«Σας παρακαλούμε να σχολιάσετε τα επι μέρους σημεία του Κώδικα αναφέροντας το συγκεκριμένο άρθρο, παράγραφο ή εδάφιο στο οποίο αναφέρεται το σχόλιό σας»
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ποινική δικαιοδοσία
Άρθρο 1. Ποινικά δικαστήρια.-Ποινική δικαιοδοσία ασκούν τα εξής δικαστήρια: α) Τα πταισματοδικεία· β) τα πλημμελειοδικεία· γ) τα δικαστήρια των ανηλίκων· δ) τα μικτά ορκωτά δικαστήρια· ε) τα εφετεία· στ) ο Άρειος Πάγος ως ακυρωτικό.
Άρθρο 2. Εξαιρέσεις από την ποινική δικαιοδοσία.-Στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων δεν εμπίπτουν: α) Οι αρχηγοί των ξένων κρατών· β) Οι διπλωματικοί αντιπρόσωποί τους που είναι διαπιστευμένοι στην Ελλάδα· γ) Το προσωπικό της διπλωματικής αντιπροσωπείας ξένου κράτους που είναι διαπιστευμένο στην Ελλάδα· δ) Τα μέλη της οικογένειας των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α και β, και κατοικούν μαζί τους· ε) Το υπηρετικό προσωπικό των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α και β, όταν έχει την ίδια υπηκοότητα, και στ) Όλα τα άλλα πρόσωπα που απολαμβάνουν το προνόμιο της ετεροδικίας με βάση είτε συμβάσεις που έχουν συναφθεί με άλλα κράτη είτε διεθνή έθιμα που γίνονται αποδεκτά από όλα τα κράτη.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τα Ποινικά δικαστήρια
Άρθρο 3. Πταισματοδικεία.- 1. Κάθε ειρηνοδικείο είναι ταυτόχρονα και πταισματοδικείο, με την προϋπόθεση ότι στην ίδια περιφέρεια δεν υπάρχει ειδικό πταισματοδικείο.
2. Ο πταισματοδίκης: α) δικάζει τα πταίσματα, εκτός από εκείνα που τυχόν υπάγονται με ειδικές διατάξεις σε άλλο δικαστήριο ή δημόσιο όργανο· β) ενεργεί, ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, ως ο νόμος ορίζει · γ) ενεργεί προκαταρκτική εξέταση ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα (άρθρα 31 και 33 παρ.1).
Άρθρο 4. Δικαστήρια των πλημμελειοδικών.-1. Κάθε δικαστήριο πρωτοδικών είναι ταυτόχρονα και δικαστήριο πλημμελειοδικών.
2. Στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων των πλημμελειοδικών ανήκει: α) η ανάκριση και β) η άσκηση της εξουσίας του δικαστικού συμβουλίου.
Άρθρο 5. Τριμελή Πλημμελειοδικεία.- 1. Το δικαστήριο των πλημμελειοδικών αποτελείται από τρεις τακτικούς δικαστές.
2.Όταν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη αυτή η σύνθεση, επιτρέπεται η αναπλήρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του οργανισμού των δικαστηρίων.
3.Αν ο πρόεδρος προβλέπει ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, μπορεί να προσλάβει ως δύο συμπαρεδρεύοντες δικαστές για την ανα¬πλήρωση εκείνων των δικαστών για τους οποίους τυχόν θα προκύψει κώλυμα κατά τη διάρκεια της δίκης. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου την προεδρία αναλαμβάνει ο αρχαιότερος από αυτούς που απομένουν, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι συμπαρε¬δρεύοντες.
Άρθρο 6. Μονομελή πλημμελειοδικεία. – Το μονομελές πλημ¬μελειοδικείο συγκροτείται από ένα πλημμελειοδίκη που ορίζεται σύμ¬φωνα με τις διατάξεις του οργανισμού των δικαστηρίων. Ο πρόεδρος των πρωτοδικών μπορεί να δικάσει ως μόνος πλημμελειοδίκης. Στο ίδιο δικαστήριο πλημμελειοδικών είναι δυνατό να λειτουργούν και περισσότερα μονομελή. Ο τόπος συνεδριάσεων του μονομελούς, όταν συνεδριάζει εκτός έδρας, ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ορ¬γανισμού των δικαστηρίων.
Άρθρο 7. Δικαστήρια ανηλίκων. – 1. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από έναν πρωτόδικη σε κάθε πρωτοδικείο, ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του οργανισμού των δικα¬στηρίων.
2.Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από το δικα¬στή ανηλίκων, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και από δύο πλημμελειοδίκες, που ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του οργανισμού των δικαστηρίων.
3.Το εφετείο ανηλίκων συγκροτείται από τον εφέτη ανηλίκων και από δύο άλλους εφέτες, που ορίζονται ως δικαστές ανηλίκων σύμ¬φωνα με τις διατάξεις του οργανισμού των δικαστηρίων.
Άρθρο 8. Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα.- 1. Τα δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα συγκροτούνται ως εξής: α) Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του, δύο πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους.· β) Το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτείται από πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες και τέσσερις ενόρκους· γ) Το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες · δ)Το Μονομελές Εφετείο συντίθεται από Πρόεδρο εφετών ή εφέτη.
2. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται στην έδρα κάθε πρωτοδικείου, και το μικτό ορκωτό εφετείο στην έδρα κάθε εφετείου.
3. Το τριμελές και το μονομελές εφετείο λειτουργούν στην έδρα κάθε εφετείου. Μπορούν να συνεδριάσουν και σε άλλη έδρα κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του Οργανισμού Δικαστηρίων.
4. Ο εισαγγελέας των εφετών ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα στο μικτό ορκωτό εφετείο της έδρας του και στα Μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του, στα οποία προσδιορίζει και τις υποθέσεις. Μπορεί επίσης να αναθέτει σε εισαγγελέα πρωτοδικών να εκτελεί καθήκοντα εισαγγελέα στα Μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του μέχρι την έκδοση αποφάσεως από αυτά. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών ο οποίος εκτέλεσε τα ως άνω καθήκοντα μπορεί, αφού προηγουμένως ενημερώσει τον εισαγγελέα εφετών και λάβει από αυτόν γραπτή σύμφωνη γνώμη, να ασκεί έφεση εναντίον της απόφασης κατά το άρθρο 489.
5. Αν ο πρόεδρος προβλέπει ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, μπορεί να προσλάβει ως δύο συμπαρεδρεύοντες δικαστές και ως δύο ενόρκους, για να αναπληρώσουν αυτούς που θα έχουν τυχόν κώλυμα κατά τη διάρκεια της δίκης. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου την προεδρία αναλαμβάνει ο αρχαιότερο που μπορεί να είναι και ο συμπαρεδρεύων.
6. Καθήκοντα γραμματέα στο μικτό ορκωτό δικαστήριο εκτελεί υπάλληλος της γραμματείας του πρωτοδικείου, ενώ στο μικτό ορκωτό εφετείο υπάλληλος της γραμματείας του εφετείου.
Άρθρο 9. Εφετείο.-1.Το συμβούλιο των εφετών συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες. Στο τριμελές εφετείο που δικάζει εφέσεις κατά των αποφάσεων του τριμελούς εφετείου προεδρεύει πάντοτε πρόεδρος εφετών αρχαιότερος αυτού που προήδρευσε σε πρώτο βαθμό.
2.Αν ο πρόεδρος προβλέπει ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, μπορεί να προσλάβει ως δύο συμπαρεδρεύοντες δικαστές για να αναπληρώσουν αυτούς που θα έχουν τυχόν κώλυμα κατά τη διάρκεια της δίκης. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου, την προεδρία αναλαμβάνει ο αρχαιότερος μεταξύ αυτών που απομένουν, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι συμπαρεδρεύοντες.
Άρθρο 10. Ο Άρειος Πάγος. -1. Ο Άρειος Πάγος, ως ακυρωτικό δικαστήριο, δικάζει τις αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων και βου¬λευμάτων σε πενταμελή και τριμελή σύνθεση αντίστοιχα.
2. Ο Άρειος Πάγος δικάζει σε ολομέλεια, όπως αυτή ορίζεται στον Οργανισμό Δικαστηρίων, στις εξής περιπτώσεις: α) όταν κρίνει αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου· β) όταν κρίνονται εξαιρετικής σημασίας υποθέσεις, εφόσον συμφωνούν ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου· γ) όταν γίνεται παραπομπή από τα τμήματα, επειδή η απόφαση έχει ληφθεί με πλειοψηφία μίας ψήφου· δ) όταν το τμήμα αρνείται την εφαρμογή νόμου ως αντισυνταγματικού και ε) όταν το τμήμα πρόκειται να εκδώσει απόφαση αντίθετη με προη¬γούμενη θέση του Αρείου Πάγου για το ίδιο θέμα.
Άρθρο 11. Διαίρεση σε τμήματα.-Στα Εφετεία και Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς καθορίζονται από την ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών ιδιαίτερα ποινικά τμήματα σύμφωνα με τις διατάξεις του Οργανισμού Δικαστηρίων.
Άρθρο 12.Εισαγγελέας- Σχέση της εισαγγελίας και των δικαστηρίων με άλλες αρχές. 1. Στις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων παρίσταται υποχρεωτικώς ο εισαγγελέας. Οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3, 8 παρ. 5 και 9 παρ. 2 εφαρμόζονται αναλόγως και για τον εισαγγελέα.
2.Οι αστυνομικές αρχές οφείλουν να εκτελούν χωρίς καμία χρονοτριβή τις παραγγελίες των δικαστικών και των εισαγγελικών αρχών σύμφωνα με τις διατάξεις του Οργανισμού Δικαστηρίων ή Ειδικών Νόμων.
Άρθρο 13. Δικαστικός γραμματέας. – 1. Στις δημόσιες συνε¬δριάσεις των δικαστηρίων μετέχει πάντοτε ένας δικαστικός γραμμα¬τέας, ο οποίος συντάσσει τα πρακτικά με ευθύνη δική του και του δι¬καστή που διευθύνει τη συνεδρίαση.
2.Όταν ο γραμματέας απουσιάζει ή έχει κώλυμα, αναπληρώνε¬ται σύμφωνα με τις διατάξεις του οργανισμού των δικαστηρίων. Στη διάρκεια της συνεδρίασης μπορεί με απόφαση του δικαστηρίου ν’ ανα¬πληρώσει κάποιος άλλος το γραμματέα όταν του παρουσιάζεται κώ¬λυμα. Για την απόφαση αυτή δεν χρειάζεται σύμπραξη γραμματέα.
3.Ο δικαστικός γραμματέας μετέχει και στη συνεδρίαση του δι¬καστικού συμβουλίου και αναπληρώνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αποκλεισμός, εξαίρεση και αποχή δικαστικών προσώπων
Άρθρο 14.Γενική διάταξη-Λόγοι αποκλεισμού.- 1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται με τους θεσμούς του αποκλεισμού, της εξαίρεσης και της αποχής των δικαστικών προσώπων.
2. Εκτός από όσα ορίζονται ειδικά στον οργανισμό των δικαστηρίων και στον κώδικα αυτόν, δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να ασκήσουν έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους σύζυγοι, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη συζυγική σχέση και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου.
3. Από την άσκηση των παραπάνω έργων σε ποινική υπόθεση αποκλείεται επίσης: α) όποιος αδικήθηκε από το έγκλημα ·β) όποιος είναι σύζυγος του κατηγορουμένου ή εκείνου που αδικήθηκε από το έγκλημα. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση συγγένειας εξ αίματος με τα πρόσωπα αυτά σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και εκ πλαγίου έως και τον τέταρτο βαθμό ή συγγένειας εξ αγχιστείας έως και το δεύτερο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη συζυγική σχέση και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου. Αποκλείεται επίσης εκείνος που είναι ή ήταν επίτροπος ή κηδεμόνας των ίδιων προσώπων ή που συνδέεται μαζί τους με υιοθεσία· γ) όποιος ήταν συνήγορος του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος στην ίδια ποινική υπόθεση· δ) όποιος εξετάστηκε ως μάρτυρας ή γνωμοδότησε ως πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος στην ίδια υπόθεση· ε) ο ανακριτής καθώς και ο δικαστής και ο εισαγγελέας που έχουν συμπράξει στην πράξη παραπομπής του κατηγορουμένου ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός εάν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα.
4. Ο δικαστής και ο εισαγγελέας που έχουν συμπράξει στην έκδοση απόφασης ή βουλεύματος, κατά των οποίων ασκήθηκε ένδικο μέσο, αποκλείεται να λάβουν μέρος στην εκδίκασή του.
Άρθρο 15.Λόγοι εξαίρεσης.-Όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα, αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού που αναφέρονται σ’ αυτό ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους, ιδίως όταν: α) έχουν άμεσο ή έμμεσο προσωπικό συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης· β) έχουν με τον αδικηθέντα ή τον κατηγορούμενο ιδιαί¬τερη φιλία, οικειότητα, έριδα ή έχθρα· γ) έγιναν κατά την ανάκριση ένοχοι ασύγγνωστης αμέλειας ή άλλης αθέμιτης πράξης· δ) τήρησαν, εκτός της ενάσκησης των καθηκόντων τους στη δίκη, τέτοια στάση, ώστε εύλογα να μπορεί να θεωρηθεί ότι μειώθηκε η πεποίθηση για την αμεροληψία τους. O τρόπος γενικά που διευθύνεται η διαδικασία ή υποβάλλονται ερωτήσεις στους μάρτυρες και τους κατηγορούμενους δεν μπορεί να θεμελιώσει αυτό το λόγο για εξαίρεση, εκτός εάν δημιουργεί προφανώς εύλογες υπόνοιες για μεροληπτική στάση.
Άρθρο 16. Ποιοι και πότε προτείνουν την εξαίρεση. – 1. Δικαίωμα να προτείνουν την εξαίρεση έχουν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων.
2.Η αίτηση για εξαίρεση υποβάλλεται: στο στάδιο της ανάκρι¬σης ως την παράδοση των εγγράφων από τον ανακριτή στον εισαγγε¬λέα μετά την τελευταία ανακριτική πράξη, στη διαδικασία του δικα¬στικού συμβουλίου πριν από την έκδοση του βουλεύματος και στην κύρια διαδικασία πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία. Γι’ αυτό το σκοπό οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να πληροφορηθούν το όνομα του εισαγγελέα πριν από τη σύνταξη της πρότασής του και τη σύνθεση του συμβουλίου από τη στιγμή που ο εισαγγελέας υποβάλει σ’ αυτό την πρότασή του. Αν η αίτηση αφορά την εξαίρεση ολόκληρου του πολυμελούς δικαστηρίου, η κατάθεσή της γίνεται τουλάχιστον οκτώ ημέρες πριν από την ημέρα που έχει προσδιοριστεί για τη συζήτηση της υπόθεσης. Αργότερα μπορεί να υποβληθεί αίτηση για εξαίρεση μόνο όταν ταυτόχρονα αποδεικνύεται ότι ο λόγος της εξαίρεσης δημιουργήθηκε ή έγινε γνωστός μεταγενέστερα σ’ εκείνον που ζητεί την εξαίρεση. Το προηγούμενο εδάφιο έχει εφαρμογή και για την εξαί¬ρεση ολόκληρου του πολυμελούς δικαστηρίου που δικάζει.
3.Οι αιτήσεις εξαίρεσης κατά των δικαστικών προσώπων που συμπράττουν ή πρόκειται να συμπράξουν στην ίδια διαδικαστική ενέρ¬γεια, εφόσον στηρίζονται σε ήδη υπάρχοντες λόγους, πρέπει να υποβάλλονται εφάπαξ ως προς όλους τους λόγους εξαίρεσης από όλους τους διαδίκους και κατά όλων των δικαστικών προσώπων πριν από τη διαδικα¬στική αυτή ενέργεια. Το δικαστήριο αποφαίνεται με μία απόφαση. Κάθε μεταγενέστερη αίτηση είναι απαράδεκτη, εκτός εάν με την υποβολή της αποδεικνύεται ότι ο λόγος της εξαίρεσης έγινε γνωστός ή ανέκυψε μεταγενέστερα.
4. Δεν επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης: α) μελών ή του εισαγγελέα ή του γραμματέα του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου, που αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης κατά το άρθρο 20· β) τόσων μελών από καθένα των ποινικών τμημάτων του Αρείου Πάγου, ώστε με τα λοιπά μέλη να μην είναι δυνατή η συγκρότηση του δικαστηρίου κατά τον κανονισμό λειτουργίας του Αρείου Πάγου· γ) περισσοτέρων των πέντε αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου· δ) περισσοτέρων των οκτώ δικαστών ή δύο εισαγγελέων συνολικά για κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία, όπου υπηρετούν πράγματι τουλάχιστον δώδεκα δικαστές ή τρεις εισαγγελείς αντίστοιχα· ε) περισσοτέρων των τεσσάρων δικαστών για κάθε δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν τουλάχιστον επτά δικαστές και περισσοτέρων των δύο όταν υπηρετούν λιγότεροι των επτά δικαστών.
Άρθρο 17. Περιεχόμενο και υποβολή της αίτησης εξαίρεσης. 1. Η αίτηση εξαίρεσης πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους λόγους της εξαίρεσης, να μνημονεύει το όνομα εκείνου του οποίου ζητείται η εξαίρε¬ση, τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι λόγοι αυτοί και να αναφέρει τα μέσα απόδειξής τους. Διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου στο οποίο υποβάλλεται.
2. Την αίτηση εξαίρεσης πρέπει να υπογράφει ο ίδιος ο αιτών ή πληρεξούσιός του που έχει ειδική γι’ αυτό πληρεξουσιότητα. Μεταγενέστερη προσκόμιση του εγγράφου της πληρεξουσιότητας δεν επιτρέπεται. Στο έγγρα¬φο της πληρεξουσιότητας πρέπει να αναφέρονται ειδικά και συγκε-κριμένα οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η εξαίρεση. Σε περίπτωση μη τήρησης των πιο πάνω διατυπώσεων η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου στο οποίο υποβάλλεται.
3. Ο αιτών ή ο ειδικός για το σκοπό αυτό πληρεξούσιός του εγχειρίζει την αίτηση στον εισαγγελέα του δικαστηρίου όπου υπηρετεί το πρόσωπο του οποίου ζητείται η εξαίρεση. Αν ζητείται η εξαίρεση μέλους μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή μικτού ορκωτού εφετείου η αίτηση εγχειρίζεται στον εισαγγελέα εφετών, αν δε αφορά μέλος του πταισματοδικείου στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
4. Η αίτηση για την εξαίρεση μέλους δικαστηρίου που συνεδριάζει μπορεί να υποβληθεί και με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην παρ. 1. Η δήλωση γίνεται αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική γι’ αυτό πληρεξουσιότητα, εφαρμοζόμενης αναλόγως και της διάταξης της παρ. 2. Διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται. Όταν η αίτηση εξαίρεσης κατά ενός, περισσοτέρων ή όλων των μελών του δικαστηρίου, κρίνεται ότι είναι αόριστη ως προς τα πραγματικά γεγονότα ή προδήλως ανεπίδεκτη εκτίμησης ή ασκείται καταχρηστικά απορρίπτεται στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται.
