1. Οποιοδήποτε ένδικο μέσο ή βοήθημα ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον πρόεδρο του αρμοδίου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων.
Η πράξη αυτή, που δημοσιεύεται σε δυο εφημερίδες των Αθηνών, συνεπάγεται την αναβολή εκδικάσεως των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα.
Στη δίκη δικαιούται να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, όπου το ζήτημα αυτό τίθεται.
Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι δυνατόν να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο.
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, περιλαμβανομένων των τυχόν παρεμβάντων.
2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υποθέσεως στην οποία ανακύπτει ένα τέτοιο ζήτημα, δύναται με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους τυχόν ενώπιον αυτού παρεμβάντες.
Το σχολιαζόμενο άρθρο του προσχεδίου νόμου (εφεξής ΠρσχΝ) επιχειρεί να δώσει μεγαλύτερη ώθηση στην εκδίκαση διαφορών γενικότερου ενδιαφέροντος, προκαλεί, όμως, προβλήματα εξίσου σημαντικά με εκείνα που προσπαθεί να λύσει.
Σχετικά με τη συλλογιστική εισαγωγής της εισαγωγής ενώπιον του ΣτΕ υποθέσεων γενικότερου ενδιαφέροντος
Η συλλογιστική της εισαγωγής των υποθέσεων ενώπιον του ΣτΕ κατ’ άρθ. 1 ΠρσχΝ διασπά τη λειτουργική αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, η οποία, όπως και η λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων των λοιπών δικαιοδοτικών κλάδων, είναι αποκλειστική, υπό την έννοια ότι κάθε δικαστήριο που κρίνει μια υπόθεση είναι και το μόνο αρμόδιο γι’ αυτήν έως ότου εκδώσει απόφαση. Η υπόθεση που τελικά θα κριθεί από το ΣτΕ στο πλαίσιο της σχολιαζόμενης ρύθμισης ξεκινά από κάποιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο (εφεξής ΤΔΔ· η διάταξη αναφέρει πλεοναστικά «ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου», αφού αν η υπόθεση ήδη εκκρεμεί ενώπιον του ΣτΕ, ευλόγως δεν μπορεί να ξαναεισαχθεί, ενώ θα έπρεπε να γίνεται η αναφορά «ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου») συνεχίζεται στο ΣτΕ με πρωτοβουλία «ενός των διαδίκων» (§ 1) ή του ίδιου του δικαστηρίου, που αποστέλλει προδικαστικό ερώτημα (§ 2), και συνεχίζεται ενώπιον του ΤΔΔ. Με τον τρόπο αυτό η ίδια υπόθεση κρίνεται από δύο διαφορετικά δικαστήρια και μάλιστα το ένα ανώτατο.
Η αποκλειστική λειτουργική αρμοδιότητα δεν κατοχυρώνεται ρητά στο Σύνταγμα (εφεξής Συντ.), ωστόσο αποτελεί γενική αρχή του δικονομικού δικαίου που σέβεται ο συνταγματικός νομοθέτης στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαιοδοτικών κλάδων ή των δικαστηρίων του ίδιου κλάδου προσδίδοντάς της έτσι συνταγματική περιωπή. Για το λόγο αυτό, η απόκλιση από την αρχή της αποκλειστικής λειτουργικής αρμοδιότητας θα έπρεπε να έχει συνταγματικό έρεισμα, κάτι που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, καθιστώντας την όλη συλλογιστική της διάσπασης της διοικητικής δίκης αμφίβολης συνταγματικότητας.
Σχετικά με τη διαδικασία εισαγωγής των υποθέσεων ενώπιον του ΣτΕ
Η αφαίρεση κατά περίπτωση υποθέσεων από τα ΤΔΔ και η ανάθεσή τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ) γίνεται με τρόπο που δύσκολα συμβιβάζεται με την αρχή της οικονομίας της δίκης και σε κάποια σημεία και με το Σύνταγμα, πέραν του λόγου που προαναφερθηκε. Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο ασκών το ένδικο βοήθημα ή μέσο επιθυμεί να τα εισαγάγει ενώπιον του ΣτΕ δεν μπορεί να το επιτύχει αμέσως, ακόμα κι αν το ένδικό του βοήθημα ή μέσο πληρεί τις προϋποθέσεις του άρθ. 1 § 1 εδ. α΄ ΠρσχΝ: θα πρέπει να το ασκήσει ενώπιον των ΤΔΔ και στη συνέχεια, όπως αφήνει η ρύθμιση να εννοηθεί, να υποβάλλει αίτηση εκδίκασης προς το ΣτΕ («αίτημα» κατά τη διατύπωση της ρύθμισης), αφού δεν προβλέπεται η δυνατότητα αποστολής του απευθείας από το ΤΔΔ όπου εκκρεμεί. Περαιτέρω, με τον τρόπο αυτό η προβλεπόμενη τριμελής επιτροπή του ΣτΕ παρεμβαίνει στην αρμοδιότητα του ΤΔΔ ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, αφού μπορεί να εισάγει την εκδίκασή της στο ΣτΕ χωρίς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί να αποφασίσει το ίδιο σχετικά και να κηρύξει εαυτόν αναρμόδιο. Με αυτό το περιεχόμενο η ρύθμιση δύσκολα συμβιβάζεται με την αρχή του νόμιμου δικαστή (άρθ. 8 εδ. α΄ Συντ.), καθώς αφαιρείται υπόθεση μετά την αποκρυστάλλωση της αρμοδιότητας (άρθ. 8 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, εφεξής ΚΔΔ), κάτι που κατά την κρατούσα ερμηνεία συνιστά παράβαση της εν λόγω συνταγματικής αρχής.
