Άρθρο 9
(άρθρο 7 της Απόφασης)
Διττό αξιόποινο
1. Η αναγνώριση της απόφασης και η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής λαμβάνει χώρα, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται στο δίκαιο του κράτους έκδοσης, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με ποινή ή μέτρο ασφαλείας, που στερούν την ελευθερία, με ανώτατο όριο τριών τουλάχιστον ετών :
— συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση,
— τρομοκρατία,
— εμπορία ανθρώπων,
— σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία,
— παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχότροπων ουσιών,
— παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,
— εγκλήματα διαφθοράς και δωροδοκίας,
— απάτη, περιλαμβανομένης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά την έννοια της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,
— νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος,
— παραχάραξη και κιβδηλεία νομίσματος, περιλαμβανομένου του ευρώ,
— εγκλήματα στον κυβερνοχώρο,
— εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένου του λαθρεμπορίου απειλούμενων ζωικών ειδών και του λαθρεμπορίου απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,
— διευκόλυνση παράνομης εισόδου και διαμονής,
— ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαριά σωματική βλάβη,
— παράνομη εμπορία ανθρώπινων οργάνων και ιστών,
— απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία,
— ρατσισμός και ξενοφοβία,
— οργανωμένη κλοπή ή ένοπλη ληστεία,
— παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, περιλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,
— υπεξαίρεση και απάτη,
— εκβίαση και αθέμιτη προστασία έναντι παράνομου περιουσιακού οφέλους,
— παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,
— πλαστογραφία δημόσιων εγγράφων και εμπορία τους,
— παραχάραξη μέσων πληρωμής,
— λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,
— λαθρεμπόριο πυρηνικών ή ραδιενεργών ουσιών,
— εμπορία κλεμμένων οχημάτων,
— βιασμός,
— εμπρησμός με πρόθεση,
— εγκλήματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου,
— αεροπειρατεία και πειρατεία,
— δολιοφθορά.
2. Η αναγνώριση της απόφασης και η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής λαμβάνει χώρα και για αξιόποινες πράξεις που δεν περιλαμβάνονται στην παράγραφο 1, εφόσον συνιστούν αξιόποινες πράξεις και κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού τους χαρακτηρισμού από το κράτος έκδοσης.
3. Στις περιπτώσεις που η αξιόποινη πράξη συνιστά έγκλημα σχετικά με φόρους ή τέλη, τελωνεία και συνάλλαγμα δεν αποτελεί λόγο άρνησης αναγνώρισης της απόφασης και εκτέλεσης της ποινής η διαπίστωση ότι οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι δεν επιβάλλουν ίδιου τύπου φόρους ή τέλη ή δεν προβλέπονται ρυθμίσεις ίδιας μορφής για φόρους, τελωνεία και συνάλλαγμα με εκείνες του κράτους έκδοσης.
Άρθρο 10
(άρθρα 4 παρ. 4, 8, 9, 13 της Απόφασης)
Αναγνώριση της απόφασης, εκτέλεση και προσαρμογή της ποινής
1. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος εντός προθεσμίας 90 ημερών από την παραλαβή της απόφασης και του πιστοποιητικού αναγνωρίζει με διάταξή του την απόφαση και λαμβάνει αμελλητί κάθε απαραίτητο μέτρο για την εκτέλεση της ποινής, εκτός αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους μη αναγνώρισης της απόφασης και εκτέλεσης της ποινής που προβλέπει το άρθρο 11. Ο ίδιος Εισαγγελέας ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης αν συναινεί ή μη στη διαβίβαση στις περιπτώσεις του άρθρου 5 παράγραφος 2 (γ).
2. Αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο ανωτέρω Εισαγγελέας δεν μπορεί να τηρήσει την προθεσμία της παραγράφου 1, ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και το χρόνο που εκτιμά ότι θα ληφθεί η οριστική απόφαση.