Άρθρο 18.Πότε η αίτηση είναι απαράδεκτη.-Αν η αίτηση για εξαίρεση έχει υποβληθεί εκπρόθεσμα ή πα¬ράτυπα ή αν έχει ελλείψεις στο περιεχόμενο, το αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα την απορρίπτει ως απαράδεκτη μέσα σε δύο το πολύ ημέρες από την υποβολή της. Στο δικαστήριο ή στο συμβούλιο δεν συμμετέχει εκείνος του οποίου ζητείται η εξαίρεση. Στην περίπτωση της παρ. 4 του προηγούμενου άρθρου, το δικαστήριο στην ίδια συνεδρίαση αποφασίζει, εφόσον είναι αρμόδιο, αν η αίτηση για εξαίρεση είναι παραδεκτή. Η απόφαση εκδίδεται ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακουστούν αυτός που ζήτησε προφορικά την εξαίρεση και υπόλοιποι διάδικοι που παρευρίσκονται στο δικαστήριο.
Άρθρο 19.Κοινοποίηση της αίτησης.- 1. Η αίτηση για εξαίρε¬ση, που υποβάλλεται όπως ορίζουν τα προηγούμενα άρθρα, ανακοι¬νώνεται από τον εισαγγελέα χωρίς καμιά χρονοτριβή σ’ εκείνον του οποίου ζητείται η εξαίρεση.
2. Το υπό εξαίρεση πρόσωπο έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί αμέσως το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν, αλλά και την υποχρέωση μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες να εκφράσει γραπτά τις απόψεις του και ταυτόχρονα να απέχει από τα καθήκοντα του στην υπόθεση. Πρέπει όμως να ενεργήσει τις πράξεις που δεν μπορούν να αναβληθούν, αν δεν υπάρχει άλλος που έγκαιρα θα μπορούσε να τον αναπληρώσει σ’ αυτές τις πράξεις σύμφωνα με το νόμο. Σε αντίθετη περίπτωση τιμω¬ρείται πειθαρχικά. Οι πράξεις του όμως αυτές είναι άκυρες αν γίνει δεκτή η αίτηση εξαί¬ρεσης.
Άρθρο 20. Αρμόδιο δικαστήριο.- 1. Μέσα σε δύο ημέρες από την κατά το προηγούμενο άρθρο κοινοποίηση ο εισαγγελέας εισάγει την αίτηση εξαίρεσης στο δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί ή στο συμ¬βούλιο αν η αίτηση αφορά ανακριτή ή μέλος του δικαστικού συμβου¬λίου. Το δικαστήριο ή το συμβούλιο, συνεδριάζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται για το καθένα αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης. Στη σύνθεση δεν μπορεί να μετέχει εκείνος του οποίου ζητείται η εξαίρεση, αλλά αναπληρώνεται σύμφωνα με το νόμο.
2. Αν η εξαίρεση αφορά μέλος του εκ τακτικών δικαστών δικαστηρίου ή του εισαγγελέα ή ενόρκου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή του μικτού ορκωτού εφετείου, αρμόδιο είναι το εκ τακτικών δικαστών δικαστήριο.
3. Αν το αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο δεν μπορεί να συγκρο¬τηθεί νόμιμα, τότε για την αίτηση εξαίρεσης αποφασίζει χωρίς καμιά χρονοτριβή σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1 το ιεραρχικά αμέ¬σως ανώτερο δικαστήριο ή συμβούλιο.
Άρθρο 21. Απόφαση.- 1. Αν βεβαιωθεί η βασιμότητα του λόγου, γίνεται δεκτή η εξαίρεση και διατάσσεται εκείνος που εξαιρέ¬θηκε να απέχει από τα καθήκοντά του στην υπόθεση. Αν δεν υπάρχει αναπληρωτής του, το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο παραπέ¬μπει τη δίκη σε άλλο δικαστήριο ή συμβούλιο σύμφωνα με τις σχετικές για αρμοδιότητα κατά παραπομπή διατάξεις του Κώδικα. Διαφορετικά, κατά τις περιστάσεις, ή απορρίπτεται η αίτηση ή διατάσσεται ο αιτών να φέρει ισχυρότερες αποδείξεις.
2. Αν απορριφθεί η αίτηση, καταδικάζεται ο αιτών στην πληρω¬μή των εξόδων. Αν ταυτόχρονα αποδειχθούν εντελώς ψευδείς οι λό¬γοι εξαίρεσης που προβλήθηκαν, εκτός από την πληρωμή των εξό¬δων, καταδικάζεται επίσης και σε χρηματική ποινή διακοσίων (200) έως χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
Άρθρο 22. Ένδικα μέσα.- Η απόφαση που δέχεται την αίτηση για εξαίρεση δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο. Η απόφαση που απορρίπτει την αίτηση μπορεί να προσβληθεί με έφεση αν και η οριστική απόφα¬ση για την ουσία της υπόθεσης προσβάλλεται με έφεση και μόνο ταυ-τόχρονα μ’ αυτήν.
Άρθρο 23. Αποχή του δικαστικού προσώπου.- 1. Κάθε δικα¬στικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14 οφείλει να δηλώσει αμέσως στον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί το γνωστό σ’ αυτόν λόγο για τον οποίο αποκλείεται ή εξαιρείται από τα καθήκοντά του σε ορισμένη υπόθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15 με σκοπό να του επιτραπεί η αποχή. Ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου και ο εισαγγελέας που είναι προϊστάμενος εισαγγελίας υποβάλλουν τη δή¬λωση αυτή στους νόμιμους αναπληρωτές τους, ενώ οι αντεισαγγελείς στον εισαγγελέα. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2.
2. Αν πρόκειται για μέλος πταισματοδικείου, οφείλει να απέχει από τα καθήκοντά του, να ειδοποιήσει σχετικά τον αρμόδιο εισαγγε¬λέα αμέσως και να περιμένει την απόφαση του δικαστικού συμβου¬λίου σύμφωνα με την παρ. 4.
3. Τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους οφείλουν να δηλώσουν με τον ίδιο τρόπο τυχόν σοβα¬ρούς λόγους ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους από την άσκη¬ση των καθηκόντων τους, ακόμη και αν δεν υπάρχουν οι λόγοι της παρ. 1.
4. Σε όλες τις περιπτώσεις του άρθρου αυτού το δικαστήριο, συ¬νεδριάζοντας ως συμβούλιο, αφού ακούσει τη γνώμη του εισαγγελέα χωρίς την παρουσία διαδίκων, αποφασίζει αν εκείνος που υπέβαλε τη δήλωση πρέπει να απέχει ή όχι από την άσκηση των καθηκόντων του.
5. Όταν συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης ή σοβαροί λόγοι ευπρέπειας, η δήλωση αποχής πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να στηρίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.
Άρθρο 24. Σύμπτωση αποχής και εξαίρεσης.- Αν ο δικαστικός λειτουργός, ακόμη και μετά την υποβολή της αίτησης για εξαίρεση, υπέβαλε τη δήλωση αποχής που προβλέπεται στο προηγούμενο άρ¬θρο, το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει πρώτα για την αποχή, ανε¬ξάρτητα αν η τελευταία στηρίζεται στους ίδιους λόγους με την αίτη¬ση εξαίρεσης. Αν η αποχή γίνει δεκτή, η αίτηση για εξαίρεση θεω¬ρείται ότι δεν υποβλήθηκε. Αν όμως η αποχή απορριφθεί, η διαδικα¬σία για την εξαίρεση προχωρεί σε οποιονδήποτε λόγο και αν στηρί¬ζεται η αίτηση. Εάν οι λόγοι της αίτησης εξαίρεσης είναι ίδιοι με αυτούς της αποχής, οι δικαστές και ο εισαγγελέας που έκριναν τη δήλωση αποχής δεν μπορούν να μετέχουν στην εκδίκαση της αίτησης εξαίρεσης, εκτός αν είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστικούς λειτουργούς.
Άρθρο 25. Υποχρέωση για δήλωση των προανακριτικών υπαλλή¬λων-Εξαίρεση των προανακριτικών υπαλλήλων.- 1. Αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους αποκλεισμού ή εξαί¬ρεσης που ορίζονται στα άρθρα 14 και 15 οι προανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να τον αναφέρουν στον προϊστάμενό τους εισαγγελέα, χω¬ρίς καμιά χρονοτριβή, συνεχίζοντας όμως το έργο τους.
2. Τον λόγο απο¬κλεισμού ή εξαίρεσης έχουν δικαίωμα να αναφέρουν και οι διάδικοι, ζητώντας την εξαίρεση των προανακριτικών υπαλλήλων.
3. Ο εισαγγελέας, αφού ακούσει εκείνον του οποίου ζητείται η εξαίρεση, δέχεται την αίτηση αν οι λόγοι που προβάλλονται πιθανο¬λογείται ότι είναι βάσιμοι. Στην περίπτωση αυτή οι πράξεις που στο μεταξύ έγιναν από τον υπάλληλο είναι άκυρες.
Άρθρο 26. Αποσιώπηση των λόγων αποκλεισμού ή εξαίρεσης. Κάθε δικαστικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14, καθώς και κάθε προανακριτικός υπάλληλος ο οποίος, αν και γνωρίζει ότι συ¬ντρέχει στο πρόσωπό του κάποιος λόγος για να εξαιρεθεί ή να απο¬κλειστεί, παραλείπει να τον αναφέρει σύμφωνα με τις διατάξεις αυ¬τού του κεφαλαίου, ή, όταν ζητηθεί η εξαίρεσή του, αρνείται τα πραγ-ματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται ο λόγος αυτός, τιμωρείται με πειθαρχική ποινή, χωρίς να αποκλείεται και η εφαρμογή των διατάξεων του ποινικού κώδικα.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γενικές Διατάξεις
Άρθρο 27. Άσκηση της ποινικής δίωξης. – 1. Την ποινική δίωξη την ασκεί στο όνομα της Πολιτείας ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών. Στα πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και Πατρών ο εισαγγελέας εφετών ορίζει, ειδικά για την άσκηση της ποινικής δίωξης κατά ανηλίκων, έναν εισαγγελέα πρωτοδικών και τον αναπληρωτή του. Όταν το μονομελές πλημμελειοδικείο συνεδριάζει εκτός έδρας του πρωτοδικείου και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει κώλυμα και δεν υπάρχει αντιεισαγγελέας να τον αναπληρώσει, μπορεί να ασκεί χρέη εισαγγελέα ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης που ορίζονται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου μετά από σχετικό έγγραφο του εισαγγελέα πρωτοδικών.
2. Την ποινική δίωξη στα πταισματοδικεία την ασκεί ο δημόσιος κατήγορος, που ορίζεται για το σκοπό αυτόν.
3. Κατηγορούσα αρχή είναι ο εισαγγελέας κάθε δικαστηρίου, στο πταισματοδικείο δε ο δημόσιος κατήγορος.
Άρθρο 28. Ανεξαρτησία της αρχής που ασκεί τη δίωξη.- Τα πρόσωπα που ασκούν την ποινική δίωξη είναι, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, και με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων του οργανισμού των δικαστηρίων και των άρθρων 333, 334 και 335 του κώδικα, ανεξάρτητα από κάθε άλλη αρχή, καθώς και από τα δικαστήρια όπου υπηρετούν.
Άρθρο 29. Απόφαση του δικαστηρίου των εφετών για την άσκηση της ποινικής δίωξης.- 1. Η Ολομέλεια του εφετείου, συγκαλούμενη ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα εφετών ή κατά το άρθρο 14 παρ. 2 εδ. α΄ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, έχει το δικαίωμα να παραγγείλει στον εισαγγελέα εφετών να κινήσει ποινική δίωξη για εγκλήματα εξαιρετικής φύσης. Αν η ποινική δίωξη έχει ήδη ασκηθεί από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, έχει το δικαίωμα να διατάξει να υποβληθούν τα έγγραφα στον εισαγγελέα εφετών. Σε κάθε περίπτωση, κατά τη συνεδρίαση της ολομέλειας παρίσταται και ο εισαγγελέας εφετών.
2. Και στις δύο περιπτώσεις της παρ. 1 η Ολομέλεια ορίζει έναν από τους εφέτες με τον αναπληρωτή του που εκπληρώνουν καθήκοντα ανακριτή στην υπόθεση. Αυτοί είτε ενεργούν οι ίδιοι κάθε ανακριτική πράξη είτε αναθέτουν την ενέργειά τους στον ανακριτή πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας εφετών έχει όλα τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, το συμβούλιο εφετών έχει τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του συμβουλίου πλημμελειοδικών και αποφασίζει για την κατηγορία σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
3. Για εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία (άρθρα 235 -263α ΠΚ) καθώς και για τα εγκλήματα που τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του N. 3691/2008, όπως ισχύει, εφόσον έχουν τελεσθεί από δικαστικό λειτουργό και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, όπως και για τα συναφή με αυτά κακουργήματα ή πλημμελήματα, ανεξάρτητα από τον τόπο τέλεσής τους, αρμόδιο είναι το κατά περίπτωση αρμόδιο Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Καταγγελία που αφορά τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων και είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία ή αστήρικτη στο νόμο ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης αρχειοθετείται με πράξη του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Σε διαφορετική περίπτωση, διενεργείται προκαταρκτική εξέταση από τον ίδιο, ο οποίος μπορεί να παραγγέλλει τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων από τους κατά τόπον Εισαγγελείς Εφετών ή Πρωτοδικών. Η ποινική δίωξη ασκείται από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, μετά από παραγγελία του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος διενήργησε την προκαταρκτική εξέταση. Για την ανάκριση των εγκλημάτων αυτών ορίζεται από την Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών ως ανακριτής Πρόεδρος Εφετών ή Εφέτης.
Άρθρο 30. Δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 1. Σε υποθέσεις εξαιρετικής φύσης ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να εισηγηθεί στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να παραγγείλει τη διενέργεια της ανάκρισης και την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Επίσης μπορεί να εισηγηθεί στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να παραγγείλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για κάθε αξιόποινη πράξη.
2. Στα πολιτικά εγκλήματα, καθώς και στα εγκλήματα από τα οποία μπορούν να διαταραχθούν οι διεθνείς σχέσεις του κράτους, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει το δικαίωμα με προηγούμενη σύμφωνη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να αναβάλει την έναρξη της ποινικής δίωξης ή να αναστείλει την ποινική δίωξη. Η αναστολή της ποινικής δίωξης μπορεί να γίνει το αργότερο έως την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο.
Άρθρο 31. Δικαιώματα του εισαγγελέα.- 1. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί: α) προκαταρκτική εξέταση, για να κρίνει αν υπάρχει περίπτωση ποινικής δίωξης β) προανάκριση, για να βεβαιωθεί αξιόποινη πράξη. Μπορεί ακόμα να παρευρίσκεται ο ίδιος ή ένας από τους αντιεισαγγελείς που υπάγονται σ` αυτόν κατά την ενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης και να ενημερώνεται οποτεδήποτε ως προς τα έγγραφα που αφορούν την ανάκριση.
2. Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241 και μ’ αυτή επιδιώκεται ο σχηματισμός μιας ολοκληρωμένης αποδεικτικά δικογραφίας, ώστε να καθίσταται εφικτή η άμεση άσκηση των δυνατοτήτων που προβλέπονται στο άρθρο 43. Σκοπός της είναι ο αναφερόμενος στο άρθρο 239 και για την επίτευξή του μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 178 αποδεικτικά μέσα. Αν αυτή γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται, ακόμη και αν κατοικεί ή διαμένει σε γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, πριν από πέντε (5) ημέρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Δικαιούται ακόμη να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση, να διορίζει τεχνικό σύμβουλο σε περίπτωση διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, να ζητά την με επιμέλεια του εισαγγελέα διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων και να προσαγάγει και οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του. Τα ως άνω δικαιώματά του μπορεί να ασκήσει είτε αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπούμενος από συνήγορο που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ. 2, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση υποχρεούται να ενημερώσει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για τα παραπάνω δικαιώματά του. Οι διατάξεις του άρθρου 273 παρ. 1 περιπτώσεις γ`, δ` και ε` εφαρμόζονται αναλόγως.
3.Προηγούμενες έγγραφες εξετάσεις του προσώπου αυτού που έγιναν ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένουν επί ποινή απόλυτης ακυρότητας στο αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέτασή του.
4. Εάν ο εισαγγελέας, μετά την προκαταρκτική εξέταση, πρόκειται να ασκήσει ποινική δίωξη για πράξη ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση, καλεί υποχρεωτικά τον ύποπτο να ασκήσει εκ νέου τα πιο πάνω δικαιώματά του.
5. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την κατά το άρθρο 36 πληροφόρηση της αρμόδιας αρχής μέχρι την κίνηση ή όχι της ποινικής δίωξης δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο χρόνος αυτός μπορεί να παραταθεί έως τρεις το πολύ μήνες ή, εφόσον η φύση της υπόθεσης ή της πράξης που πρέπει να διενεργηθεί το επιβάλλει, για εύλογο χρονικό διάστημα, με ειδικά αιτιολογημένη πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών κατά περίπτωση.
6. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών είναι αρμόδιος για την επίλυση κάθε διαφοράς ή αμφισβήτησης, που προκύπτουν κατά τη διεξαγωγή ανακριτικών πράξεων στην προκαταρτική εξέταση.
Άρθρο 32. Ακρόαση του εισαγγελέα.- 1. Καμιά απόφαση του ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο και καμιά διάταξη του ανακριτή δεν έχουν κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας.
2. Ο εισαγγελέας έχει υποχρέωση να παρευρίσκεται στο ακροατήριο όσο διαρκεί η διαδικασία. Στα μικτά ορκωτά δικαστήρια και στο δικαστήριο των εφετών, όταν αυτό δικάζει κακουργήματα και παρίστανται τρεις συνήγοροι των κατηγορουμένων, μπορεί μαζί με τον εισαγγελέα να παρίσταται και ένας από τους νόμιμους αναπληρωτές του.
3. Στις συνεδριάσεις του πταισματοδικείου παρίσταται ο δημόσιος κατήγορος.
4. Ο εισαγγελέας έχει υποχρέωση να υποβάλλει πάντοτε, προφορικά ή γραπτά, προτάσεις αιτιολογημένες και αιτήσεις ειδικές και δεν μπορεί να αφεθεί στην κρίση του δικαστηρίου ή του ανακριτή.
Άρθρο 33. Γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι.- Η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και υπό τη διεύθυνσή του : α) από τους πταισματοδίκες και ειρηνοδίκες β) από τους αρμόδιους, κατά τους αντίστοιχους Οργανισμούς, βαθμοφόρους της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος.
2. Στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος προανάκριση διενεργεί και ο ανακριτής. Την προανάκριση κατά των ανηλίκων μπορεί να την ενεργεί ο ειδικός ανακριτή ανηλίκων.
Άρθρο 34. Ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι.- Η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση ορισμένων εγκλημάτων ενεργείται και από δημόσιους υπαλλήλους, όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους, πάντοτε υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
Άρθρο 35. Ανώτατη διεύθυνση στην ανάκριση.- Η ανώτατη διεύθυνση στην ανάκριση ανήκει στον εισαγγελέα εφετών, που έχει επιπλέον το δικαίωμα να ενεργεί, προσωπικά ή με κάποιον από τους αντεισαγγελείς που υπάγονται σε αυτόν, προκαταρκτική εξέταση κατά το άρθρο 31 για κάθε έγκλημα που γίνεται στην περιφέρειά του, εφόσον δεν έχει διαταχθεί προηγουμένως προκαταρτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας εφετών, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που ενήργησε, είτε αρχειοθετεί την υπόθεση, είτε παραγγέλλει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Το ίδιο δικαίωμα, χωρίς τους περιορισμούς των προηγούμενων εδαφίων, έχει και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος μπορεί επίσης σε υποθέσεις εξαιρετικής φύσης να διατάσσει τη διεξαγωγή της ανάκρισης και την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ` απόλυτη προτεραιότητα.
