Άρθρο 9
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 9 του ν. 2776/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συνιστάται Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών (Κ.Ε.Μ). Η Επιτροπή αυτή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού, είναι τριμελής και αποτελείται από Εισαγγελέα Εφετών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, με ομοιόβαθμο αναπληρωτή του, ως πρόεδρο, που ορίζονται από τον διευθύνοντα την οικεία Εισαγγελία, τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Πολιτικής, με τον αναπληρωτή του και τον Πρόεδρο του Κεντρικού Επιστημονικού Συμβουλίου Φυλακών (ΚΕΣΦ), με αναπληρωτή του μέλος του ΚΕΣΦ, ως μέλη, που ορίζονται από τον Υπουργό. Η Επιτροπή συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές το μήνα. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από πρόταση του ΚΕΣΦ, καθορίζονται ειδικότερα ζητήματα λειτουργίας της Κ.Ε.Μ.»
2. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν.2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής :
‘’Εξαιρούνται επίσης οι μεταγωγές που γίνονται προς τα καταστήματα Γ’ τύπου ή στα αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου , κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 2 ‘’.
3. Μετά την παράγραφο 3 του άρθρου 9 του ν. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 4, ως εξής:
«4. Σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος μεταγωγής κρατουμένου για ουσιαστικούς λόγους για δεύτερη συνεχόμενη φορά, μπορεί αυτός να προσφύγει, κατά της απόφασης της Κ.Ε.Μ, στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, το οποίο συνεδριάζει ως Συμβούλιο, εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απορριπτικής απόφασης.»
4. Μετά την παράγραφο 5 του άρθρου 11 του ν. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής:
«6. Ενήλικοι κρατούμενοι : α) που έχουν καταδικαστεί ή κατηγορούνται για τα εγκλήματα των άρθρων 134 ,135,135α, 138, 187Α ή β) που έχουν καταδικαστεί για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α’, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 ΠΚ ( εγκληματική οργάνωση ), κρατούνται σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ’ τύπου, στα λοιπά καταστήματα. Κρατούμενοι που κρίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνοι, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, για την ασφάλεια της χώρας και τη δημόσια τάξη, καθώς και για την τάξη και την ασφάλεια στα καταστήματα κράτησης Α’ ή Β’ τύπου, και α) έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα για τα οποία επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης ή πρόσκαιρης τουλάχιστον 10 ετών ή κατηγορούνται για εγκλήματα που επισύρουν τις ίδιες ποινές ή β) έχουν τελέσει τα εξής περιοριστικά αναφερόμενα πειθαρχικά παραπτώματα: αα) βίαιη απόδραση περισσότερων κρατουμένων με ενωμένες δυνάμεις, ββ) άσκηση βίας κατά μελών του προσωπικού του καταστήματος, γγ) εν γνώσει κατασκευή ή κατοχή αιχμηρών ή εν γένει επικίνδυνων αντικειμένων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα ή δδ) απόδραση κρατουμένου, κρατούνται ομοίως σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ’ τύπου, στα λοιπά καταστήματα. Τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας των καταστημάτων κράτησης αυτής της κατηγορίας, τελούν υπό τον έλεγχο του αρμόδιου δικαστικού λειτουργού και δεν αποκλείεται να επηρεάζουν επί το αυστηρότερο τον τρόπο διαβίωσης μέσα σε αυτά».
5. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 2776/1999 προστίθεται η φράση :
«, με εξαίρεση τους υποδίκους που κρατούνται σε κατάστημα κράτησης Γ’ τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ’ τύπου.».
6. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ν. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Αν λόγοι που συνδέονται με την ασφάλεια της χώρας και τη δημόσια τάξη απαιτούν πρόσθετα μέτρα ασφαλείας για τη φύλαξη κρατουμένου που μετάγεται για δικονομικούς λόγους, η φύλαξη και παραμονή αυτού, αντί του καταστήματος κράτησης, μπορεί να γίνεται με αιτιολογημένη διάταξη του οικείου Εισαγγελέα Εκτέλεσης Ποινών, ύστερα από πρόταση της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, σε κατάλληλο χώρο αστυνομικού καταστήματος, χωρίς περιορισμό των δικαιωμάτων επισκέψεων και επικοινωνίας.».