Επιπλέον, η υπόθεση δεν άγεται ενώπιον του ΣτΕ με πρωτοβουλία μόνο του ασκούντος το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που είναι αυτός τον οποίο αφορά κατά κύριο λόγο η δικαστική κρίση ως αιτούμενος την παροχή δικαστικής προστασίας, αλλά «ενός των διαδίκων», δηλ. και του καθ’ ου το ένδικο βοήθημα ή μέσο, ακόμα και του κυρίως παρεμβαίνοντος (ΚΔΔ 112). Στο μέτρο που η δίκη υπόκειται σε άλλο δικαστή με ενέργεια χωρίς πρωτοβουλία του ασκούντος το ένδικο βοήθημα ή μέσο, απουσιάζει η συναίνεσή του για την αφαίρεση του νόμιμου δικαστή κατ’ άρθ. 8 Συντ.
Θα πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι η μεταφορά υποθέσεων στο ΣτΕ με τον τρόπο που περιγράφει η σχολιαζόμενη διάταξη δημιουργεί αναπόφευκτα υποθέσεις δύο ταχυτήτων: από τη μια μεριά σε εκείνες στις οποίες συμφέρον για την υπαγωγή τους στο ΣτΕ έχει ο ασκών το ένδικο βοήθημα ή μέσο πιστεύοντας ότι θα δικαιωθεί νωρίτερα ή ο αντίδικός του – συνήθως το Ελληνικό Δημόσιο στα ένδικα βοηθήματα – μέσω των δικαστικών του παραστατών ευελπιστεί στην τελειωτική και ταχύτερη απόρριψη της υπόθεσης – γιατί αν πιστεύει το αντίθετο έχει συμφέρον να παρελκύσει κατά το δυνατό τη διαδικασία εξαντλώντας τους δικαιοδοτικούς βαθμούς –, και από την άλλη μεριά σ’ εκείνες στις οποίες συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Το αποτέλεσμα, πάντως, θα είναι άλλες υποθέσεις γενικότερου ενδιαφέροντος να επιλύονται από το ΣτΕ γρήγορα – υπό την έννοια της μη μεσολάβησης περαιτέρω ενδίκων μέσων – και άλλες να χρονίζουν στα γρανάζια της διοικητικής δικαιοσύνης, χωρίς να οδηγεί η ρύθμιση στην αποσυμφόρηση που θα ήταν δυνατή σε διαφορετική περίπτωση.
Θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς αν είναι δυνατή η επίτευξη ισοδύναμου ή και μείζονος αποτελέσματος με αυτό που επιδιώκει η διάταξη μεταβάλλοντας το περιεχόμενό της. Αυτό είναι καθ’ όλα δυνατό. Αντί για τη σύνθετη διαδικασία εισαγωγής στο ΣτΕ των υποθέσεων γενικότερου ενδιαφέροντος που περιέχεται στο άρθ. 1 § 1 ΠρσχΝ, θα μπορούσε να προβλέπεται αποκλειστική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ΣτΕ για τις υποθέσεις γενικότερου ενδιαφέροντος, ώστε να είναι δυνατή η εισαγωγή της υπόθεσης απευθείας σ’ αυτό, κι όχι μέσω της ΤΔΔ, ώστε αφενός να τηρείται απαρέγκλιτα η συνταγματική αρχή του νόμιμου δικαστή, αφετέρου να επιταχύνεται η διαδικασία εισαγωγής τους και να απαλλάσσεται από περιττά έξοδα και άσκοπες διαδικαστικές πράξεις. Αν, μάλιστα, εισαγόταν η εν λόγω αρμοδιότητα του ΣτΕ με αναδρομική ισχύ που να καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, θα ήταν δυνατή η αποστολή σ’ αυτό των εκκρεμών υποθέσεων χωρίς να θιγεί στο παραμικρό η αρχή του νόμιμου δικαστή, μέσω της έκδοσης απόφασης για αναρμοδιότητα και παραπομπής (ΚΔΔ 12 § 2)
Σχετικά με τη δημοσιότητα της εισαγωγής υποθέσεων ενώπιον του ΣτΕ και τις επιπτώσεις της
Το ΠρσχΝ προβλέπει τη δημοσίευση «σε δύο εφημερίδες των Αθηνών» της εισαγωγής ενώπιον του ΣτΕ υπόθεσης γενικότερου ενδιαφέροντος κατά τη διαδικασία του σχολιαζόμενου άρθρου και συναρτά μ’ αυτήν την αναστολή των εκκρεμών υποθέσεων που αφορούν το ίδιο ζήτημα. Ο τρόπος δημοσιότητας που επιλέγεται, ενόψιε των συνεπειών αυτής, είναι ανεπαρκής. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι στη σύγχρονη, ηλεκτρονική εποχή ο τύπος έχει παύσει να αποτελεί βασική πηγή πληροφόρησης, όσο και ότι η συγκεκριμένη μη συστηματική δημοσιότητα δεν εξασφαλίζει τη βέβαβιη γνώση των συντελεστών της δίκης, δικαστών και διαδίκων, που θα επέτρεπε αφενός την αναστολή των δικών τους και αφετέρου θα παρείχε τη δυνατότητα στους διαδίκους να παρέμβουν (άρθ. 1 § 1 εδ. γ΄ ΠρσχΝ). Για την επαρκή πληροφόρηση των παραπάνω και λόγω του ευρέος βεληνεκούς της προβλεπόμενης αναστολής και του δικαιώματος παρέμβασης θα έπρεπε να διασφαλίζεται η κατά το δυνατόν πραγματική γνώση, κάτι που θα μπορούσε να γίνει μόνο με την κοινοποίηση στα δικαστήρια, ενώπιον των οποίων εκκρεμούν υποθέσεις που κρίνουν το ίδιο ζήτημα, αντιγράφων της πράξης εισαγωγής της υπόθεσης ενώπιον του ΣτΕ και, συμπληρωματικά, την ανάρτησή της σε υλική μορφή στο κτήριο του ΣτΕ και την ιστοσελίδα του.
