1.1. Τα δικαιώματα που έχει ένα παιδί. Η σημασία τους.
Τα δικαιώματα που έχει ένα παιδί, εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα του ανθρώπου, αποτελούν όχι μόνο αναπόσπαστο θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και συστατικό στοιχείο κάθε σύγχρονης δημοκρατικής -εθνικής ή διεθνούς- έννομης τάξης. Πάνω σε αυτά εδράζεται το κράτος δικαίου, το κοινωνικό κράτος πρόνοιας, από αυτά απορρέουν οι δημοκρατικές αξίες και οι πολιτικές σταθερές κάθε ευνομούμενης Πολιτείας, στην οποία πρωταρχικός σκοπός είναι η ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη και συμβίωση των ανθρώπων.
Τα δικαιώματα του ανθρώπου, αποτελούν μια εδραία βάση για την προαγωγή των θεμελιωδών ελευθεριών, για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, για την καταπολέμηση των διακρίσεων, για την επίλυση κάθε είδους συγκρούσεων, αλλά και για την ταυτόχρονη διατήρηση της αυτονομίας κάθε ανθρώπου. Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αδιαίρετα, αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα. Συνιστούν αναφαίρετα («αναπαλλοτρίωτα») και καθολικά πρότυπα ζωής, εγγενή με την ανθρώπινη ύπαρξη, τοποθετούμενα στην υψηλότερη θέση στην ιεραρχία των αξιών τόσο της ελληνικής νομικής παράδοσης, όσο και του ευρωπαϊκού και διεθνή πολιτισμού.
Τα παιδιά, ως μια μεγάλη κοινωνική – ευάλωτη ομάδα, τα δικαιώματα της οποίας συχνά πλήττονται, «αξιώνουν» τον ίδιο σεβασμό και προστασία των δικαιωμάτων τους, επιζητούν τη διαφύλαξη και προαγωγή των ελευθεριών τους, την προάσπιση των δυνατοτήτων τους χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Η οικογένεια και η Πολιτεία οφείλουν να μεριμνούν για τα Δικαιώματα του παιδιού, με γνώμονα πάντοτε το υπέρτατο συμφέρον τους. Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν υιοθετηθεί εθνικά και διεθνή κείμενα, δεσμευτικού ή μη χαρακτήρα, κατοχυρώνοντας τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές, για την προστασία των παιδιών.
Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Συντάγματος η παιδική ηλικία τελεί υπό την προστασία του κράτους, ενώ παράλληλα πρέπει να λαμβάνονται ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας.
Περαιτέρω η Χώρα μας έχει συνυπογράψει διεθνή κείμενα τα οποία αναφέρονται στην προάσπιση των δικαιωμάτων των ανηλίκων. Από τα κείμενα αυτά άλλα αποτελούν εθνικό δίκαιο δεσμευτικό, μετά από κύρωσή τους με νόμο, ενώ άλλα αποτελούν βασικές διακηρυκτικές αρχές, οι οποίες εξακολουθούν να έχουν χρησιμότητα στην υιοθέτηση βασικών κατευθυντήριων αρχών και καλών πρακτικών.
Μέσω των δεσμευτικών διεθνών κειμένων, δημιουργούνται νομικές υποχρεώσεις και μηχανισμοί για τα κράτη που επιλέγουν να δεσμεύονται από αυτά και σε περίπτωση που παραβιάζονται οι ρυθμίσεις για τα δικαιώματα, τα κράτη καθίστανται υπόλογα και οι κυβερνήσεις οφείλουν να συμμορφωθούν.
Από τα Ηνωμένα Έθνη έχει οριστεί ένα κοινό πλαίσιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα με την υιοθέτηση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1948. Παρά το γεγονός ότι αυτή η Διακήρυξη, δεν αποτελεί δεσμευτικό μέρος του διεθνούς δικαίου, η αποδοχή της από όλες τις χώρες σε όλο τον κόσμο, διασφαλίζει το ηθικό της κύρος σε σχέση με τη θεμελιώδη αρχή, σύμφωνα με την οποία, όλα τα ανθρώπινα όντα, πλούσιοι και φτωχοί, ισχυροί και αδύναμοι, άνδρες και γυναίκες, όλων των φυλών και των θρησκειών, πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα και με σεβασμό.
