1. Ανεκτέλεστες ποινές στερητικές της ελευθερίας που δεν υπερβαίνουν τα πέντε έτη, που έχουν επιβληθεί με δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες κατέστησαν αμετάκλητες πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και δεν έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, μετατρέπονται σε χρηματικές ποινές, ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος που υποβάλλεται αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο στον αρμόδιο για την εκτέλεση των ποινών εισαγγελέα μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Η μετατροπή αποκλείεται, αν η ποινή έχει περιληφθεί ή μπορεί να περιληφθεί σε συνολική ποινή κάθειρξης που εξακολουθεί να ισχύει.
2. Για τη μετατροπή της ποινής αποφασίζει αμετάκλητα το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα από κλήτευση του αιτούντος. Ο αιτών μπορεί να παραιτηθεί από την κλήτευση, καθώς και να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτησή του ή σε μεταγενέστερο έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο. Κατά τη μετατροπή των ποινών του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 4 έως 8 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα.
3. Μετά την υποβολή της αίτησης της παραγράφου 1, δεν επιτρέπεται η άσκηση από τον καταδικασθέντα οποιουδήποτε τακτικού ή έκτακτου ενδίκου μέσου κατά της απόφασης που επέβαλε την κατά τα άνω ποινή ή η άσκηση αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας ή της απόφασης. Αν ασκηθεί τέτοιο ένδικο μέσο ή βοήθημα, κηρύσσεται απαράδεκτο σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
Κύριε υπουργέ, είμαι καταδικασμένος σε ποινή κάθειρξης 6 ετών και έχω και 15 καταδίκες γιά ακάλυπτες επιταγές, ποινές από 1-4 χρόνια. Από την Γραμματεία της φυλακής, όταν ζήτησα να αποφυλακισθώ τυπικά γιά τα 6 χρόνια που ήδη έχω εκτίσει τα 2/5, μου είπαν ότι πρέπει να συγχωνεύσω στο κακούργημα όλες τις πλημμεληματικές ποινές και να έχω τελικά μία ποινή κάθειρξης, με αποτέλεσμα να πρέπει να εκτίσω 25 χρόνια κάθειρξη. Αυτό όμως είναι όχι μόνο παράλογο αλλά και εντελώς άδικο, αφού έχω δικασθεί μόνο γιά ένα κακούργημα 6 χρόνια και θα πρέπει να εκτίσω ποινή 25 χρόνια. Παρακαλώ θερμά να προβλέψετε με τον νόμο να συγχωνεύονται κακουργήματα με κακουργήματα και πλημμελήματα με πλημμελήματα και όχι όπως σήμερα συμβαίνει.
Κύριε Υπουργέ, βρείτε άλλους τρόπους και εφαρμόστε άλλα μέτρα γιά την πάταξη της φοροδιαφυγής. Το να κινδυνεύει ο κάθε επιχειρηματίας να κατηγορηθεί γιά το κακούργημα της φοροδιαφυγής, είναι ο κύριος λόγος που σήμερα έχει πιά σταματήσει η ανάπτυξη και έχει εξαφανισθεί η επιχειρηματικότητα, αφού είναι πιά διεθνώς γνωστό ότι στην Ελλάδα το επιχειρείν ισοδυναμεί με ποινικό αδίκημα κακουργηματικής μορφής. Απόδειξη των ανωτέρω είναι ότι και οι μετρημένες στα δάχτυλα εταιρείες που ήλθαν να επενδύσουν στην Ελλάδα, έφυγαν κακήν-κακώς μπροστά στον κίνδυνο να καθίσουν οι εκπρόσωποί τους στο εδώλιο του Μονομελούς Κακουργημάτων.
Εφόσον οι περιπτώσεις που μιλάει το άρθρο πρόκειται για πλημμέλημα και για να μην δημιουργούνται ταξικές ανισότητες (επειδή το άρθρο μιλά για χρήματα και εξαγορά ποινής), θα μπορούσε να υπάρξει Υπουργική Απόφαση, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα κοινωνικής εργασίας σε όσους δεν έχουν τη δυνατότητα εξαγοράς της ποινής (και φυσικά η εργασία αυτή να μην καλύπτει μόνιμες ανάγκες)
Θα πρέπει επιτέλους να σταματήσει η Εισαγγελία να λειτουργεί σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις και να επιβληθεί πλέον νομοθετικό πλαίσιο γιά τις συγχωνεύσεις των ποινών, ώστε να έχει ο κρατούμενος ίδια δικαιώματα με τον μη κρατούμενο και να μπορεί να συγχωνεύει πλημμεληματικές ποινές χωριστά και κακουργηματικές ποινές χωριστά και να μπορεί να ζητάει κοινωφελή εργασία ή και δοσοποίηση των πλημμεληματικών ποινών ακόμα και πριν από την απόλυσή του από την φυλακή, τις οποίες θα εκτελεί αμέσως μετά από την έκτιση της ποινής του.
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 νομίζω ότι θα πρέπει να περιληφθούν όχι μόνο οι ανεκτέλεστες και οι αποφάσεις που δεν έχουν ακόμη καταστεί αμετάκλητες, αλλά γενικά να αφορά σε ποινές στερητικές της ελευθερίας που δεν υπεβαίνουν τα 5 έτη, ανεξαρτήτως λοιπών προϋποθέσεων, επειδή αφ’ενός μεν αυτό απαιτείται γιά την ισότητα των όπλων, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Συντάγματος και αφ’ετέρου επειδή πρακτικά έχει διαπιστωθεί ότι απαιτείται παρέλευση πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος γιά να καταστεί μία απόφαση αμετάκλητη, με αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις να έχει εκτιθεί η ποινή πρίν η απόφαση καταστεί αμετάκλητη.
Επιπλέον, νομίζω ότι θα πρέπει να παραληφθεί το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 «η μετατροπή αποκλείεται, αν η ποινή έχει περιληφθεί ή μπορεί να περιληφθεί σε συνολική ποινή κάθειρξης που εξακολουθεί να ισχύει», επειδή είναι όχι μόνο άδικο αλλά και παράνομο να καταργείται από την δικαστηριακή πρακτική η αυτοτέλεια των ποινών που συγχωνεύονται, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται ποινές πλημμεληματικού χαρακτήρα σε κακουργηματικές και να μην έχει δικαίωμα πλέον ο κρατούμενος να επιλέξει να μετατρέψει μία ποινή 5 ετών, επειδή αυτή έχει συγχωνευθεί σε κακουργηματική. Εν τέλει, είναι νομίζω πιό δίκαιο γιά τους καταδικασθέντες να μπορούν να συγχωνεύουν πλημμελήματα με πλημμελήματα χωριστά και κακουργήματα με κακουργήματα χωριστά επίσης, πράγμα που σε τευταία ανάλυση απολήγει και στο δημοσιονομικό συμφέρον του Κράτους, επειδή με αυτόν τον τρόπο μπορούν να απολήξουν περισσότερα χρήματα στα Δημόσια Ταμεία από την μετατροπή των ποινών.
Επίσης, από την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, θα πρέπει να παραληφθεί η απαγόρευση ασκήσεως οποιουδήποτε τακτικού ή εκτάκτου ενδίκου μέσου κατά της απόφασης που επέβαλε την παραπάνω ποινή, δεδομένου ότι είναι εκβιαστικό να αποτρέπεται ο καταδικασθείς να ασκήσει τα δικαιώματά του μέχρι τον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας προκειμένου να τύχει εφαρμογής της ευνοϊκής ρυθμίσεως μετατροπής της ποινής του.