1.Η μόνη παράγραφος του άρθρου 18 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αριθμείται σε παράγραφο 1 και προστίθεται παράγραφος 2, ως εξής:
«2. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη αν δεν συνοδεύεται από παράβολο πενήντα (50) ευρώ, το οποίο επιστρέφεται αν γίνει αυτή ολικά ή μερικά δεκτή. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
2. Το εδάφιο α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο μηνυτής, κατά την υποβολή της μήνυσης ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής, καταθέτει, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εβδομήντα (70) ευρώ».
3. Το εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 46 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού πενήντα (50) ευρώ.».
4. Το εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 48 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας.».
5. Το εδάφιο β΄ του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ως τέλος πολιτικής αγωγής, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, ορίζεται το ποσό των σαράντα (40) ευρώ, που καταβάλλεται εφάπαξ με παράβολο υπέρ του Δημοσίου είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία και καλύπτει την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης.».
6. Η μόνη παράγραφος του άρθρου 192 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αριθμείται σε παράγραφο 1 και προστίθεται παράγραφος 2, ως εξής:
«2. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη αν δεν συνοδεύεται από παράβολο πενήντα (50) ευρώ, το οποίο επιστρέφεται αν γίνει αυτή ολικά ή μερικά δεκτή. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
7. Το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 322 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.».
Κανένα παράβολο δεν πρέπει να υφίσταται σε περιπτώσεις αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων.
Όταν βλέπω μία ανθρωποκτονία να διαπράττεται δεν θα πληρώσω και παράβολο για να την καταγγείλω!
Καταβολή παραβόλου νοείται μόνον στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα.
Τούτη είναι και η ερμηνεία που δίνουν οι Εισαγγελικές Αρχές.
Φανταστείτε έναν τουρίστα που καταγγέλλει στην Αστυνομία μια κλοπή σε βάρος του και του ζητείται η καταβολή παραβόλου (έχει γίνει ουκ ολίγες φορές τούτο για να εκτιθέμεθα διεθνώς και συνεχώς).
1. Η καταργηση δικαστικου ενσημου στις αναγνωριστικές αγωγές απολύτως απαραίτητη και ορθή
2. Η καταβολη παραβόλου για την περιπτωση αναβολης δεν εξυπηρετει ούτε την επιταχυνση, ούτε άλλο δικονομικό σκοπό, εξυπηρετει μονο εισπρακτικους σκοπούς, αφου με την νεα δικονομία ο θεσμός της αναβολης εχει ουσιαστικά αποδυναμωθεί, και για να ζητηθει αναβολή πρέπει να υπαρχει πολυ σοβαρος λόγος (όχι οπως γινοταν εως τωρα…..)
3. Η υποχρεωση καταβολης παραβόλου για ασκηση ενδικων μέσων δεν ειναι δικαιη (παρ ολον που μειώνεται το ποσόν) καθώς ακομη και σε περιπτωση νικης του εφεσείοντος, η επιστροφη του παραβολου ειναι μια ΟΔΥΣΣΕΙΑ που όλοι αποφευγουν με αποτελεσμα, το λαθος του πρωτοδικως δικασαντος δικαστή να το πληρωνει ο πρωτοδικως αδικηθείς διάδικος. Το δίκαιο και λογικο θα ηταν το παραβολο να το πληρωνει ο ηττωμενος στο Εφετείο διαδικος (μπορει να εισπράττεται μεσω ΔΟΥ και να βλεπει την χρέωση στο εκκαροστικο του εισοδηματος). Πιο προχωρημένο αλλα και πιό λογικό θα ηταν ο δικαστης που εξεδωσε εσφαλμένη απόφαση να πληρωνει εκεινος το παράβολο, εάν η αποφαση εχει νομικά σφάλματα!
Οπωσαδηποτε πρεπει αν διευκρινθσεί ότι τό πάραβολο κατατιθεται ανα έφεση (δηλ. ανα δικόγραφο) και όχι ανα διάδικο, καθως σε πολλες περιτώσεις το συμφέρον ειναι κοινό (πχ κληρονομοι αποβιώσαντος, συνιδιοκτητες ακινήτου)και η εφεση στην πραγματικότητα ειναι μία. Το ιδιο και για την οποιαδήποτε ανακοπή
4. Χρειάζεται σαφεστερη διατυπωση των περιπτωσεων (α) και (β):
«2. Ο ανακόπτων οφείλει να προκαταβάλει στη γραμματεία του δικαστηρίου κατά την κατάθεση της ανακοπής το παράβολο που όρισε η ερήμην απόφαση και ανέρχεται για κάθε ανακόπτοντα:
α) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατόν είκοσι (120) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια (200) ευρώ, και
β) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατό πενήντα (150) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, ανάλογα προς το αν αυτή εκδίδεται από το Ειρηνοδικείο και το Μονομελές Πρωτοδικείο, αντίστοιχα,
Τι ισχύει? το 120-200 ή το 150-250?
5. Δεν διευκρινιζεται: Για την καταθεση μηνύσεως ο εγκαλων καταβάλει ενα παραβολο. Για τις περιπτωσεις όπου απαιτειται εγκληση καταβαλει ένα παραβολο επιπλεον. Για παρασταση πολιτικής αγωγής θα καταβάλει ο ίδιος τριτο παραβολο??
Και γιατι θα πρεπει να καβαλει παραβολο (υποτιθεται ότι το παραβολο θεσπισθηκε για περιορισμό της δικομανίας) εκεί όπου ο νομος τόν υποχρεωνει να καταθεσει εγκληση για να μην απωλεσει δικαιωμα (τριμηνο από της σφραγισεως επιταγης πχ??)