Η κατανόηση του νομικού πλαισίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι σημαντική για την προώθηση, την προστασία και την πραγμάτωση των δικαιωμάτων των παιδιών, ιδίως με βάση τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (εφεξής ΔΣΔΠ).
Στα παιδιά αναγνωρίζονται, όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η εφαρμογή της ΔΣΔΠ, έχει ζωτική σημασία επειδή διασφαλίζει ειδική αναγνώριση αναφορικά με τα δικαιώματα των παιδιών, στη βάση των εξειδικευμένων λόγω ηλικίας αναγκών τους όπως για παράδειγμα το δικαίωμα σε φροντίδα από τους γονείς.
Επίσης, η σχεδόν καθολική αποδοχή, από τα κράτη, των υποχρεώσεων που τους αναλογούν στον τομέα των δικαιωμάτων των παιδιών παρέχει ιδιαίτερα ισχυρό έρεισμα για την ανάληψη δεσμεύσεων.
Από τη γέννηση μέχρι την ενηλικίωσή τους (0-18 ετών), τα παιδιά έχουν πολύ διαφορετικές ανάγκες στα διαφορετικά στάδια ανάπτυξής τους. Το δικαίωμα στην εκπαίδευση είναι βασικό ώστε να μπορέσουν να εξελιχθούν μέσα στην κοινωνία. Ως έφηβοι, αντιμετωπίζουν νέες ανάγκες και νέες ευθύνες. Οι έφηβοι μπορούν, για παράδειγμα, να εκφράζουν την άποψή τους σχετικά με αποφάσεις που αφορούν στη ζωή τους. Η ανέχεια των γονέων και ο τυχόν κοινωνικός αποκλεισμός περιορίζει σοβαρά τις δυνατότητες που προσφέρονται στα παιδιά και τη δυνατότητα πρόσβασης στα δικαιώματά τους, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο το μέλλον της κοινωνίας ως συνόλου.
Η δράση για την προστασία των παιδιών αναδεικνύει τη σημασία της προώθησης των δικαιωμάτων του παιδιού ως ξεχωριστό θέμα για το οποίο είναι απαραίτητη η ανάληψη ειδικών πολιτικών σε όλα τα ρυθμιζόμενα πεδία.
Τα δικαιώματα και οι ανάγκες του παιδιού πρέπει να εξετάζονται παράλληλα: ο σεβασμός και η προώθηση των δικαιωμάτων όλων των παιδιών πρέπει να συμβαδίζουν με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση των βασικών τους αναγκών.
Παρά τις προσπάθειες που γίνονται, εξακολουθεί να υπάρχει χάσμα ανάμεσα στα κατοχυρωμένα σε διεθνείς συνθήκες δικαιώματα και στις πραγματικές συνθήκες φτώχειας, εγκατάλειψης και εκμετάλλευσης στις οποίες είναι αναγκασμένα να ζουν εκατομμύρια παιδιά σ’ όλο τον κόσμο.
Τα παιδιά αποτελούν το μέλλον και διασφαλίζουν την ανάπτυξη μιας κοινωνίας. Επένδυση στα παιδιά σημαίνει επένδυση στο μέλλον.
1.2. Τι είναι το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού
Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ήδη από τον Μάιο 2002, υιοθετώντας
το κείμενο «Ένας Κόσμος κατάλληλος για τα παιδιά» (Α world fit for children), είχε καλέσει τα κράτη μέλη να εξετάσουν τη λήψη ειδικών μέτρων, στα οποία θα περιλαμβάνονταν «η εκπόνηση, όπου απαιτείται, αποτελεσματικών νομοθετημάτων, πολιτικών και σχεδίων δράσης και η κατανομή πόρων για την πραγμάτωση και προστασία των δικαιωμάτων και της ευημερίας των παιδιών», (άρθρ. 30 παρ. α. Ψήφισμα 10/5/2002 ΓΣ ΟΗΕ).
Η εκπόνηση και υλοποίηση ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα δικαιώματα του παιδιού αποτελεί θετική πολιτική και προκύπτει ως όρος για την εφαρμογή των δικαιωμάτων των παιδιών στην πράξη.
Στις καταληκτικές Παρατηρήσεις της για την Ελλάδα, η Επιτροπή της Σύμβασης ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού, επισημαίνει (Σύσταση 14) την υιοθέτηση ενός Σχεδίου Δράσης, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα ενεργειών και μετρήσιμων στόχων, με πόρους για την εφαρμογή του, ώστε να είναι εφικτή η αποτελεσματική παρακολούθηση της εξέλιξης που σημειώνεται στον τομέα της εφαρμογής των δικαιωμάτων όλων των παιδιών υπό την δικαιοδοσία του Κράτους.