2.Στα εγκλήματα των άρθρων 235 έως 261 του Ποινικού Κώδικα, όταν τελούνται με δόλο και συναρτώνται με την επιδίωξη ή εξασφάλιση οφέλους από την πλευρά του υπαλλήλου, η διεξαγωγή της ανάκρισης και η εισαγωγή στο ακροατήριο γίνεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έναρξη και αναβολή της ποινικής δίωξης
Άρθρο 36. Αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη.- Η ποινική δίωξη κινείται αυτεπαγγέλτως ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη πληροφορία ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη, εκτός εάν απαιτείται έγκληση ή αίτηση.
Άρθρο 37. Υποχρέωση για την ανακοίνωση αξιόποινης πράξης.- 1. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα ο,τιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως.
2. Οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και εκείνοι στους οποίους ανατέθηκε προσωρινά δημόσια υπηρεσία, έχουν την ίδια υποχρέωση για τις αξιόποινες πράξεις της παρ. 1, αν πληροφορήθηκαν γι’ αυτές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
3. Η ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και αφορούν την αξιόποινη πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις.
Άρθρο 38. Υποχρέωση του δικαστή να συντάσσει έκθεση.-1.Όταν κατά τη διάρκεια πολιτικής δίκης ανακύπτει γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί αξιόποινη πράξη η οποία διώκεται αυτεπαγγέλτως, ο δικαστής οφείλει να συντάξει έκθεση και να τη διαβιβάσει στον αρμόδιο εισαγγελέα με κάθε πληροφορία και με τα σχετικά έγγραφα.
2. Την ίδια υποχρέωση έχει και όταν πρόκειται για έγκλημα που διώκεται κατ΄ έγκληση, αν υποβλήθηκε η απαιτούμενη έγκληση στην αρμόδια αρχή.
Άρθρο 39.-Εφαρμογή στη διοικητική και πειθαρχική δίκη.- Οι διατάξεις του άρθρου 38 εφαρμόζονται και στις υποθέσεις διοικητικής και πειθαρχικής δικαιοδοσίας.
Άρθρο 40.- Υποχρέωση ιδιωτών.- 1. Ακόμη και ιδιώτες οφείλουν στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο, αν αντιληφθούν οι ίδιοι αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως, να την αναγγείλουν στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο. Η αναγγελία αυτή γίνεται είτε εγγράφως με μια αναφορά ή προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση.
2. Στην αναφορά ή στην προφορική δήλωση πρέπει να αναφέρονται όλες οι λεπτομέρειες που αφορούν την πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις.
3. Αν πολλοί πληροφορήθηκαν για την αξιόποινη πράξη, τότε καθένας έχει ξεχωριστά την υποχρέωση αυτή.
Άρθρο 41. Αίτηση δίωξης.- Στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι απαιτείται αίτηση της αρχής για να ασκηθεί ποινική δίωξη, η αίτηση γίνεται σε κάθε εκπρόσωπο της εισαγγελικής αρχής, γραπτά ή προφορικά, και συντάσσεται έκθεση.
Άρθρο 42. Μήνυση αξιόποινων πράξεων.-1. Εκτός από αυτόν που αδικήθηκε και οποιοδήποτε άλλος έχει το δικαίωμα να καταγγείλει στην αρχή τις αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, τις οποίες πληροφορήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο.
2. Η μήνυση γίνεται απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο το μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της μήνυσης. Μπορεί επίσης η μήνυση να γίνει και προφορικά οπότε συντάσσεται έκθεση.
3. Αν η μήνυση έγινε σε ανακριτικό υπάλληλο, αυτός τη στέλνει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη εισαγγελέα ή στο δημόσιο κατήγορο.
4.Ο μηνυτής, κατά την υποβολή της μήνυσης ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής, καταθέτει, παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εκατό (100) ευρώ. Σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή άλλης αντικειμενικής αδυναμίας εκδόσεως του παραβόλου, αυτό μπορεί να προσκομισθεί το βραδύτερο εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών, χωρίς να κωλύεται η ποινική διαδικασία. Το ύψος του ποσού του παραβόλου αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
5. Η κατάθεση της μήνυσης μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 του π.δ. 150/2001. Οι λεπτομέρειες και οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Άρθρο 43.-`Εναρξη ποινικής δίωξης. 1.Ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται. Σε κακουργήματα ή πλημμελήματα απειλούμενα στο Νόμο με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους ή στην παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ) ή στην ανθρωποκτονία από αμέλεια (302 ΠΚ) κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Αν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση αρμόδιας κατά το νόμο για έλεγχο αρχής και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, η προκαταρκτική εξέταση περιορίζεται σε όσα αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 31.
2. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα λοιπά εγκλήματα.
3. Αν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 ή ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση αρμόδιας κατά το νόμο για έλεγχο αρχής και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει αιτιολογημένα την άσκηση ποινικής δίωξης.
4. Μήνυση ή η αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παράγραφο 2. Όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μπορεί να διαταχθεί και προκαταρκτική εξέταση.
5. Ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, από μόνος του ή ύστερα από παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών, ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο μόνον όταν γίνεται επίκληση ή αναφαίνονται νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία ή όταν από παραδρομή κατά την αρχειοθέτηση δεν ελήφθησαν υπόψη ουσιώδη στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν, κατά την κρίση του, την επανεξέταση της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή, καλεί το μηνυόμενο ή αυτόν σε βάρος του οποίου διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση να παράσχει εξηγήσεις.
Άρθρο 44.- Αναβολή και αναστολή ποινικής δίωξης.-1. Σε περίπτωση πλημμελήματος, αν η ποινή που πιθανολογείται ότι θα επιβληθεί στον υπαίτιο, αλλά και οι άλλες συνέπειές της κατά τον ποινικό κώδικα, είναι μηδαμινές συγκριτικά με την ποινή που του έχει επιβληθεί αμετάκλητα στο παρελθόν για άλλη πράξη και που τώρα την εκτίει, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, με την έγκριση του εισαγγελέα εφετών, έχει το δικαίωμα να αναβάλει για αόριστο χρόνο την ποινική δίωξη με αιτιολογημένη διάταξή του. Αν όμως η ποινική δίωξη έχει αρχίσει, την αναστολή της για αόριστο χρόνο την διατάσσει αμετάκλητα το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο με πρόταση του εισαγγελέα.
2. Παρόμοια αναβολή ή αναστολή ποινικής δίωξης μπορεί να διαταχθεί με τις ίδιες προϋποθέσεις και όταν ο κατηγορούμενος έχει ήδη παραπεμφθεί στο ακροατήριο για βαρύτερη πράξη, εκτός αν η ποινική δίωξη για την ελαφρότερη πράξη είναι αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας γενικά ή για την εκτίμηση του χαρακτήρα του κατηγορουμένου.
3. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις μπορεί αργότερα να διαταχθεί από τις ίδιες αρχές η ποινική δίωξη ή η συνέχιση εκείνης που είχε ανασταλεί: α) αν η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε και έγινε αφορμή να διαταχθεί αναστολή για την άλλη πράξη έπαψε για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο και β) μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της κατηγορίας που εκκρεμεί και έγινε αφορμή να ανασταλεί η δίωξη.
Άρθρο 45. Αποχή από ποινική δίωξη.- Στις περιπτώσεις του εγκλήματος της εκβίασης, που τελείται με την απειλή ότι θα αποκαλυφθεί αξιόποινη πράξη, ή της απάτης που, αν την καταμήνυε ο παθών, ήταν ενδεχόμενο να αποκαλυφθεί από την ανάκριση ενοχή του για άλλη συναφή με την απάτη πράξη και να διωχθεί ποινικά, μπορεί ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, με αιτιολογημένη διάταξή του να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη για την πράξη της οποίας η αποκάλυψη απειλήθηκε με την εκβίαση ή για την οποία ήταν δυνατό να διωχθεί αυτός που εξαπατήθηκε, με την προϋπόθεση ότι η δίωξή της, συγκρινόμενη με τη βαρύτητα της εκβίασης ή της απάτης που επρόκειτο να διωχθούν, δεν είναι απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Άρθρο 45 Α-Αποχή από ποινική δίωξη ανηλίκου. 1. Αν ανήλικος τελέσει αξιόποινη πράξη, η οποία είναι πταίσμα ή πλημμέλημα, ο εισαγγελέας μπορεί να απόσχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης αν κρίνει, ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου, ότι η άσκησή της δεν είναι αναγκαία για να συγκρατηθεί ο ανήλικος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Απαιτείται σε κάθε περίπτωση ακρόαση του ανηλίκου.
2. Στον ανήλικο μπορεί να επιβληθούν με διάταξη του εισαγγελέα ένα ή περισσότερα από τα αναμορφωτικά μέτρα που προβλέπονται στις περιπτώσεις α` έως και ια` του άρθρου 122 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και η καταβολή χρηματικού ποσού μέχρι χιλίων (1.000) ευρώ σε μη κερδοσκοπικό ή κοινωφελές νομικό πρόσωπο. Με την ίδια διάταξη ορίζεται και η προθεσμία συμμόρφωσης. Αν ο ανήλικος συμμορφωθεί με τα μέτρα και τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν, ο εισαγγελέας ενεργεί σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 43 παρ. 2. Σε αντίθετη περίπτωση ο εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1.
Άρθρο 45 Β.- Ποινική συνδιαλλαγή στα πλημμελήματα. 1 Αν πρόκειται για αυτεπάγγελτα διωκόμενη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, εφόσον κρίνει βάσιμη την καταγγελία που περιέχεται στη μήνυση, την αναφορά ή την πληροφορία, χαρακτηρίζει την πράξη και, πριν κινήσει την ποινική δίωξη ή διατάξει προκαταρκτική εξέταση, καλεί τον κατηγορούμενο αυτεπαγγέλτως ή και με αίτηση του ιδίου να εμφανιστεί ενώπιόν του ο ίδιος ή με συνήγορο εντός ορισμένης προθεσμίας για ποινική συνδιαλλαγή.
2. Αν ο κατηγορούμενος, αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, δεχτεί την επιβολή ποινής, ο εισαγγελέας προτείνει το ύψος της. Σχετικά συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται και από τον κατηγορούμενο και τον συνήγορο που τυχόν παρέστη, στο οποίο αναγράφεται ο τελικός χαρακτηρισμός της πράξης για την οποία και ασκεί την ποινική δίωξη, η ποινή και η αναστολή ή μετατροπή αυτής. Το πρακτικό επικυρώνεται σε δημόσια συνεδρίαση από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο.
3.Το ύψος της ποινής που προτείνεται καθορίζεται με βάση την απαξία της πράξης, τις συνθήκες τέλεσής της, το είδος της υπαιτιότητας και τους οικονομικούς όρους του δράστη και δεν μπορεί να υπερβαίνει το μισό του ανώτατου ορίου της προβλεπόμενης στο νόμο φυλάκισης ή χρηματικής ποινής. Αν στο νόμο προβλέπεται σωρευτικά χρηματική ποινή και φυλάκιση προτείνεται μόνο φυλάκιση. Η φυλάκιση αναστέλλεται υποχρεωτικά, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 99 ΠΚ. Διαφορετικά αναστέλλεται ύστερα από συμφωνία, ή μετατρέπεται υποχρεωτικά σε χρηματική με το μισό του κατωτέρου ορίου μετατροπής για κάθε μέρα όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 82 ΠΚ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 82 και 99 επ. ΠΚ.
4. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν επιτευχθεί η ποινική συνδιαλλαγή, η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά.
45Γ – Ποινική συνδιαλλαγή στα κακουργήματα. 1. Στις περιπτώσεις των κακουργημάτων αρμοδιότητας Μονομελούς Εφετείου (άρθρο 110) και εκείνων που τιμωρούνται με ποινή κάθειρξης μέχρι 10 χρόνια και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου, ο Εισαγγελέας Εφετών, μετά από αίτημα του κατηγορουμένου που υποβάλλεται μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης, καλεί τον κατηγορούμενο να εμφανιστεί ενώπιόν του μετά ή δια συνηγόρου που έχει ειδική προς τούτο εντολή εντός ορισμένης προθεσμίας για ποινική συνδιαλλαγή. Την ίδια υποχρέωση έχει ο Εισαγγελέας Εφετών πριν υποβάλλει την πρότασή του.
2. Αν το παραπάνω αίτημα του κατηγορουμένου υποβληθεί ενόσω διαρκεί η κυρία ανάκριση, η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως δια του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου να εφαρμοστεί η διαδικασία της παρ. 1. Αν πρόκειται για κακούργημα όπου η κυρία ανάκριση περατώνεται με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών πριν καταρτίσει την πρότασή του υποβάλλει για τον ίδιο σκοπό τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών.
3. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν επιτευχθεί η ποινική συνδιαλλαγή, η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά.
4. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο, ο Εισαγγελέας του διορίζει υποχρεωτικά από το σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
5. Αν ο κατηγορούμενος, αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, δεχτεί την επιβολή ποινής, ο εισαγγελέας εφετών προτείνει το ύψος της και σε περίπτωση συρροής τη συνολική. Σχετικά συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται και από τον κατηγορούμενο και τον υποχρεωτικά παριστάμενο συνήγορο, στο οποίο αναγράφεται η ποινή και η αναστολή ή μετατροπή αυτής. Το πρακτικό επικυρώνεται μέσα σε δέκα ημέρες από την υπογραφή του σε δημόσια συνεδρίαση από το Μονομελές Εφετείο, η απόφαση του οποίου είναι αμετάκλητη. Μετά την υπογραφή του πρακτικού, ο Εισαγγελέας Εφετών μπορεί με διάταξή του να άρει η να αντικαταστήσει τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που τυχόν έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται.
6. Συνδιαλλαγή μπορεί να γίνει και στο ακροατήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Για το σκοπό αυτό, ο Πρόεδρος του δικαστηρίου πριν την έναρξη της συζήτησης υποδεικνύει υποχρεωτικά τη δυνατότητα εφαρμογής της παραπάνω διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή, αν τελικά επιτευχθεί συνδιαλλαγή, καταχωρείται στα πρακτικά και επικυρώνεται από το ίδιο δικαστήριο.
7. Το ύψος της ποινής που προτείνεται καθορίζεται με βάση την απαξία της πράξης, τις συνθήκες τέλεσής της, το είδος της υπαιτιότητας και τους οικονομικούς όρους του δράστη και κυμαίνεται από 6 μήνες έως τα 3/5 του ανωτάτου ορίου της προβλεπόμενης στο νόμο. Αν στο νόμο προβλέπεται στερητική της ελευθερίας ποινή και χρηματική ποινή προτείνεται μόνο η πρώτη. Εφόσον συμφωνηθεί ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια, αυτή αναστέλλεται υποχρεωτικά, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 99 ΠΚ· διαφορετικά αναστέλλεται ύστερα από συμφωνία, ή μετατρέπεται υποχρεωτικά σε χρηματική με το μισό του κατωτέρου ορίου μετατροπής για κάθε μέρα όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 82 ΠΚ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 82 και 99 επ. ΠΚ.
8.Όσοι καταδικάστηκαν κατά τα παραπάνω σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης (άρθρα 105 επ. ΠΚ) και εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο: α)προκειμένου για φυλάκιση το 1/5 της ποινής τους β) προκειμένου για κάθειρξη τα 2/5 της ποινής τους.
9. Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων η συνδιαλλαγή μπορεί να αφορά και ένα ή περισσότερα από αυτά.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έγκληση
Άρθρο 46. Έγκληση του παθόντος. 1. Αν ο αμέσως παθών θέλει να ζητήσει την ποινική δίωξη της αξιό¬ποινης πράξης, και ανεξάρτητα αν αυτή διώκεται ή όχι μόνο κατ’ έγκληση, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παράγραφοι 2 και 3.
2. Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ` έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εκατό (100) ευρώ. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξαιρούνται από την κατάθεση παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004. Δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας. Για αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παραβόλου.
3. Ο εγκαλών μαζί με την έγκληση οφείλει να υποβάλει και τα διαθέσιμα σε αυτόν αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν και αποδεικνύουν αυτήν. Οι καταθέσεις μαρτύρων υποβάλλονται με τον τύπο της ένορκης βεβαίωσης που έχει δοθεί ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, χωρίς κλήση του καθ’ ού στρέφεται η έγκληση.
Άρθρο 47.Απόρριψη της έγκλησης.- 1. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης την απορρίπτει με διάταξη, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία. Η διάταξη υποβάλλεται για έγκριση στον Εισαγγελέα Εφετών. Ο τελευταίος, αν διαφωνεί, έχει δικαίωμα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση στις περιπτώσεις του άρθρου 43 παρ. 1 εδάφιο β΄ ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα λοιπά εγκλήματα. Ο εγκαλών έχει δικαίωμα να λάβει γνώση και αντίγραφα της διάταξης και της οικείας δικογραφίας.
2. Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις, κατά το άρθρο 243 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, ενεργεί όπως στην προηγούμενη παράγραφο.
3. Όσα αναφέρονται στα άρθρα 43 παράγραφοι 1 και 5, 44 και 45 εφαρμόζονται και ως προς την έγκληση.
Άρθρο 48. Ανάκληση της διάταξης που απορρίπτει την έγκληση.- Ο εγκαλών έχει δικαίωμα να ζητήσει, από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή τον Εισαγγελέα Εφετών, την ανάκληση της διάταξης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 5 του άρθρου 43.
Άρθρο 49. Εφαρμογή στα πταίσματα.- Οι ορισμοί των άρθρων 42, 43, 44, 46, 47, και 48 εφαρμόζονται και στα πταίσματα. Ως προς αυτά, τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ανήκουν στο δημόσιο κατήγορο, τα δικαιώματα του εισαγγελέα εφετών ανήκουν στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, και τα δικαιώματα του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου στον πταισματοδίκη.
2. Η ποινική δίωξη προκειμένου για πταίσματα αναστέλλεται και για όσο χρόνο ο κατηγορούμενος υπηρετεί για οποιονδήποτε λόγο στο στρατό και διαμένει εκτός έδρας του αρμόδιου πταισματοδικείου. Ο δημόσιος κατήγορος διατάσσει την αναστολή με αιτιολογημένη διάταξή του.
Άρθρο 50. Δίωξη μόνο με έγκληση.-1. Κατ` εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά στον ποινικό κώδικα ή σε άλλους νόμους η ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση του παθόντος.
2. Αφού υποβληθεί η έγκληση, η ποινική δίωξη προχωρεί όπως και στα εγκλήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως. Αν η δίωξη ασκήθηκε χωρίς έγκληση, η σχετική με την έγκληση δήλωση μπορεί να γίνει από τον παθόντα και στο ακροατήριο πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό.
Άρθρο 51. Παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματος της έγκλησης.- 1. Η παραίτηση από το δικαίωμα έγκλησης γίνεται από τον ίδιο το δικαιούμενο ή από αντιπρόσωπό του, που έχει ειδική πληρεξουσιότητα κατά το άρθρο 42, σε συμβολαιογράφο, στον εισαγγελέα ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο, και συντάσσεται σχετική έκθεση.
