1. Το εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Αν ο ιδιώτης διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπος ή ο δικαστικός πληρεξούσιός του υποπέσει σε παράβαση των κανόνων της προηγούμενης παραγράφου, το δικαστήριο, με την οριστική του απόφαση, επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή από εκατό πενήντα (150) έως χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.».
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Προκειμένου για χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού, ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209Α. Το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, η οποία συντάσσει ατελώς, μετά από αίτηση του εκκαλούντος, ειδικό σημείωμα, με το οποίο βεβαιώνεται και η καταβολή του.».
3. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 135 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο γ΄ ως εξής:
«Κατά την υποβολή του αιτήματος αναβολής από το διάδικο, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, κατατίθεται με ποινή το απαράδεκτο αυτού, παράβολο υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ως εξής: α) ποσού τριάντα (30) ευρώ, ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, β) ποσού σαράντα (40) ευρώ, ενώπιον του τριμελούς πρωτοδικείου και γ) ποσού πενήντα (50) ευρώ, ενώπιον του εφετείου. Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου.»
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το παράβολο ορίζεται:
α) για την ένσταση κατά τα άρθρα 246 και 269, την αντένσταση κατά το άρθρο 256, την προσφυγή και την ανακοπή κατά το άρθρο 217 σε εκατό (100) ευρώ και για τις αιτήσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας και την αίτηση διόρθωσης ή ερμηνείας σε πενήντα (50) ευρώ,
β) για την ανακοπή ερημοδικίας και την τριτανακοπή σε εκατό πενήντα (150) ευρώ, για την έφεση και για την αντέφεση σε διακόσια (200) ευρώ και για την αίτηση αναθεώρησης σε τριακόσια (300) ευρώ.
Εξαιρετικά το παράβολο της προσφυγής σε διαφορές από άσκηση προσφυγής ασφαλισμένου σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ορίζεται σε είκοσι πέντε ευρώ.».
5. Το εδάφιο α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, το παράβολο για την προσφυγή, την έφεση και την αντέφεση ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το ένα τοις εκατό (1%) του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.».
6. Στο άρθρο 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) προστίθεται παράγραφος 12, ως εξής:
«Οι ρυθμίσεις των παραγράφων 9 και 10 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται για το παράβολο που κατατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 3 εδάφιο γ΄, το οποίο εκπίπτει πάντοτε υπέρ εκείνου για τον οποίο έχει εκδοθεί.».
Η καταβολή από τον εκκαλούντα μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της εφέσεως, ποσοστού 20% του οφειλομένου, σύμφωνα με την πρωτοδίκη απόφαση, φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209 Α του ΚΔΔ, εξακολουθεί και είναι ιδιαίτερα υψηλό. Βεβαίως, είναι κατά πολύ χαμηλότερο από το 50% αλλά δεν παύει να είναι δυσβάστακτο, στο μέτρο που με το άρθρο 209 Α ΚΔΔ αναστολή χορηγείται μόνο όταν είναι προδήλως βάσιμη η έφεση, πράγμα που δύσκολα δικαστήριο στα πλαίσια της αναστολής μπορεί να χορηγήσει, αφού εν τοις πράγμασι θα αναγκαστεί να λειτουργήσει ως Δικαστήριο κρίνον επί της ουσίας. Η διάταξη είναι αντισυνταγματική και αντίκειται και στην ΕΣΔΑ και το ευρωπαϊκό δίκαιο, αφού αποστερεί τον πολίτη από το δικαίωμα της προσωρινής δικαστικής προστασίας μέχρις εκδικάσεως της εφέσεως. Πολλώ μάλλον όταν ακόμη