Στο παρελθόν είχαν εξαγγελθεί προσπάθειες για τη σύνταξη Ελληνικού Σχεδίου Δράσης για τα δικαιώματα του παιδιού από εξειδικευμένους φορείς, οι οποίες τελικά δεν τελεσφόρησαν.
Ανεξάρτητες Αρχές όπως ο Συνήγορος του Πολίτη είχαν εκφράσει την αναγκαιότητα της υιοθέτησης και εφαρμογής ενός Σχεδίου Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού με συγκεκριμένο περιεχόμενο .
Η υιοθέτηση εξάλλου του συγκεκριμένου Σχεδίου αποτελεί και υλοποίηση της δέσμευσης για την εκπόνηση Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Παιδιά, που περιέχεται ως δράση στο κεφάλαιο για τα δικαιώματα των παιδιών, στο γενικό Α΄ Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (2014-2016) που ήδη εφαρμόζεται στη χώρα μας.
Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα δικαιώματα του Παιδιού, είναι ένας συνεκτικός «οδηγός», με τον οποίο δίνεται έμφαση στην προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που βρίσκονται στην Ελλάδα και παρέχεται ένα σαφές και συστηματικό πλαίσιο δράσης για την βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης.
Περιλαμβάνει ειδικούς, μετρήσιμους, εφικτούς στόχους και χρονικά καθορισμένες δεσμεύσεις, ενώ καθορίζει την κατεύθυνση διαφύλαξης και προαγωγής των δικαιωμάτων των παιδιών, από κάθε είδους κινδύνους και παραβιάσεις. Όπως κάθε Εθνικό Σχέδιο στηρίζεται και λαμβάνει υπόψη του τις ιδιαίτερες ιστορικές, πολιτιστικές, κοινωνικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της έννομης τάξης που ρυθμίζει.
Το περιεχόμενο του Σχεδίου Δράσης, θέτει τις κατευθυντήριες γραμμές για τις διοικητικές, κυβερνητικές, νομοθετικές και δικαστικές αρχές για θέματα αρμοδιότητάς τους, αλλά ταυτόχρονα χρησιμεύει και ως πλαίσιο αναφοράς και «συγκρίσιμος δείκτης» για φορείς, θεσμούς και διεθνή όργανα, όσον αφορά την εφαρμογή και υλοποίηση από την χώρα μας, πολιτικών και δράσεων που άπτονται των δικαιωμάτων του παιδιού.
1.3. Μεθοδολογία και Δομή του Σχεδίου
Λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, συγκεκριμένα του Κύκλου Δικαιωμάτων του Παιδιού, τις Καταληκτικές Παρατηρήσεις της Επιτροπής του ΟΗΕ ύστερα από την εξέταση της Ελληνικής Έκθεσης (Ιούνιος 2012), τις απόψεις που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια δημοσίων εκδηλώσεων, τις επαφές με ΜΚΟ και όσες προτάσεις απεστάλησαν από εκπροσώπους φορέων και εμπειρογνώμονες και προέκυψαν από τη συνεργασία των σχετικών Υπουργείων και Κρατικών φορέων, αλλά και την εμπειρία από την υιοθέτηση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου 2014-2016, στη Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης προχωρήσαμε στην προσπάθεια εκπόνησης ενός Σχεδίου, το οποίο θα περιέχει τις σημαντικότερες πολιτικές και δράσεις που απορρέουν από τις διαπιστωθείσες ανάγκες για τη λήψη μέτρων με στόχο την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών και την πληρέστερη εφαρμογή της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού (ΔΣΔΠ) στη χώρα μας. Ο ρόλος της Γραμματείας είναι συντονιστικός και οι επιμέρους συνεισφορές αποτελούν αρμοδιότητα και ευθύνη των Υπουργείων και των Φορέων που τις προτείνουν.
Δίδοντας ιδιαίτερη σημασία στις δύσκολες δημοσιοοικονομικές συνθήκες στις οποίες βρίσκεται σήμερα η χώρα, αλλά και στην απόλυτη αναγκαιότητα να σχεδιαστούν και υλοποιηθούν μέτρα για την πληρέστερη εφαρμογή των δικαιωμάτων του παιδιού και την προστασία των ευάλωτων ομάδων, οι οποίες πλήττονται ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση, αποφασίστηκε η εκπόνηση του Σχεδίου Δράσης για τα παιδιά και για χρονική περίοδο πέντε ετών, 2015-2020.