3. Αν ο ανωτέρω Εισαγγελέας, που παραλαμβάνει την απόφαση ή επικυρωμένο αντίγραφό της μαζί με το πιστοποιητικό, δεν είναι αρμόδιος για την αναγνώριση και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την εκτέλεσή της διαβιβάζει την απόφαση αυτή αμελλητί στον αρμόδιο Εισαγγελέα και ενημερώνει τη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης.
4. Αν το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4 δεν είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά, είναι ελλιπές ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στην απόφαση, η αναγνώρισή της μπορεί να αναβληθεί, μέχρις ότου μεταφρασθεί, συμπληρωθεί ή διορθωθεί το πιστοποιητικό εντός εύλογης προθεσμίας που ορίζει ο ανωτέρω αρμόδιος Εισαγγελέας. Ο ίδιος Εισαγγελέας, μπορεί, αμέσως μόλις παραλάβει την απόφαση και το πιστοποιητικό, εφόσον θεωρεί το περιεχόμενο του πιστοποιητικού ανεπαρκές, προκειμένου να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της ποινής, να ζητά η απόφαση ή ουσιώδη τμήματά της να συνοδεύονται από μετάφραση στην ελληνική γλώσσα. Πριν υποβληθεί τέτοιο αίτημα, όπου είναι απαραίτητο, προηγείται διαβούλευση με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, ώστε να επισημανθούν τα ουσιώδη τμήματα των αποφάσεων που πρέπει να μεταφρασθούν. Η απόφαση περί αναγνώρισης της απόφασης και εκτέλεσης της ποινής μπορεί να αναβληθεί μέχρις ότου διαβιβαστεί η μετάφραση από το κράτος έκδοσης στον ανωτέρω Εισαγγελέα ή, εφόσον ο τελευταίος αποφασίζει να μεταφράσει την απόφαση με έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου, μέχρις ότου παραληφθεί η μετάφραση.
5. Αν ο Εισαγγελέας θεωρεί ότι η αναγνώριση της απόφασης και η εκτέλεση της ποινής δεν θα διευκολύνουν την κοινωνική επανένταξη του καταδικασθέντος ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, προκειμένου να κρίνει για την ανάκληση ή μη του πιστοποιητικού.
6. Σε περίπτωση που η διάρκεια της ποινής υπερβαίνει το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται για αξιόποινες πράξεις του ίδιου είδους, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ο ως άνω Εισαγγελέας εισάγει σχετική αίτηση ενώπιον του αρμόδιου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο μπορεί να την προσαρμόσει. Η προσαρμοσθείσα ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται για αξιόποινες πράξεις του ίδιου είδους, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους.
7. Αν η ποινή αντιβαίνει ως προς τη φύση της στο εθνικό δίκαιο, ο ίδιος Εισαγγελέας εισάγει σχετική αίτηση ενώπιον του αρμόδιου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο την προσαρμόζει σε ποινή ή μέτρο που προβλέπεται για αντίστοιχες πράξεις, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Η ποινή ή το μέτρο αυτό πρέπει να ανταποκρίνονται κατά το δυνατόν περισσότερο προς την ποινή που επιβλήθηκε από το κράτος έκδοσης της απόφασης και ως εκ τούτου η ποινή δεν μπορεί να μετατραπεί σε χρηματική.
8. Η προσαρμοσθείσα ποινή δεν μπορεί να είναι βαρύτερη από την ποινή που επιβλήθηκε στο κράτος έκδοσης ως προς τη φύση ή τη διάρκειά της.
9. Αν πριν την έναρξη της εκτέλεσης της ποινής ανακληθεί το πιστοποιητικό ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος δεν εκτελεί την ποινή.
10. Αν η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης ενημερώσει τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος για απόφαση ή μέτρο, συνεπεία του οποίου η ποινή παύει να είναι εκτελεστή αμέσως ή εντός ορισμένης προθεσμίας, ο ανωτέρω Εισαγγελέας παραγγέλλει την παύση εκτέλεσης της ποινής.