Πέραν αυτών,όμως, γεννάται το ερώτημα της σκοπιμότητας της αναστολής των εκκρεμών δικών, αφού αυτές δεν καταλαμβάνει το δεδικασμένο από την απόφαση επί της υπόθεσης που εισάγεται στο ΣτΕ. Αν μεν οι διάδικοί τους παρέμβουν στην υπόθεση ενώπιον του ΣτΕ, τότε είναι δικαιολογημένη η αναστολή, προκειμένου να μην διεξάγονται ταυτόχρονα δυό συναφείς δίκες, αφού αυτοί θα δεσμεύονται από το δεδικασμένο. Αν, όμως, οι διάδικοι δεν επιλέξουν να παρέμβουν, τότε δεν δικαιολογείται οι δίκες τους να ανσταλούν. Οι αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων στη χώρα μας δεν αναπτύσσουν τριτενεργούν δεδικασμένο, όπως οι αντίστοιχες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Δικαστηρίου της ευρωπαϊκής ένωσης, με εξαίρεση εκείνες του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου στην περίπτωση του άρθ. 100 § 4 Συντ. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων αναπτύσσουν απλώς τη λειτουργία του σοβαρού επιχειρήματος για τις υποθέσεις που δεν αφορούν. Ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται να αναστέλλονται οι εκκρεμείς δίκες, και μάλιστα ενώπιον οιουδήποτε βαθμού εκκρεμούν – όπως προκύπτει από την ευρύτητα της διατύπωσης – μόνο και μόνο για τη νομολογειακή πληροφόρηση των δικαστών.
ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος
Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
http://www.nomologio.wordpress.com
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΕΝΙΑΔΗΣ
Δικαστικός Υπάλληλος
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Προτείνεται η θεσμοθέτηση μόνιμων θέσεων ( κατηγορία υπαλλήλων ) βοηθών διοικητικών δικαστών, από τους ήδη υπηρετούντες δικαστικούς υπαλλήλους των Διοικητικών Δικαστηρίων, πτυχιούχους Νομικών, Οικονομικών και Διοικητικών Σχολών Πανεπιστημίων, που υπηρετούν ήδη στα δικαστήρια και δεν θα επιβαρύνουν τον Κρατικό Προυπ/μό. Αρμοδιότητά τους θα είναι η ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων. Ο θεσμός αυτός υπάρχει και στα δικαστήρια άλλων Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΕΝΙΑΔΗΣ
Υποψ. Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου
τμήμα: Δημ. Διοίκησης
24.9.2010
Ισως η παρεμβαση μου αυτη να μην ειναι συμβατη με το αρθρο ομως αναφερεται στη φιλοσοφια ολου του νομοσχεδιου
Επειδη στα σχολια της διαβουλευσης δεν περιεχεται αποψη εκ μερους της Γραμματειας των Δ/κων Δ/στηριων και επειδη εργαζομαι πλεον των 30 ετων στη Γραμματεια τους ,με την εργασιακη μου πειρα επι ολων των αντικειμενων,σαν πτυχιουχος Οικονομικου τμηματος Νομικης Σχολης ας μου επιτραπει να διατυπωσω και εδω λιγες αποψεις μου στη προσπαθεια συνταξης του νομοσχεδιου.
Η ταχεια και κατα προτεραιοτητα συζητηση δεν μπορει να υφισταται μονο για τις διοικητικης φυσεως διαφορες ουτε το φιλτρο διαλογης των προς συζητηση υποθεσεων μονο για την ασκηση εφεσεων και αναιρεσεων που θα ασκηθουν.
Αμφοτερα πρεπει να ισχυσουν αντιστοιχα για τις υποθεσεις με αμφισβητουμενο φορο ανω των 20000 ευρω και για ολες τις φορολογικες υποθεσεις που εισαγονται.
Τα εις δευτερο βαθμο μονομελη Δικαστηρια πρεπει να αυξηθουν αναλογως του αντικειμενου και του υψους της διαφορας(κυριως φορολογικες) τοσο στο Πρωτοδικειο οσο και στο Εφετειο.
Η νομολογια καθως και η προτυπη δικη μπορει να συντελουν στην αποσυμφορηση των συναφων υποθεσεων αλλα δυστυχως συγκρουονται με τη δημοσιονομικη πραγματικοτητα της χωρας αφου η Διοικηση ειναι υποχρεωμενη αμεσα να πληρωσει κυριως τις επιδοματικες πολιτικες των προηγουμενων κυβερνησεων.
Για το λογο αυτο αλλα κυρια για τη ταχεια και ορθη εισπραξη των φορολογικων εσοδων η κυβερνηση πρεπει να επενδυσει σε προσωπικο στα Δικαστηρια(Δικαστες,υπαλληλοι,ΝΣΚ)
Δεν αμφισβητουνται οι αγνες και επικοδομιτικες προθεσεις και προτασεις του Υπουργου Δικαιοσυνης στο νομοσχεδιο,συγκρουονται ομως με τις επιλογες της Τροικα.Αυτοι πρωτοι πρεπει λοιπον να καταλαβουν οτι με τις εντολες τους οχι μονο δεν εισπρατονται πανω απο 30 δις ερω στα ταμεια του κρατους αλλα συντελουν στη δημιουργια νεων φοροφυγαδων που θα περιμενουν μια νεα περαιωση.
