1. Κάθε ενδιαφερόμενος που έχει υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από απόφαση της ΑΕΠΠ μπορεί να ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσής της και την ακύρωσή της ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τα ένδικα βοηθήματα της αίτησης αναστολής και της αίτησης ακύρωσης λογίζονται ως συμπροσβαλλόμενες με την απόφασης της ΑΕΠΠ και όλες οι μεταγενέστερες και συναφείς προς την ανωτέρω απόφαση πράξεις ή παραλείψεις της αναθέτουσας αρχής, εφόσον έχουν εκδοθεί ή συντελεστεί αντιστοίχως ως τη συζήτηση της αίτησης αναστολής ή την πρώτη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης. Για την εκδίκαση των διαφορών αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8 Α΄).
2. Η άσκηση της αίτησης αναστολής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη άσκηση της αίτησης ακύρωσης. Η προθεσμία άσκησης των ένδικων βοηθημάτων διακόπτεται µε την κατάθεση της αιτήσεως αναστολής και αρχίζει από την επίδοση της σχετικής απόφασης. Ο διάδικος που πέτυχε υπέρ αυτού την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, οφείλει μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την επίδοση της απόφασης αυτής, να ασκήσει την αίτηση ακύρωσης, διαφορετικά αίρεται αυτοδικαίως η ισχύς της αναστολής. Η δικάσιμος για την εκδίκασή της αίτησης ακύρωσης δεν πρέπει να απέχει πέραν του τριμήνου από την κατάθεση του δικογράφου.
3. Εάν η αίτηση αναστολής γίνει δεκτή, το όργανο το οποίο εξέδωσε την πράξη της οποίας η εκτέλεση αναστέλλεται με την απόφαση μπορεί να συμμορφωθεί προς το διατακτικό ή και το εν γένει περιεχόμενο της απόφασης και να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει κατάλληλα την πράξη που προκάλεσε τη διαφορά. Στην περίπτωση αυτή, για το κύριο ένδικο βοήθημα που ασκήθηκε, εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989.
4. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν άσκησε ή άσκησε ανεπιτυχώς την αίτηση αναστολής και η σύμβαση υπογράφηκε και ολοκληρώθηκε η εκτέλεσή της πριν από τη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης, εφαρµόζεται αναλόγως η παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989.
5. Αν το δικαστήριο ακυρώσει πράξη ή παράλειψη της αναθέτουσας αρχής μετά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης, η τελευταία δεν θίγεται, εκτός αν πριν από τη σύναψη αυτής είχε ανασταλεί η διαδικασία κατακύρωσης του διαγωνισμού με απόφαση της ΑΕΠΠ ή με απόφαση επί αίτησης αναστολής ή με προσωρινή διαταγή. Στην περίπτωση αυτή, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 30.
Η ΠΕΔΜΕΔΕ προτείνει να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 3 Ν. 3886/2010 (ΦΕΚ 173 Α/30.09.2010)
1. Ορθότερη, όσον αφορά τη διατύπωση και σύμφωνη προς το πνεύμα της δικονομικής οδηγίας, είναι η χρήση του ευρύτερου όρου «ασφαλιστικά μέτρα» («μπορεί να ζητήσει τη ληψη ασφαλιστικών μέτρων») αντί της περιορισμένης όσον αφορά την εμβέλεια και τις προϋποθέσεις χορήγησης «αναστολής της εκτέλεσης» (βλ.άρθρο 5 προηγ. Ν. 3886/2010).
2.Πρέπει επίσης, σε περίπτωση που το ΣτΕ αναστείλει ή ακυρώσει την απόφαση της ΑΕΠΠ,κρίνοντας επομένως ότι δεν ήταν νόμιμη, να περιληφθεί διάταξη για την επιστροφή του καταλογισθέντος αβάσιμα με την απόφαση της ΑΕΠΠ παραβόλου.