Άρθρο 11
(άρθρο 9 της Απόφασης)
Λόγοι μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης
1. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει την απόφαση και να διατάξει την εκτέλεση της ποινής, αν:
α) το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4 είναι ελλιπές ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στην απόφαση και δεν συμπληρώθηκε ούτε διορθώθηκε εντός εύλογης προθεσμίας που τάχθηκε,
β) ο καταδικασθείς δεν βρίσκεται στην Ελλάδα ή στο κράτος έκδοσης ή δεν συναινεί, όπου αυτό απαιτείται,
γ) η εκτέλεση της ποινής θα ήταν αντίθετη προς την αρχή ne bis in idem,
δ) δεν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 9,
ε) η ποινή έχει επιβληθεί σε πρόσωπα που απολαύουν του προνομίου της ασυλίας, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, που καθιστά αδύνατη την εκτέλεση της ποινής,
στ) το πρόσωπο είναι ανεύθυνο ποινικά λόγω της ηλικίας του για την αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί η απόφαση σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους ,
ζ) κατά τη χρονική στιγμή της παραλαβής της απόφασης από τον αρμόδιο Εισαγγελέα απομένουν προς έκτιση λιγότεροι από έξι μήνες ποινής,
η) η ποινή έχει παραγραφεί σύμφωνα με το ελληνικούς ποινικούς νόμους,
θ) σύμφωνα με το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4, ο καταδικασθείς δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός αν στο πιστοποιητικό αναφέρεται ότι αυτός βάσει σχετικών δικονομικών διατάξεων του εθνικού δικαίου του κράτους έκδοσης:
i) εμπρόθεσμα :
αα) είχε λάβει γνώση του χρόνου και του τόπου διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης είτε με αυτοπρόσωπη κλήτευσή του είτε με πραγματική και επίσημη πληροφόρησή του, κατά τρόπο που να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της δίκης και
ββ) είχε πληροφορηθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που δεν εμφανιστεί στη δίκη ή
ii) τελούσε εν γνώσει της δίκης και εκπροσωπήθηκε σ’ αυτήν από δικηγόρο, διορισμένο από τον ίδιο ή το κράτος, στον οποίο είχε δώσει ο ίδιος εντολή ή
iii) μετά την επίδοση της απόφασης και τη σαφή πληροφόρησή του ως προς το δικαίωμά του να ζητήσει επανεκδίκαση ή να ασκήσει ένδικο μέσο, που θα οδηγούσαν σε νέα δίκη με επανεξέταση της ουσίας της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, στην οποία είχε δικαίωμα να παρίσταται και μπορούσε να οδηγήσει σε εξαφάνιση της αρχικής απόφασης :
αα) δήλωσε ρητά ότι αποδέχεται την απόφαση ή
ββ) δεν ζήτησε να δικαστεί εκ νέου ή δεν άσκησε εμπρόθεσμα ένδικο μέσο.
ι) Ο ανωτέρω Εισαγγελέας έχει υποβάλει αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3 και η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης δεν έχει δώσει τη συγκατάθεσή της, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο ζ), προκειμένου ο καταδικασθείς να διωχθεί, να καταδικασθεί ή να στερηθεί κατ’ άλλο τρόπο την ελευθερία του για αξιόποινη πράξη που τελέσθηκε πριν από τη μεταφορά του, πλην εκείνης για την οποία μεταφέρεται,
ια) η ποινή που έχει επιβληθεί περιλαμβάνει μέτρο ψυχιατρικής ή ιατρικής μέριμνας ή άλλο μέτρο που επιφέρει στέρηση της ελευθερίας, το οποίο, παρά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 10 παράγραφος 7, δεν μπορεί να εκτελεσθεί, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους ή το εθνικό σύστημα υγείας,
ιβ) η απόφαση σχετίζεται με αξιόποινη πράξη, η οποία σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί εν όλω ή κατά το μείζον ή ουσιώδες μέρος στο ελληνικό έδαφος, ή σε τόπο που εξομοιώνεται με αυτό.
2. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 1 στοιχεία α), β), γ), θ), ια) και ιβ), ο Εισαγγελέας, πριν αρνηθεί να αναγνωρίσει την απόφαση και να εκτελέσει την ποινή, διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με κάθε πρόσφορο μέσο και της ζητεί να παράσχει αμελλητί, εφόσον απαιτείται, οποιεσδήποτε αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.
Άρθρο 12
(άρθρο 10 της Απόφασης)
Μερική αναγνώριση και εκτέλεση
1. Αν συντρέχει περίπτωση μερικής αναγνώρισης και μερικής εκτέλεσης της ποινής, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος μπορεί, πριν αποφασίσει να απορρίψει την αναγνώριση της απόφασης και την εκτέλεση της ποινής στο σύνολό τους, να διαβουλευθεί με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, με σκοπό την εύρεση συμφωνίας, κατά την παράγραφο 2.
2. Ο ίδιος Εισαγγελέας μπορεί να συμφωνήσει με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, ανάλογα με την περίπτωση, μερική αναγνώριση και εκτέλεση μιας ποινής, σύμφωνα με όρους που θα καθορίσουν, εφόσον η αναγνώριση ή εκτέλεση δεν οδηγεί σε επιμήκυνση της διάρκειας της ποινής.
Άρθρο 13
(άρθρα 14 και 15 της Απόφασης)
Προσωρινή σύλληψη, κράτηση και δικαιώματα καταδικασθέντος
1. Σε περιπτώσεις που ο καταδικασθείς βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος μπορεί, κατόπιν σχετικής αίτησης της αρμόδιας αρχής του κράτους έκδοσης, πριν από την παραλαβή της απόφασης και του πιστοποιητικού ή πριν να αναγνωριστεί η απόφαση και να εκτελεσθεί η ποινή, να συλλάβει τον καταδικασθέντα ή να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο για να εξασφαλίσει ότι αυτός θα παραμείνει στο ελληνικό έδαφος, μέχρις ότου αποφασισθεί, αν θα αναγνωρισθεί και θα εκτελεσθεί η απόφαση. Αν ο συλληφθείς αμφισβητεί την ταυτότητά του εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 564 ΚΠΔ.
2. Όταν ο καταδικασθείς συλληφθεί βάσει της ως άνω αίτησης, οδηγείται χωρίς αναβολή στον ανωτέρω Εισαγγελέα. Ο τελευταίος, αφού βεβαιώσει την ταυτότητά του, τον ενημερώνει για την ύπαρξη και το περιεχόμενο της αίτησης και για το δικαίωμά του να προσφύγει στις υπηρεσίες νομικού παραστάτη. Για την ανωτέρω ενημέρωση και τις σχετικές δηλώσεις του καταδικασθέντος συντάσσεται έκθεση, σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 148 έως 153 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο συλληφθείς δικαιούται ο ίδιος ή μέσω του συνηγόρου του να ζητήσει και να λάβει αντίγραφα όλων των εγγράφων με δική του δαπάνη.
3. Μετά τη σύλληψη του καταδικασθέντος και τη βεβαίωση της ταυτότητάς του, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος αποφασίζει αν είναι αναγκαίο να τεθεί υπό κράτηση, ώστε να αποφευχθεί η διαφυγή του. Η κράτηση του καταδικασθέντος μπορεί να διαρκέσει δεκαπέντε ημέρες, εντός των οποίων πρέπει να παραληφθεί η απόφαση και το πιστοποιητικό. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι. Για την παράταση αυτή, ο Εισαγγελέας ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης που υπέβαλε την αίτηση. Σε κάθε περίπτωση μετά την παρέλευση τριάντα ημερών από τη σύλληψη, ο καταδικασθείς απολύεται.
4. Σε περίπτωση που διατάχθηκε η κράτηση του καταδικασθέντος, αυτός δικαιούται εντός δύο ημερών από την έκδοση της σχετικής διάταξης να προσφύγει στο τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου κράτησης, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή απόλυση του καταδικασθέντος ή την επιβολή περιοριστικών όρων.