2. Παραίτηση που γίνεται με όρους ή προθεσμία δεν έχει έννομα αποτελέσματα. Ανάκληση της παραίτησης δεν επιτρέπεται.
Άρθρο 52. Ανάκληση της έγκλησης.-1. Ο εγκαλών μπορεί είτε ο ίδιος είτε αντιπρόσωπό του που έχει ειδική πληρεξουσιότητα να ανακαλέσει την έγκληση.
2. Για τους υπαλλήλους στους οποίους δηλώνεται η ανάκληση και για τον τρόπο με τον οποίο αυτή πρέπει να γίνει εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 42. Η ανάκληση μπορεί επίσης να γίνει και στο ακροατήριο σε όλη τη διάρκεια της δίκης και ωσότου δημοσιευτεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Αν η ανάκληση γίνει αργότερα, είναι απαράδεκτη.
Άρθρο 53. Έξοδα σε περίπτωση ανάκλησης.-Για την ανάκληση που προβλέπεται στο άρθρο 52 δεν είναι απαραίτητη η προκαταβολή των δικαστικών εξόδων και τελών, που βαρύνουν σε κάθε περίπτωση τον ανακαλούντα. Αντίγραφο της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 52 ή των πρακτικών μαζί με την εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων στέλνεται για είσπραξη στον αρμόδιο ταμία.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άδεια για δίωξη
Άρθρο 54. Ποιές πράξεις δεν ενεργούνται χωρίς άδεια. Ακόμη και στις περιπτώσεις που χρειάζεται άδεια για δίωξη, μπορεί να ενεργηθεί ανάκριση για την βεβαίωση του εγκλήματος και πριν χορηγηθεί η άδεια. Δεν επιτρέπεται μόνο να ενεργηθούν ανακριτικές πράξεις που θίγουν το πρόσωπο για τη δίωξη του οποίου χρειάζεται η άδεια.
Άρθρο 55. Άρνηση χορήγησης της άδειας.-1. Αν δεν χορηγηθεί η άδεια, ο ανακριτής ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα αποφαίνεται ότι γι αυτό το λόγο δεν μπορεί προς το παρόν να γίνει δίωξη.
2. Ανάκληση της άδειας που χορηγήθηκε δεν είναι δυνατή.
Άρθρο 56. Περισσότεροι κατηγορούμενοι.-Αν υπάρχουν και άλλοι κατηγορούμενοι που δεν απολαμβάνουν το προνόμιο του άρθρου 54, η ποινική δίωξη εναντίον τους προχωρεί χωρίς κώλυμα.
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δεδικασμένο
Άρθρο 57. Κώλυμα για νέα δίωξη.-1. Αν για κάποιον υπάρχει αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση ή οριστική παύση της ποινικής δίωξης, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ` αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός.
2. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ.2, 525 και 526.
3. Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου.
4. Αν σε βάρος του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη ασκήθηκαν περισσότερες ποινικές διώξεις, κηρύσσονται απαράδεκτες λόγω εκκρεμοδικίας εκείνες οι οποίες ασκήθηκαν μεταγενέστερα, εφόσον δεν προηγούνται διαδικαστικά.
Άρθρο 58. Νέα άσκηση ποινικής δίωξης.- Η απόφαση, ακόμη και εκείνη που έχει γίνει αμετάκλητη, όταν κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη για κάποια έλλειψη ή παρατυπία της έγκλησης, της αίτησης ή της άδειας, δεν εμποδίζει τη νέα άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του ίδιου προσώπου, αν η έγκληση, η αίτηση ή η άδεια δοθεί κανονικά αργότερα.
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προδικαστικά ζητήματα
Άρθρο 59.Προδικαστικά ζητήματα στην ποινική δίκη.-1. Όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη.
2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 225 παρ. 1, 229, 362, 363 του Π.Κ., αν για το γεγονός για το οποίο δόθηκε όρκος ή έγινε η καταμήνυση ή ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος ασκήθηκε ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρτική εξέταση (άρθρα 31, 43 παρ. 1 εδ. β`), αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής δίωξης, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών.
3. Στις περιπτώσεις οποιασδήποτε από τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης εισόδου στη χώρα και εξόδου από αυτή, της κατοχής και της χρήσης ταξιδιωτικών εγγράφων ή δελτίων ταυτοτήτων ή αδειών διαμονής ή άλλων εγγράφων πλαστών ή γνησίων, που εκδόθηκαν για άλλο πρόσωπο, της παράνομης εργασίας και της πορνείας που φέρεται ότι διαπράχθηκε από θύμα εγκλήματος των άρθρων 323, 323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και 351Α του Π.Κ., καθώς και των άρθρων 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005, εξαιτίας της σε βάρος του συμπεριφοράς του δράστη των ανωτέρω πράξεων, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέταση ή την αυτεπάγγελτη προανάκριση, αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια κατά του θύματος έως το τέλος της ποινικής δίωξης για το έγκλημα που τελέσθηκε σε βάρος του, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών. Μετά την αμετάκλητη εκδίκαση οποιουδήποτε από τα παραπάνω εγκλήματα που τελέσθηκαν σε βάρος του θύματος, εάν η απόφαση είναι καταδικαστική, δεν ασκείται ποινική δίωξη κατά του τελευταίου για τις προαναφερόμενες πράξεις του.
Άρθρο 60. Εξέταση νομικών ζητημάτων αστικής φύσης στην ποινική δίκη.-1. Το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης.
2. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν σύμφωνα με το νόμο χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου δεσμεύει τον ποινικό δικαστή.
Άρθρο 61. Εκκρεμότητα ζητημάτων αστικής φύσης στην πολιτική δίκη.-1. Όταν στο πολιτικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, που έχει όμως σχέση με την ποινική δίκη, μπορεί το ποινικό δικαστήριο κατά την κρίση του να αναβάλει την ποινική δίκη έως το τέλος της πολιτικής. Η απόφαση αυτή μπορεί να ανακληθεί.
2.Αν στα πλαίσια της κατά την προηγούμενη παράγραφο πολιτικής δίκης τελέστηκαν εγκλήματα των άρθρων 224, 225 παρ. 1 και 229 του ΠΚ, η ποινική δίωξη γι’ αυτά ασκείται μετά την τελεσιδικία της σχετικής απόφασης.
Άρθρο 62. Ισχύς της απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου για προδικαστικά ζητήματα.- Απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου για ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη δεν δεσμεύει τον ποινικό δικαστή, αποτελεί όμως γι` αυτόν στοιχείο που το εκτιμά ελεύθερα μαζί με άλλες αποδείξεις (άρθρα 177 και 178).
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Νομιμοποίηση-Αρμοδιότητα
Άρθρο 63.Ενεργητική νομιμοποίηση.- Όποιος υπέστη άμεση και προσωπική βλάβη από το έγκλημα μπορεί να παραστεί στο ποινικό δικαστήριο για υποστήριξη της κατηγορίας ανεξαρτήτως αν η αξίωσή του ικανοποιήθηκε στα πολιτικά δικαστήρια. Η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, εφόσον εισάγεται στο ποινικό δικαστήριο, δικάζεται υποχρεωτικά από αυτό στο σύνολό της. Λοιπές αξιώσεις για αποζημίωση και αποκατάσταση δικάζονται από τα πολιτικά δικαστήρια.
Άρθρο 64. Ενεργητική νομιμοποίηση νομικών προσώπων. – 1. Σε δίκες όπου το έγκλημα στρέφεται κατά αόριστου αριθμού προσώ¬πων ή κατά του κοινωνικού συνόλου μπορεί να παραστούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για την υποστήριξη της κατηγορίας και το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης στην περιφέρεια των οποίων τελέστηκε η πράξη, καθώς και ενώσεις προσώπων μη κερδο¬σκοπικού χαρακτήρα, εφόσον έχουν συσταθεί νομοτύπως πριν από την τέλεση της πράξης με καταστατικό σκοπό την προστασία των εννόμων αγαθών που προσβλήθηκαν απ’ αυτήν.
2. Οι ενώσεις προσώπων μπορούν να παραστούν μόνο στο ακροατήριο. Εάν αυτές είναι περισσότερες από μία, προτιμάται εκείνη που η νομότυπη σύστασή της προηγείται χρονικά.
Άρθρο 65.Παθητική νομιμοποίηση. – Η πολιτική αγωγή ασκείται εναντίον του κατηγορουμένου ή των νόμιμων αντιπροσώπων του.
Άρθρο 66.-Εξουσία του ποινικού δικαστηρίου στην πολιτική αγωγή.- Το ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί να ασχοληθεί με την πολιτική αγωγή όταν παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη ή αθωώνει για οποιονδήποτε λόγο τον κατηγορούμενο.
Άρθρο 67.-Πολιτική αγωγή εκκρεμής σε πολιτικό δικαστήριο.- Η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, που έχει ασκηθεί σε πολιτικό δικαστήριο μπορεί να εισαχθεί στο ποινικό δικαστήριο αν δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση κατά την πολιτική διαδικασία και ο δικαιούμενος παραιτήθηκε νομοτύπως από το δικόγραφο της αγωγής ως προς την αξίωσή του αυτή.
Άρθρο 68. Άσκηση της πολιτικής αγωγής.- Η παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας και η υποβολή της απαίτησης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης στο ποινικό δικαστήριο επιτρέπονται χωρίς έγγραφη προδικασία το αργότε¬ρο ώσπου να αρχίσει για πρώτη φορά η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο.
2. Ο πολιτικώς ενάγων μπορεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να αποβληθεί από την ποινική διαδικασία, αν, παρόλο που εμφανίστηκε έγκαιρα, αποχώρησε κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να φέρει την τυχόν αγωγή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης στο πολιτικό δικαστήριο.
Άρθρο 69.Παραίτηση από την πολιτική αγωγή.- Κατά τη διάρ¬κεια της δίκης και πριν από την έκδοση της απόφασης ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από την αγωγή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά.
Άρθρο 70. Άσκηση πολιτικής αγωγής από τον εισαγγελέα.-Η πολιτική αγωγή στην ποινική διαδικασία μπορεί να ασκηθεί από τον εισαγγελέα όταν ο παθών είναι ανίκανος, επειδή πάσχει από ψυχική ασθένεια, και δεν έχει αντιπρόσωπο νόμιμα διορισμένο.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άρθρο 71. Απαιτήσεις του κατηγορουμένου που αθωώθηκε.- Ο κατηγορούμενος που αθωώθηκε σε δημόσια συνεδρίαση δικαιούται να υποβάλλει αμέσως και προφορικά στο ποινικό δικαστήριο τις απαιτήσεις που έχει από το μηνυτή ή από αυτόν που υπέβαλε την έγκληση για αποζημίωση και έξοδα, και όταν ακόμη δεν παρέστη ως πολιτικώς ενάγων. Το δικαστήριο αποφαίνεται, αφού ακούσει αυτόν που υπέβαλε την αίτηση και το μηνυτή ή τον εγκαλούντα. Αν ο μηνυτής ή αυτός που υπέβαλε την έγκληση δεν είναι παρών, το δικαστήριο παραπέμπει τις Απαιτήσεις του κατηγορουμένου που αθωώθηκε στα πολιτικά δικαστήρια. Αν εμφανίστηκε στην αρχή της συζήτησης, αποχώρησε όμως κατόπιν και δεν είναι παρών κατά την προβολή των απαιτήσεων του κατηγορουμένου, θεωρείται ότι δικάζεται σαν να ήταν παρών.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κατηγορούμενοι
Άρθρο 72. Ιδιότητα κατηγορουμένου.-Την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η αξιόποινη πράξη.
Άρθρο 73. Διάρκεια και παύση της ιδιότητας του κατηγορουμένου.- Ο κατηγορούμενος διατηρεί την ιδιότητά του ωσότου εκδοθεί αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση και την αποκτά εκ νέου στις περιπτώσεις του άρθρου 57 παρ. 2.
Άρθρο 74. Αιτήσεις του κρατούμενου κατηγορουμένου.- Οι αιτήσεις και οι δηλώσεις του κρατούμενου κατηγορουμένου υποβάλλονται με έγγραφο, που παραδίδεται στο διευθυντή του καταστήματος όπου κρατείται, και συντάσσεται έκθεση κατόπιν καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο και διαβιβάζονται αμέσως στην αρμόδια αρχή ως προς τα νόμιμα αποτελέσματά τους οι αιτήσεις και οι δηλώσεις θεωρούνται σαν να είχαν παραληφθεί απευθείας από την αρμόδια αρχή. Αν πρόκειται για ένδικο μέσο εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 474.
Άρθρο 75. Αδυναμία να βεβαιωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου.- Η αδυναμία να βεβαιωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου με το όνομά του ή με τα άλλα χαρακτηριστικά ή με τις άλλες ιδιότητες δεν εμποδίζει την εξέλιξη της ποινικής δίωξης, αν είναι αποδειγμένο ότι αυτός είναι το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη.
Άρθρο 76. Ψευδές όνομα ή ψευδείς ιδιότητες.- Αν ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε με ψευδές όνομα ή ψευδείς ιδιότητες, διατάσσεται η διόρθωση σύμφωνα με τα άρθρα 564 παρ. 2 και 145 σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ή και κατά την εκτέλεση.
Άρθρο 77. Αμφιβολίες για την ταυτότητα του κατηγορουμένου.- 1. Αν υπάρχουν αμφιβολίες ότι το πρόσωπο που εμφανίστηκε στην ανάκριση ή στο ακροατήριο είναι πράγματι το διωκόμενο, ο ανακριτής ή το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας προχωρούν από μόνοι τους στη βεβαίωση της ταυτότητας, χρησιμοποιώντας κάθε αποδεικτικό μέσο. Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατό να ανασταλεί η ποινική διαδικασία για το πρόσωπο αυτό, ωσότου βεβαιωθεί η ταυτότητά του.
2. Αν η ταυτότητα του κατηγορουμένου δεν μπορεί να αποδειχθεί, βεβαιώνεται το γεγονός αυτό στην απόφαση και ταυτόχρονα διατάσσεται η απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί ή που κρατείται προσωρινά, ωσότου εξακριβωθεί η ταυτότητα. Το δικαστικό συμβούλιο η το δικαστήριο, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορούν να επιβάλουν στον απολυόμενο την καταβολή εγγύησης ή άλλους όρους. Για τον καθορισμό, την κατάθεση και την τύχη της εγγύησης και των άλλων όρων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 296, 297, 302, 303 και 304.
3. Όσα αναφέρονται στην παρ. 2 τα διατάσσει ο ανακριτής κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.
Άρθρο 78. Ζήτημα ταυτότητας στον Άρειο Πάγο.- Αν οι αμφιβολίες για την ταυτότητα δημιουργηθούν για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, διατάσσεται αυτεπαγγέλτως εξέταση. Η εξέταση ενεργείται από το εφετείο που ορίζει ο Άρειος Πάγος και που αποφαίνεται αμετάκλητα για την ταυτότητα.
Άρθρο 79. Πλάνη σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου του κατηγορουμένου.- Όταν προκύψει σαφώς ότι η διαδικασία στρέφεται εναντίον κατηγορουμένου από πλάνη ως προς την ταυτότητα του προσώπου του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αποφαίνονται ότι η ποινική δίωξη θεωρείται σαν να μην έγινε.
Άρθρο 80. Ψυχική ασθένεια του κατηγορουμένου. – 1. Όταν ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε κατάσταση διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών, το δικαστήριο, αν δεν πρόκειται να εκδώσει αθωωτική απόφαση ή να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη, διατάσσει την αναστολή της διαδικασίας. Αν ο κατηγορούμενος τελεί σε προσωρινή κράτηση, το δικαστήριο διατάσσει ταυτόχρονα και την τοποθέτησή του σε δικαστικό ψυχιατρείο και σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοιο, σε άλλο ψυχιατρείο, κατά προτίμηση δημόσιο. Η διάρκεια της παραμονής στο ψυχιατρείο δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες.
2.Για τη βεβαίωση της ψυχικής κατάστασης του κατηγορουμένου διατάσσεται προηγουμένως πραγματογνωμοσύνη (άρθρο 200).
3. Αν η κατάσταση αυτή προκύψει πριν από το τέλος της ανάκρισης, τα παραπάνω τα διατάσσει ο ανακριτής, χωρίς να εμποδίζεται από το λόγο αυτό στην ενέργεια των αναγκαίων πράξεων για τη βεβαίωση του εγκλήματος.
4. Αν διαταχθεί αναστολή, η πολιτική αγωγή μπορεί να ασκηθεί στα πολιτικά δικαστήρια.
5. Η εξακολούθηση της διαδικασίας, αν πάψουν να υπάρχουν οι λόγοι της αναστολής, διατάσσεται από το δικαστήριο ή τον ανακριτή σύμφωνα με τις διακρίσεις των παρ. 1 και 3.
Άρθρο 81. Αμφιβολίες για το θάνατο του κατηγορουμένου.- 1. Αν υπάρχουν αμφιβολίες για το θάνατο του κατηγορουμένου, διατάσσεται η αναστολή της διαδικασίας ωσότου βεβαιωθεί ότι ο κατηγορούμενος βρίσκεται στη ζωή, οπότε η διαδικασία αρχίζει εκ νέου. Η αναστολή όμως αυτή δεν εμποδίζει να γίνουν οι αναγκαίες ανακριτικές πράξεις για να βεβαιωθεί το έγκλημα.
2. Αν εξακριβωθεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 77 και 78 πως από πλάνη έγινε δεκτό ότι ο κατηγορούμενος δεν ζει, η απόφαση να πάψει η ποινική δίωξη (άρθρα 309 παρ. 1 στοιχ. β`, 310 παρ. 1 και 370 στοιχ. β`) θεωρείται σαν να μην εκδόθηκε. Στην περίπτωση αυτή για το χρονικό διάστημα από την παύση της ποινικής δίωξης έως την επανάληψή της εφαρμόζονται οι διατάξεις του ποινικού κώδικα για αναστολή της παραγραφής.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πολιτικώς ενάγοντες
Άρθρο 82. Δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής.- Όποιος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο (άρθρο 63) μπορεί να δηλώσει ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία.
Άρθρο 83.-Ανήλικοι-Ανίκανοι.- Οι ανήλικοι και οι άλλοι ανίκανοι δηλώνουν την παράστασή ως πολιτικώς ενάγοντες με τους νόμιμους αντιπροσώπους τους σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του αστικού κώδικα, τόσο στην προδικασία όσο και στο ακροατήριο.
Άρθρο 84.- Πολιτική αγωγή-Έγκληση.1. Η δήλωση παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος δεν αναπληρώνει την έγκληση στις περιπτώσεις που αυτή είναι απαραίτητη για την ποινική δίωξη (άρθρ. 50).
2. Η έγκληση από μόνη της δεν εξομοιούται με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής.
Άρθρο 85. Διατυπώσεις της δήλωσης.- 1. Η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος γίνεται είτε στην έγκληση είτε με άλλο έγγραφο, έως την περάτωση της ανάκρισης (άρθρ. 308) προς τον αρμόδιο εισαγγελέα. Κατά την κατάθεση της δήλωσης συντάσσεται έκθεση, στην οποία προσαρτάται και το έγγραφο της πληρεξουσιότητας. Τέλος, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ` αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, ακόμη και κατά το χρόνο που εξετάζεται ως μάρτυρας ο παθών.
