Αρθρο 1
Μεσεγγύηση δεσμευμένων χρηματικών απαιτήσεων
1. Στα κακουργήματα που προβλέπονται από τις διατάξεις : α) του ν. 2523/1997 «Διοικητικές –ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία», β) του ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας», γ) του ν. 2803/2000 «Σύμβαση προστασίας οικονομικών συμφερόντων ΕΟΚ», δ) του ν. 3691/2008 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα», ε) του ν.3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων», στ) του ν.4022/2011 «Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς Πολιτικών και Κρατικών Αξιωματούχων , υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος δημοσίου συμφέροντος και άλλες διατάξεις», ζ) του Ποινικού Κώδικα και στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας τα οποία πραγματώθηκαν χωρίς βία ή απειλή και τελέστηκαν σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ΟΤΑ και των κρατικών Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ. του άρθρου 9 του ν. 1232/1982 και σε συνδυασμό με το ν.1608/1950, καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 256 και 258 του ΠΚ (απιστία και υπεξαίρεση σχετικά με την υπηρεσία) και η) που αφορούν στα συναφή με όλα τα ανωτέρω εγκλήματα που πραγματώθηκαν με σκοπό τη διευκόλυνση τέλεσης ή τη συγκάλυψη αυτών, σε περίπτωση κατάσχεσης, δέσμευσης, απαγόρευσης κίνησης τραπεζικών λογαριασμών, ή ανοίγματος θυρίδων, η αρχή ή το δικαιοδοτικό όργανο που εξέδωσε την οικεία απόφαση, διάταξη ή βούλευμα, ορίζει το Ελληνικό Δημόσιο, μεσεγγυούχο των μετρητών ή υπολοίπων τραπεζικών λογαριασμών ή των μετρητών που περιέχονται σε θυρίδες. Το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να χρησιμοποιεί, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ενοχής ή μη του κατηγορούμενου, τα κατασχεθέντα μετρητά ή τα δεσμευθέντα υπόλοιπα τραπεζικών λογαριασμών. 2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 δεν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα τρίτων επί των μετρητών ή των ως άνω τραπεζικών λογαριασμών, τα οποία είχαν αποκτηθεί πριν από την επιβολή της κατά τα άνω κατάσχεσης, δέσμευσης ή απαγόρευσης.
Αρθρο 2
Συνέπειες από την πλήρη ικανοποίηση του παθόντος.
1. Ο ύποπτος τέλεσης ή ο κατηγορούμενος των κακουργημάτων του άρθρου 1, σε βάρος του οποίου έχει υπάρξει δέσμευση, κατάσχεση ή απαγόρευση κίνησης τραπεζικών λογαριασμών ή ανοίγματος θυρίδων, μπορεί με ανέκκλητη έγγραφη δήλωσή του προς τον εισαγγελέα, τον ανακριτή, το δικαστικό συμβούλιο ή το Δικαστήριο να μεταβιβάσει, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας το ποσό της οριζόμενης στο κατηγορητήριο, στο κλητήριο θέσπισμα ή στο παραπεμπτικό βούλευμα ζημίας ή αξίωσης, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων, τελών και προστίμων, προς πλήρη ικανοποίηση του Ελληνικού Δημοσίου ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ν.Π.Δ.Δ. ή του ΟΤΑ ή του κρατικού Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. του άρθρου 9 του ν. 1232/1982 αντίστοιχα. Στην περίπτωση αυτή διατάσσεται από το παραπάνω αρμόδιο όργανο η άρση της κατάσχεσης, δέσμευσης ή απαγόρευσης για ίσο ποσό και η καταβολή του στα προαναφερόμενα πρόσωπα.
2. Ο ύποπτος τέλεσης ή ο κατηγορούμενος των κακουργημάτων του άρθρου 1, ανεξάρτητα από τυχόν υφιστάμενες κατασχέσεις, δεσμεύσεις ή απαγορεύσεις, μπορεί ο ίδιος ή τρίτος να ικανοποιήσει πλήρως το Ελληνικό Δημόσιο, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ν.Π.Δ.Δ., τον ΟΤΑ και το κρατικό Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. του άρθρου 9 του ν. 1232/1982, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας.
3. Ως πλήρης ικανοποίηση νοείται η ολοσχερής απόδοση του ποσού της οριζόμενης στο κατηγορητήριο, στο κλητήριο θέσπισμα ή στο παραπεμπτικό βούλευμα ζημίας ή αξίωσης, η οποία προέρχεται από την τέλεση του ερευνώμενου εγκλήματος, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων, τελών και προστίμων.
4. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 της πλήρους ικανοποίησης του ζημιωθέντος, επιβάλλονται στον κηρυχθέντα ένοχο οι εξής ποινές: α) Αν η προβλεπόμενη στο νόμο ποινή είναι ισόβια κάθειρξη , επιβάλλεται : α) φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, αν η ικανοποίηση των ανωτέρω προσώπων λάβει χώρα μέχρι την απολογία του κατηγορουμένου στον ανακριτή και β) κάθειρξη μέχρι επτά έτη , αν η ικανοποίηση τους λάβει χώρα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας της πρωτοβάθμιας δίκης. β) αν η προβλεπόμενη στο νόμο ποινή είναι κάθειρξη πάνω από δέκα έτη, επιβάλλεται: α) φυλάκιση μέχρι τρία έτη, αν η ικανοποίηση των ανωτέρω προσώπων λάβει χώρα μέχρι την απολογία του κατηγορουμένου στον ανακριτή και β) φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, αν η ικανοποίηση τους λάβει χώρα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας της πρωτοβάθμιας δίκης και γ) αν η προβλεπόμενη στο νόμο ποινή είναι κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, επιβάλλεται: α) φυλάκιση μέχρι ένα έτος, αν η ικανοποίηση των ανωτέρω προσώπων λάβει χώρα μέχρι την απολογία του κατηγορουμένου στον ανακριτή και β) φυλάκιση μέχρι δύο έτη, αν η ικανοποίηση τους λάβει χώρα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας της πρωτοβάθμιας δίκης.
5. Ο κακουργηματικός χαρακτήρας των πράξεων του άρθρου 1 εξακολουθεί να παραμένει ακόμα και στην περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης.
6. Σε περιπτώσεις συμμετοχής, η κατά τα ανωτέρω πλήρης ικανοποίηση από έναν ή ορισμένους εκ των περισσοτέρων συμμετόχων, ωφελεί και τους υπόλοιπους που συμφωνούν ή δεν αντιλέγουν. Ο συμμέτοχος που αντιλέγει, δεν υπάγεται στις ανωτέρω ρυθμίσεις.
Αρθρο 3
Οι διατάξεις του άρθρου 384 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται ανάλογα και στα πλημμελήματα που προβλέπονται από τους αναφερόμενους στο άρθρο 1 νόμους.
Αρθρο 4
Εξαιρέσεις
1. Οι ρυθμίσεις των δυο προηγούμενων άρθρων δεν εφαρμόζονται, αν ο δράστης των πράξεων έχει την ιδιότητα του Υπουργού, Αναπληρωτή Υπουργού, Υφυπουργού, Βουλευτή, Ευρωβουλευτή, Γενικού και Ειδικού Γραμματέα, Περιφερειάρχη, Δημάρχου.
2. Σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλαγής ή αθώωσης του κατηγορουμένου, του αποδίδονται ατόκως τα χρήματα που είχαν τεθεί υπό μεσεγγύηση ή είχαν μεταβιβασθεί κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2.
Αρθρο 5
Στις υποθέσεις του άρθρου 1, για τις οποίες έχει ήδη εκδοθεί παραπεμπτικό βούλευμα, αρμόδιο για τα οριζόμενα στο άρθρο 2 είναι το κατά περίπτωση Δικαστικό Συμβούλιο.
Αρθρο 6
Εξουσιοδοτική διάταξη
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται η Τράπεζα στην οποία κατατίθενται οι τιθέμενες υπό την μεσεγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου χρηματικές απαιτήσεις, ο τρόπος μεταφοράς τους σ’ αυτή, ο τρόπος χρησιμοποίησης αυτών από το Ελληνικό Δημόσιο, ο τρόπος επιστροφής τους στους δικαιούχους και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
Αρθρο 7
Μεταβατική διάταξη
1. Στις εκκρεμείς υποθέσεις κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η αρχή ή το δικαιοδοτικό όργανο που εξέδωσε την οικεία απόφαση, διάταξη ή βούλευμα κατάσχεσης, δέσμευσης, απαγόρευσης κίνησης τραπεζικών λογαριασμών, ή ανοίγματος θυρίδων, ορίζει το Ελληνικό Δημόσιο, μεσεγγυούχο αυτών, δικαιούμενου να χρησιμοποιεί αυτά κατά το οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 1.
2. Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 4 περίπτωση Αβ, Ββ και Γγ του άρθρου 2 εφαρμόζονται ανάλογα και στις υποθέσεις, στις οποίες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση σε πρώτο βαθμό, εφόσον λάβουν χώρα τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
Άρθρο 8
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 18 παρ. 3 του Ν. 2523/1997, όπως ισχύει. H διάταξη του άρθρου 158 του Ν. 2960/2001 «Τελωνειακός Κώδικας» διατηρείται σε ισχύ.
Είναι πράγματι πολύ ορθή η παρατήρηση του κ. Μπενετάτου. Έτσι όπως είναι η ρύθμιση δεν θα έχει εφαρμογή στις περισσότερες εκ των υποθέσεων, στις οποίες αποβλέπει το Δημόσιο για «έσοδα» και συνεπώς κινδυνεύει να παραμείνει γράμμα κενό. Πρέπει συνεπώς να συμπληρωθεί, ώστε να μπορεί ο κατηγορούμενος να υποβάλλει τη σχετική δήλωση όσον αφορά το ποσό που είναι ήδη δεσμευμένο και αν προκύψει από την ακροαματική διαδικασία ότι πράγματι αυτό είναι το ποσό της ζημίας του Δημοσίου και όχι εκείνο που αναφέρει το κατηγορητήριο να μπορεί να επωφεληθεί του ευεργετήματος. Ομοίως πρέπει να ισχύει αυτό αν ο κατηγορούμενος υποβάλλει τη δήλωση για τα δεσμευμένα και συμπληρώνει εξ ιδίων το υπόλοιπο ποσό της πραγματικής ζημίας. Και στην περίπτωση αυτή εφόσον το άθροισμα δεσμευμένων και επιστραφέντων υπολείπεται του ποσού του κατηγορητηρίου, αλλά αποδεικνύεται στο δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος είχε δίκιο περί του ύψους της ζημίας, δεν συντρέχει λόγος και πάλι να μην μπορεί να ωφεληθεί από τη ρύθμιση. Ειδάλλως επιτρέπεται στους Ανακριτές η άσκηση μιας αθέμιτης πίεσης φουσκώνοντας το κατηγορητήριο υπέρ του δέοντος, όπως κατά κόρον συμβαίνει, και με αυτό τον τρόπο αποφασίζοντας κατ ουσίαν ο ανακριτής που συντάσσει το αρχικό κατηγορητήριο και όχι ο νόμος ενώπιον του οποίου όλοι είναι ίσοι. Η λογική της ρύθμισης πρέπει να είναι λοιπόν ότι όποιος τα γυρίζει όλα, αυτά που πραγματικά πήρε, όπως αποδεικνύεται στο δικαστήριο, και όχι απλώς αυτά που πιστεύει ο ανακριτής, τότε να έχει το ευεργέτημα. Επίσης θα έπρεπε ίσως να προβλεφθεί και μία αναλογική ελάφρυνση της ποινής για την περίπτωση που κάποιος δεν επιστρέφει όλο το ποσό, αλλά όσο αποδεδειγμένα κατέχει.
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΓΡΑΦΟΝΤΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΡΚΕΙ Η ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΠΡΟΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ, ΝΑ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΑΝ ΕΧΕΙ ΠΑΡΕΛΘΕΙ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΣΟ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΩΣ ΖΗΜΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΣΟ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ.
(Α)Σύμφωνα με το αρθρ.2 πργρ.3 του Α κεφαλαίου το ποσό που απιτείταιγια πλήρη ικανοποίηση του δημοσίου είναι το οριζόμενο στο κατηγορητήριο το οποίο όμως στην πράξη έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί μικρό μέρος από το συνολικό ποσό της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος της κάθε υπόθεσης (όπως π.χ. στα εξοπλιστικά προγράμματα). Αυτό γιατί με τον τρόπο που διακλαδώνεται το χρήμα μέσω off-shore εταιριών και αχυρανθρώπων, μέσω απορρήτων τραπεζικών καταθέσεων και επενδύσεων ανά την υφήλιο, το υπόλοιπο 80-90% παραμένει αλώβητο και ανεξιχνίαστο. Πολύ εύκολα λοιπόν ο κατηγορούμενος για τη συγκεκριμένη πράξη και για το συγκεκριμένο ποσό που κατηγορείται θα επιστρέφει το 10-20% για να «καταδικαστεί» αντί για ισόβια σε λίγα χρόνια με αναστολή ή εξαγορά (σύμφωνα με την πρόβλεψη του αρθρ.2 πργρ.4)ώστε να απολαύσει ανενόχλητος το άλλο 80-90% , χωρίς να εκτίσει ούτε μια μέρα στη φυλακή.