Άρθρο 14
(άρθρο 15 της Απόφασης)
Μεταφορά καταδικασθέντος
1. Αν ο καταδικασθείς βρίσκεται στο κράτος έκδοσης, μεταφέρεται στην ελληνική επικράτεια σε χρονική στιγμή, που συμφωνείται μεταξύ του Εισαγγελέα Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος και της αρμόδιας αρχής του κράτους έκδοσης, το αργότερο 30 ημέρες μετά την έκδοση διάταξης από τον ίδιο Εισαγγελέα σχετικά με την αναγνώριση της απόφασης και την εκτέλεση της ποινής.
2. Αν η μεταφορά του καταδικασθέντος, εντός της προθεσμίας της παραγράφου 1, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί λόγω απρόοπτων συνθηκών, οι παραπάνω αρμόδιες αρχές επικοινωνούν αμέσως και η μεταφορά πραγματοποιείται, όταν αρθούν οι συνθήκες αυτές. Στην περίπτωση αυτή η μεταφορά πραγματοποιείται εντός δέκα ημερών, από τη νέα ημερομηνία που συμφώνησαν οι αρχές αυτές .
Άρθρο 15
(άρθρο 16 της Απόφασης)
Διαμεταγωγή καταδικασθέντος
1. Η διαμεταγωγή μέσω του ελληνικού εδάφους του καταδικασθέντος που προσάγεται σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να επιτραπεί, εφόσον η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης διαβιβάσει στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών αντίγραφο του πιστοποιητικού που προβλέπεται στο άρθρο 4 μαζί με την αίτηση διαμεταγωγής. Η αίτηση διαμεταγωγής διαβιβάζεται με κάθε μέσο που αποτυπώνεται εγγράφως. Το κράτος έκδοσης υποβάλλει μετάφραση του πιστοποιητικού στην ελληνική γλώσσα.
2. Ο ανωτέρω Εισαγγελέας, μόλις παραλάβει την αίτηση, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης ότι δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο καταδικασθείς δεν θα διωχθεί ποινικώς ή, με την επιφύλαξη εφαρμογής της παραγράφου 4, δεν θα τεθεί υπό κράτηση ή δεν θα υποβληθεί σε οποιοδήποτε περιορισμό της ελευθερίας του στο ελληνικό έδαφος για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε ή ποινή που επιβλήθηκε, πριν από την αναχώρησή του από το έδαφος του κράτους έκδοσης.
3. Ο Εισαγγελέας κοινοποιεί την απόφασή του, την οποία λαμβάνει κατά προτεραιότητα και το αργότερο μία εβδομάδα μετά την παραλαβή της αίτησης με την ίδια διαδικασία. Η απόφαση αυτή μπορεί να αναβληθεί μέχρι να διαβιβαστεί η μετάφραση.
4. Ο Εισαγγελέας μπορεί να θέσει υπό κράτηση τον καταδικασθέντα μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως απαραίτητο για τη διαμεταγωγή του από το ελληνικό έδαφος.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση αεροπορικής μεταφοράς, χωρίς προβλεπόμενη ενδιάμεση στάση. Αν, όμως, συμβεί έκτακτη προσγείωση, η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης παρέχει τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 πληροφορίες εντός 72 ωρών.
Άρθρο 16
(άρθρο 17 της Απόφασης)
Δίκαιο που διέπει την εκτέλεση της ποινής
1. Η εκτέλεση της ποινής διέπεται από το ελληνικό δίκαιο.
2. Το συνολικό χρονικό διάστημα στέρησης της ελευθερίας, το οποίο έχει ήδη εκτιθεί σε σχέση με την ποινή για την οποία είχε εκδοθεί η απόφαση, αφαιρείται από τη συνολική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία θα πρέπει να εκτιθεί.
3. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος, κατόπιν σχετικής αίτησης, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης σχετικά με τις εφαρμοστέες διατάξεις για ενδεχόμενη προσωρινή ή υπό όρους απόλυση.