2. Η παράλειψη της δήλωσης του πολιτικώς ενάγοντος δεν επηρεάζει το δικαίωμά του να ασκήσει την πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 68.
Άρθρο 86.-Δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής με αντιπρόσωπο.- Η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος μπορεί να γίνει και από αντιπρόσωπο με ειδική πληρεξουσιότητα, η οποία έχει δοθεί κατά το άρθρο 42 παρ. 2 εδάφια β΄ και γ΄.
Άρθρο 87.-Προκαταρτκική εξέταση-Αστυνομική προανάκριση.- Η δήλωση για παράσταση πολιτικής αγωγής που γίνεται στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της κατ’ άρθρο 243 παρ. 2 προανάκρισης παράγει αποτελέσματα μόνο από τη στιγμή που ορίζεται στο άρθρο 107 εδ. β΄.
Άρθρο 88.Περιεχόμενο της δήλωσης.- Η δήλωση είναι απαράδεκτη, αν δεν περιέχει συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων, τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παράστασης, καθώς και το διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου αν αυτός που κάνει τη δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί. Στον αντίκλητο μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις και οι κοινοποιήσεις που αφορούν τον πολιτικώς ενάγοντα. Την υποχρέωση διορισμού αντικλήτου στην πιο πάνω περίπτωση έχει ο αδικηθείς και όταν εγείρει αγωγή ή υποβάλει απαίτηση στο ποινικό δικαστήριο (άρθρο 68 παρ. 1 και 2).
Άρθρο 89. Δικηγόρος-αντίκλητος.- Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αδικηθέντος που έχει διορισθεί νόμιμα και έχει γνωστοποιηθεί στην προδικασία ή στο ακροατήριο είναι και αντίκλητος του πολιτικώς ενάγοντος.
Άρθρο 90. Αντιρρήσεις κατά της παράστασης.- Ο κατηγορούμενος μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις κατά της δήλωσης να παραστεί πολιτική αγωγή μέχρι την έκδοση οριστικού βουλεύματος.
Άρθρο 91. Διατυπώσεις των αντιρρήσεων και σχετική απόφαση.-Το έγγραφο με τις αντιρρήσεις του κατηγορουμένου πρέπει να περιέχει τους λόγους που τις στηρίζουν, παραδίδεται στο γραμματέα της εισαγγελίας, και συντάσσεται έκθεση. Για τις αντιρρήσεις αποφασίζει το συμβούλιο αμετάκλητα. Αν η προβολή τους έγινε μετά την υποβολή της πρότασης του εισαγγελέα για την ουσία της υπόθεσης το συμβούλιο αποφασίζει με το βούλευμα που εκδίδει γι` αυτήν.
Άρθρο 92.-Συνέπειες προβολής αντιρρήσεων.-Οι αντιρρήσεις δεν εμποδίζουν την εξέλιξη της ανάκρισης.
Άρθρο 93. Αυτεπάγγελτη αποβολή.- Η δήλωση για την παράσταση πολιτικής αγωγής μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της προδικασίας να κηρυχθεί απαράδεκτη από το συμβούλιο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως.
Άρθρο 94. Αποτελέσματα της αποβολής.- Ο πολιτικώς ενάγων, του οποίου η παράσταση έχει κηρυχθεί απαράδεκτη, δεν κωλύεται να ασκήσει την αγωγή του στο ποινικό δικαστήριο που δικάζει την κατηγορία.
Άρθρο 95.-Αποβολή-εγκυρότητα πράξεων.- Αν ο πολιτικώς ενάγων αποβληθεί, παραμένουν ισχυρές όλες οι πράξεις της διαδικασίας που έγιναν πριν από την αποβολή του και στις οποίες τυχόν παρευρισκόταν.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δικαιώματα των διαδίκων
Άρθρο 96. Διορισμός και αριθμός συνηγόρων των διαδίκων.- 1. Κάθε διάδικος δεν μπορεί να αντιπροσωπεύεται ή να συμπαρίσταται στην ποινική διαδικασία με περισσότερους από δύο συνηγόρους στην προδικασία και τρεις στο ακροατήριο.
2. Ο διορισμός συνηγόρου γίνεται: α) με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση κατά την απολογία του κατηγορουμένου ή στην κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα ως μάρτυρα ή β) με έγγραφη δήλωση κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδάφια β΄ και γ΄. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί το διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνο από τις πράξεις αυτές. Η γενική πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ενδίκων μέσων, εφόσον αυτό μνημονεύεται ρητά.
Άρθρο 97. Σε ποιές πράξεις παρίστανται οι διάδικοι.- 1. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη, με εξαίρεση την εξέταση των μαρτύρων και των κατηγορουμένων, εκτός αν πρόκειται για την περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 219. Γι` αυτό το σκοπό καλούνται εικοσιτέσσερις ώρες πριν από κάθε ανακριτική πράξη οι διάδικοι να παρευρεθούν οι ίδιοι ή να εκπροσωπηθούν από τους συνηγόρους τους.
2. Αν ο κατηγορούμενος κρατείται, θα πρέπει να προσαχθεί, εκτός αν η προσαγωγή του δημιουργεί δυσχέρειες, οπότε αντιπροσωπεύεται από το συνήγορό του.
Άρθρο 98. Αδυναμία παράστασης.- Αν η παρουσία των διαδίκων δεν είναι για οποιονδήποτε λόγο δυνατή, η πράξη ενεργείται και χωρίς αυτούς. Ύστερα όμως από αίτηση του ενδιαφερομένου μπορεί η πράξη να αναβληθεί για άλλο χρόνο αν δεν βλάπτεται η ανάκριση.
Άρθρο 99. Ερωτήσεις και παρατηρήσεις.- Οι διάδικοι που παρίστανται και οι συνήγοροί τους δικαιούνται να απευθύνουν ερωτήσεις και να υποβάλλουν παρατηρήσεις, που καταχωρίζονται με αίτησή τους στην έκθεση.
Άρθρο 100. Παράσταση του κατηγορουμένου με συνήγορο.- 1. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα στην απολογία του και σε κάθε εξέτασή του, ακόμη και σ` αυτήν που γίνεται σε αντιπαράσταση με μάρτυρες ή άλλους κατηγορουμένους, να παρίστανται με συνήγορο. Γι’ αυτό το σκοπό καλείται εικοσιτέσσερις ώρες πριν από κάθε ανακριτική ενέργεια.
2. Επιτρέπεται σύντμηση της προθεσμίας αυτής, αν από την αναβολή δημιουργείται κίνδυνος που η ύπαρξή του βεβαιώνεται ειδικά με έκθεση του ανακριτή ή του ανακριτικού υπαλλήλου.
3. Ο ανακριτής έχει την υποχρέωση να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο, αν το ζητήσει ρητά ο κατηγορούμενος.
4. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να απαγορευθεί η επικοινωνία του κατηγορουμένου με το συνήγορό του.
Άρθρο 101. Ανακοίνωση των εγγράφων της ανάκρισης.-1. Ο ανακριτής, μόλις μετά την κλήτευσή του εμφανισθεί ή οδηγηθεί σ’ αυτόν ο κατηγορούμενος για να αιτιολογηθεί, του ανακοινώνει το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου και των άλλων εγγράφων της ανάκρισης. Επιτρέπεται επίσης στον κατηγορούμενο να μελετήσει ο ίδιος ή ο συνήγορός του το κατηγορητήριο και τα έγγραφα της ανάκρισης. Με γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου και με δαπάνη του χορηγούνται σε αυτόν αντίγραφα του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της ανάκρισης.
2.Την ίδια υποχρέωση έχει ο ανακριτής, και τα ίδια δικαιώματα ο κατηγορούμενος, όταν κληθεί ξανά σε συμπληρωματική απολογία. Σε κάθε περίπτωση, μετά το τέλος της ανάκρισης και προτού διαβιβαστεί η δικογραφία στον εισαγγελέα (άρθρο 308 παρ. 1), καλείται πάντοτε ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση του συνόλου αυτής. Αν όμως η ανάκριση εξακολούθησε περισσότερο από μήνα μετά την πρώτη ή κάθε μεταγενέστερη απολογία, δικαιούται ο κατηγορούμενος να ασκεί τα δικαιώματα του μια φορά το μήνα, και κάθε φορά ο ανακριτής συντάσσει σχετική έκθεση κάτω από την απολογία του κατηγορουμένου.
Άρθρο 102. Προθεσμία για την απολογία.- 1. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει προθεσμία έως σαράντα οκτώ ώρες και δεν έχει υποχρέωση να απολογηθεί πριν περάσει η προθεσμία.
2. Ο ανακριτής μπορεί να παρατείνει την προθεσμία ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου.
3. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει.
Άρθρο 103.Εξήγηση των δικαιωμάτων στον κατηγορούμενο.- Αμέσως μετά τη βεβαίωση της ταυτότητας του κατηγορουμένου, ο ανακριτής του εξηγεί με σαφήνεια όλα τα παραπάνω δικαιώματά του και συντάσσεται σχετική έκθεση που υπογράφεται και από τον κατηγορούμενο.
Άρθρο 104. Δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προανάκριση.-1. Τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 100 παρ.1, 2 και 4, 101, 102 και 103 τα έχει ο κατηγορούμενος και στην προανάκριση. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν είναι υποχρεωτικό να τηρηθεί η διάταξη της δεύτερης περιόδου της παρ. 2 του άρθρου 101.
Άρθρο 105.-Τρόπος άσκησης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στην προανάκριση.- 2. Όταν ενεργείται προανάκριση, σύμφωνα με το άρθρο 243 παράγραφος 1, ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα, που προβλέπονται στα άρθρα 101 και 102 και να υποβάλει εγγράφως την απολογία του εκπροσωπούμενος από συνήγορο, που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ. 2, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, κατά την κρίση εκείνου που ενεργεί την προανάκριση. Ο κατηγορούμενος εκπροσωπούμενος διά του συνηγόρου υποχρεούται να δηλώσει τη διεύθυνση της κατοικίας του, εφαρμοζόμενων αναλόγως των εδαφίων γ` και ε` του άρθρου 273.
Άρθρο 106. Εξαίρεση στο αυτόφωρο έγκλημα.- Όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του παρόντος, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103, 104 και 105. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 31.
Άρθρο 107.- Δικαιώματα του πολιτικώς ενάγοντος.- Ο πολιτικώς ενάγων έχει επίσης τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 101, 104, 105 και 106. Τα δικαιώματα αυτά μπορεί να τα ασκήσει από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος θα κληθεί σε απολογία ή θα εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής.
Άρθρο 108.-Δικαιώματα ανήλικου θύματος προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας.- Ο ανήλικος-θύμα των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Απαρ. 4, 323Β εδάφιο α`, 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του Π.Κ., καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 έχει τα δικαιώματα που προβλέπονται από τα άρθρα 101, 104 και 105 και αν ακόμη δεν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων. Επίσης, έχει το δικαίωμα ενημέρωσης από τον αρμόδιο εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών για την προσωρινή ή οριστική απόλυση του υπαιτίου, καθώς και για τις άδειες εξόδου από το κατάστημα κράτησης.
ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Καθ΄ ύλην αρμοδιότητα
109.- Μικτά Ορκωτά. 1.Το μικτό ορκωτό δικαστήριο δικάζει: α)Τα κακουργήματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των Μονομελών και Τριμελών Εφετείων, και β)τα πολιτικά πλημμελήματα.
2. Το μικτό ορκωτό εφετείο δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των μικτών ορκωτών δικαστηρίων.
110.-Μονομελές Εφετείο. Το Μονομελές Εφετείο δικάζει τα πιο κάτω εγκλήματα, εκτός αν στον νόμο απειλείται κατά αυτών η ποινή της ισόβιας κάθειρξης:
1. Τα κακουργήματα που αναφέρονται σε Ειδικούς Ποινικούς Νόμους.
2. Τα κακουργήματα των άρθρων: 146, 173 παρ. 2, 189 παρ. 3, 370 Α, 370 Β παρ. 3, 374, 380 του Ποινικού Κώδικα.
3. τα κακουργήματα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 308 Β, εφόσον γι’ αυτά έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής.
4. Τα πλημμελήματα των δικαστών πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης και εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των ειρηνοδικών, ειδικών πταισματοδικών, των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των παρέδρων, εισηγητών και δοκίμων εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των παρέδρων, εισηγητών και δοκίμων εισηγητών του, του γενικού επιτρόπου, επιτρόπων και αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό, καθώς και του γενικού επιτρόπου, επιτρόπων και αντεπιτρόπων επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, των δικηγόρων και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
111.-Τριμελές Εφετείο. Το Τριμελές Εφετείο δικάζει:
1.σε πρώτο βαθμό:
Α) από τα υπαγόμενα στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου κακουργήματα (άρθρο 110) εκείνα κατά των οποίων στο Νόμο απειλείται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Β )τα κακουργήματα που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα σχετικά με:
α. Τα κακουργήματα που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα σχετικά με το νόμισμα, τα υπομνήματα, την ιδιοκτησία, τα περιουσιακά δίκαια, την ψευδή βεβαίωση υπαλλήλου, νόθευση, απιστία και υπεξαίρεση στην υπηρεσία, αν τελέστηκαν από πολίτες, άσχετα με το πρόσωπο του παθόντα και το ποσό του οφέλους ή της ζημίας ή αν τελέστηκαν από στρατιωτικούς και στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263α του Ποινικού Κώδικα και εφόσον το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε με αυτά ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ
β. Τα κακουργήματα της δωροδοκίας που αναφέρονται στα άρθρα 159, 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα.
γ. Τα κακουργήματα της πειρατείας, τα κακουργήματα κατά της ασφάλειας της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοίας που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους.
δ) τα κακουργήματα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 187 και στο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και τα συναφή με αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα.
2. σε δεύτερο βαθμό:
Α)τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Μονομελούς Εφετείου.
Β)τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου.
Άρθρο 112.- Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Το τριμελές δικαστήριο πλημμελειοδικών δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς πλημμελειοδικείου.
Άρθρο 113.-Δικαστήριο Ανηλίκων. Τα δικαστήρια ανηλίκων δικάζουν τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους, με τις παρακάτω διακρίσεις:
Α. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων δικάζει τις πράξεις που τελούνται από ανηλίκους εκτός από εκείνες που δικάζονται από το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων. Το ίδιο δικαστήριο επιβάλλει επίσης τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα που ορίζονται από τον Ποινικό Κώδικα για ανηλίκους που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους.
Β. Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων δικάζει τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους, για τις οποίες, αν τελούνταν από ενήλικα, απειλείται ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη.
Γ. Το εφετείο ανηλίκων δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών και τριμελών δικαστηρίων ανηλίκων που λειτουργούν στα πλημμελειοδικεία.
Άρθρο 114.-Μονομελές Πλημμελειοδικείο. Το μονομελές πλημμελειοδικείο δικάζει:
1) Τα πλημμελήματα, εκτός από εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, του Μονομελούς Εφετείου και του δικαστηρίου των ανηλίκων.
2) Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου.
Άρθρο 115. Πταισματοδικείο. Το πταισματοδικείο δικάζει τα πταίσματα.
Άρθρο 116.- Δικαιοδοσία επί τελέσεως εγκλήματος στο ακροατήριο.-1.Εάν κατά τη διάρκεια συνεδρίασης δικαστηρίου διαπραχθεί πλημμέλημα εφαρμόζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου η διαδικασία ή του άρθρου 38 ή των άρθρων 417 κ.ε..
Άρθρο. 117. Δικαιοδοσία επί εξυβρίσεως ή δυσφημίσεως του δικαστηρίου.- Εάν το πλημμέλημα έχει τελεστεί σε βάρος μέλους του δικαστηρίου, η τυχόν απαιτούμενη κατά το Νόμο έγκληση από μέρους του υποβάλλεται με δήλωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Εάν δράστης του πλημμελήματος είναι συνήγορος διαδίκου, η διαδικασία των άρθρων 417 κ.ε. μπορεί να εφαρμοστεί, αφού ολοκληρώσει την άσκηση των καθηκόντων του στη δίκη.
Άρθρο 118.-Προσδιορισμός της καθ` ύλην αρμοδιότητας. 1. Την αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 109 – 115 την προσδιορίζει ο χαρακτηρισμός της πράξης από τον ποινικό κώδικα ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα (στην περίπτωση της απευθείας εισαγωγής της υπόθεσης).
Άρθρο 119.Αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου.-Το δικαστήριο είναι αρμόδιο να δικάσει και σ` εκείνες τις περιπτώσεις όπου προκύπτει από τη συζήτηση ότι το έγκλημα ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου, ή αν συντρέχει περίπτωση του άρθρου 370 β΄ και γ΄.
Άρθρο 120.- Αναρμοδιότητα. 1. Το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ` ύλην αρμοδιότητά του σε κάθε στάδιο της δίκης.
2. Το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο· σ` αυτή την περίπτωση ενεργεί ό,τι και το συμβούλιο των πλημμελειοδικών όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο.
3. Το μονομελές πλημμελειοδικείο και το πταισματοδικείο παραπέμπουν την υπόθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα και μπορούν αν για το έγκλημα, όπως χαρακτηρίζεται από αυτά, επιτρέπεται προσωρινή κράτηση, να διατάξουν τη σύλληψη του κατηγορουμένου. Αν η παραπομπή στο δικαστήριο που κηρύχθηκε αναρμόδιο είχε γίνει με απευθείας κλήση, ο εισαγγελέας παραγγέλλει κυρία ανάκριση. Αν η παραπομπή είχε διαταχθεί με βούλευμα, γίνεται κανονισμός της αρμοδιότητας με τα άρθρα 132 κ.ε.
4. Στον εισαγγελέα και στον κατηγορούμενο επιτρέπεται έφεση κατά της περί αναρμοδιότητας απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 487.
Άρθρο 121. Αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε πρωτοδίκως. Το δικαστήριο που δικάζει κατ` έφεση, αν κρίνει ότι το δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό ήταν αναρμόδιο επειδή το έγκλημα υπαγόταν σ` αυτό ή σε κατώτερο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και δικάζει ανέκκλητα το ίδιο την υπόθεση στην ουσία (άρθρ. 502 παρ.3) · σε κάθε άλλη περίπτωση καθ` ύλην αναρμοδιότητας ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργώντας ταυτόχρονα όσα προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 120.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τοπική αρμοδιότητα
Άρθρο 122.- Προσδιορισμός. 1. Η τοπική αρμοδιότητα προσδιορίζεται από τον τόπο όπου τελέστηκε το έγκλημα ή όπου κατοικεί ή διαμένει ο κατηγορούμενος όταν αρχίζει η ποινική δίωξη.
2. Για έγκλημα που τελέστηκε με έντυπο το οποίο εκδόθηκε στην Ελλάδα αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου, όπως αποδεικνύεται, δημοσιεύτηκε το έντυπο. Όταν πρόκειται για δυσφήμηση ή εξύβριση αρμόδιο είναι επίσης και το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου κυκλοφόρησε μεταγενέστερα το έντυπο, αν ο παθών κατοικεί ή διαμένει μόνιμα στην περιφέρεια αυτή. Αν το έντυπο εκδόθηκε στο εξωτερικό, αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου το έντυπο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά και αν δεν εξακριβώθηκε αυτός ο τόπος, αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ή διαμένει αυτός που προσβλήθηκε· σε κάθε άλλη περίπτωση, το δικαστήριο της πρωτεύουσας.