Το Ελληνικό Σχέδιο Δράσης, εκπονήθηκε από ειδική Ομάδα Εργασίας, η οποία συστήθηκε με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι Υπουργείων, κρατικών φορέων και Ανεξάρτητων- συμβουλευτικών προς την πολιτεία- οργάνων για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Η ίδια αυτή διυπουργική ομάδα εργασία, θα συνεχίσει τις συναντήσεις και τις εργασίες της ως όργανο παρακολούθησης της εφαρμογής και αξιολόγησης των δράσεων που περιέχονται στο Σχέδιο, με τη συνδρομή των αρμόδιων φορέων, αλλά και της κοινωνίας των πολιτών.
Α. Τρόπος εργασίας για την εκπόνηση του Σχεδίου
α) Συγκρότηση και λειτουργία του διϋπουργικού συντονιστικού οργάνου που έχει αναλάβει την εκπόνηση και στη συνέχεια την παρακολούθηση υλοποίησης του ΕΣΔ. Το όργανο αυτό έχει τη μορφή της Ομάδας Εργασίας (Ο.Ε), κατά τους κανόνες που την διέπουν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις .
Επιπλέον ορίστηκε μια ολιγομελής επιτροπή, από τα μέλη της Ο.Ε και με τη συμμετοχή ειδικών επιστημόνων κατά περίπτωση- η οποία έχει την ευθύνη σύνταξης κειμένων, εισηγήσεων προς έγκριση από το συντονιστικό όργανο και προώθησης ενεργειών που αποφασίζονται από αυτό.
β) Στάδια και διαδικασίες διαβούλευσης και ο ρόλος της Κοινωνίας των Πολιτών (αρχικής παρουσίασης, ενδιάμεσης παρακολούθησης, ενδεχόμενης αναπροσαρμογής και τελικών αποτελεσμάτων). Η Διαβούλευση με Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στο χώρο των δικαιωμάτων του παιδιού, γίνεται με τακτικές συναντήσεις και με τη διαδικτυακή πλατφόρμα της Γενικής Γραμματείας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
γ) Το χρονοδιάγραμμα του Σχεδίου Δράσης (προτείνεται να έχει πενταετή διάρκεια 2015-2020).
Β. Προτεινόμενη Δομή
Η βασική δομή του Σχεδίου θα περιλαμβάνει τα επί μέρους κεφάλαιά του, το περιεχόμενο των οποίων θα συμπληρωθεί κατά τις εργασίες της ΟΕ με τη συμβολή των εκπροσώπων των αρμοδίων υπουργείων και φορέων.
Η ταξινόμηση των θεματικών και η κατανομή των επιμέρους δικαιωμάτων στο Σχέδιο Δράσης, έχει ως αφετηρία τη διάρθρωση των δικαιωμάτων, όπως παρουσιάζονται στη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του Παιδιού (ΔΣΔΠ) , ιδίως σε σχέση με τις καταληκτικές παρατηρήσεις της Επιτροπής ΔΣΔΠ προς την Ελλάδα (Ιούνιος 2012), με αναφορά στα δικαιώματα και στην πραγμάτωσή τους, λόγω ιδιαίτερων συνθηκών σε σχέση με συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, όπως Ρομά, ΑμεΑ κλπ.
Το κάθε κεφάλαιο και υποκεφάλαιο (και ενδεχομένως περισσότερα των αναφερομένων υποκεφαλαίων), προτείνεται να περιλαμβάνει τα παρακάτω:
α) το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται η διοικητική αρμοδιότητα,
β) την υφιστάμενη κατάσταση (υπάρχουσα τεκμηρίωση, διαπιστούμενα προβλήματα, πρόσφατες μεταβολές, κλπ)
γ) συγκεκριμένες δράσεις με στόχο την προστασία και προαγωγή των δικαιωμάτων των παιδιών, τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, την ανατροπή προβληματικών καταστάσεων, κλπ.
δ) τους φορείς υλοποίησης των ειδικότερων σχεδίων και δράσεων, καθώς και
ε) χρονοδιάγραμμα που προβλέπεται για την υλοποίηση των δράσεων.