Ρηξικέλευθες αλλαγές! Μπράβο! Μακάρι να προχωρήσουν!
Στο άρθρο 1 παρ. 1 του νομοσχεδίου, προτείνω η απόφαση του ΣτΕ, που κρίνει επί ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος, να ισχύει έναντι πάντων (erga omnes) δηλ. όχι μόνο μεταξύ των διαδίκων και όσων παρενέβηκαν στη δίκη αλλά και όσων δεν παρενέβηκαν.
Πάντως, προυπόθεση για να ισχύσουν όλες οι αλλαγές των νόμων για το ΣτΕ και τα Διοικητικά Δικαστήρια (ΚΔΔ) είναι να συντομευτεί ο χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων σε αυτά.
Οπως γνωρίζετε το ΣτΕ θέλει, σήμερα, 3 χρόνια για να προσδιορίσει 1η δικάσιμο, ακολούθως να συζητήσει την υπόθεση μετά από 6-7 οίκωθεν αναβολές (που απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον 5 μήνες ) και τέλος θέλει και 1 χρόνο μετά τη συζήτηση για να βγάλει απόφαση!. Σημειωτέον δε ότι θέλει 2 τουλάχιστον χρόνια για να εκδόσει απόφαση αναστολής εκτέλεσης!
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο θέλει τουλάχιστον 3-4 χρόνια (στις απλές υποθέσεις) για να προσδιορίσει 1η δικάσιμο, 6 μήνες την αναβολή, 2 χρόνια για να βγάλει απόφαση, 2-3 χρόνια γιά να καθαρογραφεί η απόφαση , 2-3 χρόνια για να προσδιοριστεί η έφεση κ.ο.κ. κ.ο.κ.
Αν απλώς έρθουμε και προσθέσουμε καινούργια ύλη π.χ. στο ΣτΕ ( με σκοπό να μειώσουμε την χρονοτριβή στα Διοικητικά Δικαστήρια) τα αποτελέσματα μπορεί να είναι και αντίστροφα.
Αντίθετα, πολύ σωστή η σκέψη να υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια (αντί για τα διοικητικά) οι διαφορές από την εκτέλεση των πράξεων του δημόσιου λογιστικού (ρυθμίσεις περιέχονται στο τέλος του νομοσχεδίου για τις αλλαγές στον ΚΔΔ)
– ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ.
– ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΣΤΑ «ΠΑΡΑΘΥΡΑ» ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΜΗ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΟΑΠΑΤΕΩΝΕΣ ΦΟΡΟΦΥΓΑΔΕΣ.
– ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΔΔ (ν. 2717/99) ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΡΟΧΟΠΕΔΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΦΟΡΩΝ.
Θέλοντας να συνεισφέρω στην μεγάλη και σοβαρή προσπάθεια της Κυβέρνησης για το νοικοκύρεμα των οικονομικών, την πάταξη της φοροδιαφυγής και την εξασφάλιση εσόδων, παίρνω αυτή την πρωτοβουλία, για να σας ενημερώσω για ορισμένα πολύ σοβαρά θέματα, ως κατωτέρω:
Η επιτυχία στο έργο του Υπουργείου Οικονομικών κάτω από πολύ δυσμενείς συνθήκες, όπως οι σημερινές, σηματοδοτεί επιτυχία για όλο το κυβερνητικό έργο και κατά συνέπεια μεγάλη προσφορά στην χώρα.
Τα τελευταία χρόνια έχουν θεσπισθεί διάφορες Διατάξεις και διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι οποίες στην προσπάθεια του Κράτους να διασφαλίζεται καλύτερα η προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών από αυθαιρεσίες της Δημοσίας Διοίκησης, δημιουργούν ένα ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΕΙ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΣΕ ΜΕΓΑΛΟΑΠΑΤΕΩΝΕΣ ΦΟΡΟΦΥΓΑΔΕΣ, ΠΟΥ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΕΥΓΟΥΝ, ΝΑ ΑΝΑΣΤΕΛΛΟΥΝ ΓΙΑ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΠΙΠΟΝΕΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ, ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΧΗΜΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ «ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΟΣΤΟΥΝ ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΗ ΒΛΑΒΗ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΟΥΣ», με αποτέλεσμα να καταβάλουν χρήματα για τις φορολογικές τους υποχρεώσεις μετά από πολλά χρόνια ή και να μην καταβάλουν καθόλου χρήματα.
Τα Διοικητικά Δικαστήρια «παραβλέπουν» τις διατάξεις που αναφέρουν σε κάθε περίπτωση ΟΤΙ ΔΕΝ ΙΣΧΥΟΥΝ ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΟΥΣ ΟΤΑΝ ΘΙΓΕΤΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ, το οποίο υπερτερεί, σε κάθε περίπτωση, του ιδιωτικού συμφέροντος, ακόμη και αν η εκτέλεση οποιουδήποτε μέτρου, προς το Δημόσιο Συμφέρον, προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη των ιδιωτικών συμφερόντων.