7. Η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του ν. 2776/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
« Τα γενικά καταστήματα κράτησης διακρίνονται σε Α`, Β` και Γ` τύπου. Στα καταστήματα Α` τύπου κρατούνται οι υπόδικοι, οι κρατούμενοι για χρέη, οι κρατούμενοι για εγκλήματα κατά της περιουσίας και ιδιοκτησίας, που έχουν τελεσθεί χωρίς βία ή απειλή και οι κατάδικοι σε ποινή φυλάκισης. Στα Β` τύπου κρατούνται, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, οι υπόλοιποι κρατούμενοι. Στα Γ` τύπου, τα οποία ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κρατούνται αποκλειστικά κατάδικοι ή υπόδικοι, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 11 του παρόντος. Η κράτηση υποδίκων ή καταδίκων σε καταστήματα κράτησης Γ` τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ’ τύπου για τα εγκλήματα των άρθρων 134 ,135,135α, 138 και 187Α ΠΚ , καθώς για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α’, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 ΠΚ ( εγκληματική οργάνωση), γίνεται με παραγγελία του Εισαγγελέα Εκτέλεσης Ποινών, με βάση την καταδικαστική απόφαση ή το ένταλμα προσωρινής κράτησης . Η κράτηση των λοιπών υποδίκων ή καταδίκων σε καταστήματα κράτησης Γ` τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ’ τύπου γίνεται με αιτιολογημένη διάταξη του Εισαγγελέα Εκτέλεσης Ποινών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Σε αυτόν διαβιβάζονται, από την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σχετικά αιτήματα με αντίγραφα των ατομικών φάκελων των κρατουμένων που τηρούνται στο κατάστημα κράτησης όπου εκτίουν την ποινή τους, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις του τρίτου εδαφίου. Μαζί με τους ατομικούς φακέλους διαβιβάζεται και κάθε άλλο σχετικό με την κράτηση τους στοιχείο. Ο Εισαγγελέας για την εκτίμηση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας του κρατουμένου συνεκτιμά τα εξής στοιχεία, που μπορεί να συντρέχουν σωρευτικά ή διαζευκτικά : α) τη βαρύτητα του εγκλήματος για το οποίο κρατείται ή του πειθαρχικού παραπτώματος που τέλεσε, β) την πιθανότητα τέλεσης νέων εγκλημάτων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων, γ) την ύπαρξη υποδικίας ή καταδικαστικής απόφασης για άλλα κακουργήματα, δ) την ύπαρξη στοιχείων για την περαιτέρω εγκληματική δραστηριότητα του κρατούμενου, από άλλες συναρμόδιες για τον έλεγχο του εγκλήματος αρχές και ε) την προσωπικότητα του καταδίκου ή υποδίκου. Σε περίπτωση κατεπείγοντος, όταν απειλείται η διασάλευση της τάξης και ασφάλειας του καταστήματος ή για λόγους που συνδέονται με την ασφάλεια της χώρας ή τη δημόσια τάξη, η διάταξη για την κράτηση σε κατάστημα Γ’ τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ’ τύπου εκδίδεται, κατόπιν αιτήματος του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, από τον Εισαγγελέα Εφετών του τόπου έκτισης της ποινής και εκτελείται άμεσα. Η διατασσόμενη κράτηση σε κατάστημα Γ’ τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ’ τύπου έχει αρχική διάρκεια 4 ετών και μπορεί να παρατείνεται με τον ίδιο τρόπο και για άλλες περιόδους, διάρκειας 2 ετών η καθεμία, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας κατά τα ανωτέρω οριζόμενα. Ειδικά για τους κρατουμένους α) για τα εγκλήματα των άρθρων 134, 135, 135α, 138 και 187Α ΠΚ ή β) για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α’, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 ΠΚ (εγκληματική οργάνωση), η διατασσόμενη κράτηση έχει αρχική διάρκεια 10 ετών και μπορεί να παρατείνεται με τον ίδιο τρόπο και για άλλες περιόδους, διάρκειας 2 ετών η καθεμία, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας κατά τα ανωτέρω οριζόμενα. Για τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, ως εκτιθείσα ποινή θεωρείται αυτή που εκτίθηκε πραγματικά, χωρίς κανένα ευεργετικό υπολογισμό. Κατά των διατάξεων των Εισαγγελέων χωρεί προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εντός είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίησή της. Η προσφυγή δεν αναστέλλει την εφαρμογή της διάταξης, το δε Συμβούλιο αποφαίνεται εντός τριάντα (30) ημερών. Σε περίπτωση που η προσφυγή γίνει δεκτή, ο Εισαγγελέας μπορεί να εκδώσει νέα διάταξη για την εισαγωγή του κρατουμένου σε κατάστημα κράτησης Γ’ τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ’ τύπου, εφόσον προκύψουν νέα στοιχεία. Τα κατά τα ανωτέρω βουλεύματα και διατάξεις κοινοποιούνται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής εντός της ίδιας ως άνω προθεσμίας.
8. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 19 του ν. 2776/1999 προστίθεται η φράση :
« , με εξαίρεση τους περιορισμούς που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο και τον εσωτερικό κανονισμό των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου ή των αυτοτελών τμημάτων Γ’ τύπου στα λοιπά καταστήματα».
9. Μετά την παράγραφο 6 του άρθρου 32 του ν.2776/1999, προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής :
«Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται τα επιτρεπόμενα είδη που μπορούν να πωλούνται σε κρατούμενους από τα πρατήρια-καντίνες και κυλικεία των Κ.Κ., το ποσοστό κέρδους που περιέρχεται στο Ταμείο Κέρδους Σιγαρέττων και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων και την ενίσχυση των απόρων και ο τρόπος διάθεσής του.»
10. Μετά την παράγραφο 5 του άρθρου 41 του ν. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Σε χωριστό τμήμα των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου μπορεί να κρατούνται ,με σκοπό την εργασία, χωρίς επικοινωνία με τους λοιπούς κρατούμενους, κρατούμενοι που μετάγονται από καταστήματα Β’ τύπου, για τους οποίους δεν εφαρμόζονται οι ισχύουσες για τα καταστήματα Γ’ τύπου διατάξεις».
11. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 52 του ν. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά για τους κρατούμενους σε καταστήματα κράτησης Γ’ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου μπορεί να τίθενται εξαιρέσεις από την παραπάνω ρύθμιση με τον εσωτερικό κανονισμό του καταστήματος και δεν μπορεί να θίγουν τις επισκέψεις συνηγόρων χωρίς αριθμητικό ή χρονικό περιορισμό.»
12. Μετά την παράγραφο 7 του άρθρου 53 του ν. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 8, ως εξής:
«8. Ειδικά για τους κρατούμενους σε καταστήματα κράτησης Γ’ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου μπορεί να τίθενται εξαιρέσεις από τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου με τον εσωτερικό κανονισμό του καταστήματος».
13. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 54 του ν. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«9. Στους κρατούμενους σε καταστήματα κράτησης Γ’ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου δεν χορηγούνται άδειες. Στους κρατούμενους σε καταστήματα κράτησης άλλου, πλην του Γ΄, τύπου, για τα εγκλήματα α) των άρθρων 134, 135, 135Α., 138 και 187Α ΠΚ ή β) για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α’, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 ΠΚ (εγκληματική οργάνωση), άδειες χορηγούνται υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 105 Π.Κ ως προς το χρόνο έκτισης της ποινής.»
14. Μετά την παράγραφο 4 του άρθρου 59 του ν. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 5, ως εξής:
«5. Ο ως άνω θεσμός δεν εφαρμόζεται στους κρατούμενους σε καταστήματα κράτησης Γ’ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου. Στους κρατούμενους σε καταστήματα κράτησης άλλου, πλην του Γ΄, τύπου, α) για τα εγκλήματα των άρθρων 134, 135, 135α., 138 και 187Α ΠΚ ή β) για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 322 εδάφιο δεύτερο περίπτωση α’, 342 παράγραφος 1 περίπτωση α’, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α’, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 ΠΚ (εγκληματική οργάνωση), άδεια ημιελεύθερης διαβίωσης χορηγείται υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 105 Π.Κ ως προς το χρόνο έκτισης της ποινής ».
15. Στην περίπτωση β) της παραγράφου 1 του άρθρου 69 του ν. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι κρατούμενοι σε καταστήματα κράτησης Γ’ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου δεν μετάγονται για πειθαρχικούς λόγους σε καταστήματα κράτησης άλλου τύπου».
16. Στο άρθρο 72 του ν. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η μεταγωγή κρατουμένων από κατάστημα κράτησης Γ’ τύπου ή αυτοτελές τμήμα Γ΄ τύπου επιτρέπεται για δικονομικούς λόγους ή για λόγους υγείας. Για την ασφαλή μεταγωγή του κρατουμένου ενημερώνεται αμέσως η αρμόδια αστυνομική υπηρεσία».