Άρθρο 123.- Εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό.- 1. Για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό, τιμωρούνται όμως στην Ελλάδα, η αρμοδιότητα ορίζεται διαδοχικά από τον τόπο της κατοικίας στην Ελλάδα ή της διαμονής ή της σύλληψης ή της παράδοσης του κατηγορουμένου. Αν ο τόπος αυτός δεν είναι γνωστός ή αν ο κατηγορούμενος δεν κατοίκησε ή δεν είχε ποτέ τη διαμονή του στην Ελλάδα ή δεν έχει συλληφθεί εκεί, αρμόδιο είναι το δικαστήριο της πρωτεύουσας.
2. Για τα προβλεπόμενα στον ποινικό κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους εγκλήματα κατά της ασφαλείας της αεροπλοΐας και τα συναφή προς αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό και τιμωρούνται στην Ελλάδα, αρμόδια είναι τα δικαστήρια και οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές της πρωτεύουσας.
Άρθρο 124.- Εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε πλοίο ή αεροσκάφος.- 1. Για εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε ελληνικό πλοίο στο εξωτερικό ή σε ανοιχτή θάλασσα, η αρμοδιότητα ορίζεται από τον τόπο του λιμανιού όπου το πλοίο νηολογήθηκε ή του λιμανιού όπου το πλοίο προσέγγισε για πρώτη φορά μετά την πράξη.
2.Για έγκλημα που διαπράχθηκε σε αεροσκάφος κατά τη διάρκεια της πτήσης, η αρμοδιότητα ορίζεται από τον τόπο από όπου το αεροσκάφος προσγειώθηκε ή προσθαλασσώθηκε ή από τον τόπο από όπου το αεροσκάφος απογειώθηκε ή αποθαλασσώθηκε πριν από το έγκλημα. Αν το αεροσκάφος είναι ξένο, αρμόδιοι είναι επίσης οι ανακριτικοί υπάλληλοι και τα δικαστήρια που ορίζονται στο άρθρο 123.
3.Και στις δύο περιπτώσεις των παρ.1 και 2 αρμόδιο είναι επίσης το δικαστήριο της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής του κατηγορουμένου.
Άρθρο 125.- Προτίμηση.- Μεταξύ περισσότερων αρμόδιων δικαστηρίων ή ανακριτικών υπαλλήλων που έχουν επιληφθεί παράλληλα προτιμώνται εκείνοι του τόπου όπου διαπράχθηκε το έγκλημα. Αν ο τόπος αυτός είναι άγνωστος, προτιμούνται εκείνοι που πρώτοι κάλεσαν ή διέταξαν τη σύλληψη ή την κράτηση του κατηγορουμένου. Μπορεί όμως το συμβούλιο των εφετών ή ο Άρειος Πάγος, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 132, να αναθέσει την ανάκριση και την απόφαση σε άλλο αρμόδιο δικαστήριο.
Άρθρο 126.- Ένσταση αναρμοδιότητας. 1. Η ένσταση για τοπική αναρμοδιότητα προτείνεται έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο. Το δικαστήριο, το δικαστικό συμβούλιο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και ο εισαγγελέας κατά τη διάρκεια της προανάκρισης ή της προκαταρκτικής εξέτασης, διαπιστώνοντας την αναρμοδιότητά τους, παραπέμπουν την υπόθεση στο δικαστήριο ή στον εισαγγελέα που είναι ανάλογα αρμόδιοι σύμφωνα με τα προηγούμενα άρθρα. Το όργανο που διαπίστωσε την αναρμοδιότητά του οφείλει και μετά την παραπομπή αυτή να φροντίσει για τη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων που είναι επείγουσες και δεν επιδέχονται αναβολή.
2. Η ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας που προτάθηκε έγκαιρα και δεν έγινε δεκτή, αν επαναληφθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και γίνει δεκτή, έχει συνέπεια την ακύρωση από το δικαστήριο αυτό της απόφασης που προσβάλλεται με την έφεση· η υπόθεση τότε παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο, μόνο όταν αυτό δεν ανήκει στην περιφέρεια του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου· στην αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο αυτό δικάζει το ίδιο την υπόθεση στην ουσία (άρθρο 502 παρ.3).
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γενική διάταξη
Άρθρο 127.- Εγκυρότητα των πράξεων που έγιναν από αναρμόδιο όργανο. Οι εκθέσεις και τα άλλα έγγραφα που συντάχθηκαν νομότυπα κατά την προδικασία και την κύρια διαδικασία από αναρμόδιο δικαστή ή ανακριτικό υπάλληλο διατηρούν την εγκυρότητά τους. Τα εντάλματα για προσωρινή κράτηση ισχύουν ως εντάλματα σύλληψης. Οι περιοριστικοί όροι που έχουν επιβληθεί διατηρούνται μέχρι να αποφανθεί το αρμόδιο δικαστικό όργανο.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αρμοδιότητα σε περίπτωση συνάφειας και συμμετοχής
Άρθρο 128.- Ποιά εγκλήματα θεωρούνται συναφή. Συναφή θεωρούνται μόνο τα εγκλήματα που τελούνται:
α) από το ίδιο πρόσωπο
β) από τη δράση πολλών που δεν είναι συναίτιοι στον ίδιο τόπο και χρόνο
γ) από πολλούς εναντίον αλλήλων
δ) με σκοπό να διευκολύνουν η να συγκαλύψουν ένα άλλο έγκλημα
Άρθρο 129.-Εκδίκαση συναφτών εγκλημάτων.-1. Τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, εκτός εάν η συνεκδίκαση προκαλεί βλάβη.
2.Το ανώτερο δικαστήριο είναι αρμόδιο και για τα συναφή εγκλή¬ματα που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο θεωρείται στην περίπτωση αυτή ανώτε¬ρο κατά βαθμό από τα άλλα.
3.Τα κοινά ποινικά δικαστήρια δικάζουν όλα τα συρρέοντα εγκλή¬ματα και όταν ορισμένα από αυτά υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου ανηλίκων ή των στρατοδικείων.
4.Όταν τα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν χωριστά στον πρώτο βαθμό και ασκήθηκαν εφέσεις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για όλα με μία μόνο απόφαση.
5.Η παράγραφος 3 του άρθρου 130 εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις συνάφειας.
130.-Αρμοδιότητα σε περίπτωση συμμετοχής.- 1. Σε πε-ρίπτωση συμμετοχής περισσοτέρων στο έγκλημα αρμόδιο δικαστή¬ριο για όλους είναι το αρμόδιο για το συμμέτοχο που επισύρει τη βα¬ρύτερη ποινή. Αν οι συμμέτοχοι υπάγονται σε δικαστήρια διαφορετικού βαθμού, αρμόδιο δικαστήριο για όλους είναι το ανώτερο. Η διάταξη του άρθρου 129 παρ. 2 εδ. β’ εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.
2.Το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο ή ,σε περίπτωση απευθείας κλήσεως, ο αρμόδιος εισαγγελέας με τη σύμφωνη γνώμη του ανακριτή ή του Προέδρου Εφετών, κατά περίπτωση, μπορεί, για ιδιαίτερους λόγους που αφορούν την ασφαλέστερη διάγνωση της αλήθειας ή την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης, να διατάξει το χωρισμό της ανάκρισης και της συζήτησης στο ακροατήριο.
3.Αν κάποιος από αυτούς που συμμετείχαν στο έγκλημα είναι ανήλικος, η ποινική δίωξη γι’ αυτόν χωρίζεται και ο ανήλικος δικάζεται από το δικαστήριο ανηλίκων.
Άρθρο 131.- Διατήρηση της αρμοδιότητας σε περίπτωση συνάφειας και συμμετοχής. Αν εκλείψουν οι λόγοι των άρθρων 128, 129 και 130 παρ.1, το δικαστήριο που σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές κατέστη αρμόδιο διατηρεί την αρμοδιότητά του και για τις υπόλοιπες πράξεις ή για τους άλλους κατηγορουμένους, μόνο όμως αν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο γι` αυτές, διαφορετικά παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Κατ΄ εξαίρεση, το δικαστήριο διατηρεί την αρμοδιότητά του, αν συντρέχει περίπτωση του άρθρου 370 περίπτωση β΄ και γ΄.
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύγκρουση της αρμοδιότητας και αρμοδιότητα κατά παραπομπή
Άρθρο 132.- Κανονισμός της αρμοδιότητας. 1. Αν μεταξύ πολ¬λών δικαστηρίων εξίσου αρμόδιων που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα είτε για συναφή εγκλήματα, ή αν με βούλευμα του ίδιου ή διαφορετικών συμβουλίων αποφασίστηκε η παραπομπή για το ίδιο έγκλημα στο ακροατήριο δύο ή περισσότερων εξίσου αρμόδιων δικαστηρίων, η αρμοδιότητα καθορίζεται ως εξής: Το συμβούλιο εφετών στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε αμφισβήτηση, ή ο Άρειος Πάγος, αν υπάγο¬νται σε διαφορετικά εφετεία ή αν ένα από τα δικαστήρια αυτά είναι το εφετείο ή αν η σύγκρουση δημιουργήθηκε μεταξύ των κοινών ποινι¬κών δικαστηρίων και των στρατιωτικών, προσδιορίζει το αρμόδιο δι¬καστήριο μετά από αίτηση του κατηγορουμένου, του πολιτικώς ενάγοντος ή του εισαγγελέα ή του επιτρόπου ενός από τα πολλά αρμόδια δικαστήρια. Η αίτηση πρέπει να είναι νομότυπη και να απευθύνεται στον εισαγγελέα εφετών ή του Αρείου Πάγου, κατά περίπτωση. Ο αρ¬μόδιος εισαγγελέας εισάγει την αίτηση στο συμβούλιο εφετών ή στον Άρειο Πάγο που συνέρχεται σε συμβούλιο.
2. Ό,τι ορίζει η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και στην περίπτωση του άρθρου 120 παρ. 3 τελευταίο εδάφιο.
3. Σε περίπτωση αμφισβήτησης της αρμοδιότητας μεταξύ εισαγ¬γελέων, αυτή κανονίζεται από τον εισαγγελέα εφετών όταν η αμφι¬σβήτηση ανακύπτει μεταξύ εισαγγελέων της περιφέρειάς του, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αν, όσο διαρκεί η διαδικασία της παρ. 1 του άρθρου αυτού, ανακύψουν ζητήματα που αφορούν μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, επιλαμβάνεται το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου όπου διενεργήθηκε η κυρία ανάκριση.
Άρθρο 133.- Αποχή από περαιτέρω ενέργειες. Μόλις υπο¬βληθεί η αίτηση και ωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση γι’ αυτήν, τα δικαστήρια μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε η σύγκρουση αρμο¬διότητας οι εισαγγελείς και οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να απέχουν από κάθε περαιτέρω ενέργεια. Γι’ αυτό το σκοπό, ο εισαγγελέας, μόλις παραλάβει την αίτηση, ειδοποιεί τους ανακριτικούς υπαλλήλους, τους εισαγγελείς ή μέσω του προέδρου τους δικαστές που έχουν επιληφθεί. Δεν κωλύεται η διενέργεια των ανακριτικών πράξεων που επείγουν.
Άρθρο 134.-Συνέπειες μη αποχής από περαιτέρω ενέργειες.- Αν οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή οι δικαστές που ασχολήθηκαν με την υπόθεση συνεχίζουν τη διενέργεια πράξεων μολονότι ειδοποιήθηκαν, ευθύνονται πειθαρχικά. Η διαδικασία που συνεχίστηκε μ’ αυτόν τον τρόπο είναι αυτοδικαίως άκυρη, εκτός από την περίπτωση του τελευταίου εδαφίου του προηγούμενου άρθρου.
Άρθρο 135.- Υποχρεωτική η απόφαση για τον κανονισμό. Το δικαστήριο που ορίζεται στο άρθρο 132 καθίσταται υποχρεωτικά αρμόδιο και ενεργεί περαιτέρω ως υποκατάστατο του αρχικώς αρμοδίου. Στην περίπτωση που από τη διαδικασία θα προκύψουν γεγονότα τα οποία επηρεάζουν την καθ΄ ύλην αρμοδιότητά του και δεν είχαν ληφθεί υπόψη από το συμβούλιο εφετών ή τον Άρειο Πάγο που το καθόρισαν αρμόδιο, το δικαστήριο οφείλει να κηρύξει την αναρμοδιότητά του σύμφωνα με το άρθρο 120. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της νομοθετικής μεταβολής.
Άρθρο 136.- Αρμοδιότητα κατά παραπομπή. 1. Το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές: α) όταν επιβάλλουν την παραπομπή σοβαροί λόγοι σχετικοί με τη δημόσια ασφάλεια και τάξη β) όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο. Αν όμως πρόκειται για αυτόφωρα εγκλήματα σε βάρος δικαστικών λειτουργών που στρέφονται κατά της τιμής και της σωματικής ακεραιότητας τους, δεν διατάσσεται παραπομπή.
2. Όταν συντρέχουν λόγοι ασφαλείας για τη μη μεταγωγή του κατηγορουμένου, που επιβάλλουν την εκδίκαση της υπόθεσης στο δικαστήριο που εδρεύει στην περιφέρεια του καταστήματος κράτησής του, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο διατάσσει την παραπομπή του σε αυτό.
Άρθρο 137.- Δικαστήριο αρμόδιο για την παραπομπή. 1. Την παραπομπή ζητούν ο εισαγγελέας του αρμόδιου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου. Για την παραπομπή αποφασίζει: α) το συμβούλιο εφετών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο β) ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο, στις υπόλοιπες περιπτώσεις. Αν την παραπομπή τη ζητεί ο εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου και αρμόδιος να αποφασίσει είναι ο Άρειος Πάγος, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισάγει την αίτηση σε συζήτηση μόνο αν συμφωνεί, αλλιώς παραγγέλει στον εισαγγελέα που υπέβαλε την αίτηση να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125. Τα άρθρα 132 και 135 εδάφιο ά εφαρμόζονται αναλογικά και σ` αυτή την περίπτωση.
2. Αν μετά την έκδοση της απόφασης που διέταξε την παραπομπή και πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης παύσουν να υπάρχουν οι λόγοι των παρ. 1 στοιχ. α΄ και 2 του άρθρου 136, η απόφαση μπορεί να ανακληθεί ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα του αρμόδιου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου.
3. Σε περίπτωση που θα απορριφθεί η αίτηση για παραπομπή μπορεί να υποβληθεί νέα αίτηση, αν συντρέχουν νέοι λόγοι.
Άρθρο 138. Απόφαση, βούλευμα και διάταξη.- 1. Ο κώδικας αυτός ορίζει σε ποιές περιπτώσεις ο δικαστής εκδίδει απόφαση ή διάταξη. Διατάξεις εκδίδει και ο εισαγγελέας σε όσες περιπτώσεις του επιβάλλει ο νόμος την υποχρέωση να λαμβάνει μέτρα κατά την προδικασία ή κατά το χρόνο που το δικαστήριο διακόπτει τη συνεδρίασή του. Στην τελευταία περίπτωση η διάταξη του εισαγγελέα μπορεί να γίνει και προφορικά. Η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ονομάζεται βούλευμα.
2. Πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν το λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος, όπου υπάρχει (άρθρο 27), καθώς και οι παρόντες διάδικοι. Τα βουλεύματα του δικαστικού συμβουλίου και οι διατάξεις του ανακριτή εκδίδονται ύστερα από έγγραφη πρόταση του εισαγγελέα, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά, όταν η εμφάνιση του στο συμβούλιο προβλέπεται από το νόμο. Σε κάθε περίπτωση, αντίγραφο της πρότασης τηρείται στη γραμματεία της Εισαγγελίας, της οποίας αντίγραφο μπορεί να λάβουν οι διάδικοι μετά από αίτηση τους. Ο νόμος ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να ακουστούν οι διάδικοι πριν εκδοθεί το βούλευμα ή η διάταξη του ανακριτή.
3.Η παράβαση της παρ. 2 συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, του βουλεύματος και της διάταξης.
Άρθρο 139.Αιτιολογίες.- 1. Οι αποφάσεις και τα βουλεύματα, καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του άρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται. Μόνη η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν αρκεί για την αιτιολογία.
2. Αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε.
Άρθρο 140. Πρακτικά της συνεδρίασης.- Τα πρακτικά της συνεδρίασης συντάσσονται από το γραμματέα με ευθύνη δική του, καθώς και με ευθύνη του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση. Τα πρακτικά μνημονεύουν: α) τον τόπο, το χρόνο της συνεδρίασης και τις διακοπές της, καθώς και την ώρα που ορίστηκε για κάθε επανάληψη, β) τα ονοματεπώνυμα των δικαστών και του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου και του γραμματέα γ) το ονοματεπώνυμο και ό,τι άλλο συντελεί στην εξακρίβωση της ταυτότητας των διαδίκων, των εκπροσώπων τους και των συνηγόρων δ) τα ονοματεπώνυμα των μαρτύρων, των διερμηνέων, των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων και ε) την όρκιση των μαρτύρων, των διερμηνέων και των πραγματογνωμόνων.
Άρθρο 141. Το περιεχόμενο των πρακτικών.- 1. Τα πρακτικά της συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις προσθήκες ή τις διαφορές των καταθέσεων που γίνονται στο ακροατήριο σε σχέση με εκείνες που έγιναν στην ανάκριση επίσης τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων, τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων, τις προτάσεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Όποιος διευθύνει τη συζήτηση φροντίζει να καταχωρίζονται στα πρακτικά κατά λέξη εκείνα τα μέρη των μαρτυριών ή των δηλώσεων που κρίνει ουσιώδη για τους σκοπούς της απόδειξης. Επίσης έχει τη δυνατότητα και να τα υπαγορεύσει ή και να επιτρέψει σ` εκείνον που εξετάζεται την υπαγόρευσή τους το γεγονός αυτό αναφέρεται στα πρακτικά.
2. Ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο, και να παραδίδουν γραπτώς σ` αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Η απόφαση του δικαστηρίου που αρνείται ή περιορίζει την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων η οποία εκδίδεται μετά προσφυγή κατά της άρνησης του διευθύνοντος τη συζήτηση, προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται εναντίον της οριστικής απόφασης και μόνο μαζί με αυτήν.
3.Τα πρακτικά ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 140 και με αυτό το άρθρο.
Άρθρο 142.Σύνταξη των πρακτικών.- 1. Μόλις τελειώσει η συνεδρίαση, όποιος τη διευθύνει θεωρεί και μονογράφει σε κάθε φύλλο τα πρόχειρα πρακτικά που συντάχθηκαν από το γραμματέα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.