Τονίζεται ότι οι κυρώσεις αποβλέπουσες στη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περιπτώσεις σημαντικής φοροδιαφυγής δικαιολογούνται με βάση την αρχή της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγρ.1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, ορίζεται ότι «ΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ» ΚΑΙ «ΣΥΝΕΙΣΦΕΡΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΣΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΒΑΡΗ, ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥΣ«.
§ Σύμφωνα επίσης με τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 25 του Συντάγματος ορίζεται ότι “Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.»
§ Αντίθετα με τα ανωτέρω, Η ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΟΠΟΙΗΣΗ ΕΣΟΔΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, σαφέστατα «δεν συμβάλλει στη συμμετοχή – συνεισφορά – χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη”, αλλά αντίθετα «προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και παραβιάζει τα χρηστά ήθη» (παρ. 1 άρθ.5 του Συντάγματος).
§ Τέλος, με τις διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 106 του Συντάγματος, ορίζεται ότι : “Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Ν’ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ Η ΠΡΟΣ ΒΛΑΒΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ”.
Εξάλλου οι περιορισμοί που θέτει ο νομοθέτης, στην προσωπική ή οικονομική ελευθερία, είναι αναγκαίοι για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται:
§ α) στην συνεισφορά των πολιτών στα δημόσια βάρη, σύμφωνα με τη φοροδοτική ικανότητα εκάστου (κατά την έντονη προτροπή του συνταγματικού νομοθέτη) και
§ β) στην ανάγκη περιστολής της φοροδιαφυγής σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Δηλαδή τα μέτρα που λαμβάνονται από την διοίκηση – προληπτικά ή κατασταλτικά – πρέπει να είναι κατάλληλα και αποτελεσματικά για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τα επερχόμενα μειονεκτήματα να μην υπερσκελiζoυν τα πλεονεκτήματα (σχετική νομολογία ΣτΕ 1149/88, ΣτΕ 2112/94, ΣτΕ 4050/90, ΣτΕ 3112/90,ΣτΕ 2775/89).
Σύμφωνα με τη θεωρία αλλά και την νομολογία του ΣτΕ, πρέπει να οδηγούμαστε κάθε φορά σε στάθμιση του ιδιωτικού και του Δημόσιου Συμφέροντος.
Σε κάθε περίπτωση φοροδιαφυγής, πράξης νομικά και κοινωνικά κατακριτέας, είναι ολοφάνερη η υπεροχή του Δημοσίου συμφέροντος, που έγκειται στην αποτροπή της «υπεξαίρεσης» Δημοσίων εσόδων που έχει ως επακόλουθο την δυσχέρεια της εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού (ΣΤΕ 3078/97).
Για την απεμπλοκή από τα διάφορα «νομικίστικα τερτίπια» και παρερμηνείες των ισχυουσών διατάξεων παραθέτουμε τις παρακάτω προτάσεις, οι οποίες πιστεύουμε ότι θα βοηθήσουν στην ταχύτερη είσπραξη των Δημοσίων εσόδων.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ:
I. ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟΝ Ν. 2717/1999 (ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ)
1. Να συμπληρωθούν οι διατάξεις του άρθρου 66 του ν. 2717/99 όπως ισχύουν (με την τροποποίηση του ν. 3659/2008), ως εξής:
« Κατ’ εξαίρεση η προσφυγή ασκείται σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών σε περίπτωση πράξης φορολογικού εν γένει περιεχομένου».
ΣΧΟΛΙΟ
Η προσφυγή σε περίπτωση πράξης φορολογικού εν γένει περιεχομένου δεν έχει κανένα νόημα να ασκείται σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών γιατί απλώς επιτείνεται έτσι η κωλυσιεργία στην διαδικασία είσπραξης των Δημοσίων Εσόδων την στιγμή που παρέχεται το δικαίωμα στον φορολογούμενο, με τις διατάξεις του άρθρου 131 του ν. 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας), να προβάλλει και ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ, δεκαπέντε (15) ημέρες τουλάχιστον πριν από την πρώτη συζήτηση.
2. Να καταργηθούν οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 126 του ν. 2717/99 όπως ισχύουν που προστέθηκαν με την τροποποίηση του ν. 3659/2008.
ΣΧΟΛΙΟ
Η κατάθεση της προσφυγής στη ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ σε περιπτώσεις πράξεων φορολογικού εν γένει περιεχομένου δεν έχει κανένα νόημα αλλά απεναντίας δημιουργεί προβλήματα στην φορολογική διαδικασία όπως:
§ να κατατίθενται οι προσφυγές σε αναρμόδια δικαστήρια και να ακολουθεί μία χρονοβόρος διαδικασία.
§ να δημιουργείται σύγχυση στη βεβαίωση των φόρων «λόγω μη άσκησης προσφυγής», γιατί υπάρχει καθυστέρηση στην αποστολή της προσφυγής από την γραμματεία του δικαστηρίου στην αρμόδια Φορολογική αρχή (μετά την ημερομηνία της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής και του συνυποβαλλομένου αιτήματος της Διοικητικής επίλυσης της διαφοράς).
3. Να συμπληρωθούν οι διατάξεις του άρθρου 202 του ν. 2717/99 όπως ισχύουν (με την τροποποίηση του ν. 3659/2008), ως εξής: « Η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης αποκλείεται αν πρόκειται για πράξη φορολογικού εν γένει περιεχομένου γιατί προδήλως η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης (είσπραξη προβεβαίωσης) επιβάλλεται για λόγους Δημοσίου Συμφέροντος».