Άρθρο 10
1. Η εξωτερική και περιμετρική φύλαξη των Καταστημάτων Κράτησης Γ΄ τύπου αποτελεί αρμοδιότητα της Ελληνικής Αστυνομίας κατά παρέκκλιση του άρθρου 48 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112). Για το σκοπό αυτό συνιστώνται ειδικές περιφερειακές Υπηρεσίες με τον τίτλο «Υπηρεσία Εξωτερικής Ασφάλειας Καταστήματος Κράτησης τύπου Γ΄», που ακολουθείται από το τοπωνύμιο της έδρας του αντίστοιχου Καταστήματος Κράτησης. Η ίδια υπηρεσία αναλαμβάνει τη φύλαξη των θυρωρείων-εισόδων των ανωτέρω καταστημάτων.
2. Η Υπηρεσία της προηγούμενης παραγράφου υπάγεται διοικητικά στην οικεία Αστυνομική Διεύθυνση και εδρεύει εξωτερικά του οικείου Καταστήματος Κράτησης τύπου Γ΄. Η τοπική της αρμοδιότητα εκτείνεται περιμετρικά του Καταστήματος Κράτησης και σε ακτίνα που καθορίζεται με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας.
3. Η Υπηρεσία Εξωτερικής Ασφάλειας Καταστήματος Κράτησης τύπου Γ΄ έχει ως αποστολή την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εξωτερικής και περιμετρικής φύλαξης του οικείου Καταστήματος Κράτησης τύπου Γ΄, τη φύλαξη εισόδων και εξόδων του καταστήματος , τον έλεγχο εισερχομένων προσώπων και πραγμάτων, την ασφαλή μεταγωγή και φρούρηση των κρατουμένων, τη φρούρηση των νοσηλευομένων σε οποιοδήποτε θεραπευτήριο καταδίκων και υποδίκων και τη συνοδεία αυτών προς ανάκριση, εμφάνιση σε δικαστήριο ή ιατρική εξέταση, καθώς και την παροχή συνδρομής στη Διεύθυνση του Καταστήματος Κράτησης σε περιπτώσεις εκδήλωσης απείθειας, στάσης ή αντίστασης κρατουμένων σε νόμιμη διαταγή και ιδίως στη διαταγή επιστροφής και εγκλεισμού στα κελιά ή τους θαλάμους κράτησης. Η συνδρομή παρέχεται κατόπιν σχετικού εγγράφου αιτήματος του εισαγγελέα ή του νομίμου αναπληρωτή του και, σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, κατόπιν προφορικού αιτήματος του διευθυντή ή του νόμιμου αναπληρωτή του ή του Αρχιφύλακα του Καταστήματος Κράτησης.
4. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της ως άνω Υπηρεσίας εφαρμόζονται αναλόγως οι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 50 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112), τηρουμένων και των διατάξεων του άρθρου 3 του ν. 3169/2003 (Α΄ 189) που αφορούν στην κλιμάκωση της χρήσης του πυροβόλου όπλου, εκτός κι αν η τήρηση των διατάξεων αυτών είναι μάταιη υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ή επιτείνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης.
5. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, κατόπιν εισήγησης του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, καταρτίζεται ο Κανονισμός Λειτουργίας της Υπηρεσίας Εξωτερικής Ασφάλειας του Καταστήματος Κράτησης τύπου Γ΄, με τον οποίο ρυθμίζονται θέματα που αφορούν την εσωτερική διάρθρωση, οργάνωση, στελέχωση με αστυνομικό προσωπικό και ειδικούς φρουρούς της Ελληνικής Αστυνομίας και εν γένει λειτουργία της Υπηρεσίας Εξωτερικής Ασφάλειας Καταστήματος Κράτησης τύπου Γ΄ συμπεριλαμβανομένων των επιμέρους καθηκόντων και αρμοδιοτήτων των οργάνων, θέματα επιχειρησιακής τακτικής και δράσης στην εξωτερική και περιφερειακή ζώνη προστασίας, θέματα εκπαίδευσης και εξοπλισμού του προσωπικού και θέματα μεταγωγής και φρούρησης κρατουμένων. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου χαρακτηρίζεται ως απόρρητη και δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Ο κανονισμός ασφαλείας των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου καταρτίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 65 του ν. 2776/1999.».
Άρθρο 11
Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στον κατάδικο που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης για τα εγκλήματα των άρθρων 187Α και 299 ΠΚ, εφόσον το έγκλημα της τελευταίας περίπτωσης τελείται στο πλαίσιο του άρθρου 187 ΠΚ (εγκληματική οργάνωση), δεν χορηγείται υπό όρο απόλυση αν δεν παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα είκοσι ετών.»
Άρθρο 12
Στο άρθρο 187Β Π.Κ. προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής, οι δε υφιστάμενες παράγραφοι 3 και 4 αναριθμούνται αντιστοίχως:
«3. Σε υπαίτιο οποιασδήποτε εγκληματικής πράξης εκτός αυτών του άρθρου 187Α Π.Κ., ο οποίος, πριν από την αμετάκλητη καταδίκη του, κρίνεται, ότι, με δική του πρωτοβουλία, συντέλεσε με παροχή πληροφοριών στην ανακάλυψη ή εξάρθρωση τρομοκρατικής οργάνωσης ή κατέστησε δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης τρομοκρατικής πράξης ή την ανακάλυψη και σύλληψη φυγόδικων ή φυγόποινων για πράξεις τρομοκρατίας του άρθρου 187A, αναγνωρίζεται ελαφρυντική περίσταση. Σε περίπτωση που για την ανακάλυψη ή εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης ή την πρόληψη διάπραξης τρομοκρατικής πράξης ή τη σύλληψη των φυγόδικων ή φυγόποινων για τις πράξεις αυτές είναι αναγκαία η προσωρινή αποφυλάκιση του ανωτέρω υπαιτίου, το συμβούλιο πλημμελειοδικών μπορεί, με βούλευμα, να διατάσσει την προσωρινή αναστολή της ποινικής δίωξης του ανωτέρω και την για ορισμένο χρόνο προσωρινή του απόλυση από τη φυλακή, προκειμένου να επαληθευθούν οι ανωτέρω πληροφορίες. Αν, μετά την κατά τα ανωτέρω αναστολή της ποινικής δίωξης και αποφυλάκιση του υπαιτίου, προκύψει ότι οι δοθείσες από αυτόν πληροφορίες δεν ήταν αληθινές ή ότι δεν επρόκειτο για τρομοκρατική οργάνωση ή για τρομοκρατικές πράξεις του άρθρου 187Α Π.Κ., το σχετικό βούλευμα ανακαλείται, διατάσσεται και πάλι η φυλάκιση του υπαιτίου και η ανασταλείσα ποινική δίωξη κατ’ αυτού συνεχίζεται, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής άλλης ευνοϊκής διάταξης. Για τις χορηγηθείσες από τον υπαίτιο πληροφορίες, συντάσσεται έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, η οποία αποστέλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών, προκειμένου να λάβει γνώση. Η έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα τηρείται σε ειδικό αρχείο της Εισαγγελίας, όπου επίσης αποστέλλεται και τηρείται έκθεση της αρμόδιας αρχής, η οποία προέβη με βάση τις ανωτέρω πληροφορίες στην εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης, την πρόληψη τρομοκρατικής πράξης ή στη σύλληψη φυγόδικων ή φυγόποινων για πράξεις τρομοκρατίας. Των ανωτέρω εκθέσεων λαμβάνουν γνώση μόνο τα μέλη του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου, τα οποία εξετάζουν και αυτεπαγγέλτως τη χορήγηση ή μη των προβλεπόμενων στις προηγούμενες παραγράφους ευεργετημάτων. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος ή άλλων νόμων που προβλέπουν ευνοϊκά μέτρα ή μέτρα επιείκειας δεν θίγονται από τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου».
Άρθρο 13
1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 155 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο, ως εξής :
«Ειδικότερα, η επίδοση βουλευμάτων και αποφάσεων μπορεί να γίνει και με παράδοση του σχετικού εγγράφου ( αποφάσεως ή βουλεύματος ) στον ενδιαφερόμενο σε ηλεκτρονική μορφή ( ψηφιακός δίσκος κλπ ), η γνησιότητα του περιεχομένου του οποίου θα πιστοποιείται με ηλεκτρονική υπογραφή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η παράδοση του πιο πάνω εγγράφου σε ηλεκτρονική μορφή συνοδεύεται με την παράδοση στα χέρια του ενδιαφερόμενου έκθεσης, στην οποία αναφέρεται το είδος του επιδιδομένου εγγράφου και ο λόγος για τον οποίο αυτό επιδίδεται».
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 155 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν ένα από τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο, αυτός που κάνει την επίδοση το επικολλά στην πόρτα της κατοικίας ή, προκειμένου για ξενοδοχείο ή οικοτροφείο, στην πόρτα του δωματίου όπου διαμένει ο ενδιαφερόμενος ή στην πόρτα του καταστήματος ή του εργαστηρίου ή του γραφείου. Αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας. Σε περίπτωση επίδοσης με ηλεκτρονική μορφή αυτός που κάνει την επίδοση επικολλά σφραγισμένο φάκελο, που περιέχει την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 εδ. β΄ έκθεση μαζί με το έγγραφο σε ηλεκτρονική μορφή. Αν η θυροκόλληση έγινε επειδή τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 εδ. β΄ και γ΄ αρνήθηκαν να πάρουν το έγγραφο ή απουσίαζαν ή δεν υπήρχαν, επιδίδεται αντίγραφο του εγγράφου στον τυχόν διορισμένο αντίκλητο του ενδιαφερόμενου κατηγορουμένου ή αστικώς υπευθύνου. Σ΄ αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα αρχίζουν από την επίδοση στον αντίκλητο».
Άρθρο 14
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 161 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση επίδοσης βουλεύματος ή αποφάσεως με παράδοση σε ηλεκτρονική μορφή δεν διενεργείται η σημείωση του προηγούμενου εδαφίου».
Άρθρο 15
1.Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 200Α. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης το γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, ενώ τα γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πράξη, τηρούνται σε ειδικό αρχείο γενετικών τύπων που συνιστάται και λειτουργεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, εποπτευόμενο από τον εισαγγελικό λειτουργό του άρθρου 4 του ν.2265/1994, μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή θέσεως της υπόθεσης στο αρχείο κατ’ άρθρο 43 παρ.2 και 3, εκτός αν η σύγκρισή τους με αταυτοποίητα όμοια αποτυπώματα που τηρούνται στο ίδιο αρχείο αποβεί θετική , οπότε η τήρησή τους παρατείνεται μέχρι την αμετάκλητη αθώωση των προσώπων που αφορούν για τις οικείες υποθέσεις».
2. Στο άρθρο 200Α. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
‘’4.Ολα τα κρατικά και πανεπιστημιακά εργαστήρια που διεξάγουν αναλύσεις DNA στο πλαίσιο πραγματογνωμοσύνης κατόπιν παραγγελιών δικαστικών ή ανακριτικών αρχών κοινοποιούν τα πορίσματα των αναλύσεών τους στο ειδικό αρχείο δεδομένων γενετικών τύπων της παραγράφου 2.’’
Άρθρο 16
Το άρθρο 358 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής :
«Μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας. Μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν. Οι κατά τα ως άνω δηλώσεις και εξηγήσεις μπορούν να γίνουν κατά την κρίση του προέδρου συνολικά κατά ομάδες ή ενότητες των σχετικών αποδεικτικών μέσων που εξετάστηκαν».
Άρθρο 17
Η παράγραφος 1 του άρθρου 364 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
« Στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων που συντάχθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Η ανάγνωση των ως άνω εγγράφων στο ακροατήριο γίνεται μόνο ως προς τα ουσιώδη και σημαντικά κατά την κρίση του προέδρου σημεία τους. Αν χρειάζεται κάποιος από τους μάρτυρες ή τους κατηγορουμένους να αναγνωρίσει ένα έγγραφο ή πειστήριο, ο πρόεδρος το επιδεικνύει σ’ αυτόν».
Άρθρο 18
Απόλυση κρατουμένων υπό τον όρο της ανάκλησης
1. Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει ή εκτίουν με οποιονδήποτε τρόπο το ένα δεύτερο της ποινής . Η διάταξη δεν εφαρμόζεται αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο από τον εισαγγελέα και μέχρι, στην περίπτωση αυτή, να καταστεί αμετάκλητη η σχετική απόφαση.
2. Εξαιρούνται από τη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου όσοι έχουν καταδικαστεί για κακουργήματα των άρθρων 187, 187Α, 299, 322, 323Α, 324, 336, 339, 342, 348Α, 349, 351, 351Α και 380 παράγραφοι 1β και 2 του Ποινικού Κώδικα.
3. Οσοι απολύονται, κατ` εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2, αν υποπέσουν, μέσα σε πέντε έτη από την αποφυλάκιση τους, σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και καταδικαστούν αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ή περιορισμού μεγαλύτερη του έτους, εκτίουν αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής για την οποία έχουν απολυθεί υπό όρο.
4. Στους απολυόμενους, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με την ίδια διάταξη του, μπορεί να επιβάλει: α) την υποχρέωση τους να εμφανίζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένουν, β) τη μη απομάκρυνση τους, χωρίς έγγραφη άδεια του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, από τον ως άνω τόπο, γ) οποιονδήποτε άλλον όρο από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 100 Π.Κ., κρίνει σκόπιμο. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, κατά την επιβολή των ως άνω όρων, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του την προσωπικότητα, καθώς και τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές ανάγκες του απολυόμενου. Σε περίπτωση που ο τελευταίος παραβαίνει τους όρους που του έχουν τεθεί, ο
εισαγγελέας πλημμελειοδικών διατάσσει την ανάκληση της απόλυσης.
5. Οι διευθυντές των καταστημάτων κράτησης υποβάλλουν, μέσα σε πέντε ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, στον εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής τους φακέλους των καταδίκων, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
6. Απολύσεις που γίνονται, κατά τις διατάξεις του παρόντος, ανακοινώνονται από τους διευθυντές των καταστημάτων κράτησης τόσο στις αρμόδιες υπηρεσίες Ποινικού Μητρώου και καταχωρούνται στα οικεία δελτία των απολυθέντων, όσο και στον Κλάδο Αλλοδαπών και Προστασίας Συνόρων της Ελληνικής Αστυνομίας.
7. Η υπό όρον απόλυση, κατ` εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, δεν κωλύεται από τη μη καταβολή των δικαστικών εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε.
8. Κάθε αμφισβήτηση ως προς την εφαρμογή των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού, λύεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.
10. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στους κατάδικους που αποκτούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1: α) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και σε χρονικό διάστημα μέχρι την 30ή Ιουνίου 2014 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου μετά από άσκηση ενδίκου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευση του παρόντος.
Αρθρο 19
Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του ν. 4194/2013 προστίθεται η φράση :
«, με εξαίρεση τα καταστήματα κράτησης της χώρας, για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του ν. 2776/1999.».
Άρθρο 20
Στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του Π.Δ. 44/2002 προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Σε αυτές τις περιπτώσεις επιτρέπεται η προμήθεια από την ελεύθερη αγορά, η εισαγωγή και κατασκευή συσκευών ή συστημάτων απενεργοποίησης ασυρμάτων τηλεπικοινωνιών, χωρίς άλλες προϋποθέσεις και κατά παρέκκλιση κάθε άλλης αντίθετης διάταξης.»
Άρθρο 21
1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του ν. 2721/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί στην υπηρεσία αυτή να ανατεθούν καθήκοντα φύλαξης των κτιρίων της κεντρικής υπηρεσίας, καθώς και των εισόδων των δικαστικών κτιρίων της περιφερειακής ενότητας στην οποία ευρίσκονται τα καταστήματα κράτησης».
2. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 48 του ν. 2721/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Στo προσωπικό της υπηρεσίας εξωτερικής φρούρησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που υπηρετεί στα καταστήματα κράτησης Γ’ τύπου, την εξωτερική και περιμετρική φρούρηση των οποίων αναλαμβάνει η Ελληνική Αστυνομία, ανατίθενται, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο 1, άλλα καθήκοντα, όπως φύλαξης, επιφυλακής χωρίς όπλο, οργάνωσης ομάδων περιπολιών, επέμβασης και ελέγχων εντός του καταστήματος και άλλων αρμοδιοτήτων σχετικά με την εσωτερική ασφάλεια του καταστήματος. Η ανάθεση τέτοιων καθηκόντων γίνεται με απόφαση του Διευθυντή του οικείου καταστήαμτος κράτησης.» .
3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 50 του ν. 2721/1999 αντικαθίσταται ως εξής :
«4. Οι υπάλληλοι του κλάδου ΔΕ Προσωπικού Εξωτερικής Φρούρησης Καταστημάτων Κράτησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις κατέχουν υπηρεσιακό οπλισμό, δύνανται να φέρουν αυτόν και εκτός υπηρεσίας, για χρονικό διάστημα που καθορίζεται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και επιτρέπεται , με τις ίδιες προϋποθέσεις και ύστερα από άδεια, να κατέχουν και να φέρουν και ιδιωτικό ατομικό οπλισμό. Η άδεια αγοράς του ιδιωτικού ατομικού οπλισμού εκδίδεται από την αστυνομική αρχή του τόπου όπου υπηρετεί ο υπάλληλος, κατόπιν εισήγησης του Αρχιφύλακα Α’ ή του νόμιμου αναπληρωτή του και με σύμφωνη γνώμη του οικείου Διευθυντή της Υπηρεσίας Εξωτερικής Φρούρησης, η οποία χορηγείται εφόσον ο υπάλληλος έχει μονιμοποιηθεί. Η αγορά, η συντήρηση και η εκπαίδευση στη χρήση του ιδιωτικού ατομικού οπλισμού βαρύνει τον υπάλληλο. Με απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα όργανα που είναι αρμόδια για τη χορήγηση των αδειών κατοχής ιδιωτικού οπλισμού και οπλοφορίας του παραπάνω προσωπικού, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα».
Άρθρο 22
Στην παράγραφο 4β του άρθρου 5 του ν. 2408/1996 προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Τις άνω θέσεις Διευθυντών μπορούν να καταλάβουν και συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί (δικαστές-εισαγγελείς) από το βαθμό του εφέτη και αντεισαγγελέα εφετών και άνω, ως και συνταξιούχοι αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας από το βαθμό του ταξίαρχου ε.α. και άνω , άνευ των περιορισμών του ορίου ηλικίας τους, στους οποίους θα καταβάλλονται η πλήρης σύνταξή τους και οι αποδοχές της θέσης τους. Η διάρκεια θητείας τους καθορίζεται με υπουργική απόφαση.»
Αρθρο 23
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης , Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στη Γενική Διεύθυνση Σωφρονιστικής Πολιτικής του εν λόγω Υπουργείου κατατάσσεται, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, στο βαθμό Α’ και τοποθετείται για δύο (2) έτη ως προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης , προϊστάμενος διεύθυνσης με βαθμό Β’, στον οποίο , με πράξη του Υπουργού , έχουν ήδη ανατεθεί και ασκούνται καθήκοντα αναπληρωτή προϊσταμένου στην ως άνω γενική διεύθυνση.
Άρθρο 24
1. Οι κατάδικοι που κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή για τα εγκλήματα α) των άρθρων 134, 135, 135α, 138 και 187Α ΠΚ ή β) των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α’ ΠΚ, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 ΠΚ (εγκληματική οργάνωση), μετάγονται, με παραγγελία του Εισαγγελέα Εκτέλεσης Ποινών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, σε κατάστημα Γ’ τύπου.
2. Οι κατάδικοι που κατά το χρόνο μεταγωγής τους έχουν εκτίσει σε άλλο κατάστημα τμήμα ποινής μικρότερο των δέκα (10) ετών , κρατούνται στο κατάστημα Γ΄τύπου μέχρι τη συμπλήρωση δεκαετίας. Μετά την πάροδο της δεκαετίας η κράτησή τους στο κατάστημα Γ’ τύπου μπορεί να παρατείνεται, λόγω ιδιαίτερης επικινδυνότητας του καταδίκου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 2 του ν. 2776/1999, για χρονική διάρκεια δύο (2) ετών κάθε φορά.
3. Για τη συνέχιση της κράτησης στο κατάστημα Γ’ τύπου για χρονική διάρκεια δύο (2) ετών των καταδίκων, των οποίων η κράτηση σε άλλο κατάστημα κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη, αποφαίνεται εντός εξαμήνου ο Εισαγγελέας εκτέλεσης ποινών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 2 του ν. 2776/1999. Μετά την πάροδο της διετίας η κράτησή τους στο κατάστημα Γ’ τύπου μπορεί να παρατείνεται, κατά τα οριζόμενα στην ίδια διάταξη, για χρονική διάρκεια δύο (2) ετών κάθε φορά.
Αρθρο 25
Αιτήσεις κρατουμένων για τη μεταγωγή τους, που έχουν υποβληθεί στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών σύμφωνα με τους λόγους που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ και γ΄ του άρθρου 72 του ν.2776/1999 και εκκρεμούν προς εξέταση κατά τη δημοσίευση του παρόντος, τίθενται στο αρχείο. Για τη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών δεν συνυπολογίζονται απορριφθείσες αιτήσεις μεταγωγής μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος.