγματικότητας. Η επιμονή στο τελευταίο, που σε τελική ανάλυση σημαίνει διεύρυνση του πεδίου των ατομικών δικαιωμάτων, εξυπηρετεί στην ουσία μόνο το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου – που είναι εκείνα που θίγονται τις περισσότερες φορές από την κήρυξη αντισυνταγματικότητας –, γιατί θα αποκτήσουν έρεισμα για επιπλέον ένδικο μέσο, όταν δεν διέθεταν, οδηγώντας σε παρέλκυση των δικών. Θα ήταν, λοιπόν, σκόπιμο, για να αποφευχθούν φαινόμενα καταστρατήγησης, η παροχή πρόσθετων ένδικων μέσων για την απόφανση σχετικά με τη συμφωνία ή μη ορισμένης διάταξης νόμου με το Σύνταγμα είτε να αποκλειστεί γενικώς, είτε να παρέχεται σε κάθε περίπτωση, όχι δηλ. μόνο επί αντισυνταγματικότητας αλλά και επί συμφωνίας με το Συνταγμα.
     
    ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος
    Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
    http://www.nomologio.wordpress.com

  • 18 Σεπτεμβρίου 2010, 23:33 | feidon

    1. Δεν είναι σαφές στο σχέδιο νόμου, αν σε μια τέτοια περίπτωση η απεύθυνση στο ΣτΕ (με αίτηση αναίρεσης ή έφεση) είναι υποχρεωτική ή δυνητική. Αν πρόκειται για υποχρεωτική απεύθυνση και ο διάδικος προσφύγει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (αντί του ΣτΕ) , τότε το τελευταίο θα απόσχει από την έρευνα του ενδίκου μέσου ή θα το παραπέμψει στο ΣτΕ, με αποτέλεσμα και πάλι την απώλεια χρόνου.
    Προτείνεται, επομένως, να διευκρινισθεί, αν η απεύθυνση στο ΣτΕ είναι υποχρεωτική ή δυνητική.
    2. Μια απορία: Είναι δυνατό να γνωρίζει ο κάθε διάδικος, αν το ζήτημα που κρίθηκε με την πρωτόδικη απόφαση, έχει ή δεν έχει απασχολήσει ήδη το ΣτΕ;