ΣΧΟΛΙΟ
Από τα Διοικητικά Πρωτοδικεία γίνεται αβασάνιστα χρήση της χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της Διοικητικής πράξης, που χορηγείται πλέον σε όλες σχεδόν τις πράξεις φορολογικού εν γένει περιεχομένου, αγνοώντας εντελώς τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 202 του Ν. 2717/1999, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει (από 8-6-2008) με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 3659/2008 που αναφέρουν επί λέξει : «Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του Δημοσίου Συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος.» με αποτέλεσμα την μη είσπραξη των βεβαιωμένων φόρων (προβεβαίωση λόγω άσκησης προσφυγής), σε βάρος του Δημοσίου Συμφέροντος.
4. Να συμπληρωθούν οι διατάξεις του άρθρου 208 του ν. 2717/99 όπως ισχύουν (με την τροποποίηση του ν. 3659/2008), ως εξής: « Η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης αποκλείεται αν πρόκειται για απόφαση που αφορά πράξη φορολογικού εν γένει περιεχομένου γιατί προδήλως η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης (είσπραξη βεβαιωμένων ποσών βάσει δικαστικής απόφασης) επιβάλλεται για λόγους Δημοσίου Συμφέροντος».
ΣΧΟΛΙΟ
Από τα Διοικητικά Εφετεία γίνεται αβασάνιστα χρήση της χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της απόφασης που αφορά Διοικητική πράξη, που χορηγείται πλέον σε όλες σχεδόν τις πράξεις φορολογικού εν γένει περιεχομένου, αγνοώντας εντελώς τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 208 του Ν. 2717/1999, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει (από 8-6-2008) με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 3659/2008 που αναφέρουν επί λέξει : «Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης του ενδίκου μέσου. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του Δημοσίου Συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος.» με αποτέλεσμα την μη είσπραξη των βεβαιωμένων φόρων (βεβαίωση βάση ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ), σε βάρος του Δημοσίου Συμφέροντος.
ΜΕ ΕΚΤΙΜΗΣΗ
ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΑΘΗΣ
Nα τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρου 105 του Εισ.Ν Α.Κ , ως προς την
ευθύνη -αποζημίωσης του πολίτη από το δημόσιο σε περιπτώσεις παραλήψεων
οργάνων του Δημοσίου , και να ευθύνεται σε ολόκληρο ο υπάλληλος που
παρέλειψε την νόμιμη ενέργεια. Η υπόθεση να εκδικάζεται στο Διοικητικό
πρωτοδικείο , εντός τριών μηνών , Η δίκη να διεξάγεται σε διαφορετική πόλη
ίδιας περιφέρειας για ευνόητους λόγους. Σε κάθε πόλη πρωτεύουσα νομού
να λειτουργεί Διοικητικό πρωτοδικείο. Και κτίρια και δικαστες υπάρχουν.
Οι προτεινόμενη τροποποίηση , θα συμβάλει τα μέγιστα στην πρόληψη αλλα
και πάταξη της διαφθορας στο δημόσιο. Ως προς την αποζημίωση , θεωρώ
ότι δεν ευθύνεται το δημόσιο , επειδή ο υπεύθυνος υπαλληλος , δεν κάνει καλά
τη δουλειά του , επιδιώκοντας μίζα ή παρέμβαση από τον βουλευτή κλπ
Εξ άλλου αν επιδικασθεί αποζημίωση υπερ του πολίτη για παραλήψεις
οργάνου , το δημόσιο κάνει έφεση και ο πολίτης δεν δικαιώνεται ΠΟΤΕ
Το κράτος έχει νόμους . Ομως πρέπει και να εφαρμόζονται…..
Να έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι ασυλία ….εφ όσον ούτε μπορούν να
τιμωρηθούν με τη διάταξη του άρθρου 259 του Π.Κ Παράβαση καθήκοντος
ούτε ΚΑΙ με τις διατάξεις του νυν άρθρου 105 του Εισ.Ν. Α.Κ
να μη επιτρέπεται η υποβολή αίτησης προτίμησης δικασίμου
γιατί παραβιάζεται η προτεραιότητα , αφήνει περιθώρια αδικίας
σε βάρος εκείνου που δεν ασκεί αίτηση προτίμησης
Να μη είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου σ όλες τις
υποθέσεις των διοικητικών δικαστηρίων
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΡΤΕΛ-ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ
Οι λόγοι που δικαιολογούν παρέμβαση στις δικαστικές μάχες με τα καρτέλ είναι οι ακόλουθοι:
1. οι παραβάσεις της νομοθεσίας από τα καρτέλ (εννοώντας όλες τις εταιρείες που παραβιάζουν με οποιονδήποτε τρόπο την νομοθεσία του Ανταγωνισμού (Ν703/77) είναι ιδιαίτερης σοβαρότητας διότι ένα καρτέλ κλέβει ετησίως εκατοντάδες χιλιάδες καταναλωτές. Για παράδειγμα το καρτέλ του ξενόγλωσσου βιβλίου έκλεβε ετησίως, κατά μέσο όρο, 500,000 οικογένειες που αγόραζαν τα εν λόγω αγγλικά εκπαιδευτικά βιβλία
2. οι παραβάσεις της νομοθεσίας από τα καρτέλ οδηγούν σε ακρίβεια στις τιμές των προϊόντων και σε εξόντωση της εγχώριας παραγωγικής δύναμης (με συνέπεια την σημαντική μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας). Με απλά λόγια, αν χτυπήσετε τα καρτέλ, θα δώσετε την ευκαιρία σε περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις να δουλέψουν, να μεγαλώσουν, να δώσουν δουλειές, να κάνουν εξαγωγές.