4. Τυχόν απόφαση για προσωρινή ή υπό όρους απόλυση μπορεί να λάβει υπόψη τις διατάξεις εθνικού δικαίου, που υποδεικνύει η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, δυνάμει των οποίων το πρόσωπο δικαιούται να απολυθεί προσωρινά ή υπό όρους σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Άρθρο 17
(άρθρο 18 της Απόφασης)
Αρχή της ειδικότητας
1. Πρόσωπο το οποίο μεταφέρεται στην ελληνική επικράτεια δυνάμει του παρόντος νόμου, υπό την
επιφύλαξη της παραγράφου 2, δεν διώκεται, καταδικάζεται ή με άλλο τρόπο στερείται της ελευθερίας του για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε πριν από τη μεταφορά του, εκτός από εκείνη για την οποία μεταφέρεται.
2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται, όταν :
α) ο καταδικασθείς, αν και είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει το ελληνικό έδαφος, δεν το έπραξε εντός 45 ημερών από την έκτιση της ποινής ή επέστρεψε σ’ αυτό, αφού το είχε εγκαταλείψει,
β) η αξιόποινη πράξη δεν τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο,
γ) η ποινική διαδικασία δεν επισύρει μέτρο περιοριστικό της προσωπικής ελευθερίας,
δ) στον καταδικασθέντα επιβλήθηκε ποινή ή μέτρο που δεν επισύρουν στέρηση της ελευθερίας, ιδίως χρηματική ποινή ή εναλλακτικό μέτρο, έστω και αν αυτή η ποινή ή εναλλακτικό μέτρο περιορίζει την προσωπική του ελευθερία,
ε) ο καταδικασθείς έχει συναινέσει στη μεταφορά,
στ) ο καταδικασθείς, μετά τη μεταφορά του, παραιτήθηκε ρητά από το ευεργέτημα της αρχής της ειδικότητας, ως προς συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις προγενέστερες της μεταφοράς του· η παραίτηση γίνεται ενώπιον του Εισαγγελέα του Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος και καταγράφεται σε σχετική έκθεση, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους· η παραίτηση διατυπώνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προκύπτει σαφώς ότι ο καταδικασθείς ενήργησε εκουσίως και έχοντας πλήρη επίγνωση των σχετικών συνεπειών. Για το σκοπό αυτό ο καταδικασθείς έχει δικαίωμα να επικουρείται από νομικό παραστάτη,
ζ) το κράτος έκδοσης δίνει τη συγκατάθεσή του σύμφωνα με την παράγραφο 3, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ).
3. Η αίτηση συγκατάθεσης υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και συνοδεύεται από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του Ν. 3251/2004 καθώς και από μετάφραση κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του ίδιου νόμου.
Άρθρο 18
(άρθρο 21 της Απόφασης)
Υποχρέωση ενημέρωσης
Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με οποιοδήποτε μέσο που αποτυπώνεται εγγράφως :
α) για την παραλαβή της απόφασης και του πιστοποιητικού,
β) για το γεγονός ότι είναι πρακτικώς αδύνατη η εκτέλεση της ποινής, επειδή μετά τη διαβίβαση της απόφασης και του πιστοποιητικού, ο καταδικασθείς δεν μπορεί να εντοπισθεί στο ελληνικό έδαφος,
γ) για τη διάταξη αναγνώρισης της απόφασης και την εκτέλεση της ποινής, περιλαμβανομένης της ημερομηνίας της διάταξης,
δ) για τυχόν διάταξη μη αναγνώρισης της απόφασης και εκτέλεσης της ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 10, καθώς και για τους λόγους της διάταξης αυτής,
ε) για οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με την προσαρμογή της ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφοι 6 ή 7 καθώς και για τους λόγους της απόφασης αυτής,
στ) για οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με τη μη εκτέλεση της ποινής, για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 καθώς και για τους λόγους της απόφασης αυτής,
ζ) για την αρχή και το τέλος της περιόδου υπό όρους απόλυσης, εφόσον το πιστοποιητικό του κράτους έκδοσης αναφέρει κάτι σχετικό,
η) για την απόδραση του καταδικασθέντος,
θ) για την έκτιση της ποινής στο σύνολό της.