1. Στο άρθρο 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«Ο διάδικος, κατά την υποβολή του αιτήματος αναβολής, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, καταθέτει, με ποινή το απαράδεκτο αυτού, υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.):
α) ενώπιον Ειρηνοδικείου και Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού είκοσι (20) ευρώ
β) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τριάντα (30) ευρώ
γ) ενώπιον του Εφετείου παράβολο ποσού σαράντα (40) ευρώ.
Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου.».
2. Στο άρθρο 575 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προστίθενται εδάφια ε΄ και στ΄ ως εξής:
«Κατά την υποβολή του αιτήματος αναβολής από το διάδικο, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, κατατίθεται με ποινή το απαράδεκτο αυτού, παράβολο υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ) ποσού πενήντα (50) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου.».
3.Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 495 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α΄ 87), αντικαθίσταται ως εξής:
«Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, ως εξής:
Α. Για το ένδικο μέσο της έφεσης:
α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού εβδομήντα πέντε (75) ευρώ
β) κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ
γ) κατά απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό πενήντα (150) ευρώ.
Β. Για το ένδικο μέσο της αναίρεσης:
α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ
β) κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τριακοσίων (300) ευρώ
γ) κατά απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ
δ) κατά απόφασης Εφετείου παράβολο ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.
Γ. Για το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης:
α) κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων παράβολο ποσού τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ
β) κατά αποφάσεων Εφετείου και του Αρείου Πάγου παράβολο ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ».
5. Η παράγραφος 2 του άρθρου 505 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ο ανακόπτων οφείλει να προκαταβάλει στη γραμματεία του δικαστηρίου κατά την κατάθεση της ανακοπής το παράβολο που όρισε η ερήμην απόφαση και ανέρχεται για κάθε ανακόπτοντα:
α) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατόν είκοσι (120) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια (200) ευρώ, και
β) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατό πενήντα (150) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, ανάλογα προς το αν αυτή εκδίδεται από το Ειρηνοδικείο και το Μονομελές Πρωτοδικείο, αντίστοιχα, ή
γ) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από διακόσια (200) ευρώ και μεγαλύτερο από τριακόσια (300) ευρώ, όταν εκδίδεται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή το Εφετείο.
Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο».
Θεωρώ απαράδεκτη την εισαγωγή τέλους αναβολής σε αστικές υποθέσεις και απεναντίας όχι μόνο δεν πρέπει να εισαχθεί τέτοια ρύθμιση ΑΛΛΆ ΤΟΥΝΑΝΤΊΟΝ πρέπει να καταργηθούν τα φορομπηχτικά παράβολα ασκήσεως ενδίκων μέσων και βοηθημάτων.
Εισαγωγικά: Με τη συγκεκριμένη διάταξη επιτείνεται η δαιμονοποίηση της αναβολής και αποδεικνύεται η άγνοια του νομοθέτη σε ό,τι αφορά τους λόγους καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης. Η αναβολή είναι ο τελευταίος από τους λόγους καθυστέρησης στην απονομή δικαιοσύνης. Θα έπρεπε να αποτελεί δικονομικό εργαλείο, αφού σε αρκετές περιπτώσεις έχει «σώσει» τον ενάγοντα διάδικο από λάθη και παραλείψεις ως προς τις κοινοποιήσεις, τη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων κλπ. ή έχει επιτρέψει στον εναγόμενο διάδικο να συγκεντρώσει το οφειλόμενο χρηματικό ποσό κλπ. ή έχει δώσει τη δυνατότητα στο δικηγόρο να προετοιμαστεί επαρκώς για την υπόθεση, αφού στην Ελλάδα της τελευταίας στιγμής, δεν είναι λίγοι οι πολίτες που απευθύνονται καθυστερημένα σε δικηγόρο ή που αλλάζουν δικηγόρο στα μέσα μιας εν εξελίξει υπόθεσης. Αποτελεί, επίσης, διέξοδο για τους δικηγόρους, οι οποίοι συχνά υποχρεώνονται να αναβάλλουν τις υποθέσεις τους, παρά τη θέληση τους, λόγω του απαράδεκτου και οπισθοδρομικού θεσμού της διακοπής των ποινικών συνεδριάσεων, σε συνδυασμό με το ό,τι, σε σύμπτωση δικαστηρίων, προηγείται, λανθασμένα, το ανώτερο δικαστήριο, αντί αυτού με τις λιγότερες δυνατότητες αναβολής.