3. οι υποθέσεις ετησίως είναι πολύ λίγες, άρα δεν θα επιβαρύνουν την Δικαιοσύνη δυσανάλογα. Αν φανταστείτε ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού εκδίδει 5-15 καταδικαστικές αποφάσεις ετησίως από τις οποίες θα προκύψουν 10 δικαστικές υποθέσεις για την κάθε μία από αυτές, τότε ο αριθμός ανέρχεται σε 50-150 δίκες οι οποίες θα πρέπει να επιταχυνθούν
4. η αγωνία για την είσπραξη των προστίμων που επιβάλει η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι έκδηλη σε όλο το φάσμα της Ελληνικής Κοινωνία και αποτυπώνεται συχνά και σε ερωτήσεις Βουλευτών προς τον αρμόδιο Υπουργό. Ο πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού έχει απαντήσει επανειλημμένα ότι δεν είναι δική τους ευθύνη η καθυστέρηση αλλά των δικαστηρίων.
ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
1. ΤΑΧΕΙΑ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Με στόχο την ακύρωση ενός από των σημερινών πλεονεκτημάτων των καρτέλ (του μεγάλου χρόνου εκδίκασης και τελεσιδικίας των υποθέσεων ενώπιον των δικαστηρίων) προτείνουμε όπως θεσπιστεί ειδική διαδικασία με βάση την οποία όλες οι σχετικές με θέματα της Επιτροπής Ανταγωνισμού υποθέσεις θα εκδικάζονται από κάθε λογής δικαστήριο σε έξι μήνες το πολύ. Σε περίπτωση αναβολής δεν θα μπορεί να δοθεί αναβολή για διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός. Και σε επόμενα στάδια (πχ ΣτΕ) η εκδίκαση θα είναι κατά προτεραιότητα, το πολύ εντός έξι μηνών.
Ειδική μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί και για το διάστημα έκδοσης των αποφάσεων από τους δικαστές. Με την ίδια ρύθμιση να οριστεί όπως οι αρμόδιοι ανά περίπτωση δικαστές εκδίδουν απόφαση πρώτα για τις υποθέσεις σχετικές με την Επιτροπή Ανταγωνισμού και κατόπιν για όλες τις άλλες. Σήμερα το Διοικητικό Εφετείο χρειάζεται 2 χρόνια για να εκδώσει την απόφαση σε υποθέσεις προσφυγών των εταιρειών που καταδικάζονται.
Σχετικές περιπτώσεις είναι οι ακόλουθες:
· Προσφυγή καταδικασμένων εταιρειών στο Διοικητικό Εφετείο και στο ΣτΕ. Οι προσφυγές αυτές ακολουθούν τις αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού και πρέπει να κατατεθούν εντός 60 ημερών από τις αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού
· Αγωγές αποζημιώσεις εναντίον των εταιρειών που καταδικάζονται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Οι αγωγές αυτές κατατίθονται από ανταγωνιστές των παρανόμων εταιρειών και σήμερα χρειάζονται 8 χρόνια για να τελεσιδικήσουν.
· Κάθε λογής ασφαλιστικά μέτρα που σχετίζονται με υποθέσεις που εξετάζει η Επιτροπή Ανταγωνισμού (όχι απλά να έχει εκδώσει απόφαση αλλά και κατά την διάρκεια της διαδικασίας). Πχ μπορεί η ισχυρή εταιρεία να προσπαθήσει με καταχρηστική πρακτική να εξοντώσει σε σύντομο χρόνο τον καταγγέλοντα αυτήν και ο καταγγέλων να προσφύγει στα δικαστήρια ζητώντας ασφαλιστικά μέτρα. Επίσης τα καρτέλ προσφεύγουν κατά πράξεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού στο Διοικητικό Εφετείο. Για τα ασφαλιστικά το διάστημα δεν θα πρέπει να είναι μέγιστο έξι μηνών αλλά μέγιστο 15 ημερών. Ανάλογη μέριμνα και για τον χρόνο απόφασης των δικαστών στις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων.
· Ανάλογα βεβαίως για τις προσφυγές στην δικαιοσύνη των κατηγορουμένων εταιρειών προς προάσπιση των δικών τους συμφερόντων.
· Ποινικές διώξεις κατά των μελών του ΔΣ μιας εταιρείας που παραβίασε το δίκαιο του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με το που θα εκδώσει την απόφαση της, την στέλνει αμέσως στον Εισαγγελέα (με βάση τον νόμο 703/77). Στην περίπτωση του ξενόγλωσσου βιβλίου, η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού έμεινε στα συρτάρια της εισαγγελίας για 10 μήνες χωρίς να δοθεί σε εισαγγελέα για να ξεκινήσει η προανάκριση.
2. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΜΕ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΟΛΙΓΩΝ ΛΕΠΤΩΝ
Σήμερα οι καταδικασμένες από την Επιτροπή Ανταγωνισμού εταιρείες προσφεύγουν στο Διοικητικό Εφετείο και ζητάνε πλήρη αναστολή εφαρμογής της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού και βεβαίως της καταβολής του προστίμου.
Το απολύτως σύνηθες είναι σήμερα όπως το Διοικητικό Εφετείο δίνει αναστολή της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού έως ότου εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου. Δηλαδή με μία απόφαση ενός δικαστή που εξέτασε τo αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (δηλαδή σε χρονικό διάστημα ολίγων λεπτών) «πετάει κυριολεκτικά στα σκουπίδια», τους χρόνιους αγώνες για τιμωρία του καρτέλ καθώς επίσης και τις εκατοντάδες ώρες εργασίας της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθιστώντας την απόφαση σαν μην εκτελεστέα.