2. Μέσα σε οκτώ ημέρες από τη συνεδρίαση καθαρογράφονται τα πρακτικά από το γραμματέα και υπογράφονται από αυτόν και το δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση ή, αν αυτός μετατέθηκε ή απομακρύνθηκε από τη δημόσια υπηρεσία ή πέθανε πριν από την καθαρογράφηση, από τον αρχαιότερο μεταξύ των δικαστών που συμμετείχαν στη συζήτηση και, αν το δικαστήριο είναι μονομελές, μόνο από το γραμματέα. Αν ο γραμματέας που συμμετείχε στη συζήτηση απομακρύνθηκε από την υπηρεσία ή πέθανε πριν από την καθαρογράφηση, τα πρακτικά συντάσσει όποιος διευθύνει τη γραμματεία του δικαστηρίου ή ο αναπληρωτής του με βάση τα πρόχειρα πρακτικά και τα σχετικά έγγραφα που βρίσκονται στο δικαστικό γραφείο τα πρακτικά υπογράφονται από αυτόν και από το διευθύνοντα τη συζήτηση σύμφωνα με τα παραπάνω. Η ημερομηνία υπογραφής των καθαρογραμμένων πρακτικών σημειώνεται αυθημερόν σε ειδικό βιβλίο, που τηρείται στην οικεία γραμματεία.
3. Τα πρακτικά της συνεδρίασης του πταισματοδικείου και οι αποφάσεις και οι διατάξεις που καταχωρίζονται σ` αυτά μπορούν να καθαρογραφηθούν μαζί με το σκεπτικό και καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο, που τηρείται από το γραμματέα (βιβλίο δημοσίευσης αποφάσεων). Με εντολή του διευθύνοντος τη συζήτηση, καθώς και ύστερα από αίτηση καθενός που έχει έννομο συμφέρον, ακόμη και του συνηγόρου του διαδίκου ή ύστερα από παραγγελία του δημόσιου κατηγόρου, του εισαγγελέα ή ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου, ο γραμματέας έχει υποχρέωση να καθαρογραφήσει τα πρακτικά, τις διατάξεις και την απόφαση σύμφωνα με τους ορισμούς των παραπάνω παραγράφων.
4. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και:
1) στις αποφάσεις του μονομελούς πλημμελειοδικείου και μονομελούς δικαστηρίου ανηλίκων:
α) όταν είναι αναβλητικές, εκτός εάν διατάσσουν αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις,
β) όταν εκδίδονται ύστερα από έφεση κατά αποφάσεων του πταισματοδικείου,
γ) όταν παύουν οριστικά την ποινική δίωξη λόγω θανάτου ή λόγω ανάκλησης της έγκλησης,
δ) όταν είναι αθωωτικές, εφόσον η ποινική δίωξη είχε ασκηθεί αυτεπάγγελτα και δεν υπάρχει παθών ή πολιτικώς ενάγων, εκτός εάν διατάσσουν απόδοση κατασχεθέντων ή επικύρωση κατάσχεσης και δήμευση κατασχεθέντων,
ε) όταν είναι καταδικαστικές κατ` αντιμωλία και η ποινή που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο δεν είναι εφέσιμη, εκτός εάν διατάσσουν απόδοση κατασχεθέντων ή επικύρωση κατάσχεσης και δήμευση κατασχεθέντων.
2) Στις αποφάσεις του τριμελούς πλημμελειοδικείου:
α) όταν εκδίδονται ύστερα από έφεση κατά αποφάσεων του μονομελούς πλημμελειοδικείου, για τις οποίες η καθαρογραφή γίνεται με καταχώριση σε ειδικό βιβλίο,
β) όταν είναι αναβλητικές, εκτός εάν διατάσσουν αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις,
γ) όταν παύουν οριστικά την ποινική δίωξη λόγω θανάτου του κατηγορουμένου ή λόγω ανάκλησης της έγκλησης,
δ) όταν εκδίδονται έπειτα από έφεση και είναι αθωωτικές, εφόσον δεν υπάρχει παθών ή παράσταση πολιτικής αγωγής, εκτός εάν διατάσσουν απόδοση κατασχεθέντων ή επικύρωση κατάσχεσης και δήμευση κατασχεθέντων,
ε) όταν είναι καταδικαστικές κατ` αντιμωλία και η ποινή που επιβλήθηκε δεν είναι εφέσιμη, εκτός εάν διατάσσουν απόδοση κατασχεθέντων ή επικύρωση κατάσχεσης και δήμευση κατασχεθέντων,
στ) όταν αφορούν σωματικές βλάβες από αμέλεια, για τις οποίες η ποινική δίωξη παύει οριστικά κατ` άρθρο 315 παράγραφος 1 εδάφιο τελευταίο ΠΚ.
3. Στις αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και Εφετείου Ανηλίκων:
α) όταν είναι αναβλητικές, εκτός εάν διατάσσουν αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις,
β) όταν κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση λόγω ελλείψεως κλητεύσεως ή νομίμου κλητεύσεως του κατηγορουμένου,
γ) όταν η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη κατ` άρθρο 501 παράγραφος 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της ολομέλειας του οικείου πρωτοδικείου, μπορεί να επεκτείνεται η εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου και στα πρακτικά, όπως και στις αποφάσεις των μονομελών πλημμελειοδικείων που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό και των μονομελών δικαστηρίων ανηλίκων στις παρακάτω περιπτώσεις: α) για τις παραβάσεις των Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, β) για τα πλημμελήματα καθυστέρησης πληρωμής εργατικών ή εργοδοτικών εισφορών, γ) για τις παραβάσεις του υγειονομικού κανονισμού, δ) για τις αγορανομικές παραβάσεις και ε) για τις αξιόποινες πράξεις που βεβαιώνονται με έκθεση δημόσιας αρχής.
6. Όπου από τις διατάξεις της νομοθεσίας προβλέπεται επίδοση αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης ποινικού δικαστηρίου σ` αυτόν που καταδικάστηκε, αντί γι` αυτήν μπορεί να επιδοθεί έγγραφο της γραμματείας του δικαστηρίου, που περιέχει τον αριθμό της απόφασης, τη διάταξη που παραβιάστηκε και την ποινή που επιβλήθηκε. Η επίδοση αυτού του εγγράφου έχει τις συνέπειες της επίδοσης αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης.
Άρθρο 142 Α. Tήρηση πρακτικών με φωνοληψία-Tήρηση στενογραφημένων πρακτικών.1. Ενώπιον των δικαστηρίων, με εξαίρεση το πταισματοδικείο, μπορεί να εφαρμοστεί και το σύστημα τήρησης πρακτικών των συζητήσεων με φωνοληψία.
2. Η φωνοληπτική τήρηση των πρακτικών γίνεται από τον Γραμματέα του Δικαστηρίου και υπό τις οδηγίες του Δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση με μαγνητοφώνηση και απομαγνητοφώνηση ή άλλες τεχνικές φωνοληψίας που διενεργούνται με τη χρήση κατάλληλων μηχανικών μέσων και, εφόσον παρίσταται αναγκαίο, με τη συνδρομή βοηθητικού προσωπικού.
3. Οι υλικοί φορείς του ήχου όπως ψηφιακοί δίσκοι και κασέτες παράγονται, με την ενσωμάτωση του ήχου, σε ένα πρωτότυπο το οποίο φυλάσσεται στο αρχείο του δικαστηρίου για τη διασφάλιση της δυνατότητας επαλήθευσης προς το απομαγνητοφωνημένο ή με άλλες τεχνικές εκτυπωμένο κείμενο και σε ένα κυρωμένο αντίτυπο, το οποίο χρησιμοποιείται για την εργασία της απομαγνητοφώνησης και εκτύπωσης.
4. Η μηχανική εγγραφή (φωνοληψία) κατά τη διαδικασία ενώπιον του ακροατηρίου αποτελεί για τις ανάγκες του άρθρου 142 παρ. 1 τα πρόχειρα πρακτικά.
5. Το απομαγνητοφωνημένο ή με άλλες τεχνικές εκτυπωμένο κείμενο υπογράφεται από το δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση και από τον γραμματέα, τίθεται στη δικογραφία και συνιστά το κατά την έννοια του άρθρου 142 παρ. 2 κείμενο των πρακτικών.
6. Σε περίπτωση που υπάρχει ειδικός στενογράφος γραμματέας τηρούνται στενογραφημένα πρακτικά ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή ενός από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως. Η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί ακόμη και όσο διαρκεί η αποδεικτική διαδικασία στο δικαστήριο, που αποφαίνεται αμέσως και αμετακλήτως. Αν το δικαστήριο δεχτεί την αίτηση, καθορίζει το ποσό της δαπάνης, που πρέπει να καταβληθεί αμέσως στο γραμματέα του δικαστηρίου από το διάδικο που υπέβαλε την αίτηση. Με έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να μετακληθεί για ορισμένη δίκη στενογράφος γραμματέας από άλλο δικαστήριο.
7. Τα στενογραφημένα πρόχειρα πρακτικά μονογράφονται από το δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση και μέσα σε οκτώ ημέρες γράφονται από το γραμματέα με κοινά γράμματα και υπογράφονται σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 2. Τα κανονικά πρακτικά συνοδεύονται από τα στενογραφημένα πρόχειρα, τα οποία, σε περίπτωση που θα αμφισβητηθούν εκείνα που γράφτηκαν με κοινά γράμματα, αποτελούν πλήρη απόδειξη. Αν παρουσιαστεί κώλυμα στο στενογραφημένο γραμματέα ή αν αυτός απομακρυνθεί (άρθρο 142 παρ. 2), ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση προσλαμβάνει για τη μετάφραση ιδιώτη στενογράφο που δίνει ενώπιόν του τον όρκο του διερμηνέα.
Άρθρο 144. Σύνταξη της απόφασης και των διατάξεων.- 1.Η απόφαση και οι διατάξεις που εκδίδονται κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης συντάσσονται γραπτώς και υπογράφονται σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 2 μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) ημερών, που αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας καθαρογραφής των πρακτικών της δίκης.
2. Με έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ύστερα από πρόταση της Ολομέλειας του δικαστηρίου επιτρέπεται οι αποφάσεις και οι διατάξεις να μη συντάσσονται ιδιαιτέρως, αλλά να καταχωρίζονται ολόκληρες στα πρακτικά στα πταισματοδικεία την πρόταση την υποβάλλει η Ολομέλεια του πρωτοδικείου όπου υπάγονται οι διατάξεις των άρθρων 138 παρ. 2 και 3 και 139 τηρούνται σε κάθε περίπτωση.
3. Η σύνταξη των καταδικαστικών αποφάσεων κατά των οποίων έχει ασκηθεί ένδικο μέσο γίνεται κατ` απόλυτη προτεραιότητα, όταν κρατείται εκείνος που το ασκεί.
145.- Διόρθωση και συμπλήρωση της απόφασης, της διά¬ταξης και των πρακτικών.- 1. Όταν στην απόφαση ή στη διάταξη υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν δημιουργούν ακυρότητα, ο δι¬καστής που τις εξέδωσε διατάσσει αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους τη διόρθωση ή τη συμπλή-ρωσή τους, εφόσον δεν επέρχεται ουσιώδης μεταβολή στην απόφαση ή στην διάταξη και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγ¬ματι συνέβησαν στο ακροατήριο. Ουσιώδης μεταβολή υπάρχει όταν εκφέρεται νέα δικαιοδοτική κρίση, ιδίως όταν επιβάλλεται κύρια ποι¬νή, παρεπόμενη ποινή ή μέτρο ασφαλείας.
2. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση μπορεί να αφορά, εκτός από τις άλλες παραλείψεις, και όσα αναφέρονται στην ταυτότητα του κατη¬γορουμένου, στη συμπλήρωση του ανεπαρκούς αιτιολογικού και στη διευκρίνιση του διατακτικού της απόφασης όταν αυτό έχει ασάφειες ή είναι διαφορετικό από εκείνο που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο ή που σημειώθηκε στα πρακτικά. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση διατάσσονται με απόφαση ή διάταξη και σε κάθε περίπτωση ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων. Όταν το δικαστήριο που επέβαλε την ποινή είναι το μικτό ορκωτό, αρμόδιο για τη διόρθωση ή τη συ-μπλήρωση είναι το τριμελές πλημμελειοδικείο, ενώ αν η απόφαση είναι του μικτού ορκωτού εφετείου, αρμόδιο είναι το τριμε¬λές εφετείο. Αν ασκήθηκε κατά της απόφασης ένδικο μέσο, τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή της διατάσσει το δικαστήριο που την εξέδωσε αν το ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο. Σε αντίθετη περίπτωση τη διόρθωση ή τη συμπλήρωση διατάσσει το δικαστήριο που αποφασίζει για το ένδικο μέσο.
3.Είναι δυνατό να ζητηθεί από τους διαδίκους και τον εισαγγε¬λέα ή να προκληθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο η διόρθωση λαθών, που υπάρχουν στα πρακτικά ή η συμπλήρωση των ελλείψεων, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1. Τη διόρθωση ή τη συ¬μπλήρωση διατάσσει σε κάθε περίπτωση ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων όποιος διευθύνει τη συζήτηση, και σε περί¬πτωση άρνησής του το δικαστήριο που δίκασε, αποτελούμενο από τους ίδιους αν είναι δυνατό δικαστές.
Άρθρο 146. Ανασύνταξη της δικογραφίας.- Η ανανέωση ή η αντικατάσταση των πρωτοτύπων των αποφάσεων, των διατάξεων, των βουλευμάτων και των πρακτικών, καθώς και κάθε άλλου εγγράφου της ποινικής διαδικασίας, που καταστράφηκαν από οποιαδήποτε αιτία, χάθηκαν, υπεξαιρέθηκαν ή αλλοιώθηκαν από το χρόνο, γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζει ειδικός νόμος.
Άρθρο 147. Αντίγραφα.- 1.Αντίγραφα των αποφάσεων, των διατάξεων, των πρακτικών, του βουλευμάτων, καθώς και κάθε εγγράφου της ποινικής διαδικασίας, δίνονται μετά το τέλος της σε κάθε διάδικο της ποινικής δίκης, ενώ σε οποιονδήποτε άλλον που έχει έννομο συμφέρον δίνονται με αίτησή του και με έγκριση του προέδρου του δικαστηρίου ή του πταισματοδίκη.
2. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 101, 104, 105 και 107, κατά δε τη διάρκεια της προκαταρτικής εξέτασης οι διατάξεις του άρθρου 31. Σε οποιονδήποτε τρίτο που έχει έννομο συμφέρον είναι δυνατόν να δοθούν αντίγραφα με ομόφωνη έγκριση του ανακριτή και του εισαγγελέα, και σε περίπτωση προκαταρτικής εξέτασης με έγκριση του εισαγγελέα.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εκθέσεις
Άρθρο 148.Ορισμός.- Έκθεση ονομάζεται το έγγραφο που συντάσσει δημόσιος υπάλληλος ο οποίος εκπληρώνει καθήκοντα στην ποινική διαδικασία για να βεβαιώσει πράξεις που έκανε ο ίδιος ή άλλος αρμόδιος δημόσιος υπάλληλος με τον οποίο συμπράττει, ή δηλώσεις τρίτων προσώπων που απευθύνονται σε αυτούς.
Άρθρο 149. Χρόνος και τόπος που συντάσσεται η έκθεση.- Η έκθεση πρέπει να συντάσσεται στον τόπο όπου γίνεται η πράξη ή η δήλωση που βεβαιώνεται σ` αυτήν και κατά το χρόνο της ενέργειας, ή, αν αυτό είναι αδύνατο, αμέσως μετά.
Άρθρο 150. Πρόσωπα που συμπράττουν.- Κατά τη σύνταξη της έκθεσης, όταν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, παρίσταται δικαστικός γραμματέας ή ανακριτικός υπάλληλος, και, αν δεν υπάρχουν αυτοί, παρίστανται δύο μάρτυρες. Οι μάρτυρες πρέπει να μην έχουν ηλικία κάτω των 18 ετών, να μην έχουν συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης, να μην είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως τον τρίτο βαθμό με το δημόσιο υπάλληλο που συντάσσει την έκθεση ή τον κατηγορούμενο ή τον πολιτικώς ενάγοντα, να μην είναι προφανώς μεθυσμένοι ή διανοητικά άρρωστοι.
Άρθρο 151.Το περιεχόμενο της έκθεσης.- Η έκθεση που γράφεται από το δικαστικό γραμματέα, αν αυτός είναι παρών, πρέπει να αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία και, αν είναι δυνατόν, την ώρα κατά την οποία άρχισε και τελείωσε η σύνταξή της, τα ονοματεπώνυμα και την κατοικία των προσώπων που παρευρέθηκαν και τους τυχόν γνωστούς λόγους για τους οποίους δεν παρευρέθηκαν τα πρόσωπα που έπρεπε. Επίσης πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή των πράξεων που πιστοποιούνται με την έκθεση ή των δηλώσεων τρίτων που έγιναν σ` αυτόν που συντάσσει την έκθεση, και να αναφέρει αν οι δηλώσεις αυτές υπήρξαν αυθόρμητες ή προκλήθηκαν με ερωτήσεις του υπαλλήλου. Η έκθεση διαβάζεται μπροστά σε όσους κατά το προηγούμενο άρθρο συνέπραξαν, και υπογράφεται από αυτούς, από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν και από το δημόσιο υπάλληλο που συνέταξε την έκθεση. Αν κάποιος απ` αυτούς που συνέπραξαν ή εξετάστηκαν δεν ξέρει ή αρνείται να υπογράψει, αυτό αναφέρεται στην έκθεση.
Άρθρο 152. Αποδεικτική δύναμη της έκθεσης.- Η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου αποδειχθεί το αντίθετο. Για όσα όμως βεβαιώνονται σ` αυτήν ότι έγιναν από δημόσιο υπάλληλο η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα. Αυτό δεν εμποδίζει πάντως το δικαστή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της έκθεσης ελεύθερα.
Άρθρο 153.Ακυρότητα της έκθεσης.- Η έκθεση είναι άκυρη, όταν λείπουν η χρονολογία (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επισυνάπτονται σ` αυτήν), τα ονοματεπώνυμα ή οι υπογραφές των προσώπων που έχουν συμπράξει σύμφωνα με το άρθρο 150 ή που εξετάσθηκαν, καθώς και η υπογραφή ή το ονοματεπώνυμο του δημόσιου υπαλλήλου που τη συντάσσει.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Επιδόσεις και
ανακοινώσεις
Άρθρο 154. Διάκριση της ανακοίνωσης από την επίδοση.- 1.Ο νόμος ορίζει πότε απαιτείται η επίδοση κάποιου εγγράφου της ποι¬νικής διαδικασίας και πότε αρκεί η ανακοίνωση του περιεχομένου του. Η επίδοση και η ανακοίνωση συνεπάγονται τα ίδια νόμιμα απο¬τελέσματα.
2. Η επίδοση ή ανακοίνωση είναι άκυρες αν δεν τηρηθούν οι δια¬τάξεις των άρθρων 155-157, 159 και 165.
Άρθρο 155. Επίδοση.- 1. Η επίδοση γίνεται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερομένου από ποινικό ή δικαστικό επι¬μελητή ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, από όργανο της δημοσίας δύναμης. Αν αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή στον τόπο όπου εργάζεται τούτος, εγ¬χειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που, έστω και προσωρι¬νά διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στο θυρωρό της κατοικίας που μένει ή στο διευθυντή ή το θυρωρό του τόπου οπού εργάζεται. Από όλους τους παραπάνω εξαιρούνται όσοι κατά την ανε-ξέλεγκτη αντίληψη αυτού που κάνει την επίδοση είναι νεότεροι των δεκαοκτώ ετών ή ψυχικά ασθενείς ή τελούντες προφανώς υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή ανάλογης ουσίας. Εξαιρούνται επίσης οι παθόντες από το έγκλημα, όταν η επίδοση πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο, και αντιστρόφως. Τα πρόσωπα που ανα¬φέρονται παραπάνω είναι υποχρεωμένα να παραδώσουν στον ενδια¬φερόμενο το έγγραφο που τους επιδόθηκε χωρίς καμιά χρονοτριβή.