Παρατηρήσεις: Η συγκεκριμένη διάταξη είναι οριζόντια αφού καταλαμβάνει όλες τις αναβολές, παραγνωρίζοντας όλα τα προαναφερθέντα. Ενδεικτικά: γιατί να πληρώσει ο διάδικος παράβολο: α)αν ο δικηγόρος του υποχρεούται να αναβάλει την υπόθεση επειδή θα βρίσκεται σε άλλο δικαστήριο, β)αν στην αναβολή συναινεί ο αντίδικος, γ)αν η αναβολή αιτείται με κοινό αίτημα των αντιδίκων, δ)αν ο δικηγόρος αιτείται την αναβολή επειδή ο εντολέας του αδυνατεί ή δυστροπεί ως προς την πληρωμή της αμοιβής του; Είναι δε, κόντρα στην κοινή λογική, να πρέπει ο διάδικος να καταβάλει παράβολο χωρίς να είναι δεδομένη η επίτευξη της αναβολής.
Προτάσεις(κατά σειρά προτίμησης): Α) Μη θέσπιση της συγκεκριμένης διάταξης, που είναι αποκλειστικά εισπρακτικού χαρακτήρα, αφού η περίπτωση παρελκυστικού αιτήματος καλύπτεται επαρκέστατα από την παράγραφο 2 του άρθρου 241 ΚΠολΔ ή
Β-1.Να γίνει υποχρεωτική η αναβολή με αναδιατύπωση του εδαφίου α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 241 ΚΠολΔ ως εξής: «Ύστερα από αίτηση του διαδίκου και αν ακόμη δεν κατατέθηκαν προτάσεις ή αυτές κατατέθηκαν εκπρόθεσμα, μπορεί να αναβληθεί αναβάλλεται υποχρεωτικά η συζήτηση της υπόθεσης, μόνο μία φορά, ανά βαθμό δικαιοδοσίας, σε μεταγενέστερη δικάσιμο, εφόσον υπάρχει σπουδαίος κατά την κρίση του δικαστηρίου λόγος, με απλή σημείωση στο Πινάκιο και υπό την προϋπόθεση τήρησης της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου» και Να διατυπωθεί το εδάφιο α’ της παραγράφου 3 ως εξής:
«Ο διάδικος, κατά τη χορήγηση της αναβολής, πλην των περιπτώσεων αποχής των δικηγόρων, καταθέτει, με ποινή απαραδέκτου αυτού, υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ. Χ.ΔΙ.Κ), ανεξαρτήτως βαθμού δικαιοδοσίας…» ή
Β-2.Να διατυπωθεί το εδάφιο α’ της προτεινόμενης παραγράφου 3 ως εξής:
«Ο διάδικος, πλην των περιπτώσεων αποχής των δικηγόρων, της σύμπτωσης δικαστηρίων του δικηγόρου του αιτούντος την αναβολή διαδίκου, της συναίνεσης του αντιδίκου στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και της υποβολής κοινού αιτήματος από τους αντιδίκους, καταθέτει, εντός προθεσμίας 5 εργασίμων ημερών, από τη χορήγηση της αναβολής, υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ. Χ.ΔΙ.Κ) ανεξαρτήτως βαθμού δικαιοδοσίας…» ή
Β-3.Να διατυπωθεί το εδάφιο α’ της προτεινόμενης παραγράφου 3 ως εξής:
«Ο διάδικος, πλην των περιπτώσεων αποχής των δικηγόρων και της περίπτωσης που το Δικαστήριο κρίνει μη παρελκυστικό/βάσιμο το αίτημα και τον απαλλάξει από την υποχρέωση καταβολής, καταθέτει, εντός προθεσμίας 5 εργασίμων ημερών, από τη χορήγηση της αναβολής, υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ. Χ.ΔΙ.Κ), ανεξαρτήτως βαθμού δικαιοδοσίας…»
Γ)Αν υιοθετηθεί κάποια εκ των προτάσεων Β-1, Β-2 ή Β-3, τότε θα πρέπει να προστεθεί και εδάφιο γ’ ως εξής:
«Σε περίπτωση ομοδικίας, το παράβολο επιμερίζεται ισομερώς σε όλους τους αιτούντες την αναβολή ομοδίκους. Στην περίπτωση της αναγκαστικής ομοδικίας, τεκμαίρεται ότι το αίτημα υποβάλλεται από άλλους τους ομοδίκους, εκτός αν το Δικαστήριο κρίνει διαφορετικά».