Δίκαια στην περίπτωση αυτή δημιουργούνται τα εξής ερωτήματα:
«Τι ρόλο παίζει η Επιτροπή Ανταγωνισμού;».
«Τι αξία έχουν οι εκατοντάδες ώρες απασχόλησης με μια υπόθεση όταν η απόφασή της σε ελάχιστα λεπτά καθίσταται μη εκτελεστή;».
«Ποιος τελικά προστατεύει τα θύματα των καρτέλ από τις παράνομες και καταχρηστικές πρακτικές τους;».
«Ποιος τελικά προστατεύει τους Έλληνες καταναλωτές από την ασύδοτη δράση των καρτέλ;»
Η πρόταση είναι αυτονόητη και ξεκάθαρη. Καμία αναστολή για την απόφαση, ας δίδεται αναστολή για μέρος του προστίμου.
3. ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΠΟΥ
ΚΑΤΑΘΕΤΟΥΝ ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ
Οι καταδικασμένες από την Επιτροπή Ανταγωνισμού εταιρείες προσφεύγουν στο Διοικητικό Εφετείο εναντίον των αποφάσεων και ζητούν αναστολή αυτών και της καταβολής των σχετικών προστίμων.
Βασική επιδίωξη των εταιρειών είναι η απόδειξη της «δεινής» οικονομικής τους θέσης με στόχο να αποφύγουν την καταβολή μέρους του προστίμου ως προκαταβολή. Για να αποδείξουν την δεινή τους οικονομική θέση προσκομίζουν ισολογισμό και έκθεση ορκωτού ελεγκτή που παρουσιάζει τα προσωρινά οικονομικά τους στοιχεία, τα οποία βεβαίως εμφανίζονται πλήρως απογοητευτικά.
«Ίσως» οι εταιρείες αυτές να παρουσιάζουν τα στοιχεία αυτά όχι αληθινά, παραποιημένα, ώστε να επιτύχουν την θετική απόφαση του Δικαστή. Για παράδειγμα μπορεί να καταθέτουν στοιχεία για την κερδοφορία τους διαφορετικά από αυτά της πραγματικότητας. Το βέβαιο είναι ότι το Δικαστήριο δεν έχει διαδικασία ελέγχου της αλήθειας, οπότε οι πονηρές εταιρείες μπορούν να ξεγελάσουν το σύστημα.
Τα μέρη της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού και η καταδικασμένη εταιρεία και δεν υπάρχει τρίτο μέρος που θα ελέγξει τα στοιχεία αυτά ως προς την αλήθειά τους.
Προτείνουμε όπως η Πολιτεία θεσπίσει τον έλεγχο των στοιχείων αυτών με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
· Έλεγχος από το ΣΔΟΕ ή τα ΠΕΚ της αλήθειας των στοιχείων που οι εταιρείες καταθέτουν στο Διοικητικό Εφετείο.
· Ανάθεση σε εταιρεία ορκωτών ελεγκτών την οποία εμπιστεύεται το Δημόσιο να ελέγξει τα στοιχεία αυτά. Το κόστος της εταιρείας Ορκωτών Ελεγκτών θα το καλύπτει υποχρεωτικά η προσφεύγουσα στα Δικαστήρια εταιρεία.
Με εκτίμηση
Φλωράς Γιώργος
Δεληγιώργη 55-59 Αθήνα
Θα ήθελα να παρακαλέσω, επειδή δεν υπάρχει χώρος για γενικές παρατηρήσεις αλλά μόνον για κατ’άρθρο, να προστεθεί στο σχέδιο νόμου τροπολογία με την οποία θα καταργείται η δυνατότητα των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας να επιβάλλουν στα μέλη τους υποχρεωτική αποχή από τα επαγγελματικά τους καθήκοντα, καθώς σήμερα η μη συμμόρφωση στις σχετικές αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων και των γενικών τους συνελεύσεων θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα και επισύρει σοβαρές πειθαρχικές κυρώσεις. Να θεσμοθετηθεί δικαίωμα των Δικηγόρων να μην εφαρμόζουν τις σχετικές (ή και οποιεσδήποτε άλλες εφόσον διαφωνούν) αποφάσεις των μελών του Δ.Σ. ή της Γ.Σ. του συλλόγου στον οποίο ανήκουν χωρίς άλλη προϋπόθεση και να διαφυλαχθεί έτσι το δικαίωμα και των Δικηγόρων στην εργασία, αφού είναι από τους ελάχιστους κλάδους (αν όχι ο μοναδικός) που υποχρεώνονται σε αναγκαστική (εκ του νόμου!) απεργία εφόσον λάβει τέτοια απόφαση το συνδικαλιστικό τους όργανο (που δεν πρέπει να αποκαλείται πλέον συνδικαλιστικό αλλά δυναστικό, αφού του έχουν προσδοθεί εξουσίες για την ρύθμιση του τρόπου ασκήσεως του λειτουργήματος των μελών του, που αμφιβάλλω αν είναι συμβατές με το Σύνταγμα και το Κοινοτικό δίκαιο). Παρακαλώ εξάλλου να επανεξετασθεί η νομική μορφή των Δικηγορικών Συλλόγων ως ΝΠΔΔ και η υποχρεωτική εγγραφή εκάστου ασκούντος το δικηγορικό επάγγελμα σ’αυτούς.
Με άκρα υπόληψη,
Ιωαννίδης Ν.Ιωάννης, Δικηγόρος, Αριστοτέλους αρ.21, Θεσσαλονίκη.