2.Αν ένα από τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου αρνη¬θεί να παραλάβει το έγγραφο, αυτός που κάνει την επίδοση το επι¬κολλά στην πόρτα της κατοικίας ή του διαμερίσματος ή, προκειμένου για ξενοδοχείο ή οικοτροφείο, στην πόρτα του δωματίου όπου διαμένει ο ενδιαφερόμε¬νος ή στην πόρτα του καταστήματος ή του εργαστηρίου ή του γραφείου. Αν δεν βρεθούν στην κατοικία του ο ενδια¬φερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κά¬νει την επίδοση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας. Αν η θυροκόλληση έγινε επειδή τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1, πλην του ενδιαφερομένου, αρνήθηκαν να πάρουν το έγγραφο ή απου-σίαζαν ή δεν υπήρχαν, επιδίδεται αντίγραφο του εγγράφου στο διορι¬σμένο αντίκλητο του ενδιαφερομένου διαδίκου, ανεξάρτητα αν ο διο¬ρισμός του ήταν ή όχι υποχρεωτικός. Σ’ αυτή την περίπτωση τα απο¬τελέσματα επέρχονται από την τελευταία χρονικά επίδοση.
Άρθρο 156. Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής.- 1. Αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του φέρεται άγνωστη, αυτός που κάνει την επίδοση ερευνά στον τηλεφωνικό κατάλογο, σε επαγ¬γελματικούς καταλόγους, στα δεδομένα της ίδιας δικαστικής ή φορολογικής αρχής, η οποία υποχρεούται να τα γνωστοποιήσει, στο οικογενειακό και το επαγγελματικό πε¬ριβάλλον του αποδέκτη της επίδοσης για να διαπιστώσει τη διαμονή του. Αν μετά την έρευνα αυτή η διαμονή παραμένει άγνωστη, η επίδο¬ση γίνεται στο σύζυγο ή, αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς, τα τέκνα ή τους αδελφούς. Τα τρίτα αυτά πρόσωπα δεν πρέπει κατά την ανέλεγκτη αντίληψη εκείνου που ενεργεί την επίδοση να έχουν ηλι¬κία κατώτερη των δεκαοκτώ ετών, ούτε να είναι ψυχικά ασθενή ή τελούντες προφανώς υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή ανάλογης ουσίας, ούτε παθόντες από το έγκλημα αν η επίδοση πρό¬κειται να γίνει στον κατηγορούμενο, και αντιστρόφως. Ως προς τα άλλα ζητήματα εφαρμόζεται και σ’ αυτή την περίπτωση η παρ. 2 του προηγούμενου άρθρου.
2. Αν δεν βρεθεί κανείς από τους παραπάνω συγγενείς στον τόπο της κατοικίας του αποδέκτη της επίδοσης, αυτή γίνεται στο γραμματέα της εισαγγελίας του Πλημμελειοδικείου στην περιφέρεια του οποίου διενεργείται ή έχει διενεργηθεί η ανάκριση, η προανάκριση ή η προκαταρκτική εξέταση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του.
Άρθρο 157. Επίδοση σε στρατιωτικούς και λοιπούς.- Αν αυτός στον οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση υπηρετεί στις ένοπλες δυνάμεις ή στα σώματα ασφαλείας γενικά, η επίδοση γίνεται στον ίδιον προσωπικά και αν τούτο είναι ανέφικτο διαμέσου του αμέσως προϊσταμένου του.
Το άρθρο 158. Επίδοση σε όσους κρατούνται.-Αν ο ενδιαφερόμενος κρατείται στη φυλακή ή σε άλλο καθορισμένο για την κράτηση τόπο, η επίδοση γίνεται στον τόπο αυτό, και με κάποιον από τους υπαλλήλους του καταστήματος κράτη¬σης. Σ’ αυτή την περίπτωση ως σύνοικοι του ενδιαφερομένου κατά την έννοια του άρθρου 155 θεωρούνται ο διευθυντής της φυλακής ή του καταστήματος ή ο αναπληρωτής τους.
Άρθρο 159. Διαβίβαση εγγράφου με μηχανικά ή ηλεκτρονικά μέσα.-Όταν πρόκειται να επιδοθεί έγγραφο σε πρόσωπο που κρατείται σε φυλακή ή σε άλλο καθορισμένο για την κράτηση τόπο ή, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, αυτό μπορεί να διαβιβαστεί και με τηλεομοιοτυπία ή άλλο ανάλογο μέσο. Το συντασσόμενο για την επίδοση αυτή αποδεικτικό μπορεί να διαβιβαστεί σε αυτόν που παρήγγειλε την επίδοση αυτή με τον ίδιο τρόπο.
Άρθρο 160. Ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου που επιδίδεται.- Όποιος επιδίδει έγγραφο οφείλει να ανακοινώνει το περιεχόμενο του στον ενδιαφερόμενο και να αναγράφει το γεγονός αυτό στο επιδοτήριο.
Άρθρο 161. Το αποδεικτικό της επίδοσης.- 1. Για την επίδοση που ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 155-157, εκείνος που την ενερ¬γεί οφείλει να συντάξει αποδεικτικό στον τόπο όπου αυτή γίνεται. Στο αποδεικτικό σημειώνεται, με ποινή ακυρότητας της επίδοσης, ο τόπος, το έτος, ο μήνας, η ημέρα και, αν πρόκειται για κλητήριο θέσπισμα ή κλήση του κατηγορουμένου, ο αριθμός αυτών, ο καλών ει-σαγγελέας ή δημόσιος κατήγορος, καθώς και το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο. Το απο¬δεικτικό υπογράφεται από το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγ¬γραφο και από εκείνον που ενεργεί την επίδοση. Αν το πρόσωπο αυτό δηλώσει ότι δεν ξέρει ή δεν μπορεί να υπογράψει ή αν αρνηθεί ή αν το έγγραφο που επιδίδεται τοιχοκολληθεί κατά το άρθρο 155 παρ. 2, τα γεγονότα αυτά, καθώς και το. ονοματεπώνυμο εκείνου που αρνήθη¬κε να παραλάβει το έγγραφο κατά το άρθρο 155 παρ. 2, αναγράφονται στο αποδεικτικό. Στην περίπτωση αυτή προσλαμβάνεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση ένας μάρτυρας, του οποίου το ονοματεπώνυ¬μο, η κατοικία και το επάγγελμα αναγράφονται στο αποδεικτικό. Ο μάρτυρας αυτός υπογράφει το αποδεικτικό αν ξέρει γράμματα.
2.Αυτός που επιδίδει οφείλει επίσης σε κάθε περίπτωση να ση¬μειώσει στο επιδιδόμενο έγγραφο τη χρονολογία και τον τόπο της επίδοσης, καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε, και να υπο¬γράψει τη σχετική σημείωση, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη.
3. Η επίδοση μπορεί να αποδεικνύεται και με απόδειξη παραλα¬βής, η οποία συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του εγγράφου που επιδίδεται και υπογράφεται από αυτόν προς τον οποίον γίνεται η επί¬δοση ή από σύνοικό του. Η απόδειξη συντάσσεται από τα όργανα της επίδοσης ή από τους υπαλλήλους της γραμματείας για τις επιδόσεις που γίνονται μέσα στα δικαστικά καταστήματα και περιέχει απαραι¬τήτως το ονοματεπώνυμο εκείνου που επιδίδει και εκείνου που παρα¬λαμβάνει το έγγραφο, καθώς και τον τόπο και τη χρονολογία της επί¬δοσης. Ο τόπος και η χρονολογία της επίδοσης σημειώνονται και στο έγγραφο που παραδίδεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγρα¬φο 2, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη.
4. Αν υπάρχει διαφορά μεταξύ της ημερομηνίας του αποδεικτι¬κού της επίδοσης και αυτής που σημειώνεται στο επιδιδόμενο έγγρα¬φο, ισχύει η ημερομηνία του εγγράφου.
Άρθρο 162. Αποδεικτική δύναμη τον επιδοτηρίου.- Το απο¬δεικτικό της επίδοσης, που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 161, έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα και επι¬δεικνύεται, εφόσον ζητηθεί, σε καθένα που έχει έννομο συμφέρον. Η προσβολή του ως πλαστού δεν εμποδίζει την ποινική δίκη να προχω¬ρήσει αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτός στον οποίο έγινε η επίδοση πληροφορήθηκε εμπρόθεσμα το περιεχόμενο του εγγράφου που επι¬δόθηκε. Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν λείπει κάποιο στοιχείο που αναφέρεται στο κύρος του αποδεικτικού εγγράφου. Το ζήτημα της εμπρόθεσμης γνώσης οφείλει το δικαστήριο να κρίνει αιτιολογημένα με την απόφαση του για την πρόοδο ή μη της δίκης.
Άρθρο 163.- Ευθύνη των οργάνων επίδοσης.- 1. Εκείνος που κάνει την επίδοση, και από ασυγχώρητη αμέλεια παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 155-159 και 161, τιμωρείται πειθαρχικά. Αν η παράβαση ανακαλυφθεί στο ακροατήριο και ιδίως όταν αυτή προκύπτει από έγγραφο της δικογραφίας, το δικαστήριο που δικάζει την ποινική υπόθεση επιβάλλει υποχρεωτικά στον υπαίτιο την πειθαρχική ποινή επίπληξης ή προστίμου πενήντα έως πεντακόσια (500) ευρώ ή και τις βαρύτερες ποινές που προβλέπουν οι πειθαρχικές διατάξεις από τις οποίες διέπεται, ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητάς του. Αν η παράβαση είναι και αξιόποινη μπορεί να επιβληθεί και η προβλεπόμενη ποινή. Αν ο υπαίτιος είναι απών, η απόφαση επιδίδεται σ` αυτόν. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση διαβιβάζεται με επιμέλεια του εισαγγελέα της έδρας στην προϊσταμένη αρχή αυτού που ενήργησε την Επίδοση. Αν ο υπαίτιος δεν παρίσταται, έχει δικαίωμα να ζητήσει, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τότε που του επιδόθηκε η απόφαση την αναθεώρησή της από το ίδιο δικαστήριο. Σ` αυτήν την περίπτωση συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα.
164.-Ευθύνη όσων αρνούνται να παραλάβουν το έγγραφο ή να υπογράψουν την έκθεση.- Όσοι αρνούνται να παραλάβουν το έγγραφο που τους επιδίδεται ή να υπογράψουν το επιδοτήριο τιμωρούνται για απείθεια σύμφωνα με τις διατάξεις του ποινικού κώδικα.
Άρθρο 165. Ανακοίνωση.- 1. Η ανακοίνωση γίνεται προφορικά από το δικαστή, τον εισαγγελέα ή τον ανακριτικό υπάλληλο στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες ή πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμ¬βούλους ή τους συνηγόρους ή αντικλήτους των διαδίκων. Για την ανα-κοίνωση συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 151 του κώδικα. Η ανακοίνωση που γίνεται στο ακροατήριο μνημονεύεται στα πρα¬κτικά της συνεδρίασης.
2. Η ανακοίνωση των βουλευμάτων και των διατάξεων του ανα¬κριτή στην εισαγγελική αρχή γίνεται μόλις αυτά εκδοθούν με παρά¬δοση αντιγράφου από το γραμματέα του δικαστικού συμβουλίου ή του ανακριτή στο γραμματέα της εισαγγελίας ή με προσαγωγή του πρω¬τοτύπου στον εισαγγελέα. Όποιος ενεργεί την ανακοίνωση συντάσ¬σει γι’ αυτήν έκθεση, που υπογράφεται από τον ίδιο και το γραμματέα της εισαγγελίας ή τον εισαγγελέα. Αν δεν συνταχθεί η έκθεση, η ανα¬κοίνωση θεωρείται ότι έγινε την τρίτη ημέρα από την ημέρα που εκ¬δόθηκε το βούλευμα ή η διάταξη.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προθεσμίες
Άρθρο 166. Προθεσμία για την εμφάνιση στο ακροατήριο.- 1. `Οπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία εμφάνισης των διαδίκων, των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο ορίζεται σε δέκα πέντε ημέρες. Αν αυτός που κλητεύεται διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία αυτή είναι τριάντα ημερών.
2. Η προθεσμία αρχίζει την επομένη της επίδοσης και λήγει την προηγούμενη της ημέρας της δικασίμου.
Άρθρο 167.- Συνέπειες μη τήρησης της προθεσμίας για την εμφάνιση στο ακροατήριο.- Η μη τήρηση των προθεσμιών που καθορίζονται στο προηγούμενο άρθρο συνεπάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 174 παρ. 2).
Άρθρο 168. Υπολογισμός των προθεσμιών.- 1. Οι προθεσμίες που ορίζονται στον κώδικα υπολογίζονται σύμφωνα με το καθιερωμένο ημερολόγιο. Όταν η προθεσμία ορίζεται σε έτη, λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους. Όταν η προθεσμία ορίζεται σε μήνες, λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί αριθμητικά στην ημέρα έναρξης, και αν δεν υπάρχει τέτοια αντιστοιχία υπολογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα. Όταν η προθεσμία ορίζεται σε ημέρες, δεν υπολογίζεται η ημέρα με την οποία συμπίπτει το χρονικό σημείο ή το γεγονός από το οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία αν τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι εξαιρετέα. Η προθεσμία παρεκτείνεται έως και την επομένη μη εξαιρετέα ημέρα. Η εικοσιτετράωρη προθεσμία διαρκεί όλη την επόμενη ημέρα μετά την έναρξή της.
2. Η τελευταία ημέρα της προθεσμίας για την υποβολή δηλώσεων, την κατάθεση εγγράφων ή την άσκηση ένδικων μέσων θεωρείται ότι λήγει τη στιγμή που λήγει η τελευταία εργάσιμη ώρα του αρμόδιου δικαστικού γραφείου.
Άρθρο 169. Παρέκταση και σύντμηση της προθεσμίας.- 1. Ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος που διατάσσουν την επίδοση της κλήσης μπορούν, αν συντρέχουν κατά την κρίση τους κίνδυνος παραγραφής ή άλλοι εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται στην παραγγελία προς επίδοση, να συντμήσουν την προθεσμία εμφάνισης των κατηγορουμένων, των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο σε οκτώ κατ` ανώτατο όριο ημέρες, εφ` όσον πρόκειται για πρόσωπα γνωστής διαμονής στην ημεδαπή.
2. Ο διάδικος, προς όφελος του οποίου ορίζεται κάποια προθεσμία, μπορεί να παραιτηθεί ή να συναινέσει στη σύντμησή της με γραπτή ή προφορική δήλωσή του στο γραμματέα του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας. Για τη δήλωση αυτή συντάσσεται έκθεση. Ανάκληση της δήλωσης δεν επιτρέπεται, εκτός εάν μετά τη δήλωση προκύψουν λόγοι που δικαιολογούν νέα προθεσμία σ’ αυτόν που παραιτήθηκε, οπότε ο τελευταίος μπορεί να ζητήσει από τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο να προσδιοριστεί νέα δικάσιμος και, αν δεν του δοθεί, να ζητήσει από το δικαστήριο αναβολή της συζήτησης.
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ακυρότητες
Άρθρο 170. Έννοια-διάκριση.- Οι ακυρότητες διακρίνονται σε σχετικές και απόλυτες.
Άρθρο 171. Απόλυτες ακυρότητες. – Απόλυτη ακυρότητα υπάρχει: 1) Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α) τη σύνθεση του δικαστηρίου, β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στο νόμο, γ) την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος, δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση, την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα 2) Αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου. 3)αν ο νόμος με ειδική διάταξή του την απαγγέλλει.
Άρθρο 172. Σχετικές ακυρότητες. – 1. Σχετική ακυρότητα υπάρχει σε κάθε περίπτωση που ο νόμος απαγγέλει ακυρότητα, η οποία δεν υπάγεται στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου.
2. Σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο υπάρχει επίσης όταν ο εισαγγελέας ή ο πολιτικώς ενάγων ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε ν’ αποφανθεί για τη σχετική αίτηση.
Άρθρο 173. Ακυρότητα από την παράβαση των διατάξεων για τα δικαστικά τέλη και τα ένσημα. –Με την επιφύλαξη αντίθετης ρύθμισης, αν δικαστής ή οποιοσδήποτε δημόσιος υπάλληλος που εκτελεί καθήκοντα στην ποινική διαδικασία συντάξει ή δεχτεί έγγραφο, το οποίο δεν έχει ή έχει ελλιπές το τέλος ή το ένσημο που επιβάλλεται από το νόμο, η ποινική διαδικασία δεν είναι άκυρη, ούτε η πολιτική αγωγή που ασκήθηκε σ’ αυτήν.
Άρθρο 174. Πρόταση της ακυρότητας.- 1. Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Αν η απόλυτη ακυρότητα αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας, μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο.
2. Η σχετική ακυρότητα μπορεί να προταθεί από τον εισαγγελέα ή από τους διαδίκους που έχουν συμφέρον. Αν η σχετική ακυρότητα αναφέρεται σε πράξη της προδικασίας, πρέπει να προταθεί ως το τέλος της. Αν αναφέρεται σε πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας ή προπαρασκευαστικής, πρέπει να προταθεί ωσότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό. Η σχετική ακυρότητα δεν μπορεί να προταθεί από εκείνον που την προκάλεσε με ενέργεια ή παράλειψή του ή που ρητά την αποδέχτηκε.
Άρθρο 175. Πότε καλύπτεται η ακυρότητα. – 1. Ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται.
2. Η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της ανακοίνωσής τους, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 167, καλύπτονται αν εκείνος που κλητεύτηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της μέχρι να αρχίσει για πρώτη φορά η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. Μπορεί όμως το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου.
Άρθρο 176. Κήρυξη ακυρότητας-Αποτελέσματα- 1.Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που εκδικάζει την κατηγορία. Αν κατά του βουλεύματος ή της απόφασης ασκήθηκε ένδικο μέσο, η αρμοδιότητα για την κήρυξη της ακυρότητας ανήκει στο συμβούλιο ή το δικαστήριο που αποφασίζει για το ένδικο μέσο.
2. Η ακυρότητα μιας πράξης καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες από αυτήν μεταγενέστερες πράξεις της ποινικής διαδικασίας.
3.Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, κηρύσσοντας την ακυρότητα, διατάσσει την επανάληψη των άκυρων πράξεων, εκτός αν πρόκειται για σχετική ακυρότητα και το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο κρίνουν ότι η επανάληψη δεν είναι αναγκαία ή εφικτή.
4.Η απαγγελία της ακυρότητας έχει ως συνέπεια την επιστροφή της διαδικασίας στο στάδιο ή στο βαθμό στον οποίο έλαβε χώρα η άκυρη πράξη, εκτός εάν ρητά ορίζεται διαφορετικά στο νόμο. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των σχετικών ακυροτήτων που αφορούν τις αποδείξεις.
5. Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παρ. 3, ο δικαστής ή άλλος υπάλληλος που εκτελεί καθήκοντα στην ποινική διαδικασία , αν αντιληφθεί κάποιο λόγο ακυρότητας για πράξη που τέλεσε ο ίδιος, έχει υποχρέωση εφόσον είναι δυνατόν να την επαναλάβει αμέσως