Δ)Αν υιοθετηθεί κάποια εκ των προτάσεων Β-2 ή Β-3, τότε θα πρέπει να προστεθεί και εδάφιο δ’ ως εξής:
«Σε περίπτωση μη καταβολής του παραβόλου εντός της ανωτέρω προθεσμίας, το ποσό του παραβόλου θα βεβαιώνεται στη Δ.Ο.Υ εις βάρος του διαδίκου που έλαβε την αναβολή, στο τριπλάσιο (ή πενταπλάσιο)».
Η διάταξη όπως είναι διαμορφωμένη είναι ατυχής. Δεν διευκρινίζει τι δέον γενέσθαι στην περίπτωση ομοδικίας, στην περίπτωση που ένας ομόδικος ζητεί αναβολή κι άλλος όχι, στην περίπτωση που και οι δύο αντίπαλοι διάδικοι ζητούν αναβολή, στην περίπτωση του παρεμβαίνοντος που ζητά αναβολή λόγω συνεκδίκασης, στην περίπτωση που ζητείται η αναβολή της υποθέσεως μέχρι πέρατος συναφούς ποινικής διαδικασίας, στην περίπτωση που η αναβολή δίνεται λόγω πέρατος ωραρίου ή στάσης εργασίας του Γραμματέα του Δικαστηρίου ή λόγω διακοπής της συνεδρίασης του Δικαστηρίου και με την προχειρότητα που είναι διατυπωμένη η διάταξη θα δημιουργηθούν πλείστα όσα προβλήματα στην πράξη, τα οποία δεν χρειάζεται η Δικαιοσύνη.
Για λόγους ισότητας όταν αναβάλλεται η υπόθεση από το Δικαστήριο γιατί να μην αποζημιώνεται ο διάδικος με το ίδιο ποσό;
Γιατί το αναβολόσημο να προβλέπεται μόνο στις πολιτικές δίκες και όχι σε όλες, αφού ο σκοπός είναι προφανώς ο περιορισμός των αναβολών;
Εως σήμερα τα ένδικα μέσα στις εργατικές διαφορές, τις διαφορές από αμοιβές, τις γαμικές διαφορές και τις διατροφές (αρθ. 663 επ. και 677 επ. αντίστοιχα του ΚΠολΔ, πριν την τροποποίηση με το Ν 4335/2015 και ήδη αρθ. 614 §§ 3 και 5 και αρθ. 592 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ) εξαιρούνταν από την καταβολή παραβόλου.
Με το αρθ. 3 του νομοσχεδίου καταργείται χωρίς κάποια αιτιολογία αυτή η εξαίρεση, παρ’ ότι έχει διατηρηθεί με τον πρόσφατο Ν. 4335/2015 (άρθρο 1 αρθ. 3 Ν 4335/2015 – βλ. ήδη αρθ. 495§3 εδαφ. τελευταίο ΚΠολΔ).
Πέραν τούτου, η επιβολή παραβόλου 450 και 500 ευρώ για τις αναιρέσεις (κατά αποφάσεων Πολυμελών Πρωτοδικείων και Εφετείων αντίστοιχα) είναι υπερβολική, ειδικά ως προς τις εργατικές διαφορές, κυρίως δε όταν η αναίρεση ασκείται από τον εργαζόμενο. Σημειωτέον ότι με το αρθ. 277§2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται μειωμένο παράβολο για τα ένδικα μέσα σε υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης, όταν αυτά ασκούνται από τον ασφαλισμένο.
Συνεπώς, προτείνεται:
α) Η διατήρηση της εξαίρεσης καταβολής παραβόλου στις πιο πάνω περιπτώσεις, όπως ισχύει έως σήμερα, άλλως
β) Η πρόβλεψη μειωμένου παραβόλου στις πιό πάνω υποθέσεις, άλλως
γ) Η πρόβλεψη μειωμένου παραβόλου, ειδικά στις εργατικές διαφορές, όταν το ένδικο μέσο ασκείται από τον εργαζόμενο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του αρθ. 277§2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Συμπληρωματικά σε προηγούμενη ανάρτηση μου:
Πρέπει να διευκρινιστεί αν το παράβολο καταπίπτει σε περίπτωση αποδοχής ή απόρριψης του αιτήματος αναβολής και το ορθό είναι να καταπίπτει όταν απορρίπτεται το αίτημα αναβολής, ως επιτίμιο.
1.Να προβλεφθεί ότι το παράβολο ενδίκων μέσων νομιμοποιείται να το καταθέτει επ’ ονόματί του και να το εισπράξει και ο υπογράφων το ένδικο μέσο πληρεξούσιος δικηγόρος. Με το τρόπο αυτό επιλύονται προβλήματα σχετικά με τον δικαιούχο της επιστροφής (ειδικά να είναι πολλοί οι εκκαλούντες) και το πρόβλημα επιστροφής καθίσταται περαιτέρω δυσεπίλυτο σε περίπτωση μη αναγκαστικής ομοδικίας, κατά την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο ως προς τον πρώτο (που συνήθως αναγράφεται ως καταθέτης) και γίνεται δεκτό για έτερο εκκαλούντα, ο οποίος μόνο συμπερασματικά, ή εφόσον είναι επιμελής ο Δικαστής τον καθορίσει ειδικά. Προτείνω λοιπόν η σχετική διάταξη να συμπληρωθεί ως εξής:
Στη παράγραφο 3: «Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, στο όνομα του ή στο όνομα του υπογράφοντος το ένδικο μέσο πληρεξουσίου του δικηγόρου, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, ως εξής:……
Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 5: .. «Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, ή τον πληρεξούσιο και υπογράφοντα το ένδικο μέσο ή παραστάντα κατά την εκδίκαση του ενδίκου μέσου δικηγόρο, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο».
Με τον τρόπο αυτό καθίσταται εφικτή η επιστροφή του σχετικού παραβόλου, άλλως είναι δώρο άδωρο (προσωπικά δεν έχει επιτύχει εντολέας μου την επιστροφή παραβόλου μέχρι σήμερα), εκτός να η πρόθεση του Δημοσίου είναι να καταταλαιπωρεί τους διαδίκους ή, ακόμη χειρότερα να μην έχει τη βούληση να το επιστρέψει.
2. Για το άρθρο 241: Υπάρχουν περιπτώσεις αναβολής που δεν εξαρτώνται από τη βούληση των διαδίκων, όπως πχ. απεργία δικαστικών υπαλλήλων, δικαστών (!!!), παρέλευσης ωραρίου, καιρικά φαινόμενα. Καλό είναι να μη περιορίζεται στην αποχή των δικηγόρων αλλά να επαφίεται και στη κρίση του Δικαστηρίου ή καταβολή ή όχι του σχετικού παραβόλου.
Συνεπώς στο τέλος της τροποποιούμενης διάταξης μπορεί να προστεθεί: «Το Δικαστήριο, σταθμίζοντας τις περιστάσεις μπορεί ν’ απαλλάξει τον αιτούντα διάδικο από τη καταβολή του παραβόλου»
Η κλιμάκωση του ύψους των παραβόλων έφεσης και αναίρεσης ανάλογα με το είδος της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης δεν μου φαίνεται ιδιαίτερα εύστοχη καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τι είδους τσέπη διαθέτει ο κάθε διάδικος που θέλει να ασκήσει σε δικαστικό αγώνα, τι πιο φυσιολογικό, επανεξέταση της υπόθεσής του, με έφεση και αναίρεση. Χρειάζεται λοιπόν αυτοσυγκράτηση εκτός κι αν το νόημα είναι αυτά τα ένδικα μέσα να γίνουν για λίγους.
Υποτίθεται ότι η επιβολή παράβολου αναβολής θέλει να καταπολεμήσει τις αναβολές, σωστά;
Όταν πρόκειται για αναβολή δίκης το πρόβλημα και η ζημία είναι ίδια είτε βρισκόμαστε στο ειρηνοδικείο είτε στο συμβούλιο της επικρατείας. Οπότε, προτείνω εν ολίγοις το ίδιο ύψος παραβόλου σε όλα τα δικαστήρια. Το που θα τεθεί το ύψος είναι θέμα κι εδώ προτιμήσεων, αλλά όχι υπερβολές…
Χάριν ρεαλισμού, ίσως θα πρέπει να προβλεφθεί, εάν δεν υπάρχει ήδη, συγκεκριμένη εξουσία για το δικαστήριο να υπολογίζει στα τελικά έξοδα της δίκης και το πραγματικό κόστος της αναβολής για τον αντίδικο εκείνου που ζήτησε την αναβολή.
1. Η καταργηση δικαστικου ενσημου στις αναγνωριστικές αγωγές απολύτως απαραίτητη και ορθή
2. Η καταβολη παραβόλου για την περιπτωση αναβολης δεν εξυπηρετει ούτε την επιταχυνση, ούτε άλλο δικονομικό σκοπό, εξυπηρετει μονο εισπρακτικους σκοπούς, αφου με την νεα δικονομία ο θεσμός της αναβολης εχει ουσιαστικά αποδυναμωθεί, και για να ζητηθει αναβολή πρέπει να υπαρχει πολυ σοβαρος λόγος (όχι οπως γινοταν εως τωρα…..)
3. Η υποχρεωση καταβολης παραβόλου για ασκηση ενδικων μέσων δεν ειναι δικαιη (παρ ολον που μειώνεται το ποσόν) καθώς ακομη και σε περιπτωση νικης του εφεσείοντος, η επιστροφη του παραβολου ειναι μια ΟΔΥΣΣΕΙΑ που όλοι αποφευγουν με αποτελεσμα, το λαθος του πρωτοδικως δικασαντος δικαστή να το πληρωνει ο πρωτοδικως αδικηθείς διάδικος. Το δίκαιο και λογικο θα ηταν το παραβολο να το πληρωνει ο ηττωμενος στο Εφετείο διαδικος (μπορει να εισπράττεται μεσω ΔΟΥ και να βλεπει την χρέωση στο εκκαροστικο του εισοδηματος). Πιο προχωρημένο αλλα και πιό λογικό θα ηταν ο δικαστης που εξεδωσε εσφαλμένη απόφαση να πληρωνει εκεινος το παράβολο, εάν η αποφαση εχει νομικά σφάλματα!
Οπωσαδηποτε πρεπει αν διευκρινθσεί ότι τό πάραβολο κατατιθεται ανα έφεση (δηλ. ανα δικόγραφο) και όχι ανα διάδικο, καθως σε πολλες περιτώσεις το συμφέρον ειναι κοινό (πχ κληρονομοι αποβιώσαντος, συνιδιοκτητες ακινήτου)και η εφεση στην πραγματικότητα ειναι μία. Το ιδιο και για την οποιαδήποτε ανακοπή
4. Χρειάζεται σαφεστερη διατυπωση των περιπτωσεων (α) και (β):
«2. Ο ανακόπτων οφείλει να προκαταβάλει στη γραμματεία του δικαστηρίου κατά την κατάθεση της ανακοπής το παράβολο που όρισε η ερήμην απόφαση και ανέρχεται για κάθε ανακόπτοντα:
α) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατόν είκοσι (120) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια (200) ευρώ, και
β) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατό πενήντα (150) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, ανάλογα προς το αν αυτή εκδίδεται από το Ειρηνοδικείο και το Μονομελές Πρωτοδικείο, αντίστοιχα,
Τι ισχύει? το 120-200 ή το 150-250?
5. Δεν διευκρινιζεται: Για την καταθεση μηνύσεως ο εγκαλων καταβάλει ενα παραβολο. Για τις περιπτωσεις όπου απαιτειται εγκληση καταβαλει ένα παραβολο επιπλεον. Για παρασταση πολιτικής αγωγής θα καταβάλει ο ίδιος τριτο παραβολο??
Και γιατι θα πρεπει να καβαλει παραβολο (υποτιθεται ότι το παραβολο θεσπισθηκε για περιορισμό της δικομανίας) εκεί όπου ο νομος τόν υποχρεωνει να καταθεσει εγκληση για να μην απωλεσει δικαιωμα (τριμηνο από της σφραγισεως επιταγης πχ??)
Ως προς το παράβολο που καταβάλλεται επί ποινή απαραδέκτου του αιτήματος αναβολής πρέπει να οριστεί ποια η τύχη του παραβόλου σε περίπτωση αποδοχής και απόρριψης του αιτήματος αναβολής (πότε εκπίπτει υπέρ του Δημοσίου και πότε επιστρέφεται).
Σκόπιμη είναι η πρόβλεψη εξαίρεσης από την υποχρέωση προκαταβολής σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας.
Αναφορικά με τα ένδικα μέσα η άποψή μου είναι ότι θα πρέπει να καθιερωθεί ένα ενιαίο παράβολο το οποίο , με δεδομένη την οικονομική ανέχεια , δεν θα πρέπει να ξεπερνά το ποσό των 50€ σε όλους τους βαθμούς και ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου.
Αναφορικά δε με τα παράβολα υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ στις περιπτώσεις των αναβολών, ειλικρινά δεν μπορώ να αντιληφθώ τη χρησιμότητά τους, πέραν φυσικά του εισπρακτικού και μόνο χαρακτήρα , πράγμα που κατά τη γνώμη μου ευτελίζει ακόμη περισσότερο την απονομή της δικαιοσύνης μετατρέποντας πλέον , πέραν από το δικηγόρο και το δικαστή σε φοροεισπράκτορα , αφού ήδη μετά την τροποποίηση του ΚΠΟΛΔ αυστηροποιήθηκε, επαρκώς, το πλαίσιο χορήγησης των αναβολών.
Για τις υποθέσεις για τις οποίες έχουν ήδη κατατεθεί τα απαιτούμενα παράβολα πρέπει να προβλεφθεί ότι οι αυξήσεις των παραβόλων (π.χ. στον Άρειο πάγο) θα ισχύουν για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από εδώ και στο εξής. Υπενθυμίζεται ότι στην διοικητική δικονομία η αύξηση των παραβόλων είχε καταλάβει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, με συνέπεια να υποχρεωθούν οι διάδικοι να το συμπληρώσουν. Το φαινόμενο αυτό, δηλαδή η νομοθετική παρέμβαση σε συνεστημλένη δικονομική σχέση προσβάλλει αδικαιολόγητα το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας.
Δεν διευκρινίζεται αν θα καταβάλλεται ένα ή περισσότερα παράβολα,σε περίπτωση ομοδικίας, αν υποβάλλεται αίτημα αναβολής από τους ομοδικούντες συνενάγοντες, συνεναγομένους κλπ.