και σε επιχειρήσεις οικονομικά αδύναμες ή τελούσες ακόμη και υπό πτώχευση κλπ δεν προβλέπεται ειδική αντιμετώπιση ή και εξαίρεση από την καταβολή του ποσού αυτού. Κατά συνέπεια, είτε το άρθρο 93 παρ. 3 του ΚΔΔ πρέπει να τροποποιηθεί πλήρως και να μη θέτει θέμα παραδεκτού της εφέσεως αν δεν έχει καταβληθεί ποσοστό 50% ή 20% του πρωτοδίκως καταλογισθέντος φόρου κλπ, είτε το άρθρο 209 Α του ΚΔΔ πρέπει να τροποποιηθεί και να δίδει δυνατότητα αναστολής και σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας ή ανεπανορθώτου οικονομικής βλάβης του εκκαλούντος, όπως προεβλέπετο από το προϊσχύον δίκαιο. Το ζήτημα είναι σοβαρό και έχει δημιουργήσει αδιέξοδα και καταστροφή σε δεκάδες επιχειρήσεις και πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, πολλώ μάλλον όταν οικονομία υποφέρει και δεν υπάρχει η σχετική οικονομική δυνατότητα. Επίσης, και το εδάφιο α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του ΚΔΔ πρέπει να τροποποιηθεί, ειδικά για τα φορολογούμενα νομικά πρόσωπα που ευρίσκονται σε οικονομική αδυναμία (π.χ. πτωχές εταιρείες), για τα οποία νομικά πρόσωπα και πρέπει να προβλεφθεί ρύθμιση αντίστοιχη με την ισχύουσα για τα φυσικά πρόσωπα τα δικαιούμενα να τύχουν του ευεργετήματος της πενίας. Το δε «πλαφόν», κακώς ηυξήθη από τις 10.000 ευρώ στις 15.000 ευρώ με την προτεινομένη ρύθμιση. Ευελπιστώ ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα λάβει υπόψη του τα ανωτέρω, δοθέντος ότι η επί ποινή απαραδέκτου της εφέσεως καταβολή ποσού τόσο υψηλού όσο το 50% ή 20%, όταν μάλιστα τα δικάζοντα Πρωτοδικεία είναι σήμερα Μονομελή, οδηγεί σε ανεπιεικείς λύσεις και ουσιαστικά σε αποστέρηση του φορολογουμένου να έχει πρόσβαση στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
1. Σκόπιμη κρίνεται και η τροποποίηση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 277 ΚΔΔ, ώστε να αναφέρεται και στο εν λόγω εδάφιο το νέο ανώτατο όριο των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000)ευρώ.
2. Θα πρέπει να διευκρινιστεί εάν θα καθοριστεί ειδική διαδικασία για την έκδοση του προβλεπόμενου στο νέο εδάφιο γ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 135 ΚΔΔ παραβόλου υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.).
1. Υπάρχουν περιπτώσεις αναβολής που δεν εξαρτώνται από τη βούληση των διαδίκων, όπως πχ. απεργία δικαστικών υπαλλήλων, δικαστών (!!!), παρέλευσης ωραρίου, καιρικά φαινόμενα. Καλό είναι να μη περιορίζεται στην αποχή των δικηγόρων αλλά να επαφίεται και στη κρίση του Δικαστηρίου ή καταβολή ή όχι του σχετικού παραβόλου.
Συνεπώς στο τέλος της τροποποιούμενης διάταξης μπορεί να προστεθεί: «Το Δικαστήριο, σταθμίζοντας τις περιστάσεις μπορεί ν’ απαλλάξει τον αιτούντα διάδικο από τη καταβολή του παραβόλου»
2. Πρέπει να διευκρινιστεί αν το παράβολο καταπίπτει σε περίπτωση αποδοχής ή απόρριψης του αιτήματος και το ορθό είναι να καταπίπτει όταν απορρίπτεται το αίτημα αναβολής, ως επιτίμιο.
1. Δεν είναι δυνατό να επιβαρύνεται ο διάδικος το κόστος της αναβολής, όταν η υπόθεση αναβάλλεται για λόγους που δεν οφείλονται σε παρελκυστική τακτική του, όπως όταν επίκειται επίλυση κρίσιμου νομικού ζητήματος από το αρμόδιο Δικαστήριο.
2. Πρέπει να εισαχθεί μεταβατική διάταξη για το χρονικό διάστημα που έπεται της αποχής των δικηγόρων και παρατηρείται σώρευση μεγαλύτερου σε σχέση με το σύνηθες αριθμού υποθέσεων στα δικαστήρια. Τα Δικαστήρια δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε τσουνάμι υποθέσεων.
Επίσης δεν διευκρινίζεται αν θα καταβάλλεται ένα ή περισσότερα παράβολα,σε περίπτωση ομοδικίας, αν υποβάλλεται αίτημα αναβολής από τους ομοδικούντες διαδίκους