(Β)Συνεπώς η πρόβλεψη μειώσεως της ποινής από ισόβια σε 3 χρόνια (που θα είναι βάσει των γενικών διατάξεων με αναστολή ή εξαγορά)ισοδυναμεί με αμνηστία των ήδη διαπραξάντων τα αδικήματα και παράλληλη ενθάρυνση των μελλοντικών δραστών για συνέχιση της παράνομης δραστηριότητας.
Καταλύεται έτσι η βασικώτερη επιδίωξη του νόμου που είναι η αποτροπή μελλοντικών αδίκων πράξεων. Η πρόβλεψη για εξαίρεση πολιτικών προσώπων και άλλων υψηλά ισταμένων πρακτικά ακυρώνεται, γιατί σε μια υπόθεση π.χ. όπως αυτή περί τα εξοπλιστικά- του κ. Κάντα- το μικρό ψάρι δεν θα χρειάζεται να αποκαλύψει στοιχεία για τους άνωθεν αφού θα αρκεί να επιστρέψει κατά την προκαταρκτική εξέταση τα υπ’ αυτού «καταχρασθέντα» και να βραχυκυκλώσει έτσι την περαιτέρω έρευνα. Συγκρίθηκε το ποσό της άμεσης ωφέλειας του δημοσίου με αυτό της εν δυνάμει ζημίας από την κατάχρηση που πρόκειται να προκληθεί τώρα και στο μέλλον με το πρόσκαιρο ώφελος από την ρύθμιση αυτή; Για να μην γίνει λόγος για το ηθικό κόστος.
(Γ)Για τους πιο πάνω λόγους προτείνεται:
1.Οι προβλέψεις για μειωμένες ποινές να είναι αυστηρότερες.
2.Να είναι αυτές χωρίς αναστολή ή εξαγορά.
3. Να απαιτείται αθροιστικά σαν προϋπόθεση και η υπόδειξη με στοιχεία και των άλλων συμμετόχων, άλλως η ευνοϊκή ρύθμιση να είναι διαβλητή με ένδικο μέσο αν αποδειχθεί η σκόπιμη αποσιώπηση.
4. Να μην περατούται η διερεύνηση της υπόθεσης και για άλλους συμμετόχους μετά την επιβολή της μειωμένης ποινής στον δράστη (που άλλωστε προβλέπεται ότι μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης ή/και προκαταρτικής εξέτασης, πριν από την κλήση του σε απολογία).
5. Στην εξαίρεση του αρθρ.4 μετά το «δράστης»να προστεθεί «και ο συμμέτοχος».
6. Να γίνεται στο αρθρο 1 πρόβλεψη και για την χρήση των δεσμευμένων ακινήτων.
Λάμπρος Ροϊλός-Συνταξιούχος δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω.
Σχετικά με τα διαλαμβανόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 2 του κεφαλαίου Α΄ :
Εφοριακός κατηγορείται για απιστία στην υπηρεσία, γιατί από παραλήψεις του σε έλεγχο επιχείρησης, κινδύνεψε το Δημόσιο με ζημία ΧΧΧ Ευρω.
Όμως κατά το διάστημα από την σύνταξη του κατηγορητηρίου μέχρι σήμερα, η φορολογική υπόθεση, περαιώθηκε οριστικά, με νόμο του Υπουργείου οικονο μικών (Ν. 3888/2010) και το Δημόσιο εισέπραξε τους φόρους που εδικαιούτο και οι οποίο καταβλήθησαν μέχρι σήμερα ολοσχερώς, συνολικά βεβαίως ποσού Χ Ευρω, δηλαδή κατά πολυ μειωμένους με αυτούς του κατηγορητηρίου, γιατί η επιχείρηση δικαιώθηκε μερικώς και στα διοικητικά δικαστήρια.
Ερωτώ και προτείνω:
Για να υπαχθεί η περίπτωση αυτή στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 2, το ποσό που πρέπει να ληφθεί υπόψη να είναι το Χ και όχι το ΧΧΧ
